Εμφανίζει 1119 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή

Επιτροπή για την επανέκδοση των απάντων του Κωνσταντίνου Καραβίδα

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1975 -

Η «Επιτροπή για την επανέκδοση των απάντων του Κωνσταντίνου Καραβίδα» ιδρύθηκε το 1975. Μέλη της ήταν οι: Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Μαύρος, Φαίδων Βεγλερής,
Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Κωνσταντίνος Καλλίας, Ιωάννης Πεσμαζόγλου, Αγνή Ρουσσοπούλου και η κόρη του συγγραφέα Ζωή Καλλιγά-Καραβίδα. Το 1978 επανέκδοσε το βιβλίο του Καραβίδα Αγροτικά. Έρευνα επί της κοινωνικής μορφολογίας εν Ελλάδι και εν ταις γειτονικαίς σλαυικαίς χώραις. Μελέτη συγκριτική. Αθήνα 1931.

Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Διεύθυνσις Εποικισμού Θράκης

  • Συλλογικό Όργανο

Η Διεύθυνσης Εποικισμού Θράκης που υπαγόταν στην Ε.Α.Π. ξεκίνησε τις λειτουργίες της το 1923 με έδρα την Κομοτηνή, ενώ παράλληλα διέθετε γραφεία και σε Ξάνθη, Αλεξανδρούπολη και Ορεστιάδα. Βασικός σκοπός της Διεύθυνσης Εποικισμού Θράκης ήταν η άμεση εφαρμογή στεγαστικής πολιτικής και -αστικής ή αγροτικής- αποκατάστασης των προσφυγικών πληθυσμών, προκειμένου να αποφευχθεί μια τυχόν περιθωριοποίηση των πληθυσμών αυτών που θα επέφερε κοινωνική αναταραχή. Από το 1923 λειτούργησαν στα χωριά της Ροδόπης Γραφεία Εποικισμού, προκειμένου να διανεμηθεί άμεσα η καλλιέργεια της γης στους πρόσφυγες και να παραχωρηθούν σε αυτούς αγροτικά εργαλεία για να αποδοθεί η σοδειά του έτους, ενώ αντίστοιχα στην Κομοτηνή και τις άλλες πόλεις της Δυτικής Θράκης λειτούργησαν τα Γραφεία Αστικής Απασχόλησης, υπεύθυνα για την οργάνωση της αστικής προσφυγικής απασχόλησης (επισκευαστικά και κατασκευαστικά έργα, μικρές επιχειρήσεις, μικρή βιομηχανία κ.ά.).

Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Διεύθυνσις Εισπράξεως Χρεών

  • Συλλογικό Όργανο

Για την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων
βλ.
Κρίμπας Β. Δ. (1999). Το έργον της αγροτικής εγκαταστάσεως της επιτροπής αποκατάστασης προσφύγων. Δελτίο
Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 13, 225–268. https://doi.org/10.12681/deltiokms.148
file:///C:/Users/stathis/Downloads/2529-121-5180-1-10-20150306.pdf

Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Γενική Διεύθυνσις Εποικισμού Μακεδονίας, Τμήμα Τεχνικόν, Γραφείον Στατιστικής

  • Συλλογικό Όργανο

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1923 υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Γενεύης ανάμεσα στην Ελληνική Κυβέρνηση και την Κοινωνία των Εθνών. Βάσει του Πρωτοκόλλου η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να ιδρύσει την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π) η οποία επωμίσθηκε το έργο της εγκατάστασης των προσφύγων. Η Ε.Α.Π. ήταν νομικό πρόσωπο, δεν εξαρτιόταν από οποιαδήποτε ελληνική εκτελεστική ή διοικητική αρχή αλλά ήταν αυτόνομος οργανισμός. Τη διοίκησή της ανέλαβαν δύο Έλληνες, διορισμένοι από την Ελληνική Κυβέρνηση, και δύο ξένοι, διορισμένοι από την Κοινωνία των Εθνών. Ο πρόεδρος της επιτροπής ήταν Αμερικανός πολίτης, αντιπρόσωπος οργανώσεων περιθάλψεως. Πρώτος πρόεδρος ορίστηκε ο Henry Morgenthau και μέλη ο εκπρόσωπος της Τράπεζας της Αγγλίας John Campbell, ο Στέφανος Δέλτας και ο Περικλής Αργυρόπουλος. Ο αριθμός των υπαλλήλων της ΕΑΠ ανερχόταν σε 784 το 1924, ενώ ξεπερνούσαν τους 2.000 το 1928 και το 1929. Περί τα τέλη του 1930 η Ε.Α.Π. ανέστειλε τις εργασίες της, μεταβιβάζοντας με ειδική σύμβαση στο Ελληνικό Δημόσιο την περιουσία της και τις υποχρεώσεις της έναντι των προσφύγων.
Για τον καταμερισμό των εργασιών της διαίρεσε τις υπηρεσίες της σε 3 διευθύνσεις: α) Διεύθυνση Οικονομικών, β) Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης Προσφύγων και γ) Διεύθυνση Αστικής Εγκατάστασης Προσφύγων.
Η Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης, στελεχωμένη από υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας, είχε τη φροντίδα της οργάνωσης και παρακολούθησης ζητημάτων εγκατάστασης των αγροτών προσφύγων σ’ όλη την Ελλάδα. Για την αρτιότερη οργάνωσή της συστάθηκαν τρεις Γενικές Διευθύνσεις Εποικισμού: α) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη και 17 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού, β) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης με έδρα την Κομοτηνή και 5 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού και γ) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Κρήτης με έδρα τα Χανιά και 4 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Αγίου Νικολάου). Άλλα 14 Εποικιστικά Γραφεία εκτελούσαν την εγκατάσταση των προσφύγων στη Στερεά, στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τα νησιά. Όλων των Εποικιστικών Γραφείων προϊστάμενος ήταν γεωπόνος.
Η Ελληνική Κυβέρνηση εκχώρησε στην Ε.Α.Π. γαίες εκτάσεως 5.000.000 στρεμμάτων, προερχόμενες α) από δημόσιες γαίες, β) από κτήματα ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων που περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει της σύμβασης «Περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών», της 30ής Ιανουαρίου 1923, γ) από κτήματα που εξαγοράστηκαν από Οθωμανούς υπηκόους, δ) από ιδιωτικές γαίες που είχαν απαλλοτριωθεί ή επιταχθεί δυνάμει της αγροτικής μεταρρύθμισης και δ) από κτήματα Βουλγάρων που είχαν αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος δυνάμει της συμβάσεως Νεϊγύ που είχε υπογραφεί από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Της διατέθηκαν, επίσης, δύο εξωτερικά δάνεια, το δάνειο του 1924 και του 1928. Το δάνειο του 1924 ήταν ονομαστικού κεφαλαίου 12.300.000 λιρών Αγγλίας, με επιτόκιο 7% και έκδοση 88%. Η υπηρεσία του δανείου θα εξασφαλιζόταν από τις προσόδους των μονοπωλίων των Νέων Χωρών, δηλ. αλατιού, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, τσιγαρόχαρτου και τις εισπράξεις των τελωνείων των Χανίων, του Ηρακλείου, της Σάμου, της Χίου, της Μυτιλήνης και της Σύρου, τον φόρο καπνού και χαρτοσήμων των Νέων Χωρών και τον φόρο οινοπνεύματος ολόκληρης της Ελλάδας.
Το προσφυγικό δάνειο του 1928 ήταν μέρος του λεγόμενου «σταθεροποιητικού» δανείου που συνάφθηκε για τη σταθεροποίηση του ελληνικού νομίσματος, την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και τη συνέχιση της εγκατάστασης των προσφύγων. Το ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ανερχόταν σε 4.070.960 λίρες Αγγλίας και σε 17.000.000 δολάρια με επιτόκιο 6% και έκδοση 91%. Το 1/3 του δανείου διατέθηκε για την εγκατάσταση των προσφύγων και εισπράχθηκε από την Ε.Α.Π.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης οι αγροτικές προσφυγικές οικογένειες δικαιούνταν :
α) Παραχώρηση βιώσιμου γεωργικού κλήρου από τις εκτάσεις που είχε εκχωρήσει το Ελληνικό Δημόσιο στην Ε.Α.Π για τον σκοπό αυτό. Η έκταση του γεωργικού κλήρου ποίκιλε ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας και την ποιότητα του εδάφους. Οι εγκατεστημένοι αγρότες εφοδιάζονταν με προσωρινά παραχωρητήρια (τίτλος κατοχής). Ο τίτλος κυριότητος παραχωρήθηκε αργότερα, αφού έγινε ο κτηματικός χάρτης των κλήρων που παραχωρήθηκαν, η υλοποίηση της διαδικασίας χρέωσης προσφύγων για την τιμή της γης, η αποπληρωμή του χρέους και ο συμψηφισμός των αγροτικών αποζημιώσεων.
β) Εξασφάλιση στέγασης με ανέγερση κατοικιών αγροτικού τύπου. Οι κατοικίες αυτές ανεγείρονταν είτε με εργολαβίες είτε με το σύστημα της αυτεπιστασίας, οπότε οι κατά τόπους υπηρεσίες της Ε.Α.Π. παρείχαν τις αναγκαίες οικοδομικές ύλες και χρηματικό δάνειο στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες. Όπου υπήρχαν μουσουλμανικά ανταλλάξιμα ή βουλγαρικά εγκαταλειμμένα, αυτά, αφού επισκευάζονταν με δαπάνες της Ε.Α.Π, παραχωρούνταν στους αγροτικά εγκατεστημένους πρόσφυγες.
γ) Εφοδιασμό με τους απαιτούμενους σπόρους, ζώα (φόρτου, άροσης, αναπαραγωγής), γεωργικά εργαλεία, λιπάσματα, νομή για τα ζώα και τα απαραίτητα για συντήρηση αυτών των ίδιων μέχρι των αποτελεσμάτων της πρώτης καλλιέργειας.
Τα οικήματα που παραχωρήθηκαν, τα εφόδια και τα δάνεια χρεώνονταν στο νομικό πρόσωπο της ομάδας (συνολική αξία των δανείων σε χρήμα και είδος για τα μέλη της ομάδας) και σε κάθε μέλος της ομάδας (αξία των ειδών και αντίτιμο χρηματικών δανείων που έπαιρνε ο αρχηγός της οικογένειας). Έπρεπε να εξοφληθούν σταδιακά με μικρές τοκοχρεολυτικές δόσεις προς 13%, (8%τόκος και 5% για έξοδα διαχείρισης). Η χρέωση των κλήρων που παραχωρήθηκαν έγινε αργότερα δεδομένου ότι η ακριβής έκταση τους ήταν άγνωστη λόγω έλλειψης κτηματικού χάρτη της χώρας.
Η χρέωση των προσφυγικών οικογενειών με τα έξοδα εγκατάστασης αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για τη βιωσιμότητά τους. Οξύνθηκε επικίνδυνα το 1930 και το κράτος υποχρεώθηκε να προβεί το 1937 σε νομοθετική ρύθμιση για τη μείωση των προσφυγικών χρεών γιατί μετά τη διάλυση της Ε.Α.Π., 1930, τα χρέη αυτά δεν παραγράφτηκαν. Την είσπραξή τους ανέλαβε η Αγροτική Τράπεζα που είχε ιδρυθεί το 1929.
Η Ε.Α.Π. άρχισε τις εργασίες της τέλος του 1923 ( το συμβούλιό της συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση στη Θεσσαλονίκη στις 11/11/1923) & μέχρι την 1/1/1929 είχαν αποκατασταθεί 551.468 άτομα σε 1954 συνοικισμούς. Η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας, που φρόντιζε για την αποκατάσταση των προσφύγων, είχε θέσει ένα γενικό κριτήριο για τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει η νέα μετακίνηση και η επιλογή του οριστικού πλέον τόπου εγκατάστασής τους, ώστε να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες συνθήκες της ζωής τους. Η εγκύκλιος που είχε σταλεί στις νομαρχίες ήταν σαφής: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατά το δυνατόν ανασύστασις των κοινοτήτων είναι βασικός όρος δια την επιτυχίαν της μονίμου εγκαταστάσεως των προσφύγων. Διότι οι εκ της αυτής κοινότητος κάτοικοι συνδέονται μετ' αλλήλων δια δεσμών αλληλεγγύης, ηθικών και οικονομικών, οίτινες τα μέγιστα διευκολύνουσι την επιτυχίαν της νέας εγκαταστάσεως, μάλιστα όταν λαμβάνεται πρόνοια ώστε αι φυσικαί συνθήκαι του νέου συνοικισμού να είναι παρόμοιοι προς τας συνθήκας του συνοικισμού εν ω ήσαν εγκατεστημένοι ο πρόσφυγες».
Η δημιουργία συνοικισμού απαιτούσε την ύπαρξη τουλάχιστον δέκα οικογενειών προσφύγων, των οποίων οι αρχηγοί είχαν την υποχρέωση να εκλέξουν μια επιτροπή που θα τους αντιπροσώπευε στις υποθέσεις τους με την ΕΑΠ και τις υπηρεσίες του κράτους. Για την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας η ΕΑΠ ερχόταν σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των προσφυγικών ομάδων και στη συνέχεια αναλάμβανε τη μεταφορά των προσφύγων στην τοποθεσία που είχε επιλεγεί. Κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης θέσης ήταν, στο βαθμό που μπορούσε να εφαρμοστεί, η ειδίκευση των προσφύγων σε συγκεκριμένους τύπους καλλιέργειας. Έτσι, καπνοκαλλιεργητές από τις περιφέρειες της Σμύρνης και της Νικομήδειας εγκαταστάθηκαν κυρίως στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, σηροτρόφοι σε κτήματα του Σουφλίου και της Έδεσσας, ενώ πρόσφυγες ειδικευμένοι στην καλλιέργεια της σουλτανίνας εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη.

Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Γενική Διεύθυνσις Εποικισμού Μακεδονίας, Γραφείον Εποικισμού Κατερίνης

  • Συλλογικό Όργανο

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1923 υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Γενεύης ανάμεσα στην Ελληνική Κυβέρνηση και την Κοινωνία των Εθνών. Βάσει του Πρωτοκόλλου η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να ιδρύσει την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π) η οποία επωμίσθηκε το έργο της εγκατάστασης των προσφύγων. Η Ε.Α.Π. ήταν νομικό πρόσωπο, δεν εξαρτιόταν από οποιαδήποτε ελληνική εκτελεστική ή διοικητική αρχή αλλά ήταν αυτόνομος οργανισμός. Τη διοίκησή της ανέλαβαν δύο Έλληνες, διορισμένοι από την Ελληνική Κυβέρνηση, και δύο ξένοι, διορισμένοι από την Κοινωνία των Εθνών. Ο πρόεδρος της επιτροπής ήταν Αμερικανός πολίτης, αντιπρόσωπος οργανώσεων περιθάλψεως. Πρώτος πρόεδρος ορίστηκε ο Henry Morgenthau και μέλη ο εκπρόσωπος της Τράπεζας της Αγγλίας John Campbell, ο Στέφανος Δέλτας και ο Περικλής Αργυρόπουλος. Ο αριθμός των υπαλλήλων της ΕΑΠ ανερχόταν σε 784 το 1924, ενώ ξεπερνούσαν τους 2.000 το 1928 και το 1929. Περί τα τέλη του 1930 η Ε.Α.Π. ανέστειλε τις εργασίες της, μεταβιβάζοντας με ειδική σύμβαση στο Ελληνικό Δημόσιο την περιουσία της και τις υποχρεώσεις της έναντι των προσφύγων.
Για τον καταμερισμό των εργασιών της διαίρεσε τις υπηρεσίες της σε 3 διευθύνσεις: α) Διεύθυνση Οικονομικών, β) Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης Προσφύγων και γ) Διεύθυνση Αστικής Εγκατάστασης Προσφύγων.
Η Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης, στελεχωμένη από υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας, είχε τη φροντίδα της οργάνωσης και παρακολούθησης ζητημάτων εγκατάστασης των αγροτών προσφύγων σ’ όλη την Ελλάδα. Για την αρτιότερη οργάνωσή της συστάθηκαν τρεις Γενικές Διευθύνσεις Εποικισμού: α) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη και 17 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού, β) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης με έδρα την Κομοτηνή και 5 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού και γ) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Κρήτης με έδρα τα Χανιά και 4 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Αγίου Νικολάου). Άλλα 14 Εποικιστικά Γραφεία εκτελούσαν την εγκατάσταση των προσφύγων στη Στερεά, στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τα νησιά. Όλων των Εποικιστικών Γραφείων προϊστάμενος ήταν γεωπόνος.
Η Ελληνική Κυβέρνηση εκχώρησε στην Ε.Α.Π. γαίες εκτάσεως 5.000.000 στρεμμάτων, προερχόμενες α) από δημόσιες γαίες, β) από κτήματα ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων που περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει της σύμβασης «Περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών», της 30ής Ιανουαρίου 1923, γ) από κτήματα που εξαγοράστηκαν από Οθωμανούς υπηκόους, δ) από ιδιωτικές γαίες που είχαν απαλλοτριωθεί ή επιταχθεί δυνάμει της αγροτικής μεταρρύθμισης και δ) από κτήματα Βουλγάρων που είχαν αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος δυνάμει της συμβάσεως Νεϊγύ που είχε υπογραφεί από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Της διατέθηκαν, επίσης, δύο εξωτερικά δάνεια, το δάνειο του 1924 και του 1928. Το δάνειο του 1924 ήταν ονομαστικού κεφαλαίου 12.300.000 λιρών Αγγλίας, με επιτόκιο 7% και έκδοση 88%. Η υπηρεσία του δανείου θα εξασφαλιζόταν από τις προσόδους των μονοπωλίων των Νέων Χωρών, δηλ. αλατιού, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, τσιγαρόχαρτου και τις εισπράξεις των τελωνείων των Χανίων, του Ηρακλείου, της Σάμου, της Χίου, της Μυτιλήνης και της Σύρου, τον φόρο καπνού και χαρτοσήμων των Νέων Χωρών και τον φόρο οινοπνεύματος ολόκληρης της Ελλάδας.
Το προσφυγικό δάνειο του 1928 ήταν μέρος του λεγόμενου «σταθεροποιητικού» δανείου που συνάφθηκε για τη σταθεροποίηση του ελληνικού νομίσματος, την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και τη συνέχιση της εγκατάστασης των προσφύγων. Το ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ανερχόταν σε 4.070.960 λίρες Αγγλίας και σε 17.000.000 δολάρια με επιτόκιο 6% και έκδοση 91%. Το 1/3 του δανείου διατέθηκε για την εγκατάσταση των προσφύγων και εισπράχθηκε από την Ε.Α.Π.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης οι αγροτικές προσφυγικές οικογένειες δικαιούνταν :
α) Παραχώρηση βιώσιμου γεωργικού κλήρου από τις εκτάσεις που είχε εκχωρήσει το Ελληνικό Δημόσιο στην Ε.Α.Π για τον σκοπό αυτό. Η έκταση του γεωργικού κλήρου ποίκιλε ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας και την ποιότητα του εδάφους. Οι εγκατεστημένοι αγρότες εφοδιάζονταν με προσωρινά παραχωρητήρια (τίτλος κατοχής). Ο τίτλος κυριότητος παραχωρήθηκε αργότερα, αφού έγινε ο κτηματικός χάρτης των κλήρων που παραχωρήθηκαν, η υλοποίηση της διαδικασίας χρέωσης προσφύγων για την τιμή της γης, η αποπληρωμή του χρέους και ο συμψηφισμός των αγροτικών αποζημιώσεων.
β) Εξασφάλιση στέγασης με ανέγερση κατοικιών αγροτικού τύπου. Οι κατοικίες αυτές ανεγείρονταν είτε με εργολαβίες είτε με το σύστημα της αυτεπιστασίας, οπότε οι κατά τόπους υπηρεσίες της Ε.Α.Π. παρείχαν τις αναγκαίες οικοδομικές ύλες και χρηματικό δάνειο στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες. Όπου υπήρχαν μουσουλμανικά ανταλλάξιμα ή βουλγαρικά εγκαταλειμμένα, αυτά, αφού επισκευάζονταν με δαπάνες της Ε.Α.Π, παραχωρούνταν στους αγροτικά εγκατεστημένους πρόσφυγες.
γ) Εφοδιασμό με τους απαιτούμενους σπόρους, ζώα (φόρτου, άροσης, αναπαραγωγής), γεωργικά εργαλεία, λιπάσματα, νομή για τα ζώα και τα απαραίτητα για συντήρηση αυτών των ίδιων μέχρι των αποτελεσμάτων της πρώτης καλλιέργειας.
Τα οικήματα που παραχωρήθηκαν, τα εφόδια και τα δάνεια χρεώνονταν στο νομικό πρόσωπο της ομάδας (συνολική αξία των δανείων σε χρήμα και είδος για τα μέλη της ομάδας) και σε κάθε μέλος της ομάδας (αξία των ειδών και αντίτιμο χρηματικών δανείων που έπαιρνε ο αρχηγός της οικογένειας). Έπρεπε να εξοφληθούν σταδιακά με μικρές τοκοχρεολυτικές δόσεις προς 13%, (8%τόκος και 5% για έξοδα διαχείρισης). Η χρέωση των κλήρων που παραχωρήθηκαν έγινε αργότερα δεδομένου ότι η ακριβής έκταση τους ήταν άγνωστη λόγω έλλειψης κτηματικού χάρτη της χώρας.
Η χρέωση των προσφυγικών οικογενειών με τα έξοδα εγκατάστασης αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για τη βιωσιμότητά τους. Οξύνθηκε επικίνδυνα το 1930 και το κράτος υποχρεώθηκε να προβεί το 1937 σε νομοθετική ρύθμιση για τη μείωση των προσφυγικών χρεών γιατί μετά τη διάλυση της Ε.Α.Π., 1930, τα χρέη αυτά δεν παραγράφτηκαν. Την είσπραξή τους ανέλαβε η Αγροτική Τράπεζα που είχε ιδρυθεί το 1929.
Η Ε.Α.Π. άρχισε τις εργασίες της τέλος του 1923 ( το συμβούλιό της συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση στη Θεσσαλονίκη στις 11/11/1923) & μέχρι την 1/1/1929 είχαν αποκατασταθεί 551.468 άτομα σε 1954 συνοικισμούς.
Η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας, που φρόντιζε για την αποκατάσταση των προσφύγων, είχε θέσει ένα γενικό κριτήριο για τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει η νέα μετακίνηση και η επιλογή του οριστικού πλέον τόπου εγκατάστασής τους, ώστε να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες συνθήκες της ζωής τους. Η εγκύκλιος που είχε σταλεί στις νομαρχίες ήταν σαφής: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατά το δυνατόν ανασύστασις των κοινοτήτων είναι βασικός όρος δια την επιτυχίαν της μονίμου εγκαταστάσεως των προσφύγων. Διότι οι εκ της αυτής κοινότητος κάτοικοι συνδέονται μετ' αλλήλων δια δεσμών αλληλεγγύης, ηθικών και οικονομικών, οίτινες τα μέγιστα διευκολύνουσι την επιτυχίαν της νέας εγκαταστάσεως, μάλιστα όταν λαμβάνεται πρόνοια ώστε αι φυσικαί συνθήκαι του νέου συνοικισμού να είναι παρόμοιοι προς τας συνθήκας του συνοικισμού εν ω ήσαν εγκατεστημένοι ο πρόσφυγες».
Η δημιουργία συνοικισμού απαιτούσε την ύπαρξη τουλάχιστον δέκα οικογενειών προσφύγων, των οποίων οι αρχηγοί είχαν την υποχρέωση να εκλέξουν μια επιτροπή που θα τους αντιπροσώπευε στις υποθέσεις τους με την ΕΑΠ και τις υπηρεσίες του κράτους. Για την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας η ΕΑΠ ερχόταν σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των προσφυγικών ομάδων και στη συνέχεια αναλάμβανε τη μεταφορά των προσφύγων στην τοποθεσία που είχε επιλεγεί. Κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης θέσης ήταν, στο βαθμό που μπορούσε να εφαρμοστεί, η ειδίκευση των προσφύγων σε συγκεκριμένους τύπους καλλιέργειας. Έτσι, καπνοκαλλιεργητές από τις περιφέρειες της Σμύρνης και της Νικομήδειας εγκαταστάθηκαν κυρίως στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, σηροτρόφοι σε κτήματα του Σουφλίου και της Έδεσσας, ενώ πρόσφυγες ειδικευμένοι στην καλλιέργεια της σουλτανίνας εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη.

Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1923 - 1930

Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) ιδρύθηκε με το ΝΔ περί κυρώσεως του εν Γενεύη υπογραφέντος πρωτοκόλλου περί αποκαταστάσεως των εν Ελλάδι προσφύγων και ιδρύσεως Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων κλπ. (ΦΕΚ 289/13-10-1923). Σύμφωνα με το άρθρο 2: «Η Ἐπιτροπή Ἀποκαταστάσεως Προσφύγων ἱδρύεται ὡς νομικόν πρόσωπον, δυνάμενον νὰ ἐνάγῃ καὶ ἐνάγηται ἐπ΄ ἰδίῳ ὀνόματι, νὰ εἶναι κάτοχον καὶ νὰ ἀπαλλοτριοῦται παντός εἳδους περιουσίας καὶ ἐν γένει νὰ ἐνεργῇ πᾶν ὂ,τι οἰονδήποτε νομίμως ὠργανωμένον σωματεῖον δύναται νὰ ἐνεργῇ συμφώνως πρὸς τοὺς Ὲλληνικούς νόμους».
ΠΗΓΗ: www.et.gr

Επιθεωρητές Δημοτικών Σχολείων Γόρτυνος και Ηρακλείου Κρήτης

  • Συλλογικό Όργανο

Ο θεσμός του Επιθεωρητή στην Παλαιά Ελλάδα
Με τη σύσταση του Ελληνικού κράτους το 1830, οργανώνεται και το εκπαιδευτικό του σύστημα. Ο θεσμός των επιθεωρητών καθιερώνεται με το διάταγμα 1372 της 5ης Οκτωβρίου 1830. Με αυτό καθορίζονταν οι αρμοδιότητες του επιθεωρητή, οι οποίες μεταξύ άλλων, ήταν η αυτοπρόσωπη παρουσία του στα σχολεία και στη διεξαγωγή των μαθημάτων, με σκοπό να παρατηρεί τους μαθητές, τις δυνατότητές τους και τον τρόπο παράδοσης του εκπαιδευτικού. Στον νόμο που εισηγούνται οι Βαυαροί περί Δημοτικών Σχολείων το 1834, εισάγεται και ο θεσμός του Γενικού Επιθεωρητή των Δημοτικών Σχολείων. Αυτός θα διευθύνει το Διδασκαλείο το οποίο κατάρτιζε τους νέους δασκάλους, επόπτευε τα Δημοτικά Σχολεία, ενώ ασκούσε και πειθαρχικό έλεγχο στο διδακτικό προσωπικό τους. Λόγω της σταδιακής ενσωμάτωσης νέων περιοχών στο Ελληνικό κράτος (Επτάνησα, Θεσσαλία κλπ), καθιερώνεται ο θεσμός του Έκτακτου Επιθεωρητή με αποκλειστική του ευθύνη την καταγραφή των προβλημάτων των σχολείων και όχι την εποπτική ή πειθαρχική επιστασία των εκπαιδευτικών. Σταδιακά, από το 1842 μέχρι το 1895, μέσα από διάφορα νομοθετήματα συγκροτείται ο "Επιθεωρητισμός". Τα καθήκοντα του επιθεωρητή είναι επαυξημένα και συμπεριλαμβάνουν, τη μισθοδοσία του εκπαιδευτικού προσωπικού, εγκρίσεις αναρρωτικών αδειών, την επίβλεψη της συμπεριφορά τους, ενώ εισηγούνταν τον προβιβασμό των δασκάλων. Το 1895 καθιερώνεται ο θεσμός του Νομαρχιακού Επιθεωρητή: κάθε έξι μήνες περιόδευαν στα σχολεία της περιφέρειάς τους, ήλεγχαν για πειθαρχικά ζητήματα το προσωπικό και τηρούσαν για τον κάθε έναν "φύλλο ποιότητας", εξέταζαν τα όποια κτιριακά προβλήματα των σχολείων, την επάρκεια της υλικοτεχνικής υποδομής τους. Τις θέσεις αυτές καταλάμβαναν, καθηγητές Γυμνασίου, διδάκτορες φιλολογίας, με πενταετή υπηρεσία και διευθυντές Διδασκαλείων. Βοηθοί των Νομαρχιακών Επιθεωρητών ήταν οι Νομαρχιακοί Επιθεωρητές Β΄ τάξης οι οποίοι παρακολουθούσαν τη διδασκαλία μέσα στην τάξη, έκαναν υποδειγματικές διδασκαλίες, συμβούλευαν και καθοδηγούσαν τους δασκάλους. Σε τοπικό-νομαρχιακό επίπεδο λειτουργούσε και το "Εποπτικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης" το οποίο εκδίκαζε ενστάσεις κατά των αποφάσεων των επιθεωρητών. Όμως λόγω πλημμελούς λειτουργίας τους και συχνών διαφωνιών μεταξύ τους, ενισχύθηκε ακόμα πιο πολύ ο ρόλος των επιθεωρητών, με νόμο (ΓΩΚΗ΄) του 1911, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος νόμος σύστηνε το Κεντρικό Εποπτικό Συμβούλιο Δημοτικής Εκπαίδευσης. Το 1905 με το νόμο ΓΖΑ' συστήθηκαν 3 θέσεις Γενικών Επιθεωρητών: δύο φιλολόγων και μίας φυσικομαθηματικών. Επίσης, καταργήθηκαν οι αποτελούμενες από καθηγητές Πανεπιστημίου επιτροπές οι οποίες επισκέπτονταν τα σχολεία. Το 1937 καθιερώνεται ο θεσμός των Γενικών Επιθεωρητών της Δημοτικής Εκπαίδευσης και χωρίζεται η εποπτεία της από τη Μέση Εκπαίδευση σε περιφερειακό επίπεδο.
Ο θεσμός του Επιθεωρητή στην Κρητική Πολιτεία
Με τον Νόμο 42 "Περί Διοικήσεως και Επιθεωρήσεως της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως" (Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας αριθμ. 58/10-7-1899), εισάγεται ο θεσμός του Γενικού Επιθεωρητού και των Νομαρχιακών Επιθεωρητών στην Κρήτη. Σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο, ο Γενικός Επιθεωρητής εποπτεύει τα γυμνάσια, τα διδασκαλεία και τα ιεροδιδασκαλεία, δύο τουλάχιστον φορές τον χρόνο, επισκεπτόμενος αυτά και εξετάζοντας αν τηρούνται οι διατάξεις του νόμου. Σε όλη την Κρήτη διορίζονται ένας Γενικός Επιθεωρητής και τέσσερις Νομαρχιακοί Επιθεωρητές, με έδρα τις πρωτεύουσες των Νομών Λασιθίου, Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Χανίων. Οι Νομαρχιακοί Επιθεωρητές έχουν την άμεση εποπτεία όλων των δημοτικών σχολείων και των γραμματοδιδασκαλείων αρρένων και θηλέων της Περιφέρειας του Νομού που ανήκουν.
Το 1914 με Β.Δ. της 16ης Αυγούστου 1914 (ΦΕΚ 234/Α/21-8-1914), κατανέμονται τα δημοτικά σχολεία της Νέας Ελλάδος σε Εκπαιδευτικές Περιφέρειες. Τα δημοτικά σχολεία της Κρήτης, κατανέμονται στις εξής Περιφέρειες:

  1. Ηρακλείου (δημοτικά σχολεία της Πόλεως του Ηρακλείου, των επαρχιών Τεμένους, Πεδιάδος και Λασιθίου) με έδρα το Ηράκλειο.
  2. Γόρτυνος (δημοτικά σχολεία των επαρχιών Μαλεβιζίου, Μονοφατσίου, Καινουρίου και Πυργιωτίσσης) με έδρα τους Άγιους Δέκα.
  3. Μεραμβέλλου (δημοτικά σχολεία των επαρχιών Μεραμβέλλου, Ιεράπετρας, Βιάννου και Σητείας) με έδρα τη Νεάπολη.
  4. Ρεθύμνης (δημοτικά σχολεία των επαρχιών Ρεθύμνης, Μυλοποτάμου, Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου) με έδρα το Ρέθυμνο.
  5. Σφακίων (δημοτικά σχολεία των επαρχιών Σφακίων, Γαύδου, Αποκορώνου και Κεραμειών) με έδρα τον Βάμο.
  6. Χανίων (δημοτικά σχολεία των επαρχιών Κισσάμου, Σελίνου, Κυδωνίας) με έδρα τα Χανιά.
    Με Β.Δ. της 16ης Αυγούστου 1914 (ΦΕΚ 234/Α/21-8-1914) τα σχολεία της Κρήτης υπάγονται στη δικαιοδοσία του Γενικού Επιθεωρητού της Ζ΄ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας.
    Με Β.Δ. της 31ης Οκτωβρίου 1914 (ΦΕΚ 320/Α/8-11-1914) επεκτάθηκε η σχολική νομοθεσία της Παλαιάς Ελλάδας στις νέες Χώρες.
    Το 1930, με Π.Δ. της 8ης Νοεμβρίου 1930 (ΦΕΚ 369/Α/14-11-1930), στις δύο εκπαιδευτικές Περιφέρειες του Νομού Ηρακλείου, (Ηρακλείου και Γόρτυνος), προστέθηκε ακόμα μία, η Περιφέρεια Πεδιάδος -Καστελλίου.

Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Βόλου

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1918 - 1988

Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Βόλου ιδρύθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 18ης Νοεμβρίου 1918 (με την υπογραφή του Βασιλέως Αλεξάνδρου και του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κωνσταντίνου Σπυρίδη στο ΦΕΚ 241 της 18/11/1918), με το οποίο ιδρύονταν ταυτόχρονα και τα Επιμελητήρια Καλαμάτας, Ηρακλείου, Κοζάνης και Καβάλας. Ήταν το πρώτο από τα Επιμελητήρια της Θεσσαλίας και ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1919, έχοντας την εποπτεία όλης της περιοχής της Θεσσαλίας.
Στους καταστατικούς σκοπούς του επιμελητηριακού θεσμού ήταν η προστασία και προαγωγή των εμπορικών και βιομηχανικών συμφερόντων της περιφέρειάς τους και η συνεργασία με το κράτος.
Από την αρχή το Επιμελητήριο με τις εκάστοτε διοικήσεις και τους διευθυντές του αποτέλεσε έναν ισχυρό μοχλό ανάδειξης των θεμάτων της τοπικής οικονομίας, ενημερώνοντας την πολιτεία με εισηγήσεις και υπομνήματα, προωθώντας προτάσεις και λύσεις και αποτελώντας έναν σοβαρό θεσμικό συνομιλητή και σύμβουλό της. Επίσης, έδωσε έμφαση στην εξωστρέφεια των τοπικών επιχειρήσεων και την προώθηση των προϊόντων τους σε εκθέσεις, όπως η Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης, και άλλες. Σε όλο το διάστημα της αδιάλειπτης λειτουργίας του, το ΕΒΕΒ έχει συνδεθεί με κάθε σημαντικό οικονομικό και επιχειρηματικό γεγονός της Μαγνησίας, παρακολουθώντας, συμβάλλοντας και συνδιαμορφώνοντας τις συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής.
Από το 1920, το δεύτερο χρόνο λειτουργίας του, κυκλοφόρησε την περιοδική έκδοση το «Δελτίον» ανελλιπώς μέχρι το 1940, οπότε διακόπηκε λόγω του πολέμου, για να επανεκδοθεί το 1965.
Από την ίδρυσή του το ΕΒΕΒ διέθετε τέσσερα τμήματα: εμπορικό, βιοτεχνικό, καπνεμπορικό και βιομηχανικό. Αργότερα το καπνεμπορικό εντάχθηκε στο Γραφείο Προστασίας Καπνού. Από νωρίς όμως υπήρξαν αντιπαραθέσεις ανάμεσά τους που οδήγησαν στην αυτονόμηση του επαγγελματικού και βιοτεχνικού τμήματος και τη δημιουργία το 1925 του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Βόλου, με σκοπό την προστασία και προαγωγή των συμφερόντων των επαγγελματικών, χειροτεχνικών και βιοτεχνικών τάξεων.
Τον Μάιο του 1988, σε εφαρμογή του νόμου 1748/88, ΦΕΚ 24/8.1.1988, τα δύο Επιμελητήρια συγχωνεύτηκαν και αποτέλεσαν το Επιμελητήριο Μαγνησίας.
Το αρχείο του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Βόλου (1925-1988) δεν έχει ακόμη παραδοθεί στα Γ.Α.Κ. Μαγνησίας.

Εμμανουηλίδης, Εμμανουήλ

  • Άτομο
  • 1867 - 1939

Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Μικράς Ασίας. Τελείωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1890. Εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη ως δικηγόρος και εκλέχτηκε βουλευτής στην τουρκική Βουλή το 1911. Το 1914 επανεκλέχτηκε βουλευτής, αυτή τη φορά όμως από την περιφέρεια Αϊδινίου. Ως το τέλος του πολέμου εναντιώθηκε πολλές φορές στις τουρκικές αρχές (νόμος περί Πατριαρχείου, τουρκική κυριαρχία επί των χριστιανικών λαών). Κατά τα έτη 1920 και 1922 διετέλεσε νομάρχης Ροδόπης και Κοζάνης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή κατέφυγε στην Αθήνα, όπου και εκλέχτηκε πληρεξούσιος Αθηνών-Πειραιώς στις βουλευτικές εκλογές του 1923. Το 1924, μαζί με αρκετούς άλλους πρόσφυγες βουλευτές, ανέθεσε την αρχηγία του νεοϊδρυθέντος Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος (κόμμα προσφύγων βουλευτών) στον Γ. Κονδύλη, παραμένοντας ηγετικό στέλεχος και συμμετέχοντας ενεργά στις συνεδριάσεις της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης ως το 1926. Προσχώρησε στο κόμμα του Βενιζέλου και διετέλεσε υπουργός Υγιεινής Προνοίας και Αντιλήψεως στις κυβερνήσεις του 1928 καθώς και στις κυβερνήσεις Ιουνίου 1929 και Δεκεμβρίου 1929. Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1943.
[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: υλικό του αρχείου, Εγκυκλοπαίδεια Ήλιος, http://el.wikipedia.org, λήμμα: Εμμανουηλίδης, Εμμανουήλ]

Ελληνικός Μικρασιατικός Σύλλογος Αλεξάνδρειας "Η Μικρά Ασία"

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1906 -

Οι Μικρασιάτες της Αλεξάνδρειας ίδρυσαν το 1906 τον Σύλλογο Μικρασιατών «Η Ανατολή», ακολουθώντας το παράδειγμα των Μικρασιατών του Καΐρου έναν χρόνο πριν (1905). Οι Σύλλογοι του Καΐρου και της Αλεξάνδρειας ήταν παραρτήματα του Συλλόγου Μικρασιατών «Η Ανατολή» της Αθήνας. Το 1913 ιδρύθηκε ο ανεξάρτητος Σύνδεσμος Ελλήνων Μικρασιατών «Η Ιωνία». Το 1918 μετονομάστηκε σε Ελληνικό Μικρασιατικό Σύνδεσμο «Η Μικρά Ασία» και σε αυτόν συγχωνεύτηκετο παραρτήμα της «Ανατολής» Αλεξανδρείας. Στη συνέχεια, ο Σύνδεσμος μετατράπηκε σε Σύλλογο των εν Αλεξανδρεία Ελλήνων Μικρασιατών «Η Μικρά Ασία». Το 1936 μετονομάστηκε σε Ελληνικό Μικρασιατικό Σύλλογο «Η Μικρά Ασία». Η δράση του Συλλόγου, από την ίδρυσή του, ήταν φιλανθρωπική. Στο πρώτο καταστατικό (1906) του Συλλόγου των Μικρασιατών Αλεξανδρείας«Η Ανατολή» δηλώνεται πως κύριος σκοπός του ήταν η στήριξη του έργου του κεντρικού Συλλόγου της Αθήνας, δηλαδή η συνένωση των απόδημων Μικρασιατών και η ηθική και πνευματική στήριξή τους, ιδίως των απόρων. Επίσης, η μελέτη της ιστορίας του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Η επίτευξη των σκοπών θα γινόταν μέσω διαλέξεων, εκδόσεων καθώς και δημιουργίας και διατήρησης βιβλιοθήκης και αναγνωστηρίου. Στο προσχέδιο του κανονισμού του ανεξάρτητου πλέον Συλλόγου (1920) στους σκοπούς προστίθεται η ενίσχυση του φρονήματος και της εκπαίδευσης των «εν Μικρά Ασία υποδούλων Μικρασιατών». Στα καταστατικά των ετών 1934, 1936 και 1947 η τελευταία ρήτρα απαλοίφεται και εισάγεται η «συμβολή εις παν εθνικόν ή κοινωνικόν ζήτημα». Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 δεκτοί ως τακτικά μέλη γίνονταν οι Έλληνες οι καταγόμενοι από την Μικρά Ασία, περιορισμός που καταργείται με το καταστατικό του 1934. Κατά τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Σύλλογος ανέλαβε τα έξοδαεπαναπατρισμού των Μικρασιατών που υπηρετούσαν καταναγκαστικά στον οθωμανικό στρατό και που κρατούνταν ως αιχμάλωτοι στην Αίγυπτο. Κατά τα έτη αμέσως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ο Σύλλογος ανέλαβε την οικονομική στήριξη και περίθαλψη των προσφύγων που κατέφυγαν στην Αλεξάνδρεια. Σε συνεργασία με το Ελληνικό Γενικό Προξενείο, ο Σύλλογος κατέγραφε τους πρόσφυγες καιεξέδιδε πιστοποιητικά και ειδικά δελτία ταυτότητας προκειμένου να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια.Το 1930 η έδρα του Συλλόγου μεταφέρθηκε από την Αλεξάνδρεια στην Ιβραημία και ενδυναμώθηκαν οι δεσμοί με την εκεί Ελληνική Κοινότητα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν το ζήτημα της γραφειοκρατικής, υγειονομικής και οικονομικής στήριξης των Μικρασιατών προσφύγων στην Αλεξάνδρεια έπαψε να είναι οξύ, ο Σύλλογος ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δράση για φιλανθρωπικούς σκοπούς, διοργανώνοντας κυρίως καλλιτεχνικές ή/και λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου, ο Σύλλογος επιχορηγούσε την εγγραφή και φοίτηση των απόρων μαθητών στα Κοινοτικά Σχολεία της Αλεξάνδρειας και της Ιβραημίας.

[Πηγές: Υλικό του αρχείου: καταστατικά του Συλλόγου (1906, 1934, 1936, 1947), Προσχέδιον Κανονισμού (1920), και αλληλογραφία. Δημοσιεύσεις: «Ο Σύλλογος Μικρασιατών ‘Ανατολή’ και η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (ιστότοποςhttps://history.arsakeio.gr, εκτύπωση του κειμένου περιλήφθηκε στον φάκελο 1 του αρχείου) και Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, «Ελληνικός Μικρασιατικός Σύλλογος στην Αίγυπτο (1905 κ.εξ.)», Μικρασιατικά Χρονικά, τ.19, 1995, 99-107.]

Ελευθερίου, Μάνος

  • Άτομο
  • 1938 - 2018

Ποιητής, πεζογράφος, επιμελητής εκδόσεων και στιχουργός. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, τόμους με πεζά, λευκώματα και τέσσερις τόμους για το «Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ό αιώνα, 1901-1921», καθώς και την ανθολογία «Ερμούπολη: μια πόλη στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο, 2004). Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005 για το μυθιστόρημά του «O καιρός των χρυσανθέμων» (Mεταίχμιο, 2004). Παράλληλα ασχολήθηκε με το τραγούδι. Ως στιχουργός έχει στο ενεργητικό του περίπου 400 τραγούδια και έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες. Το 2013 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, για το σύνολο του έργου του.

Ελεγκτικό Συνέδριο

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ιδρύθηκε με το διάταγμα της 27ης Σεπτεμβρίου 1833 επί της αντιβασιλείας του Όθωνα. Πρώτος πρόεδρος διετέλεσε ο Γάλλος οικονομολόγος Ρενύ, που ήλθε στην Ελλάδα το 1831 με ενέργειες του κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια για να οργανώσει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ήταν ανεξάρτητο στην λειτουργία του από υπουργεία και ενεργούσε ως ανώτατο διοικητικό σώμα εποπτείας και ελέγχου των δημοσίων οικονομικών. Η ίδρυση του ήρθε να καλύψει τις ανάγκες ύπαρξης μιας ανώτατης ελεγκτικής αρχής της οικονομικής διοικήσεως από τη μια, και ενός ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου επιφορτισμένου με τον δικαστικό έλεγχο της γενικής οικονομικής διαχειρίσεως του κράτους, από την άλλη.

Ο σκοπός του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως προκύπτει από το ιδρυτικό του διάταγμα, ήταν: «α) Να πληροφορήται δια επεξεργασίας των λογαριασμών ότι διατηρούνται αι γενικαί αρχαί του εγκριθέντος οικονομικού του κράτους συστήματος• ότι πάσα εντός του κράτους διαχείρισις γίνεται κατ’ αυτό το σύστημα• ότι αι επιτετραμμέναι οποιανδήποτε ειδικής διαχείρισιν Αρχαί εκτελούν τα διοικητικά (administratifs) καθήκοντά των ευσυνειδήτως κατά τους υπάρχοντας νόμους, διατάγματα, οδηγίας και καταστάσεις ότι τα έσοδα και τα έξοδα είναι εν τάξει αποδεδειγμένα, και ότι εις τας διοικητικάς Αρχάς δοθέντα χρήματα διετέθησαν δι’ ας ανάγκας εδόθησαν. β) Να κρίνει δια των αποτελεσμάτων των λογαριασμών της διαχειρίσεως, αν, και οποίαι μεταβολαί είναι αναγκαίαι ή κατάλληλοι δια τον γενικόν σκοπόν. Το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι η ανωτάτη ως προς το διοικητικόν ελεγκτική αρχή. (άρθρο 2). Εις την δικαιοδοσίαν του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγεται όλον το λογιστικόν του κράτους, αυτό επιτηρεί τους υπολόγους υπηρέτας αυτού (άρθρο 3).»

Εκτός από τις παραπάνω αρμοδιότητες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55-57 του ιδρυτικού διατάγματος, ανετέθη στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ως ανώτατη ελεγκτική αρχή, η επιτήρηση των υπολόγων σχετικά με το λογιστικό, την ακρίβεια των Ταμείων και την τήρηση των βιβλίων Ταμείων, διενεργώντας τουλάχιστον μια φορά το χρόνο - αλλά και όποτε το κρίνει εύλογο - έλεγχο σε όλα τα Ταμεία του Κράτους και τους κλάδους της υπηρεσίας. Σκοπός του ελέγχου ήταν να πληροφορείται «ότι ο υπόλογος εισέπραξε τα όσα ώφειλε να εισπράξει χρήματα εγκαίρως και κατά τάξιν, ότι έκαμε τωόντι τας πληρωμάς και ότι τας έκαμε κατά την περί τούτου άδειαν, ότι τα έσοδα και τα έξοδα επέρασαν εγκαίρως εις τα βιβλία, ότι τα βιβλία κρατώνται κατά τους κανονισμούς και τους τύπους, ότι αι αποδείξεις είναι νόμιμοι, ότι τα έσοδα παρεδόθησαν εις το ανωτέρω Ταμείον και ότι τα περισσεύοντα εκ των εσόδων χρήματα ευρίσκονται τωόντι εις μετρητά εις το Ταμείον και διατηρούνται κατά χρέος»

Στο ιδρυτικό διάταγμα της 27 Σεπτεμβρίου 1833 περιέχονται επίσης διατάξεις που ρυθμίζουν το «σχηματισμό» του Ελεγκτικού συνεδρίου, δηλαδή το σκοπό και τη σύνθεση του σώματος, τις αρμοδιότητες του και τον τρόπο προσκομίσεως των λογαριασμών και ο κατ’ αρχάς έλεγχός τους, η διαδικασία ελέγχου των λογαριασμών και εκδόσεως αποφάσεως κατά περίπτωση και τέλος τα καθήκοντα του Επιτρόπου της επικρατείας και του Γραμματέως.

Με τον καταστατικό νόμο της 27 Σεπτεμβρίου 1833 ανετέθησαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο οι εξής αρμοδιότητες:

  1. Η εκκαθάριση των λογαριασμών από το 1822 μέχρι το 1833 καθώς επίσης και ο έλεγχος των μετά το 1833 ετησίων διαχειρίσεων κάθε υπολόγου (άρθρα 1 και 26)
  2. Ο έλεγχος των διδομένων από τους δημοσίους υπολόγους εγγυήσεων (άρθρο 24)
  3. Η εξέταση της νομιμότητος των παραχωρητηρίων εθνικών κτημάτων (άρθρο 26)
  4. Η εξέταση της νομιμότητος των εκποιήσεων εθνικών κτημάτων που πραγματοποιήθηκαν πριν το 1833 (άρθρο 27)
  5. Η εξέταση των παλαιών χρεών προς το Δημόσιο και κυρίως όσων οφείλονταν από εκποίηση εθνικών κτημάτων (άρθρο 28)
  6. Η επιτήρηση των βιβλίων εγγραφής κινητών και ακινήτων εθνικών κτημάτων (άρθρο 29)
  7. Ο έλεγχος των υπερβάσεων των γενικών και ειδικών πιστώσεων των υπουργείων (άρθρο 30)
  8. Η επιτήρηση της παραδόσεως των δια νόμου ορισθέντων εισοδημάτων στο Χρεολυτικό Ταμείο (άρθρο 31)
    Επίσης υπό την προϋπόθεση της εκδόσεως των σχετικών διαταγμάτων, ανετέθη στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο έλεγχος των λογαριασμών των φιλανθρωπικών καταστημάτων, των σχολείων και των κοινοτήτων. (άρθρο 32) .

Από το 1833 έως το 1887 το Ελεγκτικό Συνέδριο παρουσίασε ιδιαίτερα έντονη δραστηριότητα παρ’ όλες τις δυσκολίες τις σχετικές με το γενικότερο πλαίσιο του Δημοσίου Λογιστικού και του προσωπικού του σώματος.

Αξιοσημείωτο είναι, γι’ αυτήν την περίοδο, το γεγονός ότι ενώ η Α’ Εθνοσυνέλευση του 1844 κατήργησε όλα τα διοικητικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο διατηρήθηκε γιατί θεωρήθηκε ως διοικητική επιτροπή και με το Σύνταγμα του 1844 στο κεφάλαιο «περί δικαστικής εξουσίας» (άρθρο 87) ορίζεται ότι «οι Δικασταί καθώς και τα ψήφον έχοντα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου θέλουν είσθαι ισόβια».

Πολλοί νόμοι και διατάγματα συντάχθηκαν με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου όμως η ανεπάρκεια του προσωπικού του, η συνεχής διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του, ο τεράστιος όγκος αλλά και η ελλιπής τήρηση των λογαριασμών που όφειλε να ελέγξει, καθώς επίσης και η καθυστέρηση της υποβολής τους, η αστάθεια του Δημοσίου λογιστικού συστήματος και η διαρκής αναμόρφωσή του, οι αντιδράσεις που προκαλούσε η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του, και τέλος η προβληματική συνεργασία που είχε με το Υπουργείο Οικονομικών ήταν τα σημαντικότερα προβλήματα που αποτελούσαν μόνιμη τροχοπέδη στο έργο του.

Το 1887 προστέθηκαν τέσσερις νέες αρμοδιότητες στο Ελεγκτικό Συνέδριο χωρίς να γίνει όμως καμία ταυτόχρονη αύξηση του προσωπικού του. Οι νέες αρμοδιότητες αφορούσαν: 1) Την εκδίκαση των εφέσεων α) κατά των νομαρχιακών αποφάσεων επί των δημοτικών επιχειρήσεων β )επί των αποφάσεων κατά των μοναστηριακών διαχειρίσεων, γ) κατά των αποφάσεων επί της διαχειρίσεως των ιερών ναών, δ) κατά των αποφάσεων του Υπουργείου στρατιωτικών κατά των διαχειριστών του Στρατού, 2) Τον έλεγχο α) των παραχωρήσεων στους νεοφύτους, β) των παραχωρητηρίων δυνάμει του από 1838-1875 νόμων περί φαλαγγιτικών προικίσεων παραχωρήσεως εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων, προικοδοτήσεως και διανομής εθνικής γης, εμφυτεύσεως εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων, 3) Τον έλεγχο των συντάξεων, και 4) Την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων του επί των συντάξεων Τμηματάρχη του Υπουργείου Οικονομικών για της κρατήσεις των συντάξεων.

Η περίοδος που μεσολαβεί από το 1887 μέχρι το 1923, οπότε και επήλθε η πλήρης αναδιοργάνωση του οργανισμού και της λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, χαρακτηρίζεται από τη θέσπιση των νόμων:
• ΑΥΟΖ΄ /1887 «περί της υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου»,
• 400/1914 «περί συμπληρώσεως του προσωπικού του Συνεδρίου»,
• 1635/1919 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυόντων νόμων»,
• 1937/1920 «περί του τρόπου της ενεργείας του προληπτικού ελέγχου επί των εξόδων του Κράτους».

Με τη συμπλήρωση 90 χρόνων από την ίδρυση του Ελεγκτικού Συνεδρίου πραγματοποιείται και η αναδιάρθρωση του θεσμού και του ρόλου του με την ψήφιση του νομοθετικού διατάγματος της 6/7/1923 «περί οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου».

Σύμφωνα με το νέο νόμο, το Ελεγκτικό Συνέδριο αποτελείται από έναν πρόεδρο, δύο αντιπροέδρους, δώδεκα συμβούλους, και έξι παρέδρους, ενώ για την εκπροσώπηση του στην Επικράτεια ορίζεται Γενικός Επίτροπος. Για την άσκηση της δικαιοδοσίας του το Ελεγκτικό Συνέδριο διαιρεί τα καθήκοντά του σε τρεις κατηγορίες – συνταγματικά, διοικητικά και δικαστικά-, και σε καθεμία από αυτές θέτει επιτετραμμένους έναν πρόεδρο, έναν εκ των αντιπροέδρων και τέσσερις συμβούλους. Η ολομέλεια του Συνεδρίου συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους, ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους και από έξι τουλάχιστον συμβούλους, ενώ οι αρμοδιότητες της ορίζονται από το άρθρο 34 του διατάγματος.

Βασισμένη στο παραπάνω νομοθετικό διάταγμα, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ψήφισε στις 4/10/1923, τον κανονισμός της εσωτερικής λειτουργίας του που χώριζε τρεις διευθύνσεις (ταμιακών λογαριασμών, διαφόρων λογαριασμών και συντάξεων), τη γραμματεία και το αρχείο και όριζε της αρμοδιότητες εκάστης.

Έτσι:

  • Η Διεύθυνση Ταμειακών Λογαριασμών διαιρείται σε πέντε τμήματα ελέγχου λογαριασμών που η αρμοδιότητά τους ορίζεται κάθε φορά από το αρμόδιο τμήμα του Συνεδρίου και από το Τμήμα Εγγραφών.
  • Η Διεύθυνση Διαφόρων Λογαριασμών διαιρείται σε πέντε τμήματα: α)Τμήμα ελέγχου τελωνιακών προξενικών λογαριασμών και μονοπωλίων, β)Τμήμα ελέγχου ταχυδρομικών, τηλεγραφικών και τηλεφωνικών λογαριασμών, γ)Τμήμα ελέγχου δημοτικών λογαριασμών, δ)Τμήμα ελέγχου διαφόρων άλλων μη δημοσίων διαχειρίσεων και χρηματικών ενταλμάτων ε)Γραφείον Θεωρήσεως παραχωρητηρίων εξαρτώμενων απ’ ευθείας εκ του Διευθυντού.
  • Η Διεύθυνση Συντάξεων διαιρείται σε τέσσερα τμήματα: α)Τμήμα πολιτικών συντάξεων, β)Τμήμα συντάξεων αξιωματικών στρατού ξηράς και θαλάσσης και των οικογενειών αυτών γ)Τμήμα συντάξεων υπαξιωματικών και οπλιτών στρατού ξηράς και θαλάσσης και των οικογενειών αυτών και δ) Ε΄ Τμήμα ελέγχου ταμιακών λογαριασμών καθυστερουσών διαχειρίσεων παρά τη διεύθυνση II (συνιστάται προσωρινώς)
  • Η Γραμματεία περιλαμβάνει: Γραφείο Πρωτοκόλλου, Γραφείο Αντιγραφής, Γραφείο Αποστολής, Γραφείο Προσωπικού και Γραφείο Πληροφοριών
  • Το αρχείο περιλαμβάνει: Γραφείο Αρχείου ταμειακών λογαριασμών, Γραφείο Αρχείου διαφόρων λογαριασμών, Γραφείο Πρωτοκόλλου συντάξεων και Γραφείο Πρωτοκόλλου δικαστικών υποθέσεων.

    Οι αρμοδιότητες και το προσωπικό κάθε Διεύθυνσης Τμήματος και Γραφείου καθορίζονται επίσης από τον οργανισμό που ψήφισε η συνεδρίαση της ολομέλειας της 4/10/1923 .

    Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατανέμει τις αρμοδιότητές της σε τρία τμήματα:
    • Τμήμα Ι: - Έξοδα κράτους και εποπτεία υπηρεσίας θεωρήσεως ενταλμάτων των Υπουργείων

    • Παρακολούθηση δημοσίων εσόδων
      • Προεξέταση απολογισμού και γενικού ισολογισμού του κράτους
  • Εποπτεία των δημοσίων υπολόγων και εγγυήσεων αυτών
    • Έλεγχος λογαριασμών υπολόγων
    • Θεώρηση χρηματικών ενταλμάτων και επιταγών
    • Θεώρηση παραχωρητηρίων
      • Όλες οι μη δικαστικής φύσεως υποθέσεις που υπάγονται στο τμήμα ΙΙ
        • Τμήμα ΙΙ: Κανονισμός συντάξεων και σχετικά προς αυτές ζητήματα
        • Τμήμα ΙΙΙ: Οι μη υπαγόμενες στην Ολομέλεια δικαστικές υποθέσεις

Εκδόσεις Αλέπαντος και Κότσιφας

  • Συλλογικό Όργανο

Οι εκδότες Αλέπαντος & Κότσιφας, με έδρα στην οδό Σταδίου 59, Αθήνα, εξέδωσαν πολεμικά επιστολικά δελτάρια με σκοπό την κάλυψη της ζωής των Ελλήνων στρατιωτών κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Αποτύπωσαν στιγμιότυπα από την καθημερινότητα των στρατιωτών, τις πολεμικές επιχειρήσεις ή τοπία από τη Μικρά Ασία. Σκοπός των δελταρίων ήταν η «Επίσημη Πολεμική Έκθεση», που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1922 από τη Χαρτογραφική Υπηρεσία της Στρατιάς. Αποτυπώνεται η «καλή» πλευρά της ζωής των στρατιωτών με ήρεμα τοπία και στιγμιότυπα από την καθημερινότητά τους στο μέτωπο, ενώ οι επιχειρησιακές λήψεις ήταν πιθανότατα σκηνοθετημένες.

ΠΗΓΗ: https://www.skroutz.gr/s/127902/Η-μικρασιατική-εκστρατεία-Όπως-την-αφηγούνται-τα-επιστολικά-δελτάρια-των-εκδοτών-Αλέπαντου-και-Κότσιφα.html#description

Ειρηνοδικείο Νάξου

  • Συλλογικό Όργανο

Ο θεσμός του Ειρηνοδικείου εγκαινιάστηκε στην Ελλάδα στα χρόνια του Καποδίστρια και η βασική του αρμοδιότητα ήταν οι πρωτόδικες κρίσεις και η εύρεση συμβιβασμών σε διαφορές ιδιωτικού δικαίου. Στο Αρχείο μας έχουν σωθεί βιβλία πολιτικών αποφάσεων από το 1830 (τα υπόλοιπα αρχεία της περιόδου έχουν χαθεί μαζί με ολόκληρο το αρχείο του προσωρινού Πρωτοδικείου ή «Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου» που επίσης συστάθηκε από τον Καποδίστρια στη Νάξο).

Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης

  • Συλλογικό Όργανο

ΒΔ 7-11.04.1914 (ΦΕΚ 88/τ. Α΄/1914)Περί σύστασης δικαστηρίων στη Μακεδονία
Σύμφωνα με τα άρθρα 6, 11, 12, 13 του Νόμου 147 /5 Ιανουαρίου 1914: " περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως" με υπουργό Δικαιοσύνης τον Κ.Δ. Ρακτιβάν αποφασίστηκε η σύσταση δικαστηρίων στις επαρχίες της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και συγκεκριμένα:

  1. Ένα Εφετείο στη Θεσσαλλονίκη
  2. Δέκα Πρωτοδικεία (και της Θεσσαλονίκης)
  3. Δέκα Ειρηνοδικεία πρώτης τάξεως (και της Θεσσαλονίκης)
  4. Σαράντα ένα Ειρηνοδικεία δευτέρας τάξεως
  5. Οκτώ ειδικά Πταισματοδικεία( και της Θεσσαλονίκης) (άρθρο 1)
    για την απονομή πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης
    Η δικαιοδοσία του Εφετείου Θεσσαλονίκης επεκτείνεται σε περιφέρειες των Πρωτοδικείων Θεσσαλονίκης, Σερρών, Δράμας, , Καβάλας, Βεροίας, Εδέσσης, Καστοριάς και Φλώρινας (άρθρο 3)
    Το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει στη δικαιοδοσία του τις περιφέρειες των Ειρηνοδικείων :
  6. Θεσσαλονίκης, 2. Βασιλικών, 3. Μπάλτσας , 4. Γουμενίθτσας, 5. Λαγκαδά, 6. Σωχού, 7.Κιλκίς, 8. Κιλινδίρ, 9. Πολυγύρου, 11. Άρνης, 12. Ιερισσού, 13. Βάλτης, 14. Συκιάς (άρθρο 4)
    Το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης ασκεί τη δικαιοδοσία του στην περιφέρεια της πόλεως Θεσσαλονίκης και των εξής χωριών (άρθρο 5):
  7. Ασβεστοχώρι, 2. Χορτιάτης, 3. Καπουτσήδες, 4. Άη Σακλή (Μπουγιούκ Μαχαλάς), 5. Σέδες, 6. Κραν, 7. Ματσάρηδες, 8. Λουτρά Σέδες, 9. Μεγάλο Καραμπουρνού, 10. Μικρό Καράμπουρνού, 11. Μπαχτσέ, 12. Τσαίρ, 13. Καρατσοβαγή, 14, Ζουμπάτες, 15. Χατζή -Μπαλή, 16. Ουζούν Αλή, 17. Επανωμή, 18. Κριτσανά, 19. Τούμπα, 20. Αλυκαί, (Κουρσούκ Τούζλα), 21. Γιαννιτσίδες, 22. Κουλακιά, 23. Καιλή, 24. Κιρτσιλάρ, 25. Μουστάφτσα, 26. Τσοχαλάρ, 27. Ζορμπάς, 28. Σαρίτσα, 29. Γιαϊλαντίκ, 30. Δαούτσα, 31. Κάτω Κουρφάλι, 32. Άνω Κουρφάλι, 33. Μεσαίο Κουρφάλι, 34. Μεντεσελή, 35. Χάνι Βαρδάρ, 36. Τοπσίν, 37. Σιδηροδρομικός Σταθμός Τοπσίν, 38. Καβακλή, 39. Δουρμουσλή, 40. Χατζηλίκι, 41. Γιαχαλή, 42. Βερλάντζα, 43. Καραογλού, 44. Δογαντζή, 45. Βαθύλακκος, (Καδή-Κιόϊ), 46. Μπουγαρίαβον, 47. Σαρηομέρι, 48. Ίγλιτς., 49. Σιαμλή, 50. Βαλμάδα, 51. Τεκελή, 52. Κάτω Καβακλή, 53. Κολοπάντζα, 54. Γκιόρδινον, 55. Νάρες, 56. Τρία Χάνια, 57. Πλατανάκια, 58. Λεμπέτ, 59. Δουδουλάρ, 60. Ουρετζούκ, 61. Λάμπρα, 62. Μαχμούτ, 63. Τσαλή, 64. Ζάτσοβον, 65. Λουτρά Σέδες, 66. Χαρμάν- Κιόϊ, 67. Αραπλή, και 68. Ζορμπά και όλων των συνοικισμών εντός της παραπάνω περιφέρειας.
    Τέλος, τα Πταισματοδικεία Θεσσαλονίκης ασκούν δικαιοδοσία στις περιφέρειες των ομώνυμων Ειρηνοδικείων (άρθρο 16).

ΠΗΓΗ: http://www.et.gr/api/DownloadFeksApi/?fek_pdf=19140100088

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Υπηρεσία Διαχειρίσεως Κτημάτων εξ Ανταλλαγής, Τοπική Επιτροπή Βισαλτίας Σερρών

  • Συλλογικό Όργανο

Η τοπική επιτροπή Ανταλλαξίμων Βισαλτίας έδρευε στο υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης στη Νιγρίτα. Στη δικαιοδοσίας της ανήκε και το λεκανοπέδιο του Σωχού Θεσσαλονίκης. Οι συνεδριάσεις ξεκίνησαν στις 30/9/1925 με πρόεδρο το διευθυντή του τοπικού υποκαταστήματος ΕΤΕ Χαράλαμπο Σκορδίλη και μέλη τον ειρηνοδίκη Π. Αλεβίζο και τον πρόσφυγα Χαρίλαο Σταυρίδη. Στο βιβλίο πράξεων υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή της Νιγρίτας το διάστημα 1922 έως 1930 και για τις εκμισθώσεις υδρομύλων, καταστημάτων, βοσκοτόπων, μορεοπεριβόλων, λαχανόκηπων. Επιπλέον πληροφορίες για τη διενέργεια δημοπρασιών και εκποιήσεων για τα κτήματα των Ανταλλαγέντων Μουσουλμάνων. Να σημειωθεί ότι στις δημοπρασίες αυτές συμμετείχαν εκτός από πρόσφυγες και ντόπιοι.

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1841 -

Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε στις 30 Μαρτίου 1841, ως κτηματική και προεξοφλητική τράπεζα με το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης χαρτονομισμάτων. Στα 160 και πλέον χρόνια της ιστορικής διαδρομής της η Εθνική Τράπεζα ανέπτυξε όλες τις χρηματοοικονομικές λειτουργίες, ασκώντας παράλληλα, για ογδόντα επτά χρόνια, το εκδοτικό προνόμιο. Κάλυψε με τις δραστηριότητές της το σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Σταδιακά επέκτεινε τις δραστηριότητές της και σε άλλες χώρες. Η ανάπτυξη της Εθνικής Τράπεζας ακολουθεί πορεία παράλληλη με εκείνη του ελληνικού κράτους. Υπήρξε ο μοχλός με τον οποίο η ελληνική οικονομία εξασφάλισε τα απαραίτητα εσωτερικά και εξωτερικά δάνεια για να στηρίξει τη σταθεροποιητική πολιτική και την ευόδωση των εθνικών αγώνων. Είχε ενεργό και αποφασιστική συμμετοχή στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας και συμπαραστάθηκε πάντα σε εκείνους που πλήγηκαν από τις φυσικές ή τις εθνικές καταστροφές υπερασπίζοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα των πελατών και των μετόχων της.

Δρόσου, Καίτη

  • Άτομο
  • 1922 - 2016

Η Καίτη Δρόσου γεννήθηκε στη Σμύρνη, στις 7 Ιουνίου 1922. Ήταν κόρη του δημοσιογράφου Άγγελου (Ευάγγελου) Δρόσου (είχε και το επώνυμο Καλούδας, γεν. το 1896 στην Ιστιαία Εύβοιας) και της Αναστασίας Αργυροπούλου (γεν. το 1903 στην Μικρά Ασία, με καταγωγή από τα Κύθηρα). Είχε μία αδελφή, την Αύρα που γεννήθηκε το 1924. Η Καίτη Δρόσου εργάστηκε λίγα χρόνια ως υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών (1941-1944) και στη συνέχεια ως δημοσιογράφος. Ήταν στενή φίλη του Γιάννη Ρίτσου. Το 1943 παντρεύτηκε τον ηθοποιό Φάνη Καμπάνη (1916-1982) και απέκτησαν έναν γιο, τον Άγγελο (1944-2001). Χώρισαν λίγα χρόνια αργότερα. Μετά από πολύχρονη σχέση παντρεύτηκε τον Άρη Αλεξάνδρου το 1959. Μαζί έφυγαν στη Γαλλία λόγω της δικτατορίας του 1967. Μετά τον θάνατο του Άρη, η Καίτη Δρόσου μοίραζε τη ζωή της μεταξύ Παρισιού και Αθήνας. Πέθανε στο Παρίσι, στις 3.2.2016.

Έργα:

Ποίηση:

  • Ποιήματα, Αθήνα, Λογοτεχνική γωνιά, 1950.
  • Φύλλα φωτιάς, Αθήνα 1953.
  • Οι τοίχοι τέσσερις, Αθήνα, Κείμενα, 1985.

Μελέτες-μεταφράσεις:

  • Άρη Αλεξάνδρου, Διάλεξα. Συγκέντρωση υλικού, βιογραφικά σημειώματα, σχόλια, Καίτη Δρόσου, Αθήνα, Κείμενα, 1984.
  • Ιωσήφ Μπρόντσκι. Ο ποιητής και η Κα-Γκε-Μπε, Αθήνα, Ύψιλον, 1988.
  • Ο «αποστάτης» Μαγιακόβσκη και η Οκτωβριανή Επανάσταση, Αθήνα, Ύψιλον, 1990.
  • Αναμνήσεις απ’ το σπίτι των πεθαμένων κατά Κλωντ Σιμόν. Ανάγνωση του βιβλίου του Κλωντ Σιμόν Η πρόσκληση, Αθήνα, Γκοβόστης, χ.χ.

[Πηγές βιογραφικού: υλικό του αρχείου και οι εκδόσεις: Κατερίνα Καμπάνη, Άρης Αλεξάνδρου, ο παππούς μου, Αθήνα, Ύψιλον, 2006. Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Αθήνα, Σοκόλης, 1996. Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου. Πρόλογος: Καίτη Δρόσου. Επιμέλεια-εισαγωγή-σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου, Αθήνα, Άγρα, 2008.]

Δρογκάρης, Κωνσταντίνος

  • Άτομο

Ο Κωνσταντίνος Δρογκάρης είναι γιατρός και συλλέκτης αρχειακού υλικού. Ζει και εργάζεται στη Σπάρτη. Γεννήθηκε τη δεκαετία του 1950.

Δραγούμης, Φίλιππος Στ.

  • Άτομο
  • 1890 - 1980

Ο Φίλιππος Στ. Δραγούμης, τέταρτος γιος και προτελευταίο από τα έντεκα παιδιά του Στέφανου Ν. Δραγούμη και της Ελίζας, το γένος Ιωαν. Κοντογιαννάκη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2/14 Ιανουαρίου 1890. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Ελληνικού Εκπαιδευτηρίου (1899-1902) και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1906-1910). Επιστρατεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1912 ως έφεδρος δεκανέας του Πεζικού. Στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου τραυματίστηκε στη μάχη του Σαρανταπόρου (χτυπήθηκε με βόλι στον αγκώνα) και νοσηλεύθηκε στην Ελασσώνα. Αποσπάσθηκε κατόπιν στο Γενικό Στρατηγείο ως κρυπτογράφος και ακολούθησε τον Διάδοχο Κωνσταντίνο στην θριαμβευτική είσοδο του στη Θεσσαλονίκη, στα Ιωάννινα και στην εκστρατεία κατά των Βουλγάρων (1913). Τον Φεβρουάριο του 1914, μετά από διαγωνισμό μπήκε στο υπουργείο Εξωτερικών και αργότερα υπηρέτησε ως υποπρόξενος στο Γενικό Προξενείο Αλεξανδρείας (Απρίλιος-Οκτώβριος 1916). Το 1917 όμως, απολύθηκε από το υπουργείο για πολιτικούς λόγους, διώχθηκε ως αντιβενιζελικός και εξορίσθηκε (1917-1918) στην Κρήτη, Θήρα και Αμοργό.

Μετά τη δολοφονία του αδελφού του Ίωνα, ο Φίλιππος Δραγούμης ύστερα από πολλές και ποικίλες πιέσεις φίλων και συγγενών, αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική. Στις εκλογές της 1/14 Νοεμβρίου 1920, εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Μακεδονίας, στην εκλογική περιφέρεια Φλώρινας-Καστοριάς. ΄Ελαβε μέρος στις περισσότερες από τις εκλογικές αναμετρήσεις, με επιτυχίες αλλά και με αποτυχίες, ως ανεξάρτητος υποψήφιος, συνεργαζόμενος άλλοτε με τους αγροτικούς και άλλοτε με τους λαϊκούς. Εξελέγη βουλευτής Φλώρινας-Καστοριάς το 1920-1922, 1926-1928, 1932-1933, 1933-1935, και το 1946-1949 στην εκλογική περιφέρεια Θεσσαλονίκης. Το φθινόπωρο του 1952, ο Φίλιπππος Δραγούμης αποχώρησε από την ενεργό πολιτική.

Στο διάστημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας διετέλεσε: 1) υπουργός Γενικός Διοικητής Μακεδονίας (1932-34) στη κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη 2) υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου (Μάϊος 1944-Ιανουάριος 1945) 3) υφυπουργός Εξωτερικών, στην κυβέρνηση Κ.Τσαλδάρη (Διάσκεψη Ειρήνης, Απρίλιος-Οκτώβριος 1946) 4) υπουργός Στρατιωτικών, στην ίδια κυβέρνηση (Νοέμβριος 1946-Ιανουάριος 1947). Συμμετείχε ακόμη, αργότερα, ως υπουργός Εξωτερικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Δ. Κιουσόπουλου (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1952) και ως υπουργός Στρατιωτικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Π. Πιπινέλη (Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1963).

Οι πολιτικοί προβληματισμοί και οι προτάσεις του Φ. Δραγούμη για ανανέωση των πολιτικών δυνάμεων και θεσμών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου εκφράστηκαν μέσα από τη συγγραφή πολυάριθμων άρθρων και μελετών στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο γύρω από θέματα αποκέντρωσης, τοπικής αυτοδιοίκησης, κομματικής νοοτροπίας και γύρω από θέματα εθνικά. Οι εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας σ’όλη αυτήν την περίοδο πολιτικής δράσης και παρέμβασης του Φ. Δραγούμη, τα προβλήματα της Β. Ηπείρου και της Μακεδονίας διαπερνούν και διαποτίζουν κάθε πολιτική του σκέψη και πράξη. Τα κυριότερα δημοσιευμένα έργα του είναι: α) “Εκλογή πολιτικών δημοσιευμάτων” Α΄1922-25, Β΄1925-28, Γ΄1945 β) “Προσοχή στη Βόρειαν Ελλάδα”, (1948) γ) “Τα Εθνικά Δίκαια στη Διάσκεψη Ειρήνης”, (1949) δ) “Απολογία του κοινοβουλευτισμού”, (1950) ε) “Επί του Κυπριακού ζητήματος”, (1950). ΄Εγραψε και πολλά άλλα άρθρα και έργα, τα οποία παραμένουν αδημοσίευτα. Επιμελήθηκε επίσης με ιδιαίτερη φροντίδα την επανέκδοση των έργων του αδελφού του ΄Ιωνα Δραγούμη.

Παράλληλα με τις πολιτικές του δραστηριότητες, ο Φ. Δραγούμης ασχολήθηκε με θέματα επιστημονικά, ιστορικά και πολιτιστικά. Εντύπωση προκαλεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τη γενεαλογία και την ιστορία της οικογένειας του. Διαδέχθηκε τον πατέρα του ως ισόβιο ιδιωτικό μέλος στην Πάγκειο Επιτροπή και στην προεδρία της Γλωσσικής Εταιρείας, την οποία κράτησε για πενήντα περίπου χρόνια. Διετέλεσε επίσης μέλος διοικητικών συμβουλίων σε πολυάριθμους συλλόγους, εταιρείες και ιδρύματα όπως: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων, Ελληνική Γεωγραφική Εταιρεία, Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, Μουσικός και Δραματικός Σύλλογος του Ωδείου Αθηνών, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αναγνωστοπούλειος Σχολή Κονίτσης, Ελληναλβανικός Σύνδεσμος, Ροταριανός ΄Ομιλος και πολλούς άλλους.

Ο Φίλιππος Δραγούμης παντρεύτηκε το 1931, την Ελένη Βαλαωρίτη (1902-1985), κόρη του Ιωάννη Α. Βαλαωρίτη και εγγονή του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά: την Ζωή, σύζυγο Ιωάννη Κ. Μαζαράκη, και τον Μάρκο, σύζυγο Αλεξάνδρας Ρ. Χρίστου.

Πέθανε σε βαθιά γεράματα, στις 2 Ιανουαρίου 1980, στην Αθήνα.

Δραγούμης, Στέφανος Ν.

  • Άτομο
  • 1842 - 1923

Ο Στέφανος Ν. Δραγούμης, δευτερότοκος γιος του Νικoλάου Μ. Δραγούμη και της Ευφροσύνης, το γένος Στέφ. Γεωργαντά, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1842. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Ελληνικού Εκπαιδευτηρίου στην Αθήνα (1855-1857), αλλά τελείωσε το γυμνάσιο στο Παρίσι, όπου σπούδασε Νομικά και πήρε την Licenceen Droit (1858-1861). Μετά την επιστροφή του από την Γαλλία το 1861, μπήκε στη δικαστική υπηρεσία και διορίστηκε διαδοχικά πρωτοδίκης στη Σύρο, Τρίπολη, Ζάκυνθο, Κέρκυρα, Μεσολόγγι, Αθήνα, πρόεδρος πρωτοδικών στο Ναύπλιο, Κεφαλονιά, Σύρο και εφέτης στην Αθήνα (1862-1875). Τον Απρίλιο του 1875 διορίστηκε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, απ’ όπου σε έξι μήνες λόγω διαφωνίας του με τον Υπουργό παραιτήθηκε και άρχισε να δικηγορεί.
Η κατοπινή δημόσια πολιτική σταδιοδρομία του Στέφανου Ν. Δραγούμη παρουσιάζει μία σταθερή ανοδική πορεία σε θέσεις και αξιώματα: Υπουργός Εξωτερικών και Εσωτερικών επί κυβερνήσεων Χ. Τρικούπη (1886-1890, 1892-1893), Πρωθυπουργός και Υπουργός Οικονομικών το 1910, αμέσως μετά το κίνημα στο Γουδί, πρώτος Γενικός Διοικητής Κρήτης και Μακεδονίας (1912-1913) και τέλος Υπουργός Οικονομικών (1915-1916) επί κυβερνήσεων Αλ. Ζαΐμη και Στ. Σκουλούδη. Πολιτεύτηκε επίσης ως τρικουπικός στην αρχή και κατόπιν ως ανεξάρτητος και εκλέχθηκε επανειλημμένως βουλευτής Μεγαρίδος (1879-1895), Αττικής και Βοιωτίας (1899-1910) και τέλος Θεσσαλονίκης (1915, 1920).

Δραγούμης, Ίων

  • Άτομο
  • 1878 - 1920

Ο Ίων Δραγούμης διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή των αρχών του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1878 όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές και πανεπιστημιακές του σπουδές αποφοιτώντας από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Mε την έναρξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου ο Δραγούμης υπηρέτησε ως εθελοντής και ολοκλήρωσε στη συνέχεια τη στρατιωτική του θητεία στο πεζικό.
Το 1899 προσελήφθη στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Το 1902 διορίστηκε για πρώτη φορά υποπρόξενος στο Μοναστήρι (σημ. Bitol). Εκεί συνέβαλε αποφασιστικά στην οργάνωση των ορθόδοξων ελληνικών κοινοτήτων της Δυτικής Μακεδονίας με τη συμπαράσταση του πατέρα του Στέφανου Δραγούμη αλλά και του Παύλου Μελά, συζύγου της αδελφής του Ναταλίας. Ο Δραγούμης στη συνέχεια υπηρέτησε σε διάφορα προξενεία στην Ανατολική Μακεδονία, τη Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία (Σέρρες, Πύργο και Φιλιππούπολη). Μετατέθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1905 και στη συνέχεια στο Δεδεαγάτς (σημ. Αλεξανδρούπολη). Υπηρέτησε σε σημαντικές διπλωματικές θέσεις όπως στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρώμη, στο Λονδίνο, στην Αγία Πετρούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη συνεργάστηκε στενά με τον φίλο του και αξιωματικό του Πεζικού Αθανάσιο Σουλιώτη, γνωστό με το ψευδώνυμο Νικολαΐδης, για την οργάνωση των ελληνικών πληθυσμών της Πόλης. Αποτέλεσμα των προσπαθειών τους ήταν η δημιουργία της μυστικής εθνικής Οργάνωσης Κωνσταντινουπόλεως. Το 1911 κατά την κατάληψη των Δωδεκανήσων από την Ιταλία ο Δραγούμης συμμετείχε στην οργάνωση συνεδρίου με κύριο σκοπό την ένωση των νησιών με την Ελλάδα ή την πλήρη αυτονομία τους.
Με το ξέσπασμα του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου διαφώνησε εντονότερα με την πολιτική του Βενιζέλου. Κατατάχθηκε στο στρατό και αμέσως αποσπάσθηκε στο γραφείο του Βασιλέα Κωνσταντίνου. Ήταν παρών και συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Θεσσαλονίκης το 1912. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους τοποθετήθηκε πρώτα στην πρεσβεία της Αγίας Πετρούπολης και εν συνεχεία στη Βιέννη και το Βερολίνο. Τον Μάιο του 1915 αποφασισμένος να αναλάβει ουσιαστικότερο ρόλο στα τεκταινόμενα παραιτήθηκε από το Υπουργείο των Εξωτερικών για να πολιτευθεί. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εκλέχθηκε βουλευτής Φλωρίνης, στον τόπο καταγωγής της οικογένειάς του (Βογατσικό Φλωρίνης). Στη Βουλή ανέπτυξε τις θέσεις του χωρίς όμως να ενταχθεί στις πολιτικές των δύο μεγάλων κομμάτων. Πεποίθησή του ευθύς εξαρχής ήταν πως η Ελλάδα έπρεπε να εισέλθει στον πόλεμο στην πλευρά των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως υπό ορισμένους όμως όρους.
Παράλληλα με τη διπλωματική του σταδιοδρομία αρθρογράφησε επί σειρά ετών σε πολιτικά περιοδικά και εφημερίδες. Από τον Ιανουάριο του 1916 είχε αρχίσει να εκδίδει το εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις. Από τις σελίδες του περιοδικού και μετά την αναχώρηση του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα, τον Ιούνιο του 1917, ο Δραγούμης διαμαρτυρήθηκε έντονα για την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας και την παραβίαση της ουδετερότητας. Άμεση συνέπεια της αντίδρασής του αυτής ενάντια στην πολιτική του Βενιζέλου υπήρξε η εξορία του μαζί με άλλους αντιφρονούντες πολιτικούς στην Κορσική τον Ιούλιο του 1917. Έως τον Μάιο του 1919 παρέμεινε στην Κορσική και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Σκόπελο από όπου και επέστρεψε τελικά στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1919. Στην Κορσική ο Δραγούμης συνέταξε και υπέβαλε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι υπόμνημα για τη συμβολή και τις θέσεις της Ελλάδας. Στη Σκόπελο συνέταξε και απέστειλε δεύτερο υπόμνημα σχετικά με τη θέση της Ελλάδος στο Ανατολικό Ζήτημα, τις εδαφικές της διεκδικήσεις καθώς και τη στάση που θα έπρεπε να ακολουθήσει στο ζήτημα της Μικράς Ασίας.
Στις 31 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1920, έγινε γνωστή στην Αθήνα η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Παρίσι. Στο πλαίσιο αντιδράσεων που οργάνωσαν παρακυβερνητικοί κύκλοι στη Αθήνα ο Δραγούμης συνελήφθη καθοδόν από την Κηφισιά στην Αθήνα. Παραδόθηκε σε απόσπασμα δεκαπέντε ανδρών για να μεταφερθεί στο Φρουραρχείο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια όμως της διαδρομής προς το Φρουραρχείο, ο Δραγούμης εκτελέστηκε. Άφησε την τελευταία του πνοή στο πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Κηφισίας (σημ. Βασιλίσσης Σοφίας).Το ίδιο βράδυ ανακοινώθηκε ο θάνατός του στην οικογένειά του και ο ενταφιασμός του πραγματοποιήθηκε εσπευσμένα το επόμενο πρωί με την παρουσία μόνον λίγων μελών της οικογένειάς του.
Υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Συνέγραψε πλήθος πολιτικών μελετών και άρθρων και δημοσίευσε λογοτεχνικά έργα. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα (1907), Σαμοθράκη (1908), Όσοι ζωντανοί (1911). Ο αδελφός του Φίλιππος Δραγούμης διαφύλαξε το έργο του και δημοσίευσε μετά το θάνατo του Ίωνος ορισμένα από τα ανέκδοτα έργα του όπως Το Μονοπάτι (1902) και Το Σταμάτημα (1917).

Δούσμανης, Σοφοκλής

  • Άτομο
  • 1868-1952

Απόγονος μεγάλης κερκυραϊκής οικογένειας, κυβερνήτης του θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ» στους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Σοφοκλής Δούσμανης (Κέρκυρα, 1868 – Αθήνα, 1952), ήταν ναύαρχος και σημαίνον στέλεχος του Πολεμικού Ναυτικού.
Αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1888. Ικανότατος αξιωματικός φιλοβασιλικών πεποιθήσεων, η σταδιοδρομία του στο Πολεμικό Ναυτικό διαμορφώθηκε από τους δύο αυτούς παράγοντες. Με το βαθμό του αντιπλοιάρχου διετέλεσε αρχιεπιστολεύς της Μοίρας Γυμνασίων (1910), διευθυντής της Διοικητικής Υπηρεσίας του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.) (1912) και κυβερνήτης του θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ» και αρχιεπιστολεύς του Στόλου του Αιγαίου κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Προήχθη σε υποναύαρχο το 1914 σε αναγνώριση των υπηρεσιών του και τοποθετήθηκε διοικητής της Μοίρας Θωρηκτών. Διετέλεσε αρχηγός ΓΕΝ από τον Ιούνιο του 1915 έως το 1917. Με την επικράτηση του Βενιζέλου την περίοδο 1917-1920 αποστρατεύτηκε και εξορίστηκε στη Σαντορίνη. Μετά την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία και διετέλεσε αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου (Ιανουάριος – Απρίλιος 1921) και αρχηγός ΓΕΝ (Νοέμβριος 1921-Οκτώβριος 1922). Αποστρατεύτηκε προαγόμενος σε αντιναύαρχο τον Ιανουάριο του 1923. Όταν ξέσπασε το κίνημα Πλαστήρα τον Μάρτιο του 1935 διορίστηκε από την κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη υπουργός Ναυτικών (Μάρτιος – Οκτώβριος 1935) και προήχθη σε ναύαρχο. Την ίδια περίοδο (Μάρτιος 1935 – Ιανουάριος 1936) ήταν πρόεδρος της «Επιτροπής Εράνου υπέρ του Εθνικού Στόλου», που σκοπό είχε τη συλλογή χρημάτων για την αγορά ενός μεγάλου πλοίου και την αποκατάσταση των ζημιών των πλοίων του στόλου που προκλήθηκαν κατά την καταστολή του κινήματος του Πλαστήρα. Ο Δούσμανης τιμήθηκε με πολλά ελληνικά και ξένα παράσημα. Πέθανε την 6η Ιανουαρίου 1952.
Το 1939 ο Σοφοκλής Δούσμανης συνέγραψε το βιβλίο Το ημερολόγιον του κυβερνήτου του «Γ. Αβέρωφ» κατά τους πολέμους 1912-1913, Αθήναι, τύποις Πυρσού, 1939, στο οποίο προσπαθεί να τονίσει το ρόλο του στις ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (3 Ιανουαρίου 1913). Παντρεύτηκε την Μαρία Κωνσταντίνου Βούρου το 1915.

[Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία βλ. στην εισαγωγή του κ. Κ. Παΐζη-Παραδέλη στην υπάρχουσα καταγραφή του αρχείου].

Δούκας, Στρατής

  • 1895 - 1983

Ο Σ. Δούκας, γιος του Κωνσταντίνου Δούκα και της Αιμιλίας Χατζαποστόλη, γεννήθηκε το 1895 στα Μοσχονήσια. Είχε τέσσερα αδέλφια: τον Δούκα (γεν. 1893), τον Δημήτρη (γεν. 1896), την Ελένη (γεν. 1898) και τον Αλέκο (1900-1962). Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Κυδωνιών (1912) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, χωρίς να την τελειώσει. Υπηρέτησε ως εθελοντής στην Εθνική Άμυνα (1916-1923) και ως έφεδρος αξιωματικός (1940-1941). Ασχολήθηκε με την προβολή της βιοτεχνίας της Ανατολής (Αγγειοπλαστική Κιουτάχειας, ταπητουργία), οργάνωσε εκθέσεις των φίλων του ζωγράφων Φώτη Κόντογλου και Σπύρου Παπαλουκά, με τους οποίους και σύστησε την εταιρία «Διακοσμητικής Τέχνης». Λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει τον Σύλλογο Μουσικών Τεχνών στη Μυτιλήνη με τον Σ. Μυριβήλη. Από το 1928 έως το 1930 πραγματοποίησε δύο μεγάλες περιοδείες στη Δυτική Μακεδονία, που διήρκεσαν 4 μήνες και 1 χρόνο, αντίστοιχα. Καρπός των περιοδειών αυτών ήταν Η ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929), η δημοσιογραφική έρευνα Ορεινή Ελλάδα (δημοσιεύθηκε σε 9 συνέχειες στην εφ. Πρωία με τίτλο του εκδότη Ληστρική κοινωνία), διάφορα ζωγραφικά έργα, ημερολόγια και σημειώσεις. Το 1930 παρουσίασε δική του έκθεση ζωγραφικής. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934). Υπηρέτησε ως γραμματέας της Τουριστικής Επιτροπής Θεσσαλονίκης (1937-1939) και στα Ιατρεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (1945-1946). Στην Κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, συνελήφθη και κακοποιήθηκε από τους Γερμανούς. Παντρεύτηκε (1942) την Δήμητρα Μαγκανά (γεν. 1903). Το 1962 μετέβη στη Μόσχα για εγχείρηση προστάση που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Έκτοτε ζούσε κατάκοιτος στο σπίτι του στην οδό Ορμηνίου 3 στην Αθήνα. Πέθανε το 1983.

Ο Στρατής Δούκας δημοσίευσε αισθητικά, τεχνοκριτικά και λογοτεχνικά κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά. Στη δεκαετία του 1920 συνεργάστηκε με το περιοδικό Φραγγέλιο του Νίκου Βέλμου, ενώ αναμίχθηκε στην έκδοση του περιοδικού Φιλική Εταιρεία του Φώτη Κόντογλου και επιμελήθηκε μόνος του τα τελευταία τεύχη. Στα 1935-1937 εξέδωσε μαζί με άλλους το καλλιτεχνικό περιοδικό Το Τρίτο Μάτι, στα 1948-1950 ήταν συνεργάτης και αργότερα διευθυντής του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα και στα 1965-1969 ήταν τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Διαγώνιος.

Ο αδελφός του Στρατή Αλέκος (1900-1962) μετανάστευσε από το 1927 στην Αυστραλία, όπου αναδείχθηκε σε σημαντική μορφή των ελληνικών γραμμάτων και του εκεί εργατικού κινήματος. Σκοτώθηκε επιστρέφοντας από διαδήλωση υπέρ της ειρήνης. Στην Αυστραλία εγκαταστάθηκε τουλάχιστον από το 1938 και η αδελφή του Ελένη Δούκα-Ανδρονίκου με την οικογένειά της.

Η σύζυγός του Δήμητρα (γενν. 1903) είχε δύο παιδιά από τον πρώτο της γάμο, εξορίστηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στη Χίο και στράφηκε στη λογοτεχνία, ύστερα από προτροπή του Στρατή. Απόσπάσματα των έργων της δημοσιεύτηκαν στον τόμο Δεσμός με επιμέλεια του Σ. Δούκα.

Έργα του: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ: Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929, 1932, 1958, 1962, 1969, 1977, 1980), Εις εαυτόν (1930, 1981), Γράμματα και συνομιλίες (1965, 1975), Ο βίος ενός αγίου, Γιαννούλης Χαλεπάς (1967), Οδοιπόρος (1968, 1975, 1981), Δεσμός (1970, 1978), Ο μικρός αδελφός (1972, 1975), Μαρτυρίες και κρίσεις (1972, 1977), Ενώτια (1974, 1978, 1981), Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου (1976), Οι δώδεκα μήνες (1982), Θερμοκήπιο (1982), καθώς και διάφορα λογοτεχνικά, ταξιδιωτικα και δημοσιογραφικά κείμενα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. ΤΕΧΝΟΚΡΙΤΙΚΑ: Το εικονογραφικό έπος της Ανατολικής Εκκλησίας (1948), Γιαννούλης Χαλεπάς, Νέα βιογραφικά (1952), Γιαννούλης Χαλεπάς, κατάλογος των έργων του (1962), Ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς (1966), Υποθέσεις και λύσεις πάνω σε προβλήματα της ζωής και του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά (1970), Γιαννούλης Χαλεπάς (1978). ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ: Σχέδια του Στρατή Δούκα (1979). – Επίσης, επιμελήθηκε τόμους τρίτων.

Πηγή: Τ. Κόρφης, «Στρατής Δούκας. Παρουσίαση-ανθολόγηση», Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Γ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1992, σσ. 322-371.

Διομήδης, Αλέξανδρος

  • Άτομο
  • 1874 - 1950

Ο Αλέξανδρος Διομήδης καταγόταν από την παλιά σπετσιώτικη οικογένεια με το επώνυμο Κυριακός ή Κυριακού που ασχολιόταν με τη ναυτιλία και το εμπόριο και συμμετείχε ενεργά στον αγώνα της ανεξαρτησίας προσφέροντας το πλοίο της «Πελεκάνος». Γιός του Νικολάου Διομήδη και της Ελένης Φιλαρέτου, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 1875. Μεγάλωσε μέσα σε οικογένεια νομομαθών και πολιτικών, γεγονός που τον οδήγησε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Τόσο ο πατέρας του, όσο και ο παππούς του Διομήδης-Αναστάσιος Κυριακός καθώς και ο θείος του Βασίλης Οικονομίδης ήταν καθηγητές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο παππούς του διετέλεσε επίσης βουλευτής Σπετσών και πρωθυπουργός, υπήρξε δε από τους κυριότερους συντάκτες του Συντάγματος του 1844.

Ο Αλέξανδρος Διομήδης σπούδασε Νομικά στη Βαϊμάρη, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας το 1895. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα αναγορεύτηκε υφηγητής με την πραγματεία του «Περί του προϋπολογισμού του Κράτους», ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε στις εφημερίδες Νέα Ημέρα της Τεργέστης και Νέος Ελεύθερος Τύπος της Βιέννης. Το 1907 συμμετείχε στη Β΄ Συνδιάσκεψη Ειρήνης στη Χάγη και μετά την επανάσταση του 1909 τοποθετήθηκε από την κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Από τότε ξεκίνησε ουσιαστικά η πολιτική του σταδιοδρομία. Το 1910 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Σπετσών. Το 1912 ο Βενιζέλος του ανέθεσε το υπουργείο Οικονομικών, όπου παρέμεινε μέχρι το 1915. Το 1916-1917 εστάλη στο Παρίσι και στο Λονδίνο ως έκτακτος απεσταλμένος της κυβέρνησης Θεσσαλονίκης και το 1918 ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών και προσωρινά το υπουργείο Δικαιοσύνης. Μετά την αποτυχία του κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920, ο Διομήδης αναχώρησε στο εξωτερικό όπου παρέμεινε μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή. Τον Σεπτέμβριο του 1922 ανέλαβε προσωρινά το υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Σ. Κροκιδά και στις αρχές του 1923 τοποθετήθηκε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Το 1928 ανέλαβε τη θέση του πρώτου διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου παρέμεινε μέχρι την απομάκρυνσή του, το 1931, λόγω διαφωνιών με τον Βενιζέλο για τη συναλλαγματική πολιτική. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο του οποίου διετέλεσε και πρόεδρος και επανήλθε στο Γενικό Συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας από το οποίο παραιτήθηκε το 1943, όταν διορίστηκε διοικητής ο Γ. Μερκούρης. Τέλος, το 1949 ήταν αντιπρόεδρος στη συμμαχική κυβέρνηση Θ. Σοφούλη μετά το θάνατο του οποίου ανέλαβε για σύντομο χρονικό διάστημα την πρωθυπουργία.

Ο Α. Διομήδης εκτός από οικονομολόγος και τραπεζίτης υπήρξε διανοούμενος και ερευνητής και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εποχή του Βυζαντίου. Τα κυριότερα έργα του είναι:

1) Συνταγματική και οικονομική μελέτη περί του προϋπολογισμού του κράτους, Αθήνα 1905.

2) Η Β΄ Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στη Χάγη το 1907, Αθήνα 1908.

3) Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος αρχομένου του Ευρωπαϊκού πολέμου (1915-1916), Αθήνα.

4) Τα οικονομικά της Ελλάδος προ και μετά την 1η Νοεμβρίου 1920, Αθήνα 1922.

5) Το πρόβλημα του οικονομικού μας μέλλοντος, Αθήνα 1925.

6) Η νομισματική μας ασθένεια και τα μέσα προς θεραπείαν αυτής, Αθήνα 1928.

7) Η πολιτική της σταθεροποιήσεως και ο Ε. Βενιζέλος, Αθήνα 1932.

8) Μετά την κρίσιν. Οικονομικαί και δημοσιονομικαί μελέται 1932-1934, Αθήνα 1934.

9) Βυζαντιναί Μελέται, Αθήνα 1942, 1946.

10) Τα αίτια της οικονομικής παρακμής του Βυζαντίου, Αθήνα 1937.

11) Από την πνευματική και θρησκευτική ζωή των Κομνηνών, Αθήνα.

12) Επί του νομισματικού και πιστωτικού ζητήματος, Αθήνα 1948.

13) Νέα οργανική διάρθρωσις της ελληνικής οικονομίας (Ανασυγκρότηση–Εξηλεκτρισμός-Εκβιομηχάνιση), Αθήνα 1950.

Ο Αλέξανδρος Διομήδης είχε παντρευτεί την Ιουλία Ψύχα, κόρη του Γεωργίου και της Ζηνοβίας το γένος Σαλβάγου, από την Αλεξάνδρεια.

Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1950.

Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Αιτωλοακαρνανίας

  • Συλλογικό Όργανο

Πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και συνέχισαν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία στα ελληνικά σχολεία αφού προσκόμισαν τίτλους σπουδών και βεβαιώσεις προϋπηρεσίας από τα σχολεία του οθωμανικού κράτους.

Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Έβρου, 3ο Γραφείο

  • Συλλογικό Όργανο

Με το Ν. 4653/30 "περί διοικήσεως της εκπαιδεύσεως" δημιουργείται το Εποπτικό Συμβούλιο Στοιχειώδους Εκπαίδευσης. Με τον Α.Ν. 767/37 και τον Α.Ν. 2180/40 έχουμε το Ανώτατο Συμβούλιο Εκπαιδεύσεως με τους Γενικούς Επιθεωρητές Στοιχειώδους Εκπαίδευσης. Δημιουργούνται τα Ανώτερα Εποπτικά Συμβούλια που έχουν στην ευθύνη τους τα Εποπτικά Συμβούλια Σ.Ε. και τους Επιθεωρητές Σ.Ε. ανά περιφέρεια. Με το Β.Δ. 95/25.06.1958 δημιουργούνται τα Περιφερειακά Υπηρεσιακά Συμβούλια Στοιχειώδους Εκπαίδευσης (ΠΥΣΣΕ) και το Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο (ΑΥΣΣΕ). Με το Ν.Δ 651/1970 το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο διοικεί 10 Ανώτερες Εκπαιδευτικές Περιφέρειες (στην περιοχή μας έδρα ήταν η Καβάλα), με τους Γενικούς Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και τα ΠΥΣΣΕ μετατρέπονται σε Νομαρχιακά Υπηρεσιακά Συμβούλια Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΝΥΣΔΕ). Σε κάθε εκπαιδευτική περιφέρεια δημοτικής εκπαίδευσης ιεραρχικά υπήρχε: σε κατώτερη κλίμακα ο Επιθεωρητής, αμέσως μετά οι Νομαρχιακές Επιθεωρήσεις δημοτικής εκπαίδευσης (σε σύνολο 56, 1 σε κάθε νομό), οι Αναπληρωτές Γενικοί Επιθεωρητές και οι Γενικοί Επιθεωρητές. Με το Ν.1304/82, όπως τον συμπλήρωσε ο Ν.1566/85, όπου Δημοτική Εκπαίδευση αλλάζει σε Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και δημιουργούνται τα Γραφεία.
Η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Έβρου χωριζόταν σε τέσσερα γραφεία. Το 1ο γραφείο στην Αλεξανδρούπολη, το 2ο στο Σουφλί, το 3ο στο Διδυμότειχο και το 4ο γραφείο στην Ορεστιάδα.
Το 2011 με το Ν. 4027/2011 ( ΦΕΚ 233 τ.Α') έγινε η κατάργηση των γραφείων και η συγκέντρωση των λειτουργιών στη Διεύθυνση στην Αλεξανδρούπολη.

Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας – Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου

  • Συλλογικό Όργανο

Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας αναλαμβάνει τα θέματα της στεγαστικής αποκατάστασης αστών προσφύγων (ενώ την γεωργική αποκατάσταση έχει στην ευθύνη του το Υπουργείο Γεωργίας- Διεύθυνση Εποικισμού) συνεχίζοντας το έργο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Τα Τμήματα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου και Ναυπάκτου διαχειρίζονται την αποκατάσταση Αστών Προσφύγων στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου και στη Ναύπακτο αντίστοιχα και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας με έδρα το Μεσολόγγι έχει την ευθύνη της αποκατάστασης των προσφύγων στο συνοικισμό Βίγλα του Μεσολογγίου.

Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας – Γραφείο Κοινωνικής Πρόνοιας Ναυπάκτου

  • Συλλογικό Όργανο

Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας αναλαμβάνει τα θέματα της στεγαστικής αποκατάστασης αστών προσφύγων (ενώ την γεωργική αποκατάσταση έχει στην ευθύνη του το Υπουργείο Γεωργίας - Διεύθυνση Εποικισμού) συνεχίζοντας το έργο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) στο νομό Αιτωλοακαρνανίας. Τα Τμήματα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου και Ναυπάκτου διαχειρίζονται την αποκατάσταση Αστών Προσφύγων στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου και στη Ναύπακτο αντίστοιχα και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας με έδρα το Μεσολόγγι έχει την ευθύνη της αποκατάστασης των προσφύγων στο συνοικισμό Βίγλα του Μεσολογγίου.

Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας

  • Συλλογικό Όργανο

Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας αναλαμβάνει τα θέματα της στεγαστικής αποκατάστασης αστών προσφύγων (ενώ την γεωργική αποκατάσταση έχει στην ευθύνη του το Υπουργείο Γεωργίας- Διεύθυνση Εποικισμού) συνεχίζοντας το έργο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Τα Τμήματα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου και Ναυπάκτου διαχειρίζονται την αποκατάσταση Αστών Προσφύγων στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου και στη Ναύπακτο αντίστοιχα και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας με έδρα το Μεσολόγγι έχει την ευθύνη της αποκατάστασης των προσφύγων στο συνοικισμό Βίγλα του Μεσολογγίου.

Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας

  • Συλλογικό Όργανο

Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας υπαγόταν στο Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Το 1977 μεταβιβάστηκαν οι αρμοδιότητές της στους Νομάρχες. Επομένως, η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας ανήκε στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ροδόπης – Έβρου, Νομαρχιακό Διαμέρισμα Έβρου. Σήμερα, η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας ανήκει στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, Περιφερειακή Ενότητα Έβρου και μετονομάστηκε σε Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας ΠΕ Έβρου.

Αποτελέσματα 701 έως 800 από 1119