Εμφανίζει 1119 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή

Παπαδοπούλου, Άννα

  • Άτομο

Η Άννα Μελά-Παπαδοπούλου γεννήθηκε το 1871 στη Μασσαλία. Ήταν το τέταρτο από τα επτά παιδιά της οικογένειας Μελά, αριστοκρατικής οικογένειας της Ηπείρου. Ήταν αδελφή του μακεδονομάχου Παύλου Μελά και κόρη του Μιχαήλ Μελά ο οποίος ήταν άνθρωπος με έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα και αγάπη προς τις τέχνες και τα γράμματα. O πατέρας της διετέλεσε πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και βουλευτής με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη. Την περίοδο 1891-1894 εκλέχτηκε δήμαρχος Αθηνών.
Η ίδια ήταν πνεύμα ανήσυχο με καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Μορφώθηκε κατ΄ οίκον και υπήρξε ερασιτέχνιδα ζωγράφος. Σε ηλικία 19 ετών παντρεύτηκε τον Απόστολο Παπαδόπουλο γνωστό γαιοκτήμονα της Βόρειας Εύβοιας επιθυμώντας να ξεφύγει από τον αυταρχικό έλεγχο της μητέρας της. Μετά τον γάμο εγκαταστάθηκε στις Ροβιές Ευβοίας.
Η Άννα Παπαδοπούλου μετά τον θάνατο του αδελφού της Παύλου Μελά, αποφάσισε να καταταγεί ως εθελόντρια νοσοκόμα στους Βαλκανικούς Πολέμους. Εκτός από τους Βαλκανικούς (1912-1913), πήρε μέρος, διορισμένη από το υπουργείο Στρατιωτικών ως αδελφή νοσοκόμα, με το βαθμό της υπολοχαγού, στον Βορειοπειρωτικό Αγώνα του 1914, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Η δράση της δεν περιορίστηκε μόνο στην περίθαλψη των τραυματιών του πολέμου. Παράλληλα προσπαθούσε να ασκεί πολιτική επιρροή.Υπήρξε προσωπική φίλη του στρατηγού Νικόλαου Πλαστήρα, είχε πολύ καλές σχέσεις με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και άλλους πολιτικούς και στρατιωτικούς.
Το 1914 αρρώστησε σοβαρά απο τύφο ή χολέρα. Κατάφερε να αναρρώσει και να λάβει μέρος στην Μικρασιατική Εκστρατεία ιδρύοντας την οργάνωση «Μάννα του Στρατιώτη», όνομα με το οποίο έμεινε και η ίδια γνωστή. Το 1921 κατηγορήθηκε για προπαγάνδα υπέρ του Βενιζέλου με πρόσχημα την φράση του τελευταίου «Θαρσείν χρη», η οποία αναγραφόταν στις φωτογραφίες της που έδινε στους τραυματισμένους στρατιώτες.
Μετά την αποπομπή της από το Μικρασιατικό Μέτωπο γύρισε στις Ροβιές, γεγονός που το θεώρησε ως «εξορία» και δεν σταμάτησε ποτέ να ζητά εναγωνίως, μέσω της αλληλογραφίας της με πολιτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά πρόσωπα της εποχής, την επάνοδό της στο Μέτωπο. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ασχολήθηκε με την περίθαλψη των προσφύγων και από το 1923 δραστηριοποιήθηκε έντονα για την δημιουργία σανατορίου με σκοπό την καταπολέμηση της φυματίωσης. Το σανατόριο, το οποίο χτίστηκε στην Κορφοξυλιά, στα Μαγούλιανα Γορτυνίας κοντά στην Βυτίνα, άρχισε να λειτουργεί τον Αύγουστο του 1930.
Η Άννα Μελά Παπαδοπούλου τιμήθηκε με 12 παράσημα και ήταν από τις λίγες γυναίκες που παρασημοφορήθηκαν το 1914 με τον Σταυρό του Σωτήρος. Ίδρυσε πολλά κοινωφελή σωματεία και συνέβαλε στην ίδρυση της Πολυκλινικής Αθηνών. Πέθανε από φυματίωση το 1938 στην Αθήνα και θάφτηκε στις Ροβιές της Εύβοιας. Το 1938 έπαυσε να λειτουργεί και το σανατόριο που ίδρυσε.
[Πηγές : Σταυρίδης Αντώνης, Άννα Παπαδοπούλου Μελά, Εκεί που δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι, εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα 2007. Υλικό του αρχείου.]

Παπαδόπουλος, Δημήτριος

  • Άτομο
  • 1889-1983

Δημήτριος Παπαδόπουλος, Ναύπλιο 1889 - Αθήνα 1983, αντιστράτηγος. Απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους, στο Μακεδονικό Μέτωπο, στη Μικρασιατική Εκστρατεία, στο Αλβανικό Μέτωπο και στην Εθνική Αντίσταση. Για την προσφορά του παρασημοφορήθηκε επανειλημμένα και έλαβε τιμητική σύνταξη.

Παπαμαρκάκη, Σωτήρη, οικογένεια

  • Οικογένεια
  • 1857 -

Οικογένεια με αφετηρία τη Σμύρνη.
Χαράλαμπος (1857-1929), Κωνσταντίνος, γιος του Χαράλαμπου (1894-1970), Χαράλαμπος, γιος του Κωνσταντίνου (1926-2004) και Σωτήρης, γιος του Χαράλαμπου (γεν. 1960).
Το 1922, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένεια πήγε στην Αθήνα, στη συνέχεια μετακινήθηκε στα Χανιά της Κρήτης, για να καταλήξει στον Βόλο.

Παπαπαναγιώτου, Νικόλαος

  • Άτομο

Ο κ. Νικόλαος Παπαπαναγιώτου υπήρξε δικηγόρος στην πόλη των Σερρών. Με την ιδιότητά του ανέλαβε και υπόθεση τακτοποίησης προσφυγικής περιουσίας.

Παπαρρόδου, Νικόλαος

  • Άτομο

Ο Νικόλαος Παππαρόδου (Λαμία 1902-Αθήνα 1980;) ήταν στρατιωτικός. Γιος του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Παπαρρόδου και αδελφός του Ιωάννη, που έπεσε ηρωικά στον ελληνογερμανικό πόλεμο του 1941, ο Νικόλαος Παπαρρόδου πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία, στον πόλεμο του 1940-41 και στον εμφύλιο πόλεμο. Διετέλεσε, ανάμεσα σε άλλα, στρατιωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτων (1948-1950), διοικητής Β΄ Σώματος Στρατού (1956), Διοικητής Σχολής Εθνικής Αμύνης (1955-1956), υπαρχηγός αναπληρωτής Αρχηγού ΓΕΣ (1959, οπότε και αποστρατεύτηκε). Από το 1965 ως το 1967 ήταν Αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου της Αυλής (ΣΟΑΜ). Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Ο.Π.Α.Π. και υπήρξε πρωταθλητής σπάθης και μετείχε στην εθνική οπλομαχητική ομάδα. Μετείχε επίσης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου (1936) και σε άλλους διεθνείς αγώνες.
Ο Παπαρρόδου ήταν ευρυμαθής και γνώστης πολλών ξένων γλωσσών. Έγραψε στρατιωτικά βιβλία και μετέφρασε έργα ξένων λογοτεχνών.
Ο Παπαρρόδου ήταν παντρεμένος με τη Βούλα Ροντήρη.
[Πηγή σύνταξης βιογραφικού σημειώματος: Who is Who, 1965]

Παπαστάθης, Χαράλαμπος

  • Άτομο

Χαράλαμπος Κ. Παπαστάθης του Κωνσταντίνου, σύζυγος της Δέσποινας-Ειρήνης Τσούρκα. Ομότιμος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1940. Σπούδασε στην Νομική Σχολή του ΑΠΘ και μεταπτυχιακές έρευνες έκανε στην Ρώμη, Σόφια, Πράγα και Ουάσιγκτον (υποτροφία Fulbright στο Dumbarton Oaks Centre for Byzantine Studies). Ξεκίνησε ως βοηθός – ερευνητής στο Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του ΑΠΘ το 1974 και αφού ανήλθε την κλίμακα της ακαδημαϊκής ιεραρχίας εξελέγη τακτικός καθηγητής το 1988.Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων (1987-1988), πρόεδρος των Γενικών Αρχείων του Κράτους, αντιπρόεδρος και γενικός γραμματεύς της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, πρόεδρος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Σλαβικών Μελετών, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κονσόρτσιουμ Μελέτης σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας και μέλος της Εφορείας της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Έχει αναγορευθεί Μέγας Λογοθέτης του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, Άρχων Νομοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σόφιας και «επίτιμος εταίρος» του Ινστιτούτου Σπουδών της ΝΑ Ευρώπης της Ρουμανικής Ακαδημίας Επιστημών. Διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια Paris Sud (XI) και Σόφιας, στο Ανατολικό Ινστιτούτο Ρώμης και στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Παρίσι).
Δημοσίευσε τα βιβλία:
• Το νομοθετικόν έργον της Κυριλλομεθοδιανής Ιεραποστολής εν Μεγάλη Μοραβία
• Περί την διοικητικήν οργάνωσιν της Εκκλησίας Κύπρου
• Οι Κανονισμοί των Ορθόδοξων Ελληνικών Κοινοτήτων του Οθωμανικού Κράτους και της Διασποράς
• Νομοκάνων Γεωργίου Τραπεζουντίου
• Η ειδική νομική μεταχείριση των Αγιορειτών
• Κατάλογος ελληνικών νομικών χειρογράφων Κέντρου”Dujcev” Σόφιας
• Νομική Βιβλιογραφία Αγίου Όρους
• Οι εσωτερικοί κανονισμοί του Αγίου Όρους
• Νομοκανονικές Μελέτες
• Θεσσαλονίκεια και Μακεδονικά Ανάλεκτα
• Το Χρονικό της Ορμύλιας
• και περί τις 150 μελέτες σε περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων
Πηγή: Πανεπιστήμιο Κύπρου: Βιβλιοθήκη https://library.ucy.ac.cy/information/donations/xaralampos-kai-despoina-papastathi/
βλέπε και: https://ejournals.lib.auth.gr/fragmenta/article/download/5285/5173

Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος

Γεννήθηκε τη δεκαετία του 1880 στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης και ήταν γιος ιερέα. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και αργότερα φοίτησε στο Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως και στη Ζαρίφειο Σχολή της Φιλιππούπολης. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με υποτροφία εργαζόμενος παράλληλα ως δάσκαλος. Διορίστηκε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης όπου δίδαξε για τρία χρόνια και στη συνέχεια δίδαξε φιλολογία σε σχολεία της Λάρισας, της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Έπειτα υπήρξε για 26 χρόνια καθηγητής στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων του Πειραιά. Παράλληλα ασχολήθηκε με την λογοτεχνία και την λαογραφία. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1922 δημοσιεύοντας διηγήματα και ηθογραφίες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδεςενώ σημαντικό είναι το ιστορικό και λαογραφικό έργο του με επίκεντρο την περιοχή της Θράκης. Διετέλεσε μέλος του Θρακικού Κέντρου αναλαμβάνοντας από το 1928 την έκδοση του περιοδικού "Θρακικά", ενώ εξέδωσε από το 1934 ως το 1966 το περιοδικό "Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού". Υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος της Εταιρείας Θρακικών Μελετών και δημοσίευσε σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά περισσότερες από 300 μελέτες του με αντικείμενο την Ιστορία, τη λαογραφία, την κοινωνία και τη μουσική παράδοση της Θράκης. Παράλληλα πραγματοποίησε επί χρόνια διαλέξεις σχετικές με τη Θράκη σε διάφορους οργανισμούς και φορείς ανά την επικράτεια καθώς και στο ραδιόφωνο.

Παπαχρυσάνθου, Βασίλειος

  • Άτομο
  • 1859-1937

Ο Παπαχρυσάνθου, αυτοδίδακτος μαρμαρογλύπτης, σπούδασε με την οικονομική ενίσχυση του Οικουμενικού Πατριαρχείου την τεχνική της λιθογραφίας στο Παρίσι και κοντά στον Δημήτριο Γαλανάκη. Αγόρασε το λιθογραφείο του Καρλ Γιόζεφ Κόλμαν (1812-1870) και ίδρυσε το δικό του το 1888, ενώ γύρω στο 1910 φιλοτέχνησε και τύπωσε τους πρώτους στην Ελλάδα λιθογραφημένους στρατιωτικούς χάρτες. Ο γιος του Φοίβος Παπαχρυσάνθου (1900-1986) δημιούργησε, μαζί με τον διευθυντή του Κεντρικού Πρακτορείου Εφημερίδων Ιωάννη Αναγνωστόπουλο, το 1939 στην Ιερά Οδό την πρώτη στην Ελλάδα μονάδα Βαθυτυπίας.

[Το βιογραφικό σημείωμα αντλήθηκε αυτούσιο από το βιβλίο: Δημήτρης Παυλόπουλος, Χαρακτική - γραφικές τέχνες – ιστορία – τεχνικές – μέθοδοι – γλωσσάρια όρων, έκδοση τρίτη, ColorNetwork, Αθήνα 2011.]

Παππά, Έλλη

  • Άτομο
  • 1920-2009

Η Έλλη–Ελένη Παππά, κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παππαδοπούλου, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1920. Ήταν η μικρότερη από τα πέντε παιδιά της οικογέ­νειας, τέσσερα κορίτσια (Ηρώ, Δέσποινα, Διδώ, Έλλη) και ένα αγόρι (Γιώργος). Αδελφή της είναι η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Φοίτησε στη φιλοσοφική και στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της λόγω της Κατοχής. Παράλ­ληλα εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Στη διάρκεια της Κατοχής εργάστηκε στον παράνομο τύπο και σε μαθήματα μαρξισμού και, προς το τέλος, ώς τα γεγονότα του Δεκέμβρη στη σύνταξη του Ριζοσπάστη. Από τη συμφωνία της Βάρκιζας ώς την έναρξη του Εμφυλίου ήταν μέλος της Επιτροπής Διαφώτισης της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και της συντακτικής επιτροπής της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης. Τότε της ανατέθηκε η λειτουργία του «Κομματικού Φροντιστηρίου» μαζί με τον Κώστα Αξελό, η λειτουργία των πρώτων Κομματικών Σχολών εκείνης της περιόδου (με μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας και Φιλοσοφίας -κυρίως Διαλεκτικού και Ιστορικού Υλισμού), και αργότερα η οργάνωση και διεύθυνση της Κομματικής Σχολής της Αθήνας στο όνομα της Ηλέκτρας Αποστόλου, με ολοήμερα μαθήματα και φροντιστηριακή επεξεργασία. Στον Εμφύλιο, δούλεψε στην έκδοση του Ριζοσπάστη σε παράνομο τυπογραφείο ώς το 1949, οπότε άρχισε η στενή συνεργασία της με τον Νίκο Πλουμπίδη και από τον Ιούνιο του 1950 με τον Νίκο Μπελογιάννη που έγινε ο σύντροφός της. Συνελήφθησαν τον Δεκέμβριο του 1950 και κρατήθηκαν σε πλήρη απομόνωση στη Γενική Ασφάλεια ώς την πρώτη δίκη τους, τον Νοέμβριο του 1951. Σε αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε ο γιος τους, Νίκος, τον Αύγουστο του 1951. Η δεύτερη δίκη τους έγινε τον Φεβρουάριο του 1952. Και στις δύο καταδικάστηκαν σε θάνατο, αλλά η Έλλη ως μητέρα βρέφους δεν εκτελέστηκε. Αποφυλακίστηκε την πρωτοχρονιά του 1964 και εργάστηκε στην ΕΔΑ και στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή. Από το 1965 ήταν αρθρογράφος και μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας. Στις 21 Απριλίου 1967 συνελήφθη από τη δικτατορία και εξορίστηκε στη Γυάρο από όπου αποφυλακίστηκε τον Ιούλιο του 1968, λόγω σοβαρής ασθένειάς της. Εργάστηκε στην Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση, από το 1972 στην εφημερίδα Μακεδονία με αναλύσεις διεθνών θεμάτων υιοθετώντας το ψευδώνυμο Νότιος του προηγούμενου συντάκτη Σπύρου Μονδάνου, και στο περιοδικό Γυναίκα του Β. Τερζόπουλου. Στη συνέχεια εργάστηκε στην εφημερίδα Εξπρές και με την έκδοση της εφημερίδας Έθνος ανέλαβε το ρεπορτάζ για θέματα εκπαίδευσης και νεολαίας. Ανέπτυξε πολιτική δράση στην ΕΔΑ της μεταπολίτευσης, στο ΚΚΕ τη δεκαετία του 1980. Συμμετείχε στο Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, στο Κέντρο Πολιτισμού «Δημήτρης Γληνός», και σε επιτροπές και εκδηλώσεις για την ειρήνη, τον πολιτισμό και το γυναικείο κίνημα.
Από πολύ νωρίς εξοικειώθηκε με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και στη φυλακή συνέλαβαν με τον Νίκο Μπελογιάννη την ιδέα της συγγραφής μίας Ιστορίας της ελληνικής σκέψης. Στην προσπάθεια αυτή εντάσσονται οι μελέτες της: Ο Πλάτωνας στην Εποχή μας (1981, 1998), Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς στο Κεφάλαιο του Μαρξ (1983, 1984), Σπουδή στο θέμα της Ελευθερίας – Η έννοια της ελευθερίας στον προσωκρατικό υλισμό (1985). Διερευνώντας την κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού εξέδωσε τις μελέτες: Μύθος και ιδεολογία στη Ρωσική Επανάσταση–Οδοιπορικό από το ρωσικό αγροτικό λαϊκισμό στο λαϊκισμό του Στάλιν (1990), Ο Λένιν χωρίς λογοκρισία και εκτός μαυσωλείου (1991), Κομμούνα του 1871: Επανάσταση του 21ου αιώνα; (1992). Λογοτεχνικά έργα της από την περίοδο της φυλάκισής της είναι: Το ημερολόγιο ενός φυλακισμένου (Μυθιστόρημα, Βουκουρέστι 1961), Δουλειά της φυλακής (Διηγήματα και ποιήματα, 1979). Άλλες μελέτες και έργα της είναι τα: Βίος και έργα της γάτας της Σοφής (1984), Σελίδες από τον τύπο της Αντίστασης (1985), Νίκος Κιτσίκης–Ο επιστήμονας, ο άνθρωπος, ο πολιτικός (1986).
[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: Βιογραφικά σημειώματα της ίδιας, υλικό του αρχείου.]

Παραράς, Λάμπρος

  • Άτομο
  • 1893 - 1972;

Ο Λάμπρος Ανδρέου Παραράς γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας το 1893. Είχε καταγωγή από τη Νάξο από την πλευρά του πατέρα του και από τη Μάνη από τη μεριά της μητέρας του.
Παρακολούθησε μαθήματα στην Αναξαγόρειο Σχολή Βουρλών και στη συνέχεια με τη βοήθεια του Δημήτριου Γληνού εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη και συνέχισε τις σπουδές του στο Ελληνογερμανικό Λύκειο του Κυριάκου Γιαννίκη. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παρακολούθησε μαθήματα ως ακροατής στο Καίμπριτζ της Αγγλίας και στο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.
Εργάστηκε στη Τράπεζα της Ανατολής και αργότερα στην Χριστιαννική Αδελφότητα των Νέων στην Αθήνα ως διευθυντής στο τμήμα των εφήβων για δέκα χρόνια. Πρώτος ο Παραράς μαζί με κάποιους Αμερικάνους συναδέλφούς του εισήγαγαν στην Ελλάδα το θεσμό των παιδικών κατασκηνώσεων. Εργάστηκε ακόμα στην Αναργύρειο Σχολή Σπετσών. Σημαντικό σταθμό στην πορεία του αποτελεί το Αμερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε για 28 χρόνια ως καθηγητής και γυμνασιάρχης.
Συνεργάστηκε με πληθώρα περιοδικών και εφημερίδων στη Σμύρνη και τα Βουρλά, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Πολλές συνεργασίες του δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες Προσφυγικός Κόσμος και Μικρασιατική Ηχώ. Έγραψε μελέτες, άρθρα, χρονογραφήματα και διηγήματα και ασχολήθηκε με τη μετάφραση. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Ομίλου Φιλοτεχνών Σμύρνης (1916-1922). Ακόμη υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής των Μικρασιατικών Χρονικών περιοδικού της Ένωσης Σμυρναίων. Έδωσε πλήθος διαλέξεων για σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες.
Παντρεύτηκε την Τούλα Βασιλείου Κάη, καθηγήτρια μαθηματικών, με καταγωγή από τα Φιλιατρά.
Πηγές σύνταξης βιογραφικού: Βιογραφικό Λάμπρου Παραρά στην εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος, 9.7.1967 και υλικό του αρχείου.

Παρασκευόπουλος, Λεωνίδας

  • Άτομο
  • 1861 - 1936

Ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, γιος του Ιωάννη και της Καλυψώς, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1861. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή και κατόπιν ήρθε στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από όπου αποφοίτησε το 1880 συνεχίζοντας τις σπουδές του στην Ελβετία και στη Γαλλία. Η πρώτη στρατιωτική του δράση συνδέθηκε με την κατάληψη της Άρτας το 1881, ενώ έλαβε μέρος στην εκστρατεία του 1897 στην Κρήτη υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο. Στα 1901-1902 επισκέφθηκε με άλλους αξιωματικούς τη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου και από το 1905 έως το 1908 έζησε στο Steyr της Αυστρίας, όπου παρέμεινε ως πρόεδρος της επιτροπής παραλαβής όπλων για τον ελληνικό στρατό. Υποστηρικτής του κινήματος στο Γουδί, το 1909 τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο. Στους Βαλκανικούς πολέμους έλαβε μέρος αρχικά στο Μακεδονικό Μέτωπο ως διοικητής του 2ου πεδινού συντάγματος πυροβολικού, στη συνέχεια ως αρχηγός του πυροβολικού στην Ήπειρο
και στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο ως διοικητής της 10ης ευζωνικής μεραρχίας.
Στην περίοδο του Διχασμού προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης και έγινε αρχηγός του στρατού της Εθνικής Άμυνας. Το Μάρτιο του 1919 επισκέφθηκε επίσημα την Κωνσταντινούπολη μετά από πρόσκληση του Αρχηγείου των Συμμαχικών Στρατευμάτων και στις 30 Ιουνίου αποβιβάστηκε ως αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού κατοχής στη Σμύρνη. Επέστρεψε στη Σμύρνη τον Φεβρουάριο του 1920 όταν άρχισαν οι πολεμικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών επανήλθε στην Ελλάδα προσπαθώντας να πείσει τον Βενιζέλο να μη διενεργήσει εκλογές το Νοέμβριο του 1920. Μετά την εκλογική ήττα των Φιλελευθέρων παραιτήθηκε από τον Στρατό και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Γαλλία.
Παντρεύτηκε την Κούλα Νικολάου Διομήδη (1871-1964) με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Ιωάννη (1911-1932), που από μικρός εμφάνισε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Ο Λ. Παρασκευόπουλος πέθανε το 1936.

Παρασχίδης, Χαρίλαος

  • Άτομο

Ο Χαρίλαος Παρασχίδης ήταν γιος του διδασκάλου Νικολάου και της Αικατερίνης από την Ορεστιάδα της Θράκης και γεννήθηκε στην Αδριανούπολη το 1904. Σπούδασε στο Ελληνικό Γυμνάσιο και στην Κεντρική Αστική Σχολή Αδριανουπόλεως και στη συνέχεια ήρθε στην Ελλάδα ως ανταλλάξιμος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από όπου αποφοίτησε το 1927, και το ίδιο έτος παντρεύτηκε την Σοφία Κωνσταντίνου Πλαβούκου. Ήταν μέλος του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών.
[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: υλικό του αρχείου]

Παρθεναγωγείον Χρυσοπηγής

  • Συλλογικό Όργανο

Για τη διοικητική ιστορία του σχολείου βλ. 11ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης

Πατριωτικό Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντίληψης

Το Πατριωτικό Ίδρυμα Κοινωνικής Προστασίας και Αντιλήψεως (Π.Ι.Κ.Π.Α.) ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Βασίλισσας Σοφίας, το 1914, με την επωνυμία «Πατριωτικός Σύνδεσμος των Ελληνίδων» με την υπ’ αριθ. 6030/1914 απόφαση του πρωτοδικείου Αθηνών. Σκοπός το Συνδέσμου ήταν: α) η νοσηλεία των ασθενών και τραυματιών εν καιρώ πολέμου, σε συνεργασία με τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και τη Στρατιωτική Υγειονομική Υπηρεσία και β) η περίθαλψη των απόρων οικογενειών των οποίων οι προστάτες βρισκόταν στις τάξεις του στρατού. Προς εξυπηρέτηση των βασικών αυτών σκοπών του Συνδέσμου αποφασίστηκε η εκπαίδευση επαρκούς και κατάλληλου νοσηλευτικού προσωπικού, η σύσταση νοσοκομείων, η συγκέντρωση και αποθήκευση ειδών ιματισμού και υγειονομικού υλικού, η διάδοση των στοιχειωδών γνώσεων υγιεινής και η καταπολέμηση των επιδημικών νοσημάτων και της φυματίωσης, η νοσηλεία και η περίθαλψη των φτωχών και των πασχόντων από ανίατες ασθένειες, η παροχή βοήθειας σε όσους πλήττονταν από θεομηνίες και στους πρόσφυγες, η προστασία και η περίθαλψη των παιδιών και των βρεφών απόρων γονέων, η σύσταση οικοκυρικής σχολής, η λήψη μέτρων για τη μόρφωση των γυναικών πάνω σε θέματα θρησκείας, ηθικής και πατριωτισμού, η ίδρυση λαϊκών συσσιτίων και τέλος η σύσταση στα διάφορα επαρχιακά κέντρα παραρτημάτων του Πατριωτικού Συνδέσμου των Ελληνίδων για την εφαρμογή και εκεί του παραπάνω προγράμματος.

Οι σταθμοί στην ιστορία του Συνδέσμου μέχρι του τελικού του μετασχηματισμού σε Πατριωτικό Ίδρυμα Κοινωνικής Προστασίας και Αντιλήψεως, με τη μορφή που αυτό λειτούργησε συστηματικά από το 1939 και μετά αναφέρονται παρακάτω.
1917 – Μετονομασία του Πατριωτικού Συνδέσμου σε «Ίδρυμα Περιθάλψεως».
ΦΕΚ Α. 183/ 2-9-1917 Ν. 808 «Περί συστάσεως Πατριωτικού Ιδρύματος
Περιθάλψεως» στο οποίο υπάγεται και το από το 1911 λειτουργούν
«Οικονομικόν Συσσίτιον».
1921 – Καταργείται το «Πατριωτικό Ίδρυμα Περιθάλψεως» ΦΕΚ Α. 167/ 8-9-1921 Ν.2719
και ανασυνίσταται ο Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων.
1923 – Καταργείται οριστικώς ο Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων ( Νομοθετικό Διάταγμα
26-9-1923 ) και επανιδρύεται το «Πατριωτικό Ίδρυμα Περιθάλψεως». Κατά το
Νομοθετικό Διάταγμα της 26-9-1923, διευρύνεται η αρμοδιότητά του σε ό,τι αφορά
στην προστασία του παιδιού ( καλοκαίρι του 1923, οι πρώτες Παιδικές Εξοχές ).

  • Θεσμός τοποθέτησης παιδιών σε θετές οικογένειες.
  • Τμήμα συσσιτίων.
    1929 – Το «Πατριωτικόν Ίδρυμα Περιθάλψεως» μετονομάζεται σε «Πατριωτικό Ίδρυμα
    Προστασίας Παιδιού ( Π.Ι.Π.Π.)» και γίνεται οριστικώς Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου
    Δικαίου υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγιεινής ( Ν. 4062/ 5-3-1929 ). Με τον νόμο
    αυτόν, τίθεται θεμελιώδης σκοπός του Ιδρύματος η προστασία της Μητρότητας και της
    Παιδικής Ηλικίας και προβλέπεται η ίδρυση παραρτημάτων στις πρωτεύουσες όλων
    των νομών της χώρας (ΦΕΚ Α. 94/ 9-3-1929 Ν. 4062 «Περί Πατριωτικού Ιδρύματος Προστασίας του Παιδιού».)

    Με τον Α.Ν. 1950/1939 (ΦΕΚ Α. 371/7-9-1939) καταρτίζεται ο Οργανισμός του Π.Ι.Κ.Π.Α. που μετονομάζει το Π.Ι.Π.Π. σε «Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως» και του δίνει την υπόσταση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως και επιχορηγείτε από αυτό. Ορίζει ως σκοπούς του ιδρύματος «α)την προστασία της μητρότητος και των παιδικών ηλικιών, β) τη λειτουργία οικονομικών συσσιτίων γ) την παντοειδή αντίληψη των εκ των θεομηνιών πληττομένων και δ)την παντοειδή προστασία των απόρων».

     Βάσει του άρθρου 5 του Α.Ν. 1950, η διοίκηση του Π.Ι.Κ.Π.Α. ασκείται από το Γενικό Συμβούλιο ( 20 μέλη ) και τη Διοικούσα Επιτροπή ( 5 μέλη ) τριετούς θητείας.

Το Γενικό Συμβούλιο καταρτίζει τον «Υπηρεσιακό Οργανισμό του Ιδρύματος» και τον «Ειδικό κανονισμό Διοικήσεως και Διαχειρίσεως» ( λεπτομέρειες αφορώσες την Διοίκηση, την οικονομική διαχείριση και την εν γένει λειτουργία και πολιτική του Ιδρύματος ).
Το Γενικό Συμβούλιο συστήνει με απόφασή του Τμήματα και Ειδικές Υπηρεσίες του Ιδρύματος, εξαρτώμενες είτε από την Κεντρική Υπηρεσία είτε από τα περιφερειακά Παραρτήματα.

Η Διοικούσα Επιτροπή προπαρασκευάζει τα θέματα προς εισήγησιν στο Γενικό Συμβούλιο. Συντάσσει και υποβάλλει τον προϋπολογισμό, εγκρίνει διαγωνισμούς, τεχνικές και οικονομικές μελέτες, καταρτίζει κανονισμούς λειτουργίας Ειδικών Υπηρεσιών, Τμημάτων και Παραρτημάτων.

Η Γενική Διεύθυνση του Ιδρύματος εκτελεί τις αποφάσεις των δύο αυτών οργάνων. Ο Γενικός Διευθυντής διορίζεται με πράξη του Γενικού Συμβουλίου εγκρινόμενη με απόφαση του Υπουργού Κοινωνικής Πρόνοιας.

Τα επόμενα χρόνια το Π.Ι.Κ.Π.Α. αναπτύσσεται και μετασχηματίζεται προσθέτοντας στις αρμοδιότητες του νέους φορείς και υπηρεσίες.
Το 1937 συστήνεται η Τεχνική Υπηρεσία του Ιδρύματος ΦΕΚ Α. 364/ 17-9-1937 Α.Ν. 851 «Περί συστάσεως Τεχνικής Υπηρεσίας Πατριωτικού Ιδρύματος Προστασίας Παιδιού».

Το 1939 συστήνεται η Υπηρεσία Αναπήρων Θυμάτων Πολέμου ΦΕΚ 293/ 21-7-1939 Α.Ν. 1833 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της κειμένης περί προστασίας αναπήρων πολέμου νομοθεσίας»
Το 1941 – ΦΕΚ Α. 165/ 15-5-1941 Ν.Δ. 40 «Περί τροποποιήσεως διατάξεων τινών περί του
Πατριωτικού Ιδρύματος». Συστήνονται δύο γνωμοδοτικές Επιτροπές αντίστοιχα για τις
Διευθύνσεις: Α) Προστασίας Μητρότητας και Παιδικής Ηλικίας και Β) Περιθάλψεως και
Συσσιτίων.
Το 1946 – ΦΕΚ Α. 6/ 11-1-1946 Α.Ν. 623 «Περί κυρώσεως της εν Αθήναις την 22 Ιουνίου 1945
συμφωνίας μεταξύ Ελληνικής Κυβερνήσεως και της εν Ελλάδι αποστολής Ερυθρού
Σταυρού». Οι Υπηρεσίες της εν Ελλάδι αποστολής του Ελβετικού Ερυθρού Σταυρού
υπάγονται προσωρινά στο Π.Ι.Κ.Π.Α.
Το 1947 – ΦΕΚ Β. 37/ 18-3-1947 «Περί προσαρτήσεως από 1-4-1947 των Υπηρεσιών Ελβετικου Ερυθρού Σταυρού εις το Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως».
Υπηρεσίες του ερυθρού Σταυρού που προσαρτώνται:
α) Υπηρεσία Παιδικής Διατροφής ( Αθηνών – Επαρχίας )
β) Αντιφυματικό ιατρείο Αθήνας.
γ) Υπηρεσία αποθηκών τροφίμων
δ) Υπηρεσία μεταφορών / εφοδιασμού.
ε) Υπηρεσία επισκεπτριών αδελφών τριετούς φοίτησης.
στ) Ειδικές Εστίες ( 14 τον αριθμό ).

Επίσης το 1947 – ΦΕΚ Α. 183/ 23-8-1947 Ν.Δ. 400 «Περί συμπληρώσεως του υπ’αρίθμ.623 Α.Ν. ( 1946 )». Αφορά τον κανονισμό λειτουργίας της Υπηρεσίας Παιδικής Διατροφής.
Το 1948 – ΦΕΚ Α. 200/ 9-8-1948 Ν.749 «Περί Παιδικών Εξοχών και Ειδικών Εστιών σιτίσεως
παίδων». Αφορά στην οργάνωση και τον κανονισμό λειτουργίας των Παιδικών Εξοχών
και των Ειδικών Εστιών.
Το 1949 – ΦΕΚ Α. 217/ 21-9-1949 Ν.Δ. 1068 «Περί κυρώσεως συμβάσεως μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του International Children’s Emergency Fund ( Διεθνούς Ταμείου
Κατεπειγούσης Περιθάλψεως Παιδιού )».
Το 1953 – ΦΕΚ Α. 318/ 11-11-1953 Ν.Δ. 2690 «Περί συστάσεως Ειδικής Υπηρεσίας Μητρότητας και Βρέφους εις την ύπαιθρον χώραν». Με την συνεργασία της διεθνούς οργάνωσης UNICEF ορίζεται ως πρώτη περιφέρεια εφαρμογής του προγράμματος της υπηρεσίας ( Κινητές Μονάδες Ιατρικής Παρακολούθησης ) η περιοχή της Θεσσαλίας.
Το 1954 – Εγκαινιάζεται το Κέντρο Αποκαταστάσεως Αναπήρων Παίδων στις πρώην
εγκαταστάσεις Παιδικών Εξοχών της περιοχής Βούλας ( Κ.Α.Α.Π.Β.).
Το 1957 – ΦΕΚ Α. 68/ 29-4-1957 Ν. 3692 «Περί κωδικοποιήσεως των περί Πατριωτικού
Ιδρύματος Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως κειμένων διατάξεων κ.τ.λ.».

  • Σύσταση Γραφείου Διαφώτισης, Τύπου και Στατιστικής ( άρθρο 4, παρ. Ι Ν.3692 )
    Ενώ το 1960 με το Β.Δ. 170 «Περί κυρώσεως του Υπηρεσιακού Οργανισμού Πατριωτικού Ιδρύματος Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως» (ΦΕΚ Α. 40/ 6-4-1960) καθορίζεται το οργανόγραμμα του Π.Ι.Κ.Π.Α.:
    Α΄ Κεντρική Υπηρεσία
    1) Γενική Διεύθυνση
    2) Διεύθυνση Α’, Ιατροκοινωνικής Προστασίας Μητρότητας και Παιδικών Ηλικιών
    3) Διεύθυνση Β’, Παιδικής Πρόνοιας
    4) Διεύθυνση Γ’, Οικονομικών Υπηρεσιών
    5) Υπηρεσία Διοικητικού
    6) Τεχνική Υπηρεσία
    7) Υπηρεσία Επιθεώρησης
    8) Γραφείο Σχέσεων μετά του Εξωτερικού
    9) Γραφείο Δικαστικού και Κτηματολογίου
    10) Γραφείο Διαφώτισης, Τύπου και Στατιστικής
    Β΄ Παραρτήματα
    Γ’ Ειδικές Υπηρεσίες
    α) Παιδική Πολυκλινική
    β) Αναρρωτήριο Πεντέλης
    γ) Κέντρο Αποκαταστάσεως Αναπήρων Παίδων Βούλας
    δ) Σχολή Βοηθών Νοσοκόμων Βούλας
    ε) Σχολή Νηπιοκόμων Ιωαννίνων
    στ) Παιδικό Νοσοκομείο Πεντέλης
    ζ) Κινητές Ιατρικές μονάδες
    η)Κινητά στοματολογικά ιατρεία
    θ) Συμβουλευτικοί Σταθμοί Εγκύων και επιτόκων
    ι) Νηπιαγωγεία
    ια) Συμβουλευτικοί Σταθμοί Βρεφών
    ιβ) Παιδικά Οδοντιατρεία
    ιγ) Παιδικά Ιατρεία εν γένει
    ιδ) Ειδικές Εστίες
    ιε)Παιδικές εξοχές
    ιστ) Αναρρωτήριο Κέρκυρας «Ο άγιος Σπυρίδων»
    Οι παραπάνω ειδικές υπηρεσίες από α-η και από θ-ιδ που λειτουργούν στην περιφέρεια Αθηνών υπάγονται στην Κεντρική Υπηρεσία και εξαρτώνται απ’ ευθείας από αυτή. Οι υπόλοιπες ειδικές υπηρεσίες υπάγονται στα οικεία παραρτήματα από τα οποία και εξαρτώνται.
    Στα χρόνια που ακολούθησαν το Π.Ι.Κ.Π.Α. λειτούργησε με βάση τον παραπάνω οργανισμό και με μικρές αλλαγές αυτού (1961 – ΦΕΚ Α. 38/ 13-3-1961 Β.Δ. 147 «Περί συμπληρώσεως του Υπηρεσιακού Οργανισμού Π.Ι.Κ.Π.Α. δια προσθήκης θέσεων Ειδικής Υπηρεσίας Παίδων εν Λέρω».
    1962 – ΦΕΚ 179/ 3-11-1962 Β.Δ. 668 «Περί κωδικοποιήσεως των περί του Πατριωτικού Ιδρύματος Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως κειμένων διατάξεων και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων εξ αυτών».
    1973 – ΦΕΚ 10/ 16-1-1973 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Β.Δ. 170/ 60».
    1982 – ΦΕΚ Β. 550/ 4-8-1982 – «Κατάργηση οργανωτικής βαθμίδας Γενικής Διευθύνσεως και μετατροπή θέσεως Ειδικού Γραμματέα του Π.Ι.Κ.Π.Α. με τριετή θητεία».) έως το 1998 οπότε και συντελέστηκε σημαντική αλλαγή στο τρόπο λειτουργίας του με το Ν. 2646 (ΦΕΚ Α. 236/ 20-10-1998) «Ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας και άλλες διατάξεις». Με τον νόμο αυτό, ο Εθνικός Οργανισμός Προνοίας (Ε.Ο.Π.) μαζί με το Π.Ι.Κ.Π.Α. και το Κέντρο βρεφών «Μητέρα» συγχωνεύτηκαν και μετονομάστηκαν σε Εθνικό Οργανισμό Κοινωνικής Φροντίδας ( Ε.Ο.Κ.Φ. ).

Το 2003 ο νόμος 3106 (ΦΕΚ Α. 30/ 10-2-2003) έφερε την «Αναδιοργάνωση του Εθνικού συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας» και οι Υπηρεσίες του Ε.Ο.Κ.Φ. μετατρέπονται σε υπηρεσίες του ΠΕ.Σ.Υ.Π. ( Περιφερειακό Σύστημα Υγείας και Περίθαλψης) ως αποκεντρωμένες και ανεξάρτητες Υπηρεσιακές Μονάδες με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια.

Τέλος, για το αρχείο του Π.Ι.Κ.Π.Α. δημοσιεύτηκαν δύο υπουργικές αποφάσεις (ΦΕΚ Β. 1708/ 19-11-2003) οι οποίες προβλέπουν ότι η φύλαξη του μεν Προνοιακού Αρχείου του Εθνικού Οργανισμού Κοινωνικής Φροντίδας (Π.Ι.Κ.Π.Α. – Ε.Ο.Π.) ανατίθεται στις Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας «Αναρρωτήριο Πεντέλης» και Παιδόπολη «Άγιος Ανδρέας» Καλαμακίου και ότι το αρχείο του προσωπικού του Ε.Ο.Κ.Φ. – Π.Ι.Κ.Π.Α. όπως και το υπόλοιπο αρχείο πλην του Προνοιακού φυλάσσεται εκεί όπου στεγάζονταν οι κεντρικές εγκαταστάσεις του Π.Ι.Κ.Π.Α. (οδός Τσόχα 5).

Περίδης, Αρίστος

  • Άτομο

Ο Αρίστος Περίδης ήταν δημοσιογράφος και πρόσφυγας στη Σύρο από τη Μικρά Ασία το 1922.
Εξέδιδε τη δισέλιδη εφημερίδα « Βήμα της (Σμύρνης)», κάθε Τετάρτη και Σάββατο, με πλούσια πολιτική αρθρογραφία.

Περοδασκαλάκης, Μιχαήλ

  • Άτομο

Ο Μιχαήλ Περοδασκαλάκης (Νεάπολη Κρήτης, 1899 - Πειραιάς, (;)), υπήρξε υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης, και υπηρέτησε σε διάφορα πρωτοδικεία. Το 1915 ήταν γραφέας στη νομαρχία Λασηθίου. Το 1917 διορίστηκε υπογραμματέας στο πρωτοδικείο Λασηθίου απ’ όπου αποσπάστηκε στην “Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Ελληνικής Διοικήσεως Σμύρνης” (1920-1922) και στην “Διεύθυνση Δικαστικού της Στρατιωτικής Διοικήσεως Ηρακλείου” (1922-1923). Αμέσως μετά διορίστηκε στο πρωτοδικείο Πειραιά όπου και συνέχισε τη σταδιοδρομία του. Την περίοδο από τον Φεβρουάριο του 1943 ως τον Απρίλιο του ίδιου έτους αποσπάστηκε στο πρωτοδικείο της Αθήνας. Το 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Παντρεύτηκε την Στυλιανή Χρήστου Φούκα από τη Σμύρνη το 1932 και απέκτησαν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο.

Πετροπουλάκη, οικογένεια

  • Οικογένεια

Η ύπαρξη της οικογένειας Πετροπουλάκη μαρτυρείται από το 1690 ενώ είναι βέβαιο ότι οι ρίζες της είναι ακόμα πιο παλιές. Πρόκειται για μια ισχυρή και πολυμελή οικογένεια της Μάνης με μέλη πολιτικούς και στρατιωτικούς και με μεγάλη επιρροή στην περιοχή του Γυθείου, ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια. Σπουδαία είναι η συνεισφορά της οικογένειας στους εθνικούς αγώνες (Επανάσταση του 1821, Κρητικές επαναστάσεις, Μακεδονικός αγώνας, Βαλκανικοί πόλεμοι, Μικρασιατική εκστρατεία). Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην Κρητική επανάσταση του 1866 - 1869, πήραν μέρος 8 μέλη της οικογένειας, ενώ στους Βαλκανικούς πολέμους 22 υπηρετούσαν στο στρατό. Οι πολιτικές πεποιθήσεις της οικογένειας ήταν συντηρητικές και φιλοβασιλικές, γεγονός που είχε δυσμενείς ή ευμενείς επιδράσεις στην τύχη των μελών της ανάλογα με τις περιστάσεις.

1) Παναγιώτης Πετροπουλάκης
Πατέρας του Δημητρίου. Δεν γνωρίζουμε ακριβείς ημερομηνίες γέννησης και θανάτου. Βιογραφικά στοιχεία αντλούμε από τα λίγα έγγραφα του αρχείου της οικογένειας Πετροπουλάκη, που τον αφορούν καθώς και από πληροφορίες στα βιογραφικά άλλων προσώπων της οικογένειας που περιέρχονται στο αρχείο. Συμπεραίνουμε ότι πήρε μέρος στην επανάσταση του 1821, ενώ το 1828 οι κάτοικοι των ανατολικών χωριών της περιοχής της Σπάρτης τον εκλέγουν δημογέροντα. Tο 1837 ήταν λοχαγός επιλοχίας πρεσβύτης της Βασιλικής Φάλαγγας.

2) Δημήτριος Πετροπουλάκης (Ράχη ca.1800 - Αθήνα 1870)
Ο Δημήτριος Πετροπουλάκης υπήρξε αγωνιστής στην επανάσταση του 1821 και διακρίθηκε κυρίως στις μάχες του κατά του Ιμπραήμ. Υποστήριξε τον Καποδίστρια και τον Οθωνα στην καταστολή των εξεγέρσεων που έγιναν εναντίον τους. Το 1844 όταν απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής στασίασε κατά της κυβέρνησης του Κωλέττη, τον οποίο θεώρησε ως υπονομευτή της υποψηφιότητάς του. Το 1850 εκλέχτηκε βουλευτής Μάνης. Το 1862 - 63 διώχθηκε από την Προσωρινή Κυβέρνηση και διατάχθηκε να εγκαταλείψει τη Λακωνία. Γρήγορα όμως οι διωγμοί ατόνισαν. Παράλληλα με την πολιτική δραστηριότητα ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία και το 1870 έφτασε στο βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1854 έλαβε μέρος στη Θεσσαλική επανάσταση επικεφαλής σώματος εθελοντών και τραυματίστηκε στην Καλαμπάκα στις 10/5/1854. Το 1866 - 67 πραγματοποίησε την πρώτη του εκστρατεία στην Κρήτη. Στα τέλη του 1868 στάλθηκε για δεύτερη φορά στο νησί από την κυβέρνηση Βούλγαρη, επικεφαλής 1000 εθελοντών με σκοπό την αναζωπύρωση του αγώνα. Ηττήθηκε όμως στη μάχη στις Βρύσες (8/12/1868) και αιχμαλωτίστηκε. Απελευθερώθηκε μετά από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και αποχώρησε.

3) Αναστάσιος Πετροπουλάκης (Ράχη ca.1830 - 1892)
Αδελφός του Δημητρίου έλαβε μέρος στη Θεσσαλική επανάσταση του 1854 και την Κρητική του 1866 - 69. Ο γιος του Απόστολος πέθανε το 1914 από τις κακουχίες κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.

4) Λεωνίδας Δημητρίου Πετροπουλάκης (Ράχη 1829 - Αθήνα 1887)
Γιος του Δημητρίου. Η τύχη του και η δράση του ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό αυτήν του πατέρα του. Πήρε μέρος στη Θεσσαλική επανάσταση, διώχθηκε το 1862 - 63 και ακολούθησε τον πατέρα του στην Κρήτη το 1868 μαζί με το γιο του Γεώργιο. Το 1859 εκλέχτηκε βουλευτής της επαρχίας Γυθείου. Μετά το 1869 πολιτεύτηκε με το κόμμα του Δεληγιώργη. Το 1878 επέστρεψε ως ταγματάρχης στο στρατό και το 1881 με το βαθμό του συνταγματάρχη, διορίστηκε αρχηγός του κέντρου του στρατού Θεσσαλίας. Το 1886 καθοριστικός ήταν ο ρόλος του στις συμπλοκές με τους Τούρκους στο Γκριτζόβαλη και τη Μελούνα. Πέθανε στην Αθήνα τον Μάιο του 1887 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.

5) Γεώργιος Λεωνίδα Πετροπουλάκης (Ράχη 1852 - Αθήνα ca.1910)
Γιος του Λεωνίδα με πλούσια δράση. Εκτός από την κρητική επανάσταση πήρε μέρος στον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870 στο πλευρό των Γάλλων. Το 1887 εκλέχτηκε βουλευτής με το τρικουπικό κόμμα, το 1895 πήρε μέρος στην Κρητική επανάσταση, και το 1900 ήταν βουλευτής. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα ήταν μέλος του Μακεδονικού κομμιτάτου. Το 1908 στάλθηκε ως απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης στην Πύλη για τη διερεύνηση των προθέσεων των Νεοτούρκων.

6) Παναγιώτης Πετροπουλάκης (Ράχη 1879 - Οσνίτσανη 1906)
Γιος του Ηλία Πετροπουλάκη (1868 - 1928). Σκοτώθηκε μαζί με τον ξάδελφό του Λεωνίδα στην μάχη της Οσνίτσανης στη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα.

7) Λεωνίδας Παναγιώτου Πετροπουλάκης (Ράχη 1881 - Οσνίτσανη 1906)
Διδάκτορας της Νομικής, σε ηλικία 25 ετών έλαβε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα, επικεφαλής τμήματος Μανιατών εθελοντών ως υπαρχηγός του αντάρτικου σώματος του καπετάν Λίτσα (Αντώνιος Βλαχάκης). Σκοτώθηκε στη μάχη της Οσνίτσανης (σημερινό Καστανόφυτο Καστοριάς) το Μάιο του 1906, σε σύγκρουση με τουρκικό απόσπασμα.

8) Πετρόπουλος ή Πέτρος Παναγιώτου Πετροπουλάκης (Ράχη 1890 - Μικρά Ασία 1921)
Υπήρξε αξιωματικός του πεζικού. Στους Βαλκανικούς πολέμους ήταν ανθυπασπιστής στο στρατό Ηπείρου. Το 1921 σκοτώθηκε στην Μικρά Ασία έχοντας το βαθμό του ταγματάρχη.

9) Δημήτριος Παναγιώτου Πετροπουλάκης (Ράχη 1876 - Αθήνα 1957)
Υπολοχαγός του πεζικού στους Βαλκανικούς πολέμους, τραυματίστηκε στις 4/11/1912 στη μάχη του Οστράβου. Πολέμησε στον Α' Παγκόσμιο και το 1919 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη. Το 1920 διοικούσε με τον βαθμό αυτό το 30ο Σύνταγμα Πεζικού στα Μουδανιά της Μικράς Ασίας. Το 1922 προήχθη σε συνταγματάρχη και το 1939 ήταν αντιστράτηγος εν αποστρατεία.

10) Ιωάννης Παναγιώτου Πετροπουλάκης (Ράχη 1886 - Αθήνα ca.1950)
Υπήρξε αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Φανατικός βασιλόφρων υπέστη διώξεις από το βενιζελικό καθεστώς. Η κορυφαία και μοιραία στιγμή της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στην επαναστατική επιτροπή του 1922. Ως αντιπλοίαρχος υπήρξε ο άνθρωπος στις ενέργειες του οποίου ωφείλεται η προσχώρηση του στόλου στην επανάσταση. Ωστόσο η διαφωνία του με τον Στυλιανό Γονατά και τον Νικόλαο Πλαστήρα όσον αφορά τη στάση που έπρεπε να κρατήσουν έναντι του βασιλιά, είχε ως αποτέλεσμα την παραγκώνηση και αντικατάστασή του από τον Δημήτριο Φωκά στις 12 Σεπτεμβρίου 1922. Μετά από αυτό παραφρόνησε και εισήχθη σε ψυχιατρείο. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του πλοιάρχου. Τιμήθηκε το 1923 με το Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος.

11) Στυλιανός Παναγιώτου Πετροπουλάκης (Ράχη 1895 - Αθήνα 1949)
Αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Πρακτικό Λύκειο το 1912. Εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων από όπου αποφοίτησε το 1916 ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού. Πήρε μέρος στην επιστράτευση του 1915 και μετά την επάνοδό του στη σχολή στασίασε με άλλους ευέλπιδες, με αιτία την κατάργηση της αρχαιότητας. Το Νοέμβριο του 1918 υπέστη απόπειρα δολοφονίας από βενιζελικά στοιχεία. Από το Δεκέμβριο του 1920 ήταν λοχαγός και αξιωματικός επί του οπλισμού και πυρομαχικών του Αρχηγείου Πυροβολικού της Στρατιάς Μ.Ασίας, θέση που κατείχε μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Την περίοδο 1925 - 1933 πρέπει να έγινε και ο γάμος του με την Μαρία Αναστασοπούλου ανηψιά του πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη. Μετά τις εκλογές του 1933 αποσπάστηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού ως υπασπιστής του υπουργού Στρατιωτικών. Σημαντική ήταν η συμβολή του από τη θέση αυτή στην καταστολή του κινήματος του Πλαστήρα τον Μάρτιο του 1935, ως συντονιστή των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ναυτικού Επιτελείου. Από βιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στο αρχείο φαίνεται ότι ήταν υποψήφιος στις εκλογές αυτές. Τον Ιούλιο του 1937 ήταν αντισυνταγματάρχης, υποδιοικητής στο 3ο Σύνταγμα Ορειβατικού Πυροβολικού, και συνέβαλε στην μεταστάθμευση του Συντάγματος από την Πάτρα στην Κόρινθο. Παράλληλα τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου έγινε διοικητής του. Τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας (1933), το Μετάλλιον Στρατιωτικής Αξίας Γ’ Τάξεως (Νοέμβριος 1935) και το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου του Α' (1936)

12) Χαρίλαος Πετροπουλάκης
Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι εργαζόταν το 1914-1916 στην εταιρεία "Μιχαήλ Πετροπουλάκης συνέχεια εργασιών Π.Μ. Πετροπουλάκη", που εμπορευόταν βελανίδια, λάδι και σύκα.

Πετροπουλάκης, Ιωάννης Παναγιώτου

  • Άτομο
  • 1886 - π. 1950

Ο Ιωάννης Παναγιώτου Πετροπουλάκης (Ράχη, 1886 - Αθήνα, ca.1950) υπήρξε αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και φανατικός βασιλόφρων, υπέστη διώξεις από το βενιζελικό καθεστώς. Συμμετείχε στην επαναστατική επιτροπή του 1922 και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσχώρηση του στόλου στην Επανάσταση. Ωστόσο διαφώνησε για την στάση της επιτροπής απέναντι στον βασιλιά, με αποτέλεσμα τoν παραγκωνισμό και την αντικατάστασή του από τον Δημήτριο Φωκά στις 12 Σεπτεμβρίου 1922. Μετά από αυτό παραφρόνησε και εισήχθη σε ψυχιατρείο. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του πλοιάρχου. Τιμήθηκε το 1923 με το Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος.

Πετροπουλάκης, Στυλιανός Παναγιώτου

  • Άτομο
  • 1895 - 1949

Ο Στυλιανός Παναγιώτου Πετροπουλάκης (Ράχη, 1895 - Αθήνα, 1949) εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων από όπου αποφοίτησε το 1916 ως ανθυπολοχαγός Πυροβολικού. Πήρε μέρος στην επιστράτευση του 1915 και μετά την επάνοδό του στη Σχολή στασίασε με άλλους ευέλπιδες, με αιτία την κατάργηση της αρχαιότητας. Το Νοέμβριο του 1918 υπέστη απόπειρα δολοφονίας από βενιζελικά στοιχεία. Την περίοδο 1921-1922 ήταν υπεύθυνος για τον οπλισμό και τα πυρομαχικά του Πυροβολικού της Στρατιάς Μ. Ασίας. Μετά τις εκλογές του 1933 ήταν υπασπιστής του υπουργού Στρατιωτικών και συνέβαλε στην καταστολή του κινήματος του Πλαστήρα τον Μάρτιο του 1935. Τον Ιούλιο του 1937 ήταν αντισυνταγματάρχης, υποδιοικητής στο 3ο Σύνταγμα Ορειβατικού Πυροβολικού, και συνέβαλε στην μεταστάθμευση του Συντάγματος από την Πάτρα στην Κόρινθο. Παράλληλα τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου έγινε διοικητής του. Σύζυγός του ήταν η Μαρία Αναστασοπούλου, ανηψιά του πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη. Τιμήθηκε με πολλά μετάλλια

Πλαστήρας, Νικόλαος

  • Άτομο
  • 1883 - 1953

Ο Νικόλαος Πλαστήρας (4 Νοεμβρίου 1883 - 26 Ιουλίου 1953) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Έγινε γνωστός για την στρατιωτική του δράση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (όπου έγινε γνωστός ως Μαύρος Καβαλάρης) και τη Μικρασιατική εκστρατεία ενώ πολλές φορές ενεπλάκη με την πολιτική συμμετέχοντας ή οργανώνοντας κινήματα. Ήταν φιλοβενιζελικός και κυβέρνησε την Ελλάδα τρεις φορές, μία το 1945 και άλλες δύο στα 1950-1952.

Ποικιλίδη, Ιωάννη οικογένεια

  • Οικογένεια

Η οικογένεια του Ιωάννη Ποικιλίδη από τη γενιά της μητέρας του έμενε στο χωριό Σεμέν της περιοχής Κοτυώρων (Ορντού). Η αδερφή της γιαγιάς του, Σημέλα Ελευθεριάδου μαζί με το σύζυγό της Ιωάννη Σιδηρόπουλο, εγκαταστάθηκαν πρώτα στο Σοχούμ της Ρωσίας και κατόπιν μετανάστευσαν στην Κατερίνη το 1928. Εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό των Ευαγγελικών μαζί με συγγενείς Ευαγγελικούς, από τις περιοχές Σεμέν και Φάτσα. Αργότερα, με τη μεσολάβηση της Σημέλας ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Κατερίνη η γιαγιά του Σαμαλού και ο σύζυγος της Ιορδάνης Τσακμαλής με τα παιδιά τους Νίκο και Ολυμπία. Στην Κατερίνη γεννήθηκαν ακόμη τρία παιδιά η Νίκη, ο Γιώργος και η Δέσποινα (μητέρα του Ιωάννη). Λόγω προβλημάτων υγείας της μητέρας της η Δέσποινα δόθηκε στη θεία της Σημέλα και στο θείο της Ιωάννη Σιδηρόπουλο, οι οποίοι τη μεγάλωσαν σαν πραγματικοί γονείς. Η Δέσποινα Σιδηροπούλου παντρεύτηκε τον δικηγόρο Χαράλαμπο Ποικιλίδη και απέκτησαν τρία παιδιά τον Ιωάννη, τον Νίκο και τον Πάρη. Ο Ιωάννης Ποικιλίδης είναι διοικητικός υπάλληλος στο Γενικό Νοσοκομείο Κατερίνης- Ψυχιατρικός Τομέας και ασχολείται ερευνητικά με την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού και την Τοπική Ιστορία συλλέγοντας σχετικές προφορικές μαρτυρίες και αρχειακό υλικό.

Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού (1917-1928)

Η υπηρεσία του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού ιδρύθηκε στις 7/20 Σεπτεμβρίου 1917 βάσει του νόμου 866 «περί συστάσεως Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού». Για τη στέγαση της υπηρεσίας μισθώθηκε μέχρι τον Οκτώβριο του 1922 η τριώροφη οικία του ιδιώτη Μιχαήλ Γαλάτη επί της οδού Ηπίτου 15, όπου σήμερα στεγάζεται το 1ο Ενιαίο Πειραματικό Λύκειο Αθηνών. Το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο ήταν: «αυτοτελής υπηρεσία υπαγομένη εις τας αμέσους διαταγάς του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου». Σκοπός της σύστασης του Πολιτικού Γραφείου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου 866, ήταν:

  1. Να τηρεί την αλληλογραφία του προέδρου του υπουργικού συμβουλίου

  2. Να δέχεται και να εξετάζει τις αιτήσεις, τις αναφορές ή τα παράπονα των πολιτών και να μεριμνά για την νόμιμη ικανοποίησή τους

  3. Να εισηγείται στον πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου τα απαραίτητα στοιχεία για τη διεκπεραίωση υποθέσεων στις οποίες κρίνεται αναγκαία η παρέμβασή του.

Η οργάνωση και λειτουργία της υπηρεσίας καθορίστηκαν από το οργανόγραμμα και τον εσωτερικό κανονισμό που συντάχθηκαν από τον πρώτο γενικό διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου Α. Αδοσίδη. Σύμφωνα με αυτά, το Πολιτικό Γραφείο διαιρέθηκε σε δύο Τμήματα και οκτώ Γραφεία. Το Α΄ Τμήμα που διαιρούνταν σε πέντε Γραφεία, είχε στην αρμοδιότητά του:

1) Tη συγκέντρωση, αποσφράγιση και κατανομή της όλης αλληλογραφίας, 2) Tα γενικά ζητήματα και τις υποθέσεις εμπιστευτικής φύσεως, 3) Tα ζητήματα που αφορούν τα υπουργεία Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Οικονομικών, Παιδείας, Γεωργίας και Εθνικής Οικονομίας, 4) Tα ζητήματα που αφορούν τις εισφορές που αποστέλλονται προς τον πρόεδρο της Κυβερνήσεως υπέρ του Εθνικού Aγώνα και την πολιτική οργάνωση εν γένει, 5) την υπηρεσία του Πρωτοκόλλου αρχείου και διεκπεραιώσεως καθώς και την προμήθεια και τη διαχείριση της γραφικής ύλης.

Οι αρμοδιότητες του Α΄ Τμήματος επιμερίζονταν στα πέντε Γραφεία που περιλάμβαναν, συγκεκριμένα:

Γραφείο Α΄: αρμόδιο για τη συγκέντρωση, αποσφράγιση και κατανομή της όλης αλληλογραφίας, για την τήρηση του μητρώου των υπαλλήλων καθώς και για την προμήθεια και διαχείριση της γραφικής ύλης.

Γραφείο Β΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Οικονομικών.

Γραφείο Γ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση ζητημάτων που αφορούν εισφορές προς τον πρόεδρο της Κυβερνήσεως υπέρ του Εθνικού Αγώνα, για τις απαντήσεις συγχαρητηρίων τηλεγραφημάτων και επιστολών, καθώς και για την πολιτική οργάνωση.

Γραφείο Δ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Παιδείας, Εθνικής Οικονομίας και Γεωργίας.

Γραφείο Ε΄: αρμόδιο για την τήρηση του βιβλίου πρωτοκόλλου και ευρετηρίου, για την αντιγραφή και παραβολή των τελικώς υπογεγραμμένων εγγράφων και για τη διεκπεραίωση της όλης αλληλογραφίας.

Επιπλέον, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του εντάσσεται η τήρηση του γενικού αρχείου του Γραφείου και ειδικώς των σειρών της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, η τήρηση βιβλίου προσωπικού του Γραφείου, η διενέργεια των αναγκαίων διατυπώσεων που σχετίζονται με τις μεταβολές του προσωπικού του Πολιτικού Γραφείου και η εν γένει λογιστική υπηρεσία.

Το Β΄ Τμήμα διαιρούνταν σε τρία Γραφεία και είχε στην αρμοδιότητά του:

1) υποθέσεις της δικαιοδοσίας των υπουργείων Περιθάλψεως, Συγκοινωνίας, Επισιτισμού, Εξωτερικών, Ανωτάτης Διευθύνσεως Μεταφορών 2) ζητήματα που ανάγονται σε σχέσεις με ξένα κράτη.

Οι αρμοδιότητες του Β΄ Τμήματος επιμερίζονταν στα τρία Γραφεία, συγκεκριμένα:

Γραφείο Ζ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των υπηρεσιών ξένων κρατών της χώρας.

Γραφείο Η΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Συγκοινωνίας, Περιθάλψεως και των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.

Γραφείο Θ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Επισιτισμού, Εξωτερικών και της Ανωτάτης Διευθύνσεως Μεταφορών.

Ξεχωριστή υπηρεσία στο πλαίσιο του Πολιτικού Γραφείου που τηρούσε ξεχωριστό πρωτόκολλο και είχε διαβιβαστικά έγγραφα με δική του σφραγίδα αποτελούσε το Στρατιωτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού ή Γραφείο Ι΄, στην αρμοδιότητα του οποίου ήταν τα ζητήματα στρατιωτικής και ναυτικής φύσης. Μάλιστα το προσωπικό του Στρατιωτικού Γραφείου, σε αντίθεση με το υπόλοιπο προσωπικό της υπηρεσίας, αποτελούνταν από αποσπασμένους στρατιωτικούς. Επιπλέον, το Πολιτικό Γραφείο τηρούσε σε ξεχωριστούς φακέλους τα έγγραφα που χαρακτηρίζονταν εμπιστευτικά και τα οποία έφεραν ειδική σφραγίδα και αριθμό πρωτοκόλλου.
Το προσωπικό του Πολιτικού Γραφείου, σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο, αποτελούνταν από ένα γενικό διευθυντή, δύο τμηματάρχες, έξι με οκτώ γραμματείς, δύο με τέσσερις δακτυλογράφους και τέσσερις κλητήρες. Ο νόμος προβλέπει επίσης την ενίσχυση του προσωπικού της υπηρεσίας με αποσπάσεις υπαλλήλων από τις Κεντρικές Υπηρεσίες των Υπουργείων. Την περίοδο 1917-1918 το προσωπικό του Πολιτικού Γραφείου αριθμούσε 19 υπαλλήλους, χωρίς να προσμετρούνται σε αυτούς οι υπάλληλοι του Στρατιωτικού Γραφείου.
Την περίοδο 1919-1920 η πληθώρα των υποθέσεων που διαχειριζόταν το Πολιτικό Γραφείο οδήγησε σε αύξηση των Γραφείων σε σχέση με την περίοδο 1917-1918 και κατά συνέπεια σε μεγαλύτερο επιμερισμό των αρμοδιοτήτων της υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, το Α΄ Τμήμα περιλάμβανε πλέον επτά Γραφεία με τις εξής αρμοδιότητες:

Γραφείο Α΄: αρμόδιο για τη ρύθμιση ζητημάτων λειτουργίας της εσωτερικής υπηρεσίας του Πολιτικού Γραφείου.

Γραφείο Β΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Εσωτερικών.

Γραφείο Γ΄: αρμόδιο για την διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Γραφείο Δ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Δημόσιας Εκπαίδευσης και Εκκλησιαστικών.

Γραφείο Ε΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Οικονομικών.

Γραφείο Ζ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.

Γραφείο Η΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Γεωργίας.

Το Β΄ Τμήμα, με τη σειρά του, περιλάμβανε τέσσερα Γραφεία τα οποία είχαν τις εξής αρμοδιότητες:

Γραφείο Θ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Συγκοινωνίας και της Ανώτατης Διεύθυνσης Μεταφορών.

Γραφείο Ι΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Επισιτισμού.

Γραφείο Κ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Περιθάλψεως.

Γραφείο Λ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Εξωτερικών.

Το Στρατιωτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού ή Γραφείο Σ΄ που ήταν υπεύθυνο για ζητήματα αρμοδιότητας των υπουργείων Στρατιωτικών και Ναυτικών εξακολουθούσε να λειτουργεί, όπως και στην προηγούμενη διετία, ως ξεχωριστή υπηρεσία.

Η αύξηση των Γραφείων του Πολιτικού Γραφείου συνεπαγόταν και την αύξηση του προσωπικού της υπηρεσίας. Έτσι, με το νόμο 1143 του 1918 «περί προσθήκης θέσεων εις το προσωπικόν του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού» οι υπάλληλοι της υπηρεσίας αυξάνονται σε 29 από 19 που προέβλεπε ο ιδρυτικός νόμος, ενώ συνεχιζόταν η στελέχωση και με αποσπάσεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών.

Το 1921 τροποποιείται η οργάνωση της υπηρεσίας του Πολιτικού Γραφείου με σχετική ημερήσια διαταγή του νέου γενικού διευθυντή Χ. Χρηστουλάκη. Το Πολιτικό Γραφείο διαιρείται πλέον σε 12 Τμήματα με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

Τμήμα Προσωπικού: αρμόδιο για την επίβλεψη των υπαλλήλων, για τα μητρώα και τους ατομικούς φακέλους του προσωπικού καθώς και για τα ζητήματα τα σχετικά με τον Τύπο.

Τμήμα Διεκπεραίωσης: αρμόδιο για τις υπηρεσίες Πρωτοκόλλου και Αρχείου, για τα ζητήματα που ανάγονται στη δικαιοδοσία των ύπατων αρμοστών Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης, για τα ζητήματα που ανάγονται στη δικαιοδοσία των Γενικών Διοικήσεων καθώς και για τις απαντήσεις στις γενικής φύσεως επιστολές και στα τηλεγραφήματα.

Τμήμα Ναυτικών: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Ναυτικών.

Τμήμα Στρατιωτικών: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Στρατιωτικών.

Τμήμα Χωροφυλακής και Αστυνομίας: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του Αρχηγείου Χωροφυλακής και των Αστυνομικών Διευθύνσεων.

Τμήμα Εσωτερικών και Παιδείας: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Εσωτερικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης.

Τμήμα Επισιτισμού και Περιθάλψεως: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Επισιτισμού και Περιθάλψεως.

Τμήμα Γεωργίας και Εθνικής Οικονομίας: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Γεωργίας και Εθνικής Οικονομίας.

Τμήμα Εξωτερικών και Οικονομικών: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Εξωτερικών και Οικονομικών.

Τμήμα Δικαιοσύνης: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Τμήμα Συγκοινωνίας και Δημοσίων Έργων: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Συγκοινωνίας και Δημοσίων Έργων.

Τμήμα Γενικού Λογιστηρίου και Ελεγκτικού Συνδέσμου: αρμόδιο για τη διαχείριση του προϋπολογισμού του Πολιτικού Γραφείου και τη μισθοδοσία των υπαλλήλων.

Η δομή αυτή του Πολιτικού Γραφείου διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές την περίοδο 1921-1924, με μικρές μόνο αλλαγές που επέφεραν η αφαίρεση ή προσθήκη αρμοδιοτήτων στην υπηρεσία. Έτσι, με την επανάσταση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου το Σεπτέμβριο του 1922 και την εγκαθίδρυση της κυβέρνησης της «Επαναστατικής Επιτροπής-Επανάστασης 1922» μέρος των αρμοδιοτήτων του Πολιτικού Γραφείου, που συνεχίζει κανονικά τη λειτουργία του, μεταβιβάζεται στο υπουργείο Στρατιωτικών και συγκεκριμένα στο ΙΙ Γραφείο της Επανάστασης. Το Δεκέμβριο του 1923, οπότε γίνονται εκλογές στην Ελλάδα που σηματοδοτούν την επαναφορά στην κοινοβουλευτική άσκηση της εξουσίας, το ΙΙ Γραφείο της Επανάστασης μεταβίβασε τις αρμοδιότητές του στα υπουργεία Στρατιωτικών, Εξωτερικών και στο Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Αρχηγού της Επανάστασης Νικολάου Πλαστήρα, το ΙΙ Γραφείο της Επανάστασης μεταβιβάζει στο Πολιτικό Γραφείο την αρμοδιότητα για τις υποθέσεις αντικατασκοπίας και για όλα τα άλλα ζητήματα, εκτός από εκείνα που αφορούν τη δράση της κομμουνιστικής προπαγάνδας στο στράτευμα, την κατασκοπεία εις βάρος του στρατεύματος και τη δράση και τις ενέργειες της εξωτερικής προπαγάνδας για τα οποία αρμόδια ήταν τα δύο προαναφερθέντα υπουργεία. Επιπλέον, το ΙΙ Γραφείο παραδίδει και τα οικεία τμήματα του αρχείου του στα δύο παραπάνω υπουργεία και στο Πολιτικό Γραφείο. Επίσης, με ψήφισμα της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης το Μάιο του 1924 συστήνεται Επιτροπή Οικονομιών με αρμοδιότητα τον περιορισμό των δαπανών και του προσωπικού των δημόσιων υπηρεσιών, η οποία εξαρτάται από το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού.

Οι πολιτικές αλλαγές της περιόδου 1921-1924, η αύξηση ή ο περιορισμός αρμοδιοτήτων του Πολιτικού Γραφείου επιφέρουν και αλλαγές στο προσωπικό της υπηρεσίας. Το γενικό διευθυντή του Πολιτικού Γραφείο Χ. Χρηστουλάκη αντικαθιστούν μετά το Σεπτέμβριο του 1922 οι Κ. Πολυχρονιάδης, Π. Τσιμπιδάρος και Γ. Βουτσινάς. Ανάλογες αλλαγές γίνονται και στο υπόλοιπο προσωπικό της υπηρεσίας. Οι οργανικές θέσεις του προσωπικού του Πολιτικού Γραφείο συνεχίζουν να ρυθμίζονται από τον ιδρυτικό νόμο του 1917 και το νόμο 1143 του 1918. Ωστόσο, το 1921 το Πολιτικό Γραφείο αριθμεί 15 μόνιμους υπαλλήλους, αντί για 29 που προέβλεπε ο νόμος 1143. Την επόμενη χρονιά το προσωπικό της υπηρεσίας αποτελείται από 12 μόνιμους υπαλλήλους και 13 αποσπασμένους. Τον Οκτώβριο του 1924 με το νομοθετικό διάταγμα «περί περιορισμού των θέσεων του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού» ο αριθμός των υπαλλήλων της υπηρεσίας μειώνεται σε σχέση με όσους προέβλεπε ο νόμος 1143 του 1918. Σημειώνεται, επίσης, ότι η υπηρεσία του Πολιτικού Γραφείου μεταστεγάστηκε τον Οκτώβριο του 1922 στο μέγαρο Συγγρού επί της οδού Κηφισίας (σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας), στο κτήριο, δηλαδή, όπου σήμερα στεγάζεται το υπουργείο Εξωτερικών.
Νέα αλλαγή στη διοικητική διάρθρωση του Πολιτικού Γραφείου πραγματοποιήθηκε το 1925 επί καθεστώτος Θ. Πάγκαλου. Σύμφωνα με την ημερήσια διαταγή του τότε γενικού διευθυντή Μ. Μανιατόπουλου, η νέα δομή της υπηρεσίας έχει ως εξής:

Τμήμα Α΄ - Γενικό: αρμοδιότητα του Γενικού Τμήματος είναι να τηρεί πίνακα των υπηρετούντων υπαλλήλων και των διευθύνσεών τους, να βοηθά στη διεκπεραίωση των υποθέσεων του Γραφείου του Γενικού Διευθυντή, να φυλάει τη σφραγίδα του Πολιτικού Γραφείου και να τηρεί υπευθύνως κατάσταση των επίπλων και των σκευών του Πολιτικού Γραφείου. Το Α΄ Τμήμα διαιρείται σε δύο επιμέρους τμήματα: α) Γραφείο Πρωτοκόλλου και Διεκπεραιώσεως και β) Αρχείο.

Τμήμα Β΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Δικαιοσύνης.

Τμήμα Γ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Οικονομικών, Συγκοινωνίας και Εσωτερικών.

Τμήμα Δ΄: αρμόδιο για τη διεκπεραίωση των εγγράφων και υποθέσεων που υπόκεινται στη δικαιοδοσία των υπουργείων Εξωτερικών, Γεωργίας, Παιδείας, Εθνικής Οικονομίας και Πρόνοιας.

Γραφείο Γενικού Διευθυντή : περιλαμβάνει τα εξής δύο γραφεία: α) Γραφείο α΄, αρμόδιο για την παρακολούθηση όλων των εφημερίδων του ελληνικού και ξένου Τύπου καθώς και για την εκτέλεση μεταφράσεων ή τη σύνταξη απαντήσεων σε ξένη γλώσσα. β) Γραφείο β΄, αρμόδιο για τη συλλογή πληροφοριών του ΙΙ Γραφείου του Γενικού Επιτελείου Στρατού καθώς και του υπουργείου Εσωτερικών.

Ιδιαίτερο Γραφείο Πρωθυπουργού: αρμοδιότητα του Ιδιαίτερου Γραφείου του Πρωθυπουργού είναι να τηρεί την ατομική αλληλογραφία του Πρωθυπουργού και να απαντά επ’ αυτής σύμφωνα με τις οδηγίες του προέδρου της Κυβερνήσεως. Επιπλέον, το γραφείο αυτό δέχεται τα άτομα και τις αντιπροσωπείες που είναι εφοδιασμένες με δελτίο ακροάσεως και κανονίζει τη σειρά παρουσίασής τους στον πρωθυπουργό.

Η παραπάνω δομή του Πολιτικού Γραφείου διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές την περίοδο 1925-1928. Ωστόσο, την παραπάνω περίοδο, η προσθήκη αρμοδιοτήτων στην υπηρεσία επέφερε και κάποιες μικρότερες αλλαγές στη δομή της, οι οποίες όμως δεν επηρέασαν το γενικό πλαίσιο της διοικητικής διάρθρωσης του Πολιτικού Γραφείου, όπως καθορίστηκε από την ημερήσια διαταγή του 1925. Έτσι, τον Ιούλιο του 1925 με απόφαση του προέδρου της Κυβέρνησης Θ. Πάγκαλου συγκροτήθηκε ΙΙ Γραφείο Πληροφοριών και Κατασκοπείας με τον τίτλο «Γραφείο Πληροφοριών του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού». Το Γραφείο Πληροφοριών αναλάμβανε την αλληλογραφία με τις στρατιωτικές, αστυνομικές και πολιτικές αρχές για ζητήματα πληροφοριών, κατασκοπείας και προπαγάνδας, τηρούσε ανεξάρτητο αρχείο και δική του σφραγίδα με τον τίτλο «Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού ΙΙ Γραφείο». Το Γραφείο Πληροφοριών διαιρούνταν σε πέντε τμήματα με τις εξής αρμοδιότητες:

Τμήμα Ι – Γραμματεία: αρμοδιότητά του η παραλαβή, η αποσφράγιση, ο χαρακτηρισμός, η πρωτοκόλληση και η διανομή των εγγράφων. Η παραλαβή των εκδιδόμενων διαταγών, η πρωτοκόλληση, δακτυλογράφηση, παραβολή και διεκπεραίωση των εγγράφων. Η τήρηση του αρχείο των σχεδίων των διαταγών, της σφραγίδας και των κρυπτογραφικών λεξικών.

Τμήμα ΙΙ – Κομμουνιστική Κίνηση: αρμοδιότητά του τα ζητήματα που αφορούν τον κομμουνισμό, το μπολσεβικισμό, τους κομμουνιστικούς συλλόγους, το Εργατικό Κέντρο, τους Παλαιούς Πολεμιστές, τα θύματα πολέμου Μοπρ (αρχικά στα ρωσικά Διεθνής Ένωση για την Περίθαλψη των Επαναστατών) και τις απεργίες.

Τμήμα ΙΙΙ – Εφεδρικό Ζήτημα: αρμοδιότητά του τα ζητήματα που αφορούν τις εφεδρικές οργανώσεις και τα αιτήματά τους, την εθνικιστική οργάνωσή τους, τον τάφο του Αγνώστου Στρατιώτη και τα μνημόσυνα υπέρ των πεσόντων.

Τμήμα IV – Εσωτερική Κίνηση: αρμοδιότητά του η παρακολούθηση του ελληνικού Τύπου και της κίνησης των διαφόρων πολιτικών ομάδων.

Τμήμα V – Εξωτερική Κίνηση: αρμοδιότητά του η παρακολούθηση του ξένου Τύπου, των ξένων προπαγανδών στην Ελλάδα και της κίνησης των πρακτόρων.

Το Γραφείο Πληροφοριών του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού συνέχισε να υφίσταται μέχρι και τις αρχές του 1926 οπότε και αντικαθίσταται από την Υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας του Κράτους. Σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα της 29ης Ιανουαρίου 1926 «περί συστάσεως Υπηρεσίας Γενικής Ασφάλειας του Κράτους» η νέα υπηρεσία εξαρτάται άμεσα από τον πρόεδρο της Κυβέρνησης αναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις αρμοδιότητες του Γραφείου Πληροφοριών του Πολιτικού Γραφείου. Το 1927 η Υπηρεσία Γενικής Ασφάλειας του Κράτους καταργήθηκε και οι αρμοδιότητές της μεταβιβάστηκαν στο υπουργείο Εσωτερικών.

Με το νομοθετικό διάταγμα της 16ης Ιανουαρίου 1926 «περί συστάσεως θέσεως Υφυπουργού του Υπουργικού Συμβουλίου», στις αρμοδιότητες του Πολιτικού Γραφείου προστέθηκαν και αυτές του επίσημου Γραφείου του Υπουργικού Συμβουλίου, ενώ ο γενικός διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου έλαβε και τη θέση του υφυπουργού του υπουργικού συμβουλίου. Σύμφωνα με το παραπάνω νομοθετικό διάταγμα, ο υφυπουργός είχε στην αρμοδιότητά του την έγκριση των σχεδίων νόμων των διαφόρων υπουργείων προτού υποβληθούν στο υπουργικό συμβούλιο, τη θεώρηση των δοκιμίων της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, ενώ ασκούσε πειθαρχική δικαιοδοσία και στο προσωπικό του Εθνικού Τυπογραφείου. Με νομοθετικό διάταγμα στις 30 Αυγούστου 1926 η θέση και οι αρμοδιότητες του υφυπουργού του υπουργικού συμβουλίου καταργήθηκαν.

Ο αριθμός των υπαλλήλων του Πολιτικού Γραφείου καθορίστηκε εκ νέου με το νομοθετικό διάταγμα της 13ης Σεπτεμβρίου 1925 «περί τροποποιήσεως διατάξεων τινών του Νόμου 866 περί ιδρύσεως Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού». Συγκεκριμένα, προβλεπόταν η προσθήκη μιας θέσης ιδιαίτερου γραμματέα του Πρωθυπουργού, ενώ ρυθμιζόταν το ζήτημα της αναπλήρωσης του γενικού διευθυντή σε περίπτωση απουσίας καθώς και τα ζητήματα που αφορούσαν την απόσπαση υπαλλήλων στο Πολιτικό Γραφείο. Σύμφωνα λοιπόν με ημερήσια διαταγή του Πολιτικού Γραφείου το Σεπτέμβριο του 1925 που καθόριζε τις τοποθετήσεις του προσωπικού, η υπηρεσία στελεχωνόταν από 15 μόνιμους «τακτικούς» υπαλλήλους και 11 αποσπασμένους. Νέα τροποποίηση στον αριθμό των οργανικών θέσεων επέφερε απόφαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής επί των Οικονομιών το Νοέμβριο του 1927 περιορίζοντας τον αριθμό των υπαλλήλων της υπηρεσίας.

Το προσωπικό του Πολιτικού Γραφείου, και ιδιαίτερα τα υψηλόβαθμα στελέχη και οι αποσπασμένοι υπάλληλοι, εξαρτούσε την παραμονή του στην υπηρεσία από την εκάστοτε πολιτική κατάσταση. Συνεπώς, οι συχνές αλλαγές κυβερνήσεων και οι στρατιωτικές επαναστάσεις της περιόδου 1925-1928 (σε διάστημα τεσσάρων ετών αλλάζουν έξι διαφορετικές κυβερνήσεις) είχαν αποτέλεσμα και συχνές απολύσεις και διορισμούς υπαλλήλων στο Πολιτικό Γραφείο. Η άνοδος του Θ. Παγκάλου στην εξουσία τον Ιούνιο του 1925 είχε επακόλουθο την αντικατάσταση του γενικού διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου Γεράσιμου Σολδάτου με τον Μιλτιάδη Μανιατόπουλο. Με την ανάληψη του πρωθυπουργικού αξιώματος από τον Αθ. Ευταξία τον Ιούλιο του 1926 διορίστηκε νέος γενικός διευθυντής ο Α. Πανόπουλος. Ένα μήνα αργότερα τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο στρατηγός Γ. Κονδύλης και νέος γενικός διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου ανέλαβε ο Γ. Βουτσινάς. Το Δεκέμβριο, τέλος, του 1926 ορκίστηκε η κυβέρνηση Αλ. Ζαΐμη και στη θέση του γενικού διευθυντή διορίστηκε ο Ε. Ζαχαρόπουλος. Ανάλογες αλλαγές έγιναν βέβαια και στο κατώτερο προσωπικό της υπηρεσίας του Πολιτικού Γραφείου.

Το Πολιτικό Γραφείο του Πρωθυπουργού συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας τη λειτουργία του. Οι αρμοδιότητες βέβαια και η διοικητική διάρθρωση του έχουν τροποποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Μόνο το Ιδιαίτερο Γραφείο του Πρωθυπουργού και το Γραφείο Τύπου διατηρήθηκαν στο οργανόγραμμα της υπηρεσίας από την περίοδο 1917-1928 μέχρι σήμερα. Πάντως, όπως και στο παρελθόν, σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα 98/2005, το Πολιτικό Γραφείο, που θεωρείται αυτοτελής δημόσια υπηρεσία, έχει κύριο σκοπό την υποβοήθηση και εξυπηρέτηση του πρωθυπουργού στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του.

Πολιτικό Μικρασιατικό Κέντρο

  • Συλλογικό Όργανο

Το Πολιτικό Μικρασιατικό Κέντρο ιδρύθηκε το 1924. Ιδρυτές ήταν ο Απ. Ορφανίδης, Εμμ. Εμμανουηλίδης, Στ. Χατζήμπεης, Δημ. Μαρσέλλος, κ.ά Πρώτος πρόεδρος ήταν ο Απ. Ορφανίδης και γενικός γραμματέας ο Εμμ. Εμμανουηλίδης. Στις πρώτες συνεδριάσεις συμμετείχε και ο Κονδύλης ως αρχηγός του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος, με το οποίο κατέβηκαν οι πρόσφυγες στις εκλογές του 1923 και το οποίο υποστήριξαν μέχρι το 1925, όταν διασπάστηκε. Το ΠΜΚ ίδρυσε από την αρχή πολλά παραρτήματα σε διάφορες περιοχές της χώρες και κάλεσε όλους τους προσφυγικούς συλλόγους να συμμετάσχουν σε αυτό. Στόχος ήταν η πολιτική δραστηριοποίηση των προσφύγων για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους απέναντι στις διάφορες κυβερνήσεις. Αρκετά από τα ιδρυτικά του μέλη διετέλεσαν βουλευτές.
Πηγές σύνταξης βιογραφικού: Υλικό του αρχείου

Πράσινος, Λύσανδρος

  • Άτομο

Ο Λύσανδρος Πράσινος γεννήθηκε στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης το 1888, από τον Αλέξανδρο Πράσινο και την Αρετή Κουρτόγλου. Το 1905 αποφοίτησε από το Λύκειο Χατζηχρήστου και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1910 άνοιξε δικηγορικό γραφείο στην Πόλη, το οποίο λειτούργησε ως το 1914. Έκτοτε ο Πράσινος εργάστηκε ως καθηγητής γαλλικών και γαλλικής λογοτεχνίας στο Εθνικό Ελληνογαλλικό Λύκειο της Πόλης. Το 1915 παντρεύτηκε την ιταλοελληνικής καταγωγής Βικτορίν Μάσιμο. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μάριο (1916) και την Gisele (1920), γνωστή στα γαλλικά γράμματα για το λογοτεχνικό της έργο. Από το 1918 ο Πράσινος εξέδιδε τον Λόγο. Διευθυντές του περιοδικού ήταν ο Όμηρος Μπεκές και ο Γιάννης Χαλκούσης. Λίγους μήνες αργότερα ανέλαβε ο ίδιος την διεύθυνση της ύλης, από την οποία παραιτήθηκε το 1922. Στον Λόγο δημοσίευσε σε συνέχειες το μυθιστόρημά του Μια ζωή και την μετάφραση της Θείας Κωμωδίας (Νοέμβριος 1920-Απρίλιος 1921). Μετά την Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Ναντέρ (Nanterre), προάστιο του Παρισιού. Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1936, εννιά χρόνια μετά το θάνατο της γυναίκας του (1927). Το έργο του Σομάλη, γραμμένο το 1932, δημοσιεύθηκε στα Νεοελληνικά Γράμματα το 1938 (Ιούνιος-Δεκέμβριος).
[Πηγές: Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Χάρης Πάτσης, 1968, τομ. 11]

Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης. Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1916 - 1917

Προσωρινή Κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα δοκίμασε μια σοβαρή πολιτειακή και εθνική κρίση. Το δίλημμα για ουδετερότητα ή έξοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Δυνάμεων της Entente γρήγορα εξελίχθηκε σε σύγκρουση μεταξύ του πολιτικά «ανεύθυνου» ανωτάτου άρχοντος και της υπεύθυνης πολιτικής ηγεσίας για τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής. Η κρίση του πολιτεύματος, που προκλήθηκε από τις παραβιάσεις του συντάγματος και της παραδεδεγμένης κοινοβουλευτικής πρακτικής εκ μέρους του θρόνου, ενίσχυσε την αντίδραση των συντηρητικών δυνάμεων εναντίον της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων, αρχικά, και του βενιζελικού κόσμου, στη συνέχεια. Έτσι, μετά και τη δεύτερη αποπομπή του πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Σεπτέμβριο του 1915, ο διχασμός του πολιτικού κόσμου είχε μεταφερθεί πλέον στον λαό.
Σοβαρή πλευρά της κρίσης αποτέλεσε και η παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με την απόβαση δυνάμεων της Entente στη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, και τις αυθαιρεσίες των συμμαχικών αρχών στην Ελλάδα. Τον Μάιο του 1916, γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος, πήραν στην κατοχή τους το οχυρό Ρούπελ και κατέλαβαν αργότερα την Ανατολική Μακεδονία με την άδεια της βασιλικής κυβέρνησης της Αθήνας και την ανοχή ή υποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων. Άμεση απάντηση στον κίνδυνο απώλειας της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας υπήρξε στις 17/30 Αυγούστου το στρατιωτικό κίνημα που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη από την υφιστάμενη - ήδη από τον Δεκέμβριο του 1915 - οργάνωση Εθνικής Αμύνης. Κύριος στόχος του κινήματος ήταν η ένταξη των εθνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο πλαίσιο του συμμαχικού στρατού της Entente για την απώθηση των βουλγαρικών δυνάμεων από το ελληνικό έδαφος.
Ταυτοχρόνως, το κόμμα των Φιλελευθέρων υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου αποφάσισε να παράσχει πολιτική κάλυψη στο κίνημα με τη δημιουργία – αναγκαστκά – κυβέρνησης εκτός νομιμότητας. Έτσι, στις 14/27-9-1916 σχηματίσθηκε στην Κρήτη de facto επαναστατική Προσωρινή Κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, στην οποία προσχώρησε αργότερα και ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής. Η κυβέρνηση εξασφάλισε την προσχώρηση στο κίνημα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και στις 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου αποβιβάσθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Το σχήμα της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν συγκεντρωτικό: Η Τριανδρία Βενιζέλου-Δαγκλή-Κουντουριώτη ασκούσε την βασιλική εξουσία (εκτελεστική και νομοθετική ), ενώ ένα σώμα εννέα συμβούλων (όχι υπουργών), οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής εννέα αντίστοιχων Διευθύνσεων, είχε την ανωτάτην διοίκησιν και την εποπτείαν των δημοσίων υποθέσεων . Εξαίρεση αποτέλεσαν οι υπεύθυνοι επί των στρατιωτικών και εξωτερικών υποθέσεων, οι οποίοι είχαν αρμοδιότητες υπουργού. Παράλληλα, λειτουργούσε η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης, ως εκτελεστική επιτροπή των αποφάσεων του κινήματος.
Την επικράτεια της Προσωρινής Κυβέρνησης αποτελούσαν οι περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, η Κρήτη, τα Νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, οι Κυκλάδες (πλην της Μήλου), τα Ιόνια Νησιά (πλην της Κερκύρας), οι Βόρειες Σποράδες και η Ύδρα. Τον Νοέμβριο, πάντως, του 1916 καθορίσθηκε από τις Δυνάμεις της Entente μία ουδέτερη ζώνη στα βόρεια σύνορα της Θεσσαλίας, με στόχο να εξασφαλισθεί ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, το βασιλικό κράτος των Αθηνών και την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Η ζώνη, βάθους 3-10 χιλ., ακολουθούσε την γραμμή Λιτοχώρου-Σερβίων-Γρεβενών μέχρι τα υψώματα του Λεσκοβίκι και, αφού εκκενώθηκε από τις δυνάμεις του βασιλικού στρατού και των τμημάτων της Εθνικής άμυνας, από τις 27 του ίδιου μήνα βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο μόνο των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων .
Η ιεραρχία των δημοσίων υπηρεσιών στις περιοχές ελέγχου της κυβέρνησης (οργανωμένες διοικητικά σε νομαρχίες και υποδιοικήσεις) διατηρήθηκε, ενώ έγιναν αλλαγές προσώπων σε καίριες πολιτικές θέσεις, όπως αυτές των νομαρχών. Σύνδεσμοι της κυβέρνησης με τις κατά τόπους Αρχές ήταν οι διορισμένοι αντιπρόσωποι .
Η διακυβέρνηση της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έληξε τον Ιούνιο του 1917 με την πλήρη επικράτηση του Ελ.Βενιζέλου - με στρατιωτική παρέμβαση των Συμμάχων - την εκθρόνιση και εξορία του Βασιλιά Κωνσταντίνου.

Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως
Η Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήταν η τρίτη από τις εννέα Διευθύνσεις της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης. Τα χρέη του συμβούλου της Διευθύνσεως ασκούσε ο Γεώργιος Αβέρωφ . Την οργάνωση των υπηρεσιών της ορίζει το διάταγμα 294/24-10-1916, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται η ίδρυση επτά Γραφείων:
Γραφείον Συμβούλου
Γραφείον Γενικού Γραμματέως
Γραφείον Θρησκευμάτων
Γραφείον Μέσης Εκπαιδεύσεως
Γραφείον Δημοτικής Εκπαιδεύσεως
Γραφείον Αρχαιοτήτων και Καλών Τεχνών
Γραφείον Πρωτοκόλλου και Διεκπεραιώσεως (ή Αρχείων και Πρωτοκόλλου).
Η πρόβλεψη ίδρυσης δύο επιπλέον Γραφείων (Αρχιτεκτονικόν και Κληροδοτημάτων) φαίνεται ότι δεν πραγμα¬τοποιήθηκε. Ως προϊστάμενοι των έξι πρώτων Γραφείων ορίζονται τμηματάρχες πρώτης ή δευτέρας τάξεως, ενώ για το έβδομο Γραφείο προβλέπεται προϊστάμενος με βαθμό γραμματέως πρώτης ή δευτέρας τάξεως. Η διεκπεραίωση των υποθέσεων κάθε Γραφείου ανατίθεται σε γραμματείς ή γραφείς πρώτης ή δευτέρας τάξεως, επίσης. Στο προσωπικό της Διευθύνσεως περιλαμβάνονται, ακόμη, τρεις κλητήρες, ένας αρχικλητήρας, ένας καθαριστής και ένας οδηγός του υπηρεσιακού αυτοκινήτου.
Τη διεύθυνση των υπηρεσιών των Γραφείων ανέλαβαν, κατά την πρόβλεψη του διατάγματος, δημόσιοι υπάλληλοι με ειδική σχέση με την αντίστοιχη υπηρεσία. Τέτοιοι ήταν ο επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Δημοσθένης Ανδρεάδης, ο γενικός επιθεωρητής της 10ης εκπαιδευτικής περιφερείας, Ιωάννης Χαντέλης, και ο βοηθός γενικού επιθεωρητή Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ Λαζάρου, οι οποίοι ανέλαβαν τη διεύθυνση των Γραφείων Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Μέσης Εκπαιδεύσεως και Αρχείων και Πρωτοκόλλου, αντιστοίχως . Τη διεύθυνση των άλλων Γραφείων ανέλαβαν ο Πέτρος Μανουσάκης (Θρησκευμάτων) και ο έφορος Αρχαιοτήτων Μακεδονίας, Γεώργιος Οικονόμου (Αρχαιοτήτων και Καλών Τεχνών). Χρέη ιδιαιτέρου γραμματέως του συμβούλου (με βαθμό υπουργικού γραμματέως πρώτης τάξεως) ανέλαβε αρχικά ο λογοτέχνης Πλάτων Ροδοκανάκης και από τον Δεκέμβριο του 1916 ο Γεώργιος Δερλής. Η λογιστική υπηρεσία της Διευθύνσεως ανατέθηκε στον Χρίστο Βαλιάντζα.

Διοίκηση της Εκπαίδευσης στην επικράτεια της Προσωρινής Κυβέρνησης
Η Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως είχε να διαχειρισθεί την εκπαίδευση περιοχών, η πλειονότητα των οποίων ανήκε στις λεγόμενες “Νέες Χώρες”, όσες δηλαδή ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά το 1912. Η αφομοίωση του εκπαιδευτικού συστήματος αυτών των χωρών - η διαχείριση και ο έλεγχος του οποίου αποτελούσαν πριν από την προσάρτηση αρμοδιότητες της κοινοτικής αυτοδιοίκησης - από το συγκεντρωτικό σύστημα του Ελληνικού Βασιλείου υπήρξε μια σχετικά μακρόχρονη διαδικασία, η οποία φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Η σταδιακή ενσωμάτωση της κοινοτικής εκπαίδευσης στην κρατική διοίκηση είχε ως προφανή στόχο την ήπια προσαρμογή σε νέα δεδομένα ενός εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο ως προς τη δομή και λειτουργία του παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από το αντίστοιχο σύστημα που ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα. Έτσι, κατά την διετία 1912-1914 διατηρήθηκαν αμετάβλητες οι δομές της προηγούμενης περιόδου, χωρίς διαφοροποίηση στη λειτουργία των σχολείων. Η εκπαιδευτική αφομοίωση άρχισε ουσιαστικά με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του 1914, με τις οποίες σηματοδοτήθηκε η παρεμβατική πολιτική του κράτους στα εκπαιδευτικά πράγματα των Νέων Χωρών, καθώς και η προσπάθεια σύζευξης κοινοτικών και κρατικών αρμοδιοτήτων στη διαχείριση της εκπαίδευσης.
Η διοίκηση που άσκησε η Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στην εκπαίδευση των υπό τη δικαιοδοσία της Προσωρινής Κυβέρνησης χωρών στηρίχθηκε στην εφαρμογή νόμων και διαταγμάτων τα οποία ίσχυαν από το 1914 και στόχευαν στην καθιέρωση ομοιόμορφου διοικητικού συστήματος στην εκπαίδευση του κράτους. Τα σχετικά νομοθετήματα είναι τα εξής:
(1) Ο Νόμος 240 «Περί διοικήσεως της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως» της 16ης-4-1914, ΦΕΚ 97/16-4-1916, και το Βασιλικό Διάταγμα της 28ης-5-1914, ΦΕΚ 148/5-6-1914, με το οποίο τέθηκαν σε ισχύ στις εκπαιδευτικές περιφέρειες των Νέων Χωρών τα Διατάγματα της 30ης-4-1914 και 19ης-5-1914 «Περί ισχύος διατάξεων του Νόμου 240 περί διοικήσεως της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως»
(2) Το Βασιλικό Διάταγμα «Περί επεκτάσεως των ισχυόντων νόμων και Β. Διαταγμάτων περί διδακτικών βιβλίων εις τας γενικάς διοικήσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης, των νήσων του Αιγαίου και την διοίκησιν Σάμου» της 23ης -7-1914, ΦΕΚ 208/26-7-1914
(3) Το Βασιλικό Διάταγμα «Περί του προσωπικού των σχολείων της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως των Νέων Χωρών κλπ» της 19ης-8-1914, ΦΕΚ 234/21-8-1914, και το Βασιλικό Διάταγμα “Περί επεκτάσεως της σχολικής νομοθεσίας και εις τας νέας χώρας” της 31ης-10-1914, ΦΕΚ 320/8-11-1914.
(4) Τα Βασιλικά Διατάγματα «Περί κατανομής των Δημοτικών Σχολείων της Νέας Ελλάδος εις εκπαιδευτικάς περιφερείας» και «Περί υπαγωγής των εκπαιδευτικών περιφερειών των Δημοτικών Σχολείων εις την δικαιοδοσίαν των γενικών επιθεωρητών» της 16ης-8-1914, ΦΕΚ 234/21-8-1914, καθώς και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κατανομής εις εκπαιδευτικάς περιφερείας των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως» της 11ης-6-1914, ΦΕΚ159/13-6-1914.
(5) Ο Νόμος 402 «Περί κυρώσεως του από 19 Αυγούστου ε.έ. Β. Δ. «περί του προσωπικού των σχολείων της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως των Νέων Χωρών» της 17ης-11-1914, ΦΕΚ 348/25-11-1914, και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κωδικοποιήσεως εις εν ενιαίον κείμενον νόμου των διατάξεων του Νόμου 402 και του διά τούτου κυρωθέντος Β. Δ. Της 19ης Αυγούστου 1914» της 17ης-2-1915, ΦΕΚ 79/23-2-1915.
(6) Ο Νόμος 577 «Περί προσαυξήσεων του μισθού και συντάξεως των εν ταις Νέαις Χώραις λειτουργών της Εκπαιδεύσεως κλπ» της 31ης-12-1914, ΦΕΚ 19/15-1-1915.
(7) Ο Νόμος 568 «Περί διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσης εν Οθωμανικοίς και Ισραηλιτικοίς σχολείοις των Νέων Χωρών» της 31ης-12-1914, ΦΕΚ 15/12-1-1915.
Η εποπτεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης ασκήθηκε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Νόμο 240, ο οποίος άλλαξε οριστικά το καθεστώς λειτουργίας των σχολείων στις Νέες Χώρες: Όργανα εποπτείας ήταν ο Σύμβουλος (υπουργός), το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, τα Εποπτικά Συμβούλια, οι Γενικοί Επιθεωρητές, οι Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης και οι Διευθυντές των σχολείων. Με το Διάταγμα 158/10-10-1916 της Προσωρινής Κυβέρνησης συγκροτήθηκε το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο. Πρόεδρος του συμβουλίου ορίσθηκε ο Δημήτρης Γληνός, ενώ προσωρινά καθήκοντα συμβούλου ανέλαβαν οι γενικοί επιθεωρητές Κ. Χελιουδάκης, Εμ. Δαυίδ και Κ. Γ. Παπαδάκης (Διάταγμα 1046/31-12-1916). Το Διάταγμα 301/28-10-1916 όριζε, εξάλλου, τη σύνθεση των εποπτικών συμβουλίων, τα οποία λειτούργησαν στις έδρες των αντίστοιχων περιφερειών δημοτικών σχολείων με πρόεδρο των συνεδριάσεων τον αρμόδιο επιθεωρητή. Λόγω των έκτακτων περιστάσεων, δεν τηρήθηκε πάντα η προβλεπόμενη διαδικασία στη λήψη των αποφάσεων, αφού επείγουσες ανάγκες επέβαλαν την ταχύτερη κάλυψή τους από τοπικά διοικητικά στελέχη (αντιπροσώπους της κυβέρνησης, νομάρχες), οι αποφάσεις των οποίων συχνά δεν επικυρώνονταν ούτε δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ως προς τους τύπους και τη λειτουργία των σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης τηρήθηκε η πρόβλεψη του Διατάγματος της 19ης -8-1914, το οποίο διατήρησε την υπάρχουσα μορφή των σχολείων των Νέων Χωρών παρέχοντας, όμως, δυνατότητα μεταρρύθμισής τους κατά τους ισχύοντες νόμους του ελληνικού κράτους. Οι παρεμβάσεις της Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στη δημοτική εκπαίδευση υπήρξαν προς αυτή την κατεύθυνση (αναγνώριση, ίδρυση, κατάργηση, προαγωγή και υποβιβασμός σχολείων) με στόχο την επικράτηση δύο τύπων δημοτικών σχολείων, κοινών/τετραταξίων και πλήρων/εξαταξίων, καθώς και την ορθολογική χωροταξική κατανομή τους. Ανάλογες παρεμβάσεις έγιναν και στη μέση εκπαίδευση, στην οποία δύο ήταν τα επικρατούντα σχήματα σπουδών: 3/τάξιο ελληνικό σχολείο και 4/τάξιο γυμνάσιο ή 6/τάξιο γυμνάσιο και ημιγυμνάσιο (μη ολοκληρωμένος τύπος 6/ταξίου γυμνασίου). Η επαγγελματική εκπαίδευση μέσης βαθμίδας περιλάμβανε εμπορικές ή άλλου είδους σχολές, αστικές σχολές (6/τάξιο δημοτικό με επιπλέον τάξεις ελληνικού σχολείου ή εμπορικής σχολής), διδασκαλεία αρρένων και θηλέων και ανώτερα παρθεναγωγεία, σε κάποιες περιπτώσεις γυμνασιακά. Διαφαινόμενη τάση μεταρ-ρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν να επικρατήσει ο τύπος του 6/ταξίου γυμνασίου και να αντικατασταθούν τα υπάρχοντα παρθεναγωγεία με αστικά σχολεία θηλέων. Η τάση αυτή καταγράφεται, για παράδειγμα, στην προσπάθεια της Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως να εναρμονίσει γνωστά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της Θεσσαλονίκης με το νέο εκπαιδευτικό σχήμα. Έτσι, το Πρότυπο Παρθεναγωγείο Στεφάνου Νούκα-Αγλαϊας Σχινά, με τη νέα άδεια λειτουργίας που εξασφάλισε τον Νοέμβριο του 1916, απέκτησε στο εξής διακριτές εκπαιδευτικές βαθμίδες: νηπιαγωγείο, πλήρες (6/τάξιο) δημοτικό σχολείο και 3/τάξιο αστικό σχολείο θηλέων.
Η διαχείριση της εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες αφορούσε και την εποπτεία των ετερόθρησκων σχολείων (μουσουλμανικών και ισραηλιτικών). Ο έλεγχος που ασκήθηκε σε τέτοια σχολεία στόχευε στην προσαρμογή της λειτουργίας τους στους ισχύοντες κανόνες (κτηριακή επάρκεια, συνθήκες υγιεινής, ωράρια). Ως εκ τούτου, αρκετά ισραηλιτικά σχολεία της Θεσσαλονίκης δεν αναγνωρίσθηκαν, αφού δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους λειτουργίας. Πολλά από τα αναγνωρισμένα σχολεία συντηρούνταν από εύπορους Ισραηλίτες ή ισχυρές οργανώσεις και, ως εκ τούτου, είχαν καλύτερη οργάνωση και ευρύτερο πρόγραμμα σπουδών. Μεγαλύτερη ακτινοβολία, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είχαν τα σχολεία που είχε ιδρύσει ή απλώς συντηρούσε η Alliance Israelite Universelle: Νηπιαγωγείο, δημοτικές σχολές αρρένων και θηλέων, ανώτερο παρθεναγωγείο, κατώτερες επαγγελματικές σχολές αρρένων και θηλέων και εμπορικές σχολές. Άλλα σχολεία, όπως η ισραηλιτική σχολή της Χίου, έπαυσαν τη λειτουργία τους, ίσως και για ανεπάρκεια μαθητικού δυναμικού. Ιδιαίτερη μέριμνα λήφθηκε για διδασκάλους/διδασκάλισσες της ελληνικής γλώσσας σε ετερόθρησκα σχολεία (ωράρια, αργίες), η διδασκαλία της οποίας σε αυτά ήταν υποχρεωτική, στο πλαίσιο της ενεργούμενης εκπαιδευτικής και γλωσσικής αφομοίωσης των Νέων Χωρών (Νόμος 568/1914). Η ίδια ρύθμιση εφαρμόσθηκε και για την εκπαίδευση των βλαχοφώνων με την απόσπαση διδασκάλων από την Παλαιά Ελλάδα σε όσα σχολεία λειτουργούσαν κατά τους θερινούς μήνες σε τόπους θερινής διαμονής βλαχοποιμένων (Βέρμιο, Γρεβενά). Η Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίας Εκπαιδεύσεως αντιμετώπισε το πρόβλημα καταβολής καθυστερούμενων μισθών εκπαιδευτικών αυτής της κατηγορίας ή νέων αποσπάσεων.
Σοβαρότερο ήταν το πρόβλημα εκπαίδευσης των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, η οποία αποτέλεσε άλλωστε τον κύριο στόχο της αφομοίωσης των Νέων Χωρών. Η κυριότερη δυσχέρεια της αφομοίωσης φαίνεται ότι ήταν η μη προσέλευση σλαβόφωνων μαθητών στα ελληνικά σχολεία που αντικατέστησαν όσα σχολεία της Εξαρχίας λειτουργούσαν πριν από την ενσωμάτωση. Το πρόβλημα είναι προφανές ότι εντάθηκε στις συνθήκες πολέμου που επικρατούσαν στη Μακεδονία κατά την περίοδο της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, εν όψει μάλιστα της σερβικής ή βουλγαρικής προπαγάνδας που είχε την ευκαιρία να αναπτυχθεί σε επίμαχες περιοχές τότε. Παρά τα προτεινόμενα από στελέχη της εκπαίδευσης μέτρα, στην πράξη φαίνεται ότι εφαρμόσθηκε ο έλεγχος γονέων για την τακτική φοίτηση των παιδιών τους στο ελληνικό σχολείο, όσο μπορούσε, βέβαια, αυτός να επιτευχθεί στο χάος που δημιούργησε ο πόλεμος και ο διχασμός.
Σε τέτοιες συνθήκες η δυσλειτουργία των σχολείων αποτέλεσε τον κανόνα στα εκπαιδευτικά πράγματα και όχι το αντίθετο. Η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης είχε να αντιμετωπίσει, καταρχήν, την καταστροφή, την επίταξη των διδακτηρίων για στρατιωτικούς σκοπούς ή την κατάληψή τους από πρόσφυγες. Η κυριότερη, όμως, δυσχέρεια στην εκπαιδευτική λειτουργία ήταν η έλλειψη προσωπικού. Πολλοί εκπαιδευτικοί, κυρίως από την Παλαιά Ελλάδα, από φόβο, αδυναμία μετακίνησης ή άρνηση να υπηρετήσουν το νέο καθεστώς δεν επέστρεψαν στις θέσεις τους. Άλλοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους για παρόμοιους λόγους. Σε κάποιες περιπτώσεις η «αντίδραση» στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης είχε ως συνέπεια ανακρίσεις, προφυλακίσεις ή εκτοπισμούς και αστυνομική επιτήρηση των αντιφρονούντων. Κενές θέσεις προκάλεσε, επίσης, η επιστράτευση ήδη υπηρετούντων εκπαιδευτικών. Στα σχολεία της Φλώρινας και της Καστοριάς, που αποτελούσαν πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων το Φθινόπωρο του 1916, η διάλυση δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί. Σοβαρότερη ήταν η δυσλειτουργία των σχολείων στοιχειώδους βαθμίδας, στα οποία, εκτός άλλων λόγων, η έλλειψη διδασκάλων με προσόντα και οι συνεχιζόμενες παραιτήσεις πολλών από αυτούς για λόγους οικονομικής δυσπραγίας δημιούργησαν δυσαναπλήρωτα κενά. Σε περιφέρειες με σλαυόφωνους, κατά κανόνα, οικισμούς (Γιαννιτσά, Κιλκίς, Λαγκαδάς, Έδεσσα, Φλώρινα και Καστοριά) το πρόβλημα δυσχέραινε σοβαρά την επιδιωκόμενη γλωσσική και εθνική αφομοίωση.
Όλα αυτά τα προβλήματα επιχείρησε να λύσει το Διάταγμα 250/28-10-1916 (Φ.22 Εφημερίδας Κυβερνήσεως, τεύχος Α΄, 1917) «περί των λειτουργών της δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως». Προκρίθηκαν τα εξής μέτρα που στόχευαν στην άμεση αντιμετώπιση των δυσχερειών: (1) απόλυση όσων εκπαιδευτικών δεν επέστρεφαν στις θέσεις τους εντός εικοσαημέρου (2) τοποθέτηση εκπαιδευτικών από βουλγαρο-κρατούμενες περιοχές (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) σε κενές θέσεις άλλων εκπαιδευτικών περιφερειών (3) προσωρινή τοποθέτηση υποδιδασκάλων σε κενές θέσεις πλήρων δημοτικών σχολείων˙ διορισμός νηπιαγωγών σε κενές θέσεις κοινών δημοτικών σχολείων, κυρίως στους ξενόφωνους οικισμούς˙ παροχή του δικαιώματος του διδασκάλου εν ανάγκη και σε όσους δεν πληρούσαν τα προβλεπόμενα από τον νόμο προσόντα. Το ίδιο μέτρο προκρίθηκε και για την κάλυψη θέσεων επιθεωρητών δημοτικών σχολείων στις ίδιες περιοχές (σλαυόφωνες) που για πολιτικούς λόγους είχαν ανάγκη διαρκούς εποπτείας. Συνήθης πρακτική για την κάλυψη αναγκών του σχολικού προγράμματος ήταν, επίσης, η ανάθεση πρόσθετης διδασκαλίας μαθημάτων σε εκπαιδευτικούς ανήκοντες στο ενεργό δυναμικό των σχολείων, η μείωση των κανονικών ωρών διδασκαλίας και οι προσωρινοί διορισμοί σε θέσεις στρατευμένων εκπαιδευτικών.
Η Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίσει και άλλα προβλήματα, τρέχοντα ή έκτακτα, τα οποία δυσχέραιναν την ήδη προβληματική λειτουργία των σχολείων. Διακοπή λειτουργίας λόγω επιδημιών, μεταφορά μαθητών από σχολεία με προσωρινή ή οριστική παύση λειτουργίας σε άλλα, υποδοχή προσφύγων μαθητών ή παιδιών διωκόμενων οικογενειών από το βασιλικό καθεστώς του κράτους των Αθηνών σε σχολεία της επικράτειας της Προσωρινής Κυβέρνησης, απαλλαγή μαθητών γυμνασίων ειδικών κατηγοριών από την καταβολή των εκπαι¬δευτικών τελών, συμφωνία με βιβλιοπώλες από την Αθήνα για κυκλοφορία βιβλίων δημοτικής εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες ήταν αποφάσεις που λήφθηκαν για τη θεραπεία αντίστοιχων προβλημάτων.
Οξύ ήταν και το πρόβλημα αντιμετώπισης των σχολικών δαπανών όχι μόνο τρεχουσών, αλλά και κεκλεισμένων χρήσεων˙ τις τελευταίες ήταν αδύνατο να συμπεριλάβει η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 1917. Οι υφιστάμενες εφορείες ή επιτροπές φαίνεται ότι έδειξαν ολιγωρία στην επιβαλλόμενη από τον Νόμο 402/1914 υποχρέωση είσπραξης των συνήθων σχολικών πόρων και καταβολής τους στο Δημόσιο Ταμείο. Αυτό τουλάχιστον καταγράφηκε σε εκθέσεις των προέδρων εφορειών σχολείων της Δυτικής Μακεδονίας και των νησιών του Αιγαίου προς τον σύμβουλο, Γεώργιο Αβέρωφ, στις αρχές του 1917. Έτσι, οι σχολικές δαπάνες από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι και το 1917 βάρυναν σχεδόν αποκλειστικά το κράτος. Οι μισθοί των εκπαιδευτικών, που αποτελούν την κυριότερη εκπαιδευτική δαπάνη, καταβάλλονταν για το σχολικό έτος 1916-17 από τα οικεία ταμεία με εντάλματα πληρωμών. Προβλήματα δημιουργήθηκαν στην καταβολή των μισθών εκπαιδευτικών με οργανική θέση σε σχολεία των βουλγαροκρατούμενων περιοχών ή της ουδετέρας ζώνης λόγω δυσκαμψίας των λογιστικών υπηρεσιών, δυστροπίας των ταμιών ή και άρνησής τους να υπηρετήσουν το καθεστώς. Παρόμοια προβλήματα δημιουργήθηκαν και στη μισθοδοσία των καθηγητών των Ιερών, λόγω άρνησης του Εκκλησιαστικού Ταμείου να μισθοδοτήσει υπαλλήλους του κράτους της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η κυβέρνηση έλαβε μέριμνα για τη μισθοδοσία των προσχωρούντων από την Παλαιά Ελλάδα υπαλλήλων (Διατάγματα 628/25-11-1916 και 2/3-1-1917) και τήρησε απαρεγκλίτως τις σχετικές με τις διαβαθμίσεις και τη μισθολογική εξομοίωση των εκπαιδευτικών των Νέων Χωρών διατάξεις (αυξήσεις λόγω πενταετιών, συνταξιοδοτικά δικαιώματα και αντίστοιχες κρατήσεις). Παράλληλα, συγκέντρωνε και σωρεία αιτήσεων για δίκαιες αυξήσεις των γλίσχρων, κατά γενική ομολογία, μισθών, οι οποίοι είχαν υποβαθμισθεί λόγω της γενικής ανόδου των τιμών που προκάλεσε ο πόλεμος. Οι εκπαιδευτικοί της Θεσσαλονίκης ήταν περισσότερο ευνοημένοι, αφού λάμβαναν το χορηγούμενο στους πολιτικούς υπαλλήλους της πόλης επίδομα.
Η πρωτοπορία της Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έχει καταγραφεί στην καθιέρωση, για πρώτη φορά, της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στα βιβλία της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, το Διάταγμα 2585 της 14ης-5-1917, άρθρο 5 (Φ. 96/30-5-1917, τεύχος Α΄) προέβλεπε ότι «Τα διά τας τέσσερας πρώτας τάξεις των Δημοτικών Σχολείων προοριζόμενα αναγνωστικά, ως και τα βιβλία των αριθμητικών ασκήσεων διά την γ΄, δ΄, ε΄και στ΄τάξιν των αυτών Σχολείων, οφείλουσι να είναι γεγραμμένα εις την κοινήν ομιλουμένην (δημοτικήν) γλώσσαν, απηλλαγμένην παντός αρχαϊσμού ή ιδιωτισμού». Το μέτρο, βέβαια, αφορούσε το προσεχές σχολικό έτος και επρόκειτο λίγα χρόνια αργότερα να αρθεί, όταν η αντίπαλη των βενιζελικών παράταξη απέσυρε τα ήδη εγκεκριμένα και χρησιμοποιούμενα νέα βιβλία ακολουθώντας τη σύσταση της αρμόδιας επιτροπής «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι »!

Πρωτοδικείο Βόλου

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1881 -

Το Πρωτοδικείο Βόλου ιδρύθηκε με Βασιλικό Διάταγμα του Γεωργίου Α΄ στις 3 Νοεμβρίου 1881.
Το σύνολο του σωζόμενου αρχείου του μέχρι το 1972 φυλάσσεται στα ΓΑΚ Μαγνησίας.

Πρωτοδικείο Ηρακλείου

  • Συλλογικό Όργανο

Περίοδος Κρητικής Πολιτείας
Mε τον Νόμο 437/30-8-1901 της Κρητικής Πολιτείας "Περί Οργανισμού των Δικαστηρίων", (Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας αριθμ. 71/Α/13-9-1901), συνιστώνται τα εξής Δικαστήρια: Ειρηνοδικεία, Πρωτοδικεία, Εφετείο, Κακουργιοδικεία και Αναθεωρητικό. Ιδρύονται πέντε Πρωτοδικεία: Χανίων, Ηρακλείου, Ρεθύμνης, Σφακίων, και Λασιθίου. Ο ανωτέρω Νόμος τροποποιήθηκε με τον Ν. 582/21-7-1903 "Περί τροποποιήσεως του υπ' αριθμ. 437 νόμου περί Οργανισμού των Δικαστηρίων" (Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας αριθμ. 49/Α/19-8-1903).
Περίοδος μετά την ένωση με την Ελλάδα
Με τον Ν. 147/1914 «Περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως» (ΦΕΚ 25/Α/25-2-1914), προβλέπονταν η, με Βασιλικά Διατάγματα, σύσταση των Δικαστηρίων των Νέων Χωρών, η λειτουργία των οποίων θα γινόταν όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, βάσει του ισχύοντος τότε Οργανισμού των Δικαστηρίων (άρθρο 11).
Με το Βασιλικό Διάταγμα της 7ης Απριλίου του 1914 (ΦΕΚ 88/Α/11-4-1914) "Περί συστάσεως Δικαστηρίων εν Κρήτη" συνιστώνται τα εξής Δικαστήρια: Εφετείο, τέσσερα Ειρηνοδικεία πρώτης τάξεως, δεκαεννέα Ειρηνοδικεία δευτέρας τάξεως και τέσσερα Πρωτοδικεία: Χανίων, Ηρακλείου, Ρεθύμνης και Λασιθίου. Τα Πρωτοδικεία και Ειρηνοδικεία χαρακτηρίζονται από το όνομα της πόλης της έδρας αυτών. Το Πρωτοδικείο Ηρακλείου περιλαμβάνει στη δικαιοδοσία του (άρθρο 3) τις Περιφέρειες των Ειρηνοδικείων Ηρακλείου, Αγίου Μύρωνος, Καστελλίου-Πεδιάδος, Πύργου, Χερσονήσου και Μοιρών.

Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης

  • Συλλογικό Όργανο

ΒΔ 7-11.04.1914 (ΦΕΚ 88/τ. Α΄/1914)Περί σύστασης δικαστηρίων στη Μακεδονία
Σύμφωνα με τα άρθρα 6, 11, 12, 13 του Νόμου 147 /5 Ιανουαρίου 1914: " περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως" με υπουργό Δικαιοσύνης τον Κ.Δ. Ρακτιβάν αποφασίστηκε η σύσταση δικαστηρίων στις επαρχίες της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και συγκεκριμένα:

  1. Ένα Εφετείο στη Θεσσαλλονίκη
  2. Δέκα Πρωτοδικεία (και της Θεσσαλονίκης)
  3. Δέκα Ειρηνοδικεία πρώτης τάξεως (και της Θεσσαλονίκης)
  4. Σαράντα ένα Ειρηνοδικεία δευτέρας τάξεως
  5. Οκτώ ειδικά Πταισματοδικεία( και της Θεσσαλονίκης) (άρθρο 1)
    για την απονομή πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης
    Η δικαιοδοσία του Εφετείου Θεσσαλονίκης επεκτείνεται σε περιφέρειες των Πρωτοδικείων Θεσσαλονίκης, Σερρών, Δράμας, , Καβάλας, Βεροίας, Εδέσσης, Καστοριάς και Φλώρινας (άρθρο 3)
    Το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει στη δικαιοδοσία του τις περιφέρειες των Ειρηνοδικείων :
  6. Θεσσαλονίκης, 2. Βασιλικών, 3. Μπάλτσας , 4. Γουμενίθτσας, 5. Λαγκαδά, 6. Σωχού, 7.Κιλκίς, 8. Κιλινδίρ, 9. Πολυγύρου, 11. Άρνης, 12. Ιερισσού, 13. Βάλτης, 14. Συκιάς (άρθρο 4)
    Το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης ασκεί τη δικαιοδοσία του στην περιφέρεια της πόλεως Θεσσαλονίκης και των εξής χωριών (άρθρο 5):
  7. Ασβεστοχώρι, 2. Χορτιάτης, 3. Καπουτσήδες, 4. Άη Σακλή (Μπουγιούκ Μαχαλάς), 5. Σέδες, 6. Κραν, 7. Ματσάρηδες, 8. Λουτρά Σέδες, 9. Μεγάλο Καραμπουρνού, 10. Μικρό Καράμπουρνού, 11. Μπαχτσέ, 12. Τσαίρ, 13. Καρατσοβαγή, 14, Ζουμπάτες, 15. Χατζή -Μπαλή, 16. Ουζούν Αλή, 17. Επανωμή, 18. Κριτσανά, 19. Τούμπα, 20. Αλυκαί, (Κουρσούκ Τούζλα), 21. Γιαννιτσίδες, 22. Κουλακιά, 23. Καιλή, 24. Κιρτσιλάρ, 25. Μουστάφτσα, 26. Τσοχαλάρ, 27. Ζορμπάς, 28. Σαρίτσα, 29. Γιαϊλαντίκ, 30. Δαούτσα, 31. Κάτω Κουρφάλι, 32. Άνω Κουρφάλι, 33. Μεσαίο Κουρφάλι, 34. Μεντεσελή, 35. Χάνι Βαρδάρ, 36. Τοπσίν, 37. Σιδηροδρομικός Σταθμός Τοπσίν, 38. Καβακλή, 39. Δουρμουσλή, 40. Χατζηλίκι, 41. Γιαχαλή, 42. Βερλάντζα, 43. Καραογλού, 44. Δογαντζή, 45. Βαθύλακκος, (Καδή-Κιόϊ), 46. Μπουγαρίαβον, 47. Σαρηομέρι, 48. Ίγλιτς., 49. Σιαμλή, 50. Βαλμάδα, 51. Τεκελή, 52. Κάτω Καβακλή, 53. Κολοπάντζα, 54. Γκιόρδινον, 55. Νάρες, 56. Τρία Χάνια, 57. Πλατανάκια, 58. Λεμπέτ, 59. Δουδουλάρ, 60. Ουρετζούκ, 61. Λάμπρα, 62. Μαχμούτ, 63. Τσαλή, 64. Ζάτσοβον, 65. Λουτρά Σέδες, 66. Χαρμάν- Κιόϊ, 67. Αραπλή, και 68. Ζορμπά και όλων των συνοικισμών εντός της παραπάνω περιφέρειας.
    Τέλος, τα Πταισματοδικεία Θεσσαλονίκης ασκούν δικαιοδοσία στις περιφέρειες των ομώνυμων Ειρηνοιδικείων (άρθρο 16).

ΠΗΓΗ: http://www.et.gr/api/DownloadFeksApi/?fek_pdf=19140100088

Πρωτοδικείο Ροδόπης

  • Συλλογικό Όργανο

Σύμφωνα με το Λεύκωμα Μακεδονίας-Θράκης που δημοσιεύτηκε το 1932 στην Κομοτηνή από τη Θρακική Στοά, στην πόλη έδρευε και λειτουργούσε ήδη από το 1922 το Εφετείο Θράκης. Η λειτουργία του Πρωτοδικείου Ροδόπης από την άλλη πλευρά μαρτυρείται από το Σεπτέμβριο του 1923 οπότε και χρονολογούνται οι παλαιότερες πολιτικές αποφάσεις -αριθμημένες λυτές αποφάσεις σταχωμένες σε τόμους- που απόκεινται στα Γ.Α.Κ. Ροδόπης. Ως πρώτος πρόεδρος του Πρωτοδικείου Ροδόπης φέρεται ο Νικόλαος Πλατύκας με υπογραμματέα τον Ι. Σιλβέστρο. Οι υποθέσεις του Πρωτοδικείου Ροδόπης αφορούσαν μέχρι τη δεκαετία του 1930 και το σημερινό νομό Ξάνθης, που αποτελούσε επαρχία του Νομού Ροδόπης. Η λειτουργία του Πρωτοδικείου Ροδόπης φαίνεται ότι διακόπτεται με την έναρξη του Παγκοσμίου Πολέμου και τη συνακόλουθη βουλγαρική κατοχή της Κομοτηνής και επανέρχεται από το 1945 έως σήμερα.

Ροδοκανάκης, Ματθαίος

  • Άτομο
  • 1803-1870

Ο Ματθαίος, πρωτότοκος γιος του Παύλου Ροδοκα-νάκη και της Αργυρώς Φραγκιάδη, γεννήθηκε στη Χίο το 1803. Eπιχειρηματίας, έζησε στην Τεργέστη και συμμετείχε στην εμπορική επιχείρηση «Ροδοκανάκη & Φραγκιάδη» η οποία είχε υποκαταστήματα σε Λονδίνο, Λίβερπουλ, Νέα Υόρκη, Νέα Ορλεάνη, Ρίο ντε Τζανέιρο, αλλά πτώχευσε το 1869. Απέκτησε την αυστριακή υπηκοότητα (1829) και ήταν μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης (1861).
Παντρεύτηκε το 1836, στην Τεργέστη, την κόρη του Χιώτη εμπόρου Νικολάου Ταμβάκου, Δέσποινα (1816-1900), με την οποία απέκτησαν έντεκα παιδιά από τα οποία ενηλικιώθηκαν μόνο τα πέντε. Από τα παιδιά τους μόνο δύο κόρες, η Αργυρώ σύζυγος Ν. Μακκά και η Ιουλία σύζυγος Αλ. Τριανταφυλλίδη απέκτησαν απογόνους. Πέθανε στην Τεργέστη το 1870.

Αποτελέσματα 801 έως 900 από 1119