- Συλλογικό Όργανο
Για τη διοικητική ιστορία του σχολείου βλ. 10ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης
Για τη διοικητική ιστορία του σχολείου βλ. 10ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης
Δεν είναι απόλυτα σαφής η ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του σχολείου. Το παλαιότερο έγγραφο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι του 1837, έγγραφο του διοικητή της Επαρχίας Νάξου που απευθυνόμενος προς τη Βασιλική Γραμματεία μεταξύ άλλων ζητά το διορισμό της μοναχού Σακελαρίου Αικατερίνης (δημοδιδασκάλου) στο σχολείο της Βίβλου. Και με έγγραφο του 1839 ορίζεται η μετάθεση της Σακελαρίου από το σχολείο της Τραγαίας στο σχολείο της Βίβλου.
Το σχολείο και μετά την απελευθέρωση και τη σύσταση του πρώτου ελληνικού ανεξάρτητου κράτους, και για πολλά χρόνια ακόμα λειτουργεί στο χώρο της ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου και οι δάσκαλοι ήταν ιερείς. Περισσότερα στοιχεία για το σχολείο έχουμε από το 1898, έτος από το οποίο ξεκινάμε να έχουμε εγγεγραμμένους τους μαθητές που φοιτούσαν στο σχολείο.
Το σχολείο λειτουργεί ως διθέσιο σε αίθουσες του ενοριακού ναού του χωριού μέχρι το 1951. Έκτοτε λειτουργεί και πάλι ως διθέσιο σε νέο χώρο και νέο κτίριο στη βορειοδυτική πλευρά του χωριού, την περιοχή Μποριάδο. Το συγκεκριμένο οικόπεδο δωρίστηκε από την εκκλησία για την ανέγερση του διδακτηρίου το 1938. Έτσι με τη συμβολή των ίδιων των κατοίκων του χωριού κατασκευάζεται η βόρεια πτέρυγα του σχολείου, που περιλαμβάνει 2 αίθουσες διδασκαλίας και το γραφείο διδασκόντων.
Το σχολείο ιδρύθηκε το 1923 στον προσφυγικό οικισμό που είχε ήδη συγκροτηθεί στη θέση Τραγάνα της κοινότητας Λεπενούς. Επικράτησε η ονομασία Σφήνα και μετονομάστηκε το σχολείο το 1931 αλλά και ο οικισμός. Το 1940 αναγνωρίστηκε ως οικισμός Σφήνας της κοινότητας Λεπενούς. Το 1966 αποσπάσθηκε από την κοινότητα Λεπενούς και ορίστηκε ως έδρα της κοινότητας Σφήνας αλλά επανήλθε το 1967 στην κοινότητα Λεπενούς, Το 1975 αναγνωρίζεται εκ νέου ως κοινότητα Σφήνας και μετονομάζεται σε κοινότητα Κυψέλης το 1986. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτάται στο Δήμο Στράτου και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Αγρινίου.
Το σχολείο καταργήθηκε το 2008.
Δημοτικό Σχολείο Μάνδρας (Λάρισα)
Οι πρώτοι κάτοικοι που δημιούργησαν την κοινότητα ήταν Καππαδόκες πρόσφυγες από το Μιστί της Καππαδοκίας, που εγκαταστάθηκαν εκεί το 1924 με την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η έλευσή τους συνέπεσε χρονικά με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών από το ελληνικό κράτος και έτσι δημιουργήθηκε και ο Συνοικισμός προσφύγων Θωμαΐ.
Οι κάτοικοι, με την εγκατάστασή τους, ανήγειραν και ένα πλινθόκτιστο, πρόχειρο διδακτήριο με μία αίθουσα και ένα δωματιάκι για γραφείο του δασκάλου. Το 1935 κτίστηκε καινούριο λιθόχτιστο διδακτήριο, δεξιά της Εθνικής οδού Λαρίσης Τρικάλων, με έξοδα των προσφύγων και με κρατική επιχορήγηση. Το 1950 η Σχολική Εφορεία επέκτεινε το διδακτήριο με την προσθήκη μίας επιπλέον μεγάλης αίθουσας. Το 1957 ολοκληρώνεται και η περίφραξη του προαυλίου χώρου του διδακτηρίου που είχε ξεκινήσει το 1953. Το 1958 φυτεύτηκε ο σχολικός κήπος. Το 1974 έγινε αντικατάσταση της στέγης του διδακτηρίου.
Από τον Ιανουάριο του 1930 το σχολείο λειτούργησε ως μονοτάξιο, ενώ το 1952 προήχθη σε διτάξιο (ΦΕΚ139, τεύχος Α' 27/5/1952).
Με το ΦΕΚ 83/12-3-1957 τευχ. Γ' το 2/τάξιο Δημοτικό Σχολείο Θωμαΐ μετονομάστηκε σε 2/τάξιο Δημοτικό Σχολείο Μάνδρας.
Το 1959 με το Β.Δ. 18/6/1959 (ΦΕΚ138/9-7-1959, τευχ. Β΄) το σχολείο προήχθη σε 3/τάξιο.
Σήμερα το Δημοτικό Σχολείο Μάνδρας έχει συγχωνευθεί με το Δημοτικό Σχολείο Κοιλάδας.
Το 1935 ο Συνοικισμός προσφύγων υπήχθη στην Κοινότητα Θωμαΐ (γηγενών) και από τότε μαζί και με τον Αλήφακα (Κάστρο) αποτέλεσαν την Κοινότητα Θωμαΐ (Ραχούλα).
Οι διοικητικές μεταβολές των χωριών Ραχούλας και Μάνδρας καθώς και του συνοικισμού προσφύγων Θωμαΐ εμφανίζονται και στο υλικό των αρχείων των αντίστοιχων σχολείων γι' αυτό και παρατηρείται υλικό και στο Δημοτικό Σχολείο Ραχούλας (ΕΚΠ057, ΑΒΕ222) και στο Δημοτικό Σχολείο Μάνδρας (ΕΚΠ054, ΑΒΕ219).
Το 1912 συστήνεται η κοινότητα Τουρσουνλάρ με την απόσπαση του οικισμού Τουρσουνλάρ από το δήμο Λαρίσης και τον ορισμό του ως έδρα της κοινότητας (ΦΕΚ 262Α - 31/08/1912).
Ο οικισμός Τουρσουνλάρ μετονομάζεται σε Θωμαΐ (ΦΕΚ 56Β - 10/09/1919) και η κοινότητα μετονομάζεται σε κοινότητα Θωμαΐου. Στίς 16/10/1940 αναγνωρίζεται ο οικισμός Συνοικισμός Θωμαΐου και προσαρτάται στην κοινότητα Θωμαΐου.
Το 1957 ο οικισμός Συνοικισμός Θωμαΐου της κοινότητας μετονομάζεται σε Μάνδρα και ο οικισμός Θωμαΐ της κοινότητας μετονομάζεται σε Νεράιδα (ΦΕΚ 11Α - 24/01/1957).
Με το ΦΕΚ 5Α - 07/01/1959 ο οικισμός Νεράιδα της κοινότητας μετονομάζεται σε Ραχούλα
καθώς και η κοινότητα μετονομάζεται σε κοινότητα Ραχούλας.
Με το ΦΕΚ 176Α - 12/09/1966 ο οικισμός Μάνδρα αποσπάται από την κοινότητα και ορίζεται έδρα της κοινότητας Μάνδρας.
Ενώ το 1967 Ο οικισμός Μάνδρα αποσπάται από την κοινότητα Μάνδρας και προσαρτάται στην κοινότητα Ραχούλας (ΦΕΚ 202Α - 18/11/1967).
Το 1976 ο οικισμός Μάνδρα αποσπάται από την κοινότητα και ορίζεται έδρα της κοινότητας Μάνδρας (ΦΕΚ 133Α - 03/06/1976).
Τέλος με το ΦΕΚ 244Α - 04/12/1997 ο οικισμός Ραχούλα αποσπάται από την κοινότητα και προσαρτάται στο δήμο Κοιλάδας
Η Ραχούλα αποτέλεσε αυτόνομη κοινότητα μέχρι το 1998 και με το Νόμο "Καποδίστριας" υπάγεται στο Δήμο Κοιλάδας ενώ σήμερα ανήκει στο Δήμο Λαρισαίων σύμφωνα με το Νόμο "Καλλικράτης".
Το σχολείο ιδρύθηκε το 1924 (ΦΕΚ 192Α /13.08.1924) στον προσφυγικό οικισμό Ματσούκι.
Τον οικισμό συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες. Ο οικισμός Ματσουκίου αναγνωρίστηκε και προσαρτήθηκε στην Κοινότητα Λεπενούς το 1928, από την οποία αποσπάσθηκε και αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη κοινότητα το 1929 (ΦΕΚ Α 395Α /06.11.1929). Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτήθηκε στο Δήμο Στράτου Μεδεώνος και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Αγρινίου.
Το σχολείο καταργήθηκε το 1999.
Δημοτικό Σχολείο Μικρής Σάντας
Οι πρώτοι οικιστές της Μικρής Σάντας, ήρθαν στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή το 1922, αναζήτησαν και βρήκαν τέτοιο τόπο για να χτίσουν το νέο τους χωριό, που να μοιάζει με το φυσικό περιβάλλον της Σάντας του Πόντου. Ως τέτοιο τόπο βρήκαν την περιοχή της Μικρής Σάντας Βέροιας, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νομού Ημαθίας, σε υψόμετρο 750 μέτρων από τη θάλασσα, κοντά στην Παναγία Σουμελά.
Το δημοτικό σχολείο της Μικρής Σάντας, χτίστηκε με προσωπική εργασία και συνεισφορά χρημάτων των πρώτων οικιστών, λειτούργησε ως μονοθέσιο σχολείο με 43 - 60 μαθητές κατά τα σχολικά έτη 1922-1965, οπότε και καταργήθηκε λόγω έλλειψης μαθητών.
Το σχολείο ιδρύθηκε το 1924 (ΦΕΚ 192Α /13.08.1924) στον προσφυγικό οικισμό Μπαμπαλιό. Τον οικισμό συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες. Ο οικισμός Μπαμπαλιού αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη κοινότητα το 1929 (ΦΕΚ Α 97/12.03.1929). Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτάται στο Δήμο Ινάχου και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Αμφιλοχίας.
Το σχολείο συγχωνεύτηκε το 1983 (ΦΕΚ 104Α /3.8.1983) με το Δημοτικό Σχολείο Ποδογοράς.
Το σχολείο ιδρύθηκε το 1934 (ΦΕΚ 202Α /26.06.1934) Τον οικισμό Νέου Γαλατά συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες στα όρια της κοινότητας Γαλατά Μεσολογγίου. Ο οικισμός αναγνωρίστηκε και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Γαλατά το 1928. Το 1961 ο οικισμός Νέου Γαλατά καταργείται και προσαρτάται στην κοινότητα Γαλατά. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) η κοινότητα προσαρτάται στο Δήμο Χάλκειας και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Ναυπακτίας.
Το Δημοτικό Σχολείο Νέου Γαλατά καταργήθηκε το έτος 1968 και ενσωματώθηκε στο Δημοτικό Σχολείο ΓΑΛΑΤΑ. Ωστόσο τα περισσότερα βιβλία του εξακολούθησαν να ενημερώνονται έως και το 1972 κάποια δε μέχρι και το 1991.
Δημοτικό Σχολείο Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα
Το Δημοτικό Σχολείο Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα συστήθηκε το σχολικό έτος 1926-1927 και λειτουργεί εως σήμερα.
Τα πρώτα χρόνια λειτούργησε ως μεικτό μονοτάξιο εως το σχολικό έτος 1934-1935 ενώ μετέπειτα ως μεικτό διτάξιο. Σήμερα στεγάζεται στον ίδιο χώρο.
Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του 1926-1927 είχαν εγγραφεί 40 μαθητές από Σμύρνη – Μικρά Ασία. Το σχολικό έτος 1927-1928 εγγράφηκαν 55 μαθητές, το σχολικό έτος 1929-1930 εγράφησαν 57 μαθητές, το σχολικό έτος 1930-1931 εγράφησαν 67 μαθητές , το σχολικό έτος 1931-1932 εγγράφηκαν 83 μαθητές.
Η 1η διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα ήταν η κα. Ελένη Λαζαράτου.
Το σχολείο ιδρύθηκε το 1923 στον προσφυγικό οικισμό που είχε ήδη συγκροτηθεί στη θέση Τραγάνα της κοινότητας Λεπενούς. Επικράτησε η ονομασία Σφήνα και μετονομάστηκε το σχολείο το 1931 αλλά και ο οικισμός. Το 1940 αναγνωρίστηκε ως οικισμός Σφήνας της κοινότητας Λεπενούς. Το 1966 αποσπάσθηκε από την κοινότητα Λεπενούς και ορίστηκε ως έδρα της κοινότητας Σφήνας αλλά επανήλθε το 1967 στην κοινότητα Λεπενούς, Το 1975 αναγνωρίζεται εκ νέου ως κοινότητα Σφήνας και μετονομάζεται σε κοινότητα Κυψέλης το 1986. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτάται στο Δήμο Στράτου και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Αγρινίου.
Το σχολείο καταργήθηκε το 2008.
Δημοτικό Σχολείο Τραγάνης Βάλτου
Το σχολείο ιδρύθηκε το 1923 στον προσφυγικό οικισμό που είχε ήδη συγκροτηθεί στη θέση Τραγάνα της κοινότητας Λεπενούς. Επικράτησε η ονομασία Σφήνα και μετονομάστηκε το σχολείο το 1931 αλλά και ο οικισμός. Το 1940 αναγνωρίστηκε ως οικισμός Σφήνας της κοινότητας Λεπενούς. Το 1966 αποσπάσθηκε από την κοινότητα Λεπενούς και ορίστηκε ως έδρα της κοινότητας Σφήνας αλλά επανήλθε το 1967 στην κοινότητα Λεπενούς, Το 1975 αναγνωρίζεται εκ νέου ως κοινότητα Σφήνας και μετονομάζεται σε κοινότητα Κυψέλης το 1986. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτάται στο Δήμο Στράτου και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Αγρινίου.
Το σχολείο καταργήθηκε το 2008.
Για τη διοικητική ιστορία του σχολείου βλ. 21ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης
Δημοτικό Σχολείο Χίου «Αγιασμένος» Προσφύγων
Διεύθυνση Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας. Εκτιμητικές Επιτροπές Ανταλλαξίμων
Στις 20-11-1939 η Διεύθυνση Ανταλλαγής του Υπ. Γεωργίας έγινε VII Δ/νσις της Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίου Λογιστικού.
Το Μάιο του 1924 με Ν.Δ. «Περί συστάσεως Γενικής Διευθύνσεως Ανταλλαγής πληθυσμών (Αρ. Εφημ. Κυβ. 98/2-3- Μαΐου 1924)» συστάθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπ. Γεωργίας Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής πληθυσμών με σκοπό να συγκεντρώσει στοιχεία περί των περιουσιών των υπαγόμενων εις την Ανταλλαγήν ομογενών….».
Με ψήφισμα της 3ης Απριλίου 1924 (άρθρα 9-10) της Δ’ Συνελεύσεως των Ελλήνων ιδρύθηκαν Διοικητικές επιτροπές «Προς ελέγχων των δηλώσεων εγκαταλειφθεισών εν Τουρκία Περιουσιών υπό Ανταλλαξίμων ομογενών και καταβολής ποσοστού».
Όλες οι περιοχές που ήταν εστίες του Ελληνισμού πριν από την συνθήκη της Λωζάννης χωρίστηκαν κατά εκκλησιαστικές επαρχίες (π.χ. Καισαρείας , Αμάσειας) και κάθε επαρχία σε κοινότητες (π.χ. κοινότης Αμισού , εκκλησιαστικής επαρχίας Αμάσειας)
Για κάθε μια από τις κοινότητες αυτές συστάθηκε μια Εκτιμητική Επιτροπή (Ε.Ε) που έδρευε σε μέρη που είχαν εγκατασταθεί ανταλλάξιμοι αυτής της κοινότητας . Για τις μεγάλες κοινότητες συστάθηκαν περισσότερες από μια Ε.Ε. με διακριτικό στοιχείο τη διαφορετική έδρα (π.χ. κοινότητα Ανδριανουπόλεως επαρχίας Ανδριανουπόλεως με έδρες Θεσ/κη , Ξάνθη, Κομοτηνή).
Δυο Ε.Ε. της αυτής κοινότητας που συνεδρίαζαν στην ίδια πόλη διακρίνονται με τα στοιχεία Α, Β, (π.χ. κοινότητα Αλάτσατα Α, Β, επαρχία Κρήνης με έδρα την Αθήνα) . Οι Ε.Ε. των πόλεων Σμύρνης και Τραπεζούντας συστάθηκαν με διακριτικό στοιχείο τις ενορίες αυτών των (1) βλ. Βιβλιοθήκη Γ.Α.Κ. τ. 24 πόλεων (π.χ. Αγ. Δημητρίου, Επαρχίας Σμύρνης ή Αγ. Δημητρίου Τραπεζούντας , επαρχίας Τραπεζούντας).
Οι Εκτιμητικές επιτροπές ήταν τετραμελείς . Τρία από τα μέλη ήταν διακεκριμένα πρόσωπα της κοινότητας της οποίας θα εξέταζαν τα περιουσιακά στοιχεία των κατοίκων και είχαν ίδια αντίληψη γι’ αυτά και το τέταρτο μέλος εκτελούσε χρέος γραμματέως και διοριζόταν από το Υπ. Γεωργίας . Αφού ορκίζοταν ενώπιον του Ειρηνοδίκη της έδρας της Ε.Ε. συγκέντρωναν τις αιτήσεις των ανταλλαξίμων , εξέταζαν τις χρηματικές απαιτήσεις του αιτούντος με βάση τα περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα και επιδίκαζαν το ποσό. «Η επιτροπή στηριζόμενη εις τας προσωπικάς γνώσεις και αντίληψιν των μελών της ή εις πληροφορίας δέχεται….». Ο υπολογισμός του ποσού γίνονταν σε Τούρκικες χρυσές λίρες και συνήθως το ποσό ήταν μικρότερο από το ζητούμενο. Ήδη η επιτροπή από την αρχή των συνεδριάσεων είχε ορίσει ένα minimum αποζημιώσεως ανάλογα με το περιουσιακό στοιχείο π.χ. 100 Τ.Λ. για ένα σπίτι , 10 Τ.Λ. για ένα άλογο . Πολλές φορές όμως η δήλωση απορρίπτεται «διότι ο αιτών στερείται επισήμων αποδεικτικών εγγράφων ή τυγχάνει άγνωστος από την επιτροπή και τους λοιπούς συμπολίτες του». Σ’ αυτό τι σημείο αξιοσημείωτα είναι δύο στοιχεία: α)Η επιτροπή σχεδόν πάντα δέχεται και αποζημιώνει τον αιτούντα για προίκα θυγατέρων , αδελφών , ενώ άλλα στοιχεία τα απορρίπτει ως ανυπόστατα , και β) αν ο δικαιούχος είχε πεθάνει και δεν υπήρχε άρρην άμεσος κληρονόμος μέρος της περιουσίας κληρονομούν οι αδελφοί ή οι εξάδελφοι του αποθανόντος και όχι εξ ολοκλήρου η χήρα ή οι θυγατέρες του. Σε περίπτωση ασάφειας ή διπλής δηλώσεως σε δυο Ε.Ε. οι επιτροπές αλληλογραφούσαν μεταξύ τους προκειμένου να καταλήξουν σε απόφαση ή οι ενδιαφερόμενοι κατέφευγαν προς επίλυση της διαφοράς στις Α/θμιες και Β/θμιες Επιτροπές ή Επιτροπές Ασαφών δηλώσεων.
Διεύθυνση Ανταλλαγής, Εκτιμητική Επιτροπή Χίου
Διεύθυνση Κοινωνική Πρόνοιας Αχαΐας
Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας υπαγόταν στο Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών.
Το 1977 μεταβιβάστηκαν οι αρμοδιότητές της στους Νομάρχες. Επομένως, η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας ανήκε στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ροδόπης – Έβρου, Νομαρχιακό Διαμέρισμα Έβρου. Σήμερα, η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας ανήκει στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, Περιφερειακή Ενότητα Έβρου και μετονομάστηκε σε Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας ΠΕ Έβρου.
Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας
Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας αναλαμβάνει τα θέματα της στεγαστικής αποκατάστασης αστών προσφύγων (ενώ την γεωργική αποκατάσταση έχει στην ευθύνη του το Υπουργείο Γεωργίας- Διεύθυνση Εποικισμού) συνεχίζοντας το έργο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Τα Τμήματα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου και Ναυπάκτου διαχειρίζονται την αποκατάσταση Αστών Προσφύγων στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου και στη Ναύπακτο αντίστοιχα και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας με έδρα το Μεσολόγγι έχει την ευθύνη της αποκατάστασης των προσφύγων στο συνοικισμό Βίγλα του Μεσολογγίου.
Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας – Γραφείο Κοινωνικής Πρόνοιας Ναυπάκτου
Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας αναλαμβάνει τα θέματα της στεγαστικής αποκατάστασης αστών προσφύγων (ενώ την γεωργική αποκατάσταση έχει στην ευθύνη του το Υπουργείο Γεωργίας - Διεύθυνση Εποικισμού) συνεχίζοντας το έργο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) στο νομό Αιτωλοακαρνανίας. Τα Τμήματα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου και Ναυπάκτου διαχειρίζονται την αποκατάσταση Αστών Προσφύγων στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου και στη Ναύπακτο αντίστοιχα και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας με έδρα το Μεσολόγγι έχει την ευθύνη της αποκατάστασης των προσφύγων στο συνοικισμό Βίγλα του Μεσολογγίου.
Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας – Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου
Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας αναλαμβάνει τα θέματα της στεγαστικής αποκατάστασης αστών προσφύγων (ενώ την γεωργική αποκατάσταση έχει στην ευθύνη του το Υπουργείο Γεωργίας- Διεύθυνση Εποικισμού) συνεχίζοντας το έργο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Τα Τμήματα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου και Ναυπάκτου διαχειρίζονται την αποκατάσταση Αστών Προσφύγων στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου και στη Ναύπακτο αντίστοιχα και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας με έδρα το Μεσολόγγι έχει την ευθύνη της αποκατάστασης των προσφύγων στο συνοικισμό Βίγλα του Μεσολογγίου.
Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Καβάλας
Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Έβρου, 3ο Γραφείο
Με το Ν. 4653/30 "περί διοικήσεως της εκπαιδεύσεως" δημιουργείται το Εποπτικό Συμβούλιο Στοιχειώδους Εκπαίδευσης. Με τον Α.Ν. 767/37 και τον Α.Ν. 2180/40 έχουμε το Ανώτατο Συμβούλιο Εκπαιδεύσεως με τους Γενικούς Επιθεωρητές Στοιχειώδους Εκπαίδευσης. Δημιουργούνται τα Ανώτερα Εποπτικά Συμβούλια που έχουν στην ευθύνη τους τα Εποπτικά Συμβούλια Σ.Ε. και τους Επιθεωρητές Σ.Ε. ανά περιφέρεια. Με το Β.Δ. 95/25.06.1958 δημιουργούνται τα Περιφερειακά Υπηρεσιακά Συμβούλια Στοιχειώδους Εκπαίδευσης (ΠΥΣΣΕ) και το Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο (ΑΥΣΣΕ). Με το Ν.Δ 651/1970 το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο διοικεί 10 Ανώτερες Εκπαιδευτικές Περιφέρειες (στην περιοχή μας έδρα ήταν η Καβάλα), με τους Γενικούς Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και τα ΠΥΣΣΕ μετατρέπονται σε Νομαρχιακά Υπηρεσιακά Συμβούλια Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΝΥΣΔΕ). Σε κάθε εκπαιδευτική περιφέρεια δημοτικής εκπαίδευσης ιεραρχικά υπήρχε: σε κατώτερη κλίμακα ο Επιθεωρητής, αμέσως μετά οι Νομαρχιακές Επιθεωρήσεις δημοτικής εκπαίδευσης (σε σύνολο 56, 1 σε κάθε νομό), οι Αναπληρωτές Γενικοί Επιθεωρητές και οι Γενικοί Επιθεωρητές. Με το Ν.1304/82, όπως τον συμπλήρωσε ο Ν.1566/85, όπου Δημοτική Εκπαίδευση αλλάζει σε Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και δημιουργούνται τα Γραφεία.
Η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Έβρου χωριζόταν σε τέσσερα γραφεία. Το 1ο γραφείο στην Αλεξανδρούπολη, το 2ο στο Σουφλί, το 3ο στο Διδυμότειχο και το 4ο γραφείο στην Ορεστιάδα.
Το 2011 με το Ν. 4027/2011 ( ΦΕΚ 233 τ.Α') έγινε η κατάργηση των γραφείων και η συγκέντρωση των λειτουργιών στη Διεύθυνση στην Αλεξανδρούπολη.
Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Αιτωλοακαρνανίας
Πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και συνέχισαν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία στα ελληνικά σχολεία αφού προσκόμισαν τίτλους σπουδών και βεβαιώσεις προϋπηρεσίας από τα σχολεία του οθωμανικού κράτους.
Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Ηρακλείου
Ο Αλέξανδρος Διομήδης καταγόταν από την παλιά σπετσιώτικη οικογένεια με το επώνυμο Κυριακός ή Κυριακού που ασχολιόταν με τη ναυτιλία και το εμπόριο και συμμετείχε ενεργά στον αγώνα της ανεξαρτησίας προσφέροντας το πλοίο της «Πελεκάνος». Γιός του Νικολάου Διομήδη και της Ελένης Φιλαρέτου, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 1875. Μεγάλωσε μέσα σε οικογένεια νομομαθών και πολιτικών, γεγονός που τον οδήγησε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Τόσο ο πατέρας του, όσο και ο παππούς του Διομήδης-Αναστάσιος Κυριακός καθώς και ο θείος του Βασίλης Οικονομίδης ήταν καθηγητές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο παππούς του διετέλεσε επίσης βουλευτής Σπετσών και πρωθυπουργός, υπήρξε δε από τους κυριότερους συντάκτες του Συντάγματος του 1844.
Ο Αλέξανδρος Διομήδης σπούδασε Νομικά στη Βαϊμάρη, στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας το 1895. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα αναγορεύτηκε υφηγητής με την πραγματεία του «Περί του προϋπολογισμού του Κράτους», ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε στις εφημερίδες Νέα Ημέρα της Τεργέστης και Νέος Ελεύθερος Τύπος της Βιέννης. Το 1907 συμμετείχε στη Β΄ Συνδιάσκεψη Ειρήνης στη Χάγη και μετά την επανάσταση του 1909 τοποθετήθηκε από την κυβέρνηση Κυριακούλη Μαυρομιχάλη νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Από τότε ξεκίνησε ουσιαστικά η πολιτική του σταδιοδρομία. Το 1910 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Σπετσών. Το 1912 ο Βενιζέλος του ανέθεσε το υπουργείο Οικονομικών, όπου παρέμεινε μέχρι το 1915. Το 1916-1917 εστάλη στο Παρίσι και στο Λονδίνο ως έκτακτος απεσταλμένος της κυβέρνησης Θεσσαλονίκης και το 1918 ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών και προσωρινά το υπουργείο Δικαιοσύνης. Μετά την αποτυχία του κόμματος των Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1920, ο Διομήδης αναχώρησε στο εξωτερικό όπου παρέμεινε μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή. Τον Σεπτέμβριο του 1922 ανέλαβε προσωρινά το υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Σ. Κροκιδά και στις αρχές του 1923 τοποθετήθηκε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Το 1928 ανέλαβε τη θέση του πρώτου διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου παρέμεινε μέχρι την απομάκρυνσή του, το 1931, λόγω διαφωνιών με τον Βενιζέλο για τη συναλλαγματική πολιτική. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο του οποίου διετέλεσε και πρόεδρος και επανήλθε στο Γενικό Συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας από το οποίο παραιτήθηκε το 1943, όταν διορίστηκε διοικητής ο Γ. Μερκούρης. Τέλος, το 1949 ήταν αντιπρόεδρος στη συμμαχική κυβέρνηση Θ. Σοφούλη μετά το θάνατο του οποίου ανέλαβε για σύντομο χρονικό διάστημα την πρωθυπουργία.
Ο Α. Διομήδης εκτός από οικονομολόγος και τραπεζίτης υπήρξε διανοούμενος και ερευνητής και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την εποχή του Βυζαντίου. Τα κυριότερα έργα του είναι:
1) Συνταγματική και οικονομική μελέτη περί του προϋπολογισμού του κράτους, Αθήνα 1905.
2) Η Β΄ Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στη Χάγη το 1907, Αθήνα 1908.
3) Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος αρχομένου του Ευρωπαϊκού πολέμου (1915-1916), Αθήνα.
4) Τα οικονομικά της Ελλάδος προ και μετά την 1η Νοεμβρίου 1920, Αθήνα 1922.
5) Το πρόβλημα του οικονομικού μας μέλλοντος, Αθήνα 1925.
6) Η νομισματική μας ασθένεια και τα μέσα προς θεραπείαν αυτής, Αθήνα 1928.
7) Η πολιτική της σταθεροποιήσεως και ο Ε. Βενιζέλος, Αθήνα 1932.
8) Μετά την κρίσιν. Οικονομικαί και δημοσιονομικαί μελέται 1932-1934, Αθήνα 1934.
9) Βυζαντιναί Μελέται, Αθήνα 1942, 1946.
10) Τα αίτια της οικονομικής παρακμής του Βυζαντίου, Αθήνα 1937.
11) Από την πνευματική και θρησκευτική ζωή των Κομνηνών, Αθήνα.
12) Επί του νομισματικού και πιστωτικού ζητήματος, Αθήνα 1948.
13) Νέα οργανική διάρθρωσις της ελληνικής οικονομίας (Ανασυγκρότηση–Εξηλεκτρισμός-Εκβιομηχάνιση), Αθήνα 1950.
Ο Αλέξανδρος Διομήδης είχε παντρευτεί την Ιουλία Ψύχα, κόρη του Γεωργίου και της Ζηνοβίας το γένος Σαλβάγου, από την Αλεξάνδρεια.
Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1950.
Διτάξιο Μεικτό Δημοτικό Σχολείο Φορτέτσας
Για τη διοικητική ιστορία του σχολείου βλ. 21ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης
Ο Σ. Δούκας, γιος του Κωνσταντίνου Δούκα και της Αιμιλίας Χατζαποστόλη, γεννήθηκε το 1895 στα Μοσχονήσια. Είχε τέσσερα αδέλφια: τον Δούκα (γεν. 1893), τον Δημήτρη (γεν. 1896), την Ελένη (γεν. 1898) και τον Αλέκο (1900-1962). Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Κυδωνιών (1912) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, χωρίς να την τελειώσει. Υπηρέτησε ως εθελοντής στην Εθνική Άμυνα (1916-1923) και ως έφεδρος αξιωματικός (1940-1941). Ασχολήθηκε με την προβολή της βιοτεχνίας της Ανατολής (Αγγειοπλαστική Κιουτάχειας, ταπητουργία), οργάνωσε εκθέσεις των φίλων του ζωγράφων Φώτη Κόντογλου και Σπύρου Παπαλουκά, με τους οποίους και σύστησε την εταιρία «Διακοσμητικής Τέχνης». Λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει τον Σύλλογο Μουσικών Τεχνών στη Μυτιλήνη με τον Σ. Μυριβήλη. Από το 1928 έως το 1930 πραγματοποίησε δύο μεγάλες περιοδείες στη Δυτική Μακεδονία, που διήρκεσαν 4 μήνες και 1 χρόνο, αντίστοιχα. Καρπός των περιοδειών αυτών ήταν Η ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929), η δημοσιογραφική έρευνα Ορεινή Ελλάδα (δημοσιεύθηκε σε 9 συνέχειες στην εφ. Πρωία με τίτλο του εκδότη Ληστρική κοινωνία), διάφορα ζωγραφικά έργα, ημερολόγια και σημειώσεις. Το 1930 παρουσίασε δική του έκθεση ζωγραφικής. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934). Υπηρέτησε ως γραμματέας της Τουριστικής Επιτροπής Θεσσαλονίκης (1937-1939) και στα Ιατρεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (1945-1946). Στην Κατοχή εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ, συνελήφθη και κακοποιήθηκε από τους Γερμανούς. Παντρεύτηκε (1942) την Δήμητρα Μαγκανά (γεν. 1903). Το 1962 μετέβη στη Μόσχα για εγχείρηση προστάση που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Έκτοτε ζούσε κατάκοιτος στο σπίτι του στην οδό Ορμηνίου 3 στην Αθήνα. Πέθανε το 1983.
Ο Στρατής Δούκας δημοσίευσε αισθητικά, τεχνοκριτικά και λογοτεχνικά κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά. Στη δεκαετία του 1920 συνεργάστηκε με το περιοδικό Φραγγέλιο του Νίκου Βέλμου, ενώ αναμίχθηκε στην έκδοση του περιοδικού Φιλική Εταιρεία του Φώτη Κόντογλου και επιμελήθηκε μόνος του τα τελευταία τεύχη. Στα 1935-1937 εξέδωσε μαζί με άλλους το καλλιτεχνικό περιοδικό Το Τρίτο Μάτι, στα 1948-1950 ήταν συνεργάτης και αργότερα διευθυντής του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα και στα 1965-1969 ήταν τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Διαγώνιος.
Ο αδελφός του Στρατή Αλέκος (1900-1962) μετανάστευσε από το 1927 στην Αυστραλία, όπου αναδείχθηκε σε σημαντική μορφή των ελληνικών γραμμάτων και του εκεί εργατικού κινήματος. Σκοτώθηκε επιστρέφοντας από διαδήλωση υπέρ της ειρήνης. Στην Αυστραλία εγκαταστάθηκε τουλάχιστον από το 1938 και η αδελφή του Ελένη Δούκα-Ανδρονίκου με την οικογένειά της.
Η σύζυγός του Δήμητρα (γενν. 1903) είχε δύο παιδιά από τον πρώτο της γάμο, εξορίστηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στη Χίο και στράφηκε στη λογοτεχνία, ύστερα από προτροπή του Στρατή. Απόσπάσματα των έργων της δημοσιεύτηκαν στον τόμο Δεσμός με επιμέλεια του Σ. Δούκα.
Έργα του: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ: Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929, 1932, 1958, 1962, 1969, 1977, 1980), Εις εαυτόν (1930, 1981), Γράμματα και συνομιλίες (1965, 1975), Ο βίος ενός αγίου, Γιαννούλης Χαλεπάς (1967), Οδοιπόρος (1968, 1975, 1981), Δεσμός (1970, 1978), Ο μικρός αδελφός (1972, 1975), Μαρτυρίες και κρίσεις (1972, 1977), Ενώτια (1974, 1978, 1981), Ενθυμήματα από δέκα φίλους μου (1976), Οι δώδεκα μήνες (1982), Θερμοκήπιο (1982), καθώς και διάφορα λογοτεχνικά, ταξιδιωτικα και δημοσιογραφικά κείμενα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. ΤΕΧΝΟΚΡΙΤΙΚΑ: Το εικονογραφικό έπος της Ανατολικής Εκκλησίας (1948), Γιαννούλης Χαλεπάς, Νέα βιογραφικά (1952), Γιαννούλης Χαλεπάς, κατάλογος των έργων του (1962), Ο ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς (1966), Υποθέσεις και λύσεις πάνω σε προβλήματα της ζωής και του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά (1970), Γιαννούλης Χαλεπάς (1978). ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ: Σχέδια του Στρατή Δούκα (1979). – Επίσης, επιμελήθηκε τόμους τρίτων.
Πηγή: Τ. Κόρφης, «Στρατής Δούκας. Παρουσίαση-ανθολόγηση», Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τ. Γ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1992, σσ. 322-371.
Απόγονος μεγάλης κερκυραϊκής οικογένειας, κυβερνήτης του θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ» στους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Σοφοκλής Δούσμανης (Κέρκυρα, 1868 – Αθήνα, 1952), ήταν ναύαρχος και σημαίνον στέλεχος του Πολεμικού Ναυτικού.
Αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1888. Ικανότατος αξιωματικός φιλοβασιλικών πεποιθήσεων, η σταδιοδρομία του στο Πολεμικό Ναυτικό διαμορφώθηκε από τους δύο αυτούς παράγοντες. Με το βαθμό του αντιπλοιάρχου διετέλεσε αρχιεπιστολεύς της Μοίρας Γυμνασίων (1910), διευθυντής της Διοικητικής Υπηρεσίας του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.) (1912) και κυβερνήτης του θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ» και αρχιεπιστολεύς του Στόλου του Αιγαίου κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Προήχθη σε υποναύαρχο το 1914 σε αναγνώριση των υπηρεσιών του και τοποθετήθηκε διοικητής της Μοίρας Θωρηκτών. Διετέλεσε αρχηγός ΓΕΝ από τον Ιούνιο του 1915 έως το 1917. Με την επικράτηση του Βενιζέλου την περίοδο 1917-1920 αποστρατεύτηκε και εξορίστηκε στη Σαντορίνη. Μετά την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία και διετέλεσε αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου (Ιανουάριος – Απρίλιος 1921) και αρχηγός ΓΕΝ (Νοέμβριος 1921-Οκτώβριος 1922). Αποστρατεύτηκε προαγόμενος σε αντιναύαρχο τον Ιανουάριο του 1923. Όταν ξέσπασε το κίνημα Πλαστήρα τον Μάρτιο του 1935 διορίστηκε από την κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη υπουργός Ναυτικών (Μάρτιος – Οκτώβριος 1935) και προήχθη σε ναύαρχο. Την ίδια περίοδο (Μάρτιος 1935 – Ιανουάριος 1936) ήταν πρόεδρος της «Επιτροπής Εράνου υπέρ του Εθνικού Στόλου», που σκοπό είχε τη συλλογή χρημάτων για την αγορά ενός μεγάλου πλοίου και την αποκατάσταση των ζημιών των πλοίων του στόλου που προκλήθηκαν κατά την καταστολή του κινήματος του Πλαστήρα. Ο Δούσμανης τιμήθηκε με πολλά ελληνικά και ξένα παράσημα. Πέθανε την 6η Ιανουαρίου 1952.
Το 1939 ο Σοφοκλής Δούσμανης συνέγραψε το βιβλίο Το ημερολόγιον του κυβερνήτου του «Γ. Αβέρωφ» κατά τους πολέμους 1912-1913, Αθήναι, τύποις Πυρσού, 1939, στο οποίο προσπαθεί να τονίσει το ρόλο του στις ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (3 Ιανουαρίου 1913). Παντρεύτηκε την Μαρία Κωνσταντίνου Βούρου το 1915.
[Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία βλ. στην εισαγωγή του κ. Κ. Παΐζη-Παραδέλη στην υπάρχουσα καταγραφή του αρχείου].
Ο Ίων Δραγούμης διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή των αρχών του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1878 όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές και πανεπιστημιακές του σπουδές αποφοιτώντας από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Mε την έναρξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου ο Δραγούμης υπηρέτησε ως εθελοντής και ολοκλήρωσε στη συνέχεια τη στρατιωτική του θητεία στο πεζικό.
Το 1899 προσελήφθη στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Το 1902 διορίστηκε για πρώτη φορά υποπρόξενος στο Μοναστήρι (σημ. Bitol). Εκεί συνέβαλε αποφασιστικά στην οργάνωση των ορθόδοξων ελληνικών κοινοτήτων της Δυτικής Μακεδονίας με τη συμπαράσταση του πατέρα του Στέφανου Δραγούμη αλλά και του Παύλου Μελά, συζύγου της αδελφής του Ναταλίας. Ο Δραγούμης στη συνέχεια υπηρέτησε σε διάφορα προξενεία στην Ανατολική Μακεδονία, τη Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία (Σέρρες, Πύργο και Φιλιππούπολη). Μετατέθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1905 και στη συνέχεια στο Δεδεαγάτς (σημ. Αλεξανδρούπολη). Υπηρέτησε σε σημαντικές διπλωματικές θέσεις όπως στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρώμη, στο Λονδίνο, στην Αγία Πετρούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη συνεργάστηκε στενά με τον φίλο του και αξιωματικό του Πεζικού Αθανάσιο Σουλιώτη, γνωστό με το ψευδώνυμο Νικολαΐδης, για την οργάνωση των ελληνικών πληθυσμών της Πόλης. Αποτέλεσμα των προσπαθειών τους ήταν η δημιουργία της μυστικής εθνικής Οργάνωσης Κωνσταντινουπόλεως. Το 1911 κατά την κατάληψη των Δωδεκανήσων από την Ιταλία ο Δραγούμης συμμετείχε στην οργάνωση συνεδρίου με κύριο σκοπό την ένωση των νησιών με την Ελλάδα ή την πλήρη αυτονομία τους.
Με το ξέσπασμα του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου διαφώνησε εντονότερα με την πολιτική του Βενιζέλου. Κατατάχθηκε στο στρατό και αμέσως αποσπάσθηκε στο γραφείο του Βασιλέα Κωνσταντίνου. Ήταν παρών και συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Θεσσαλονίκης το 1912. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους τοποθετήθηκε πρώτα στην πρεσβεία της Αγίας Πετρούπολης και εν συνεχεία στη Βιέννη και το Βερολίνο. Τον Μάιο του 1915 αποφασισμένος να αναλάβει ουσιαστικότερο ρόλο στα τεκταινόμενα παραιτήθηκε από το Υπουργείο των Εξωτερικών για να πολιτευθεί. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εκλέχθηκε βουλευτής Φλωρίνης, στον τόπο καταγωγής της οικογένειάς του (Βογατσικό Φλωρίνης). Στη Βουλή ανέπτυξε τις θέσεις του χωρίς όμως να ενταχθεί στις πολιτικές των δύο μεγάλων κομμάτων. Πεποίθησή του ευθύς εξαρχής ήταν πως η Ελλάδα έπρεπε να εισέλθει στον πόλεμο στην πλευρά των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως υπό ορισμένους όμως όρους.
Παράλληλα με τη διπλωματική του σταδιοδρομία αρθρογράφησε επί σειρά ετών σε πολιτικά περιοδικά και εφημερίδες. Από τον Ιανουάριο του 1916 είχε αρχίσει να εκδίδει το εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις. Από τις σελίδες του περιοδικού και μετά την αναχώρηση του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα, τον Ιούνιο του 1917, ο Δραγούμης διαμαρτυρήθηκε έντονα για την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας και την παραβίαση της ουδετερότητας. Άμεση συνέπεια της αντίδρασής του αυτής ενάντια στην πολιτική του Βενιζέλου υπήρξε η εξορία του μαζί με άλλους αντιφρονούντες πολιτικούς στην Κορσική τον Ιούλιο του 1917. Έως τον Μάιο του 1919 παρέμεινε στην Κορσική και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Σκόπελο από όπου και επέστρεψε τελικά στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1919. Στην Κορσική ο Δραγούμης συνέταξε και υπέβαλε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι υπόμνημα για τη συμβολή και τις θέσεις της Ελλάδας. Στη Σκόπελο συνέταξε και απέστειλε δεύτερο υπόμνημα σχετικά με τη θέση της Ελλάδος στο Ανατολικό Ζήτημα, τις εδαφικές της διεκδικήσεις καθώς και τη στάση που θα έπρεπε να ακολουθήσει στο ζήτημα της Μικράς Ασίας.
Στις 31 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1920, έγινε γνωστή στην Αθήνα η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Παρίσι. Στο πλαίσιο αντιδράσεων που οργάνωσαν παρακυβερνητικοί κύκλοι στη Αθήνα ο Δραγούμης συνελήφθη καθοδόν από την Κηφισιά στην Αθήνα. Παραδόθηκε σε απόσπασμα δεκαπέντε ανδρών για να μεταφερθεί στο Φρουραρχείο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια όμως της διαδρομής προς το Φρουραρχείο, ο Δραγούμης εκτελέστηκε. Άφησε την τελευταία του πνοή στο πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Κηφισίας (σημ. Βασιλίσσης Σοφίας).Το ίδιο βράδυ ανακοινώθηκε ο θάνατός του στην οικογένειά του και ο ενταφιασμός του πραγματοποιήθηκε εσπευσμένα το επόμενο πρωί με την παρουσία μόνον λίγων μελών της οικογένειάς του.
Υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Συνέγραψε πλήθος πολιτικών μελετών και άρθρων και δημοσίευσε λογοτεχνικά έργα. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα (1907), Σαμοθράκη (1908), Όσοι ζωντανοί (1911). Ο αδελφός του Φίλιππος Δραγούμης διαφύλαξε το έργο του και δημοσίευσε μετά το θάνατo του Ίωνος ορισμένα από τα ανέκδοτα έργα του όπως Το Μονοπάτι (1902) και Το Σταμάτημα (1917).
Ο Στέφανος Ν. Δραγούμης, δευτερότοκος γιος του Νικoλάου Μ. Δραγούμη και της Ευφροσύνης, το γένος Στέφ. Γεωργαντά, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1842. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Ελληνικού Εκπαιδευτηρίου στην Αθήνα (1855-1857), αλλά τελείωσε το γυμνάσιο στο Παρίσι, όπου σπούδασε Νομικά και πήρε την Licenceen Droit (1858-1861). Μετά την επιστροφή του από την Γαλλία το 1861, μπήκε στη δικαστική υπηρεσία και διορίστηκε διαδοχικά πρωτοδίκης στη Σύρο, Τρίπολη, Ζάκυνθο, Κέρκυρα, Μεσολόγγι, Αθήνα, πρόεδρος πρωτοδικών στο Ναύπλιο, Κεφαλονιά, Σύρο και εφέτης στην Αθήνα (1862-1875). Τον Απρίλιο του 1875 διορίστηκε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, απ’ όπου σε έξι μήνες λόγω διαφωνίας του με τον Υπουργό παραιτήθηκε και άρχισε να δικηγορεί.
Η κατοπινή δημόσια πολιτική σταδιοδρομία του Στέφανου Ν. Δραγούμη παρουσιάζει μία σταθερή ανοδική πορεία σε θέσεις και αξιώματα: Υπουργός Εξωτερικών και Εσωτερικών επί κυβερνήσεων Χ. Τρικούπη (1886-1890, 1892-1893), Πρωθυπουργός και Υπουργός Οικονομικών το 1910, αμέσως μετά το κίνημα στο Γουδί, πρώτος Γενικός Διοικητής Κρήτης και Μακεδονίας (1912-1913) και τέλος Υπουργός Οικονομικών (1915-1916) επί κυβερνήσεων Αλ. Ζαΐμη και Στ. Σκουλούδη. Πολιτεύτηκε επίσης ως τρικουπικός στην αρχή και κατόπιν ως ανεξάρτητος και εκλέχθηκε επανειλημμένως βουλευτής Μεγαρίδος (1879-1895), Αττικής και Βοιωτίας (1899-1910) και τέλος Θεσσαλονίκης (1915, 1920).
Ο Φίλιππος Στ. Δραγούμης, τέταρτος γιος και προτελευταίο από τα έντεκα παιδιά του Στέφανου Ν. Δραγούμη και της Ελίζας, το γένος Ιωαν. Κοντογιαννάκη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2/14 Ιανουαρίου 1890. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Ελληνικού Εκπαιδευτηρίου (1899-1902) και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1906-1910). Επιστρατεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1912 ως έφεδρος δεκανέας του Πεζικού. Στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου τραυματίστηκε στη μάχη του Σαρανταπόρου (χτυπήθηκε με βόλι στον αγκώνα) και νοσηλεύθηκε στην Ελασσώνα. Αποσπάσθηκε κατόπιν στο Γενικό Στρατηγείο ως κρυπτογράφος και ακολούθησε τον Διάδοχο Κωνσταντίνο στην θριαμβευτική είσοδο του στη Θεσσαλονίκη, στα Ιωάννινα και στην εκστρατεία κατά των Βουλγάρων (1913). Τον Φεβρουάριο του 1914, μετά από διαγωνισμό μπήκε στο υπουργείο Εξωτερικών και αργότερα υπηρέτησε ως υποπρόξενος στο Γενικό Προξενείο Αλεξανδρείας (Απρίλιος-Οκτώβριος 1916). Το 1917 όμως, απολύθηκε από το υπουργείο για πολιτικούς λόγους, διώχθηκε ως αντιβενιζελικός και εξορίσθηκε (1917-1918) στην Κρήτη, Θήρα και Αμοργό.
Μετά τη δολοφονία του αδελφού του Ίωνα, ο Φίλιππος Δραγούμης ύστερα από πολλές και ποικίλες πιέσεις φίλων και συγγενών, αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική. Στις εκλογές της 1/14 Νοεμβρίου 1920, εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Μακεδονίας, στην εκλογική περιφέρεια Φλώρινας-Καστοριάς. ΄Ελαβε μέρος στις περισσότερες από τις εκλογικές αναμετρήσεις, με επιτυχίες αλλά και με αποτυχίες, ως ανεξάρτητος υποψήφιος, συνεργαζόμενος άλλοτε με τους αγροτικούς και άλλοτε με τους λαϊκούς. Εξελέγη βουλευτής Φλώρινας-Καστοριάς το 1920-1922, 1926-1928, 1932-1933, 1933-1935, και το 1946-1949 στην εκλογική περιφέρεια Θεσσαλονίκης. Το φθινόπωρο του 1952, ο Φίλιπππος Δραγούμης αποχώρησε από την ενεργό πολιτική.
Στο διάστημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας διετέλεσε: 1) υπουργός Γενικός Διοικητής Μακεδονίας (1932-34) στη κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη 2) υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου (Μάϊος 1944-Ιανουάριος 1945) 3) υφυπουργός Εξωτερικών, στην κυβέρνηση Κ.Τσαλδάρη (Διάσκεψη Ειρήνης, Απρίλιος-Οκτώβριος 1946) 4) υπουργός Στρατιωτικών, στην ίδια κυβέρνηση (Νοέμβριος 1946-Ιανουάριος 1947). Συμμετείχε ακόμη, αργότερα, ως υπουργός Εξωτερικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Δ. Κιουσόπουλου (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1952) και ως υπουργός Στρατιωτικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Π. Πιπινέλη (Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1963).
Οι πολιτικοί προβληματισμοί και οι προτάσεις του Φ. Δραγούμη για ανανέωση των πολιτικών δυνάμεων και θεσμών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου εκφράστηκαν μέσα από τη συγγραφή πολυάριθμων άρθρων και μελετών στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο γύρω από θέματα αποκέντρωσης, τοπικής αυτοδιοίκησης, κομματικής νοοτροπίας και γύρω από θέματα εθνικά. Οι εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας σ’όλη αυτήν την περίοδο πολιτικής δράσης και παρέμβασης του Φ. Δραγούμη, τα προβλήματα της Β. Ηπείρου και της Μακεδονίας διαπερνούν και διαποτίζουν κάθε πολιτική του σκέψη και πράξη. Τα κυριότερα δημοσιευμένα έργα του είναι: α) “Εκλογή πολιτικών δημοσιευμάτων” Α΄1922-25, Β΄1925-28, Γ΄1945 β) “Προσοχή στη Βόρειαν Ελλάδα”, (1948) γ) “Τα Εθνικά Δίκαια στη Διάσκεψη Ειρήνης”, (1949) δ) “Απολογία του κοινοβουλευτισμού”, (1950) ε) “Επί του Κυπριακού ζητήματος”, (1950). ΄Εγραψε και πολλά άλλα άρθρα και έργα, τα οποία παραμένουν αδημοσίευτα. Επιμελήθηκε επίσης με ιδιαίτερη φροντίδα την επανέκδοση των έργων του αδελφού του ΄Ιωνα Δραγούμη.
Παράλληλα με τις πολιτικές του δραστηριότητες, ο Φ. Δραγούμης ασχολήθηκε με θέματα επιστημονικά, ιστορικά και πολιτιστικά. Εντύπωση προκαλεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τη γενεαλογία και την ιστορία της οικογένειας του. Διαδέχθηκε τον πατέρα του ως ισόβιο ιδιωτικό μέλος στην Πάγκειο Επιτροπή και στην προεδρία της Γλωσσικής Εταιρείας, την οποία κράτησε για πενήντα περίπου χρόνια. Διετέλεσε επίσης μέλος διοικητικών συμβουλίων σε πολυάριθμους συλλόγους, εταιρείες και ιδρύματα όπως: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων, Ελληνική Γεωγραφική Εταιρεία, Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, Μουσικός και Δραματικός Σύλλογος του Ωδείου Αθηνών, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αναγνωστοπούλειος Σχολή Κονίτσης, Ελληναλβανικός Σύνδεσμος, Ροταριανός ΄Ομιλος και πολλούς άλλους.
Ο Φίλιππος Δραγούμης παντρεύτηκε το 1931, την Ελένη Βαλαωρίτη (1902-1985), κόρη του Ιωάννη Α. Βαλαωρίτη και εγγονή του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά: την Ζωή, σύζυγο Ιωάννη Κ. Μαζαράκη, και τον Μάρκο, σύζυγο Αλεξάνδρας Ρ. Χρίστου.
Πέθανε σε βαθιά γεράματα, στις 2 Ιανουαρίου 1980, στην Αθήνα.
Ο Κωνσταντίνος Δρογκάρης είναι γιατρός και συλλέκτης αρχειακού υλικού. Ζει και εργάζεται στη Σπάρτη. Γεννήθηκε τη δεκαετία του 1950.
Η Καίτη Δρόσου γεννήθηκε στη Σμύρνη, στις 7 Ιουνίου 1922. Ήταν κόρη του δημοσιογράφου Άγγελου (Ευάγγελου) Δρόσου (είχε και το επώνυμο Καλούδας, γεν. το 1896 στην Ιστιαία Εύβοιας) και της Αναστασίας Αργυροπούλου (γεν. το 1903 στην Μικρά Ασία, με καταγωγή από τα Κύθηρα). Είχε μία αδελφή, την Αύρα που γεννήθηκε το 1924. Η Καίτη Δρόσου εργάστηκε λίγα χρόνια ως υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών (1941-1944) και στη συνέχεια ως δημοσιογράφος. Ήταν στενή φίλη του Γιάννη Ρίτσου. Το 1943 παντρεύτηκε τον ηθοποιό Φάνη Καμπάνη (1916-1982) και απέκτησαν έναν γιο, τον Άγγελο (1944-2001). Χώρισαν λίγα χρόνια αργότερα. Μετά από πολύχρονη σχέση παντρεύτηκε τον Άρη Αλεξάνδρου το 1959. Μαζί έφυγαν στη Γαλλία λόγω της δικτατορίας του 1967. Μετά τον θάνατο του Άρη, η Καίτη Δρόσου μοίραζε τη ζωή της μεταξύ Παρισιού και Αθήνας. Πέθανε στο Παρίσι, στις 3.2.2016.
Έργα:
Ποίηση:
Μελέτες-μεταφράσεις:
[Πηγές βιογραφικού: υλικό του αρχείου και οι εκδόσεις: Κατερίνα Καμπάνη, Άρης Αλεξάνδρου, ο παππούς μου, Αθήνα, Ύψιλον, 2006. Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Αθήνα, Σοκόλης, 1996. Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου. Πρόλογος: Καίτη Δρόσου. Επιμέλεια-εισαγωγή-σημειώσεις: Λίζυ Τσιριμώκου, Αθήνα, Άγρα, 2008.]
Από το 1929 και μετά μετονομάστηκε σε 12ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών
Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε στις 30 Μαρτίου 1841, ως κτηματική και προεξοφλητική τράπεζα με το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης χαρτονομισμάτων. Στα 160 και πλέον χρόνια της ιστορικής διαδρομής της η Εθνική Τράπεζα ανέπτυξε όλες τις χρηματοοικονομικές λειτουργίες, ασκώντας παράλληλα, για ογδόντα επτά χρόνια, το εκδοτικό προνόμιο. Κάλυψε με τις δραστηριότητές της το σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Σταδιακά επέκτεινε τις δραστηριότητές της και σε άλλες χώρες. Η ανάπτυξη της Εθνικής Τράπεζας ακολουθεί πορεία παράλληλη με εκείνη του ελληνικού κράτους. Υπήρξε ο μοχλός με τον οποίο η ελληνική οικονομία εξασφάλισε τα απαραίτητα εσωτερικά και εξωτερικά δάνεια για να στηρίξει τη σταθεροποιητική πολιτική και την ευόδωση των εθνικών αγώνων. Είχε ενεργό και αποφασιστική συμμετοχή στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας και συμπαραστάθηκε πάντα σε εκείνους που πλήγηκαν από τις φυσικές ή τις εθνικές καταστροφές υπερασπίζοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα των πελατών και των μετόχων της.
Η τοπική επιτροπή Ανταλλαξίμων Βισαλτίας έδρευε στο υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης στη Νιγρίτα. Στη δικαιοδοσίας της ανήκε και το λεκανοπέδιο του Σωχού Θεσσαλονίκης. Οι συνεδριάσεις ξεκίνησαν στις 30/9/1925 με πρόεδρο το διευθυντή του τοπικού υποκαταστήματος ΕΤΕ Χαράλαμπο Σκορδίλη και μέλη τον ειρηνοδίκη Π. Αλεβίζο και τον πρόσφυγα Χαρίλαο Σταυρίδη. Στο βιβλίο πράξεων υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή της Νιγρίτας το διάστημα 1922 έως 1930 και για τις εκμισθώσεις υδρομύλων, καταστημάτων, βοσκοτόπων, μορεοπεριβόλων, λαχανόκηπων. Επιπλέον πληροφορίες για τη διενέργεια δημοπρασιών και εκποιήσεων για τα κτήματα των Ανταλλαγέντων Μουσουλμάνων. Να σημειωθεί ότι στις δημοπρασίες αυτές συμμετείχαν εκτός από πρόσφυγες και ντόπιοι.
Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων του Πόντου
ΒΔ 7-11.04.1914 (ΦΕΚ 88/τ. Α΄/1914)Περί σύστασης δικαστηρίων στη Μακεδονία
Σύμφωνα με τα άρθρα 6, 11, 12, 13 του Νόμου 147 /5 Ιανουαρίου 1914: " περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως" με υπουργό Δικαιοσύνης τον Κ.Δ. Ρακτιβάν αποφασίστηκε η σύσταση δικαστηρίων στις επαρχίες της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και συγκεκριμένα:
ΠΗΓΗ: http://www.et.gr/api/DownloadFeksApi/?fek_pdf=19140100088
Ο θεσμός του Ειρηνοδικείου εγκαινιάστηκε στην Ελλάδα στα χρόνια του Καποδίστρια και η βασική του αρμοδιότητα ήταν οι πρωτόδικες κρίσεις και η εύρεση συμβιβασμών σε διαφορές ιδιωτικού δικαίου. Στο Αρχείο μας έχουν σωθεί βιβλία πολιτικών αποφάσεων από το 1830 (τα υπόλοιπα αρχεία της περιόδου έχουν χαθεί μαζί με ολόκληρο το αρχείο του προσωρινού Πρωτοδικείου ή «Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου» που επίσης συστάθηκε από τον Καποδίστρια στη Νάξο).
Εκδοτικός Οίκος Ι. Π. Παναγιωτίδου
Εκδόσεις Αλέπαντος και Κότσιφας
Οι εκδότες Αλέπαντος & Κότσιφας, με έδρα στην οδό Σταδίου 59, Αθήνα, εξέδωσαν πολεμικά επιστολικά δελτάρια με σκοπό την κάλυψη της ζωής των Ελλήνων στρατιωτών κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Αποτύπωσαν στιγμιότυπα από την καθημερινότητα των στρατιωτών, τις πολεμικές επιχειρήσεις ή τοπία από τη Μικρά Ασία. Σκοπός των δελταρίων ήταν η «Επίσημη Πολεμική Έκθεση», που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1922 από τη Χαρτογραφική Υπηρεσία της Στρατιάς. Αποτυπώνεται η «καλή» πλευρά της ζωής των στρατιωτών με ήρεμα τοπία και στιγμιότυπα από την καθημερινότητά τους στο μέτωπο, ενώ οι επιχειρησιακές λήψεις ήταν πιθανότατα σκηνοθετημένες.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο ιδρύθηκε με το διάταγμα της 27ης Σεπτεμβρίου 1833 επί της αντιβασιλείας του Όθωνα. Πρώτος πρόεδρος διετέλεσε ο Γάλλος οικονομολόγος Ρενύ, που ήλθε στην Ελλάδα το 1831 με ενέργειες του κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια για να οργανώσει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ήταν ανεξάρτητο στην λειτουργία του από υπουργεία και ενεργούσε ως ανώτατο διοικητικό σώμα εποπτείας και ελέγχου των δημοσίων οικονομικών. Η ίδρυση του ήρθε να καλύψει τις ανάγκες ύπαρξης μιας ανώτατης ελεγκτικής αρχής της οικονομικής διοικήσεως από τη μια, και ενός ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου επιφορτισμένου με τον δικαστικό έλεγχο της γενικής οικονομικής διαχειρίσεως του κράτους, από την άλλη.
Ο σκοπός του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως προκύπτει από το ιδρυτικό του διάταγμα, ήταν: «α) Να πληροφορήται δια επεξεργασίας των λογαριασμών ότι διατηρούνται αι γενικαί αρχαί του εγκριθέντος οικονομικού του κράτους συστήματος• ότι πάσα εντός του κράτους διαχείρισις γίνεται κατ’ αυτό το σύστημα• ότι αι επιτετραμμέναι οποιανδήποτε ειδικής διαχείρισιν Αρχαί εκτελούν τα διοικητικά (administratifs) καθήκοντά των ευσυνειδήτως κατά τους υπάρχοντας νόμους, διατάγματα, οδηγίας και καταστάσεις ότι τα έσοδα και τα έξοδα είναι εν τάξει αποδεδειγμένα, και ότι εις τας διοικητικάς Αρχάς δοθέντα χρήματα διετέθησαν δι’ ας ανάγκας εδόθησαν. β) Να κρίνει δια των αποτελεσμάτων των λογαριασμών της διαχειρίσεως, αν, και οποίαι μεταβολαί είναι αναγκαίαι ή κατάλληλοι δια τον γενικόν σκοπόν. Το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι η ανωτάτη ως προς το διοικητικόν ελεγκτική αρχή. (άρθρο 2). Εις την δικαιοδοσίαν του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγεται όλον το λογιστικόν του κράτους, αυτό επιτηρεί τους υπολόγους υπηρέτας αυτού (άρθρο 3).»
Εκτός από τις παραπάνω αρμοδιότητες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55-57 του ιδρυτικού διατάγματος, ανετέθη στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ως ανώτατη ελεγκτική αρχή, η επιτήρηση των υπολόγων σχετικά με το λογιστικό, την ακρίβεια των Ταμείων και την τήρηση των βιβλίων Ταμείων, διενεργώντας τουλάχιστον μια φορά το χρόνο - αλλά και όποτε το κρίνει εύλογο - έλεγχο σε όλα τα Ταμεία του Κράτους και τους κλάδους της υπηρεσίας. Σκοπός του ελέγχου ήταν να πληροφορείται «ότι ο υπόλογος εισέπραξε τα όσα ώφειλε να εισπράξει χρήματα εγκαίρως και κατά τάξιν, ότι έκαμε τωόντι τας πληρωμάς και ότι τας έκαμε κατά την περί τούτου άδειαν, ότι τα έσοδα και τα έξοδα επέρασαν εγκαίρως εις τα βιβλία, ότι τα βιβλία κρατώνται κατά τους κανονισμούς και τους τύπους, ότι αι αποδείξεις είναι νόμιμοι, ότι τα έσοδα παρεδόθησαν εις το ανωτέρω Ταμείον και ότι τα περισσεύοντα εκ των εσόδων χρήματα ευρίσκονται τωόντι εις μετρητά εις το Ταμείον και διατηρούνται κατά χρέος»
Στο ιδρυτικό διάταγμα της 27 Σεπτεμβρίου 1833 περιέχονται επίσης διατάξεις που ρυθμίζουν το «σχηματισμό» του Ελεγκτικού συνεδρίου, δηλαδή το σκοπό και τη σύνθεση του σώματος, τις αρμοδιότητες του και τον τρόπο προσκομίσεως των λογαριασμών και ο κατ’ αρχάς έλεγχός τους, η διαδικασία ελέγχου των λογαριασμών και εκδόσεως αποφάσεως κατά περίπτωση και τέλος τα καθήκοντα του Επιτρόπου της επικρατείας και του Γραμματέως.
Με τον καταστατικό νόμο της 27 Σεπτεμβρίου 1833 ανετέθησαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο οι εξής αρμοδιότητες:
Από το 1833 έως το 1887 το Ελεγκτικό Συνέδριο παρουσίασε ιδιαίτερα έντονη δραστηριότητα παρ’ όλες τις δυσκολίες τις σχετικές με το γενικότερο πλαίσιο του Δημοσίου Λογιστικού και του προσωπικού του σώματος.
Αξιοσημείωτο είναι, γι’ αυτήν την περίοδο, το γεγονός ότι ενώ η Α’ Εθνοσυνέλευση του 1844 κατήργησε όλα τα διοικητικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο διατηρήθηκε γιατί θεωρήθηκε ως διοικητική επιτροπή και με το Σύνταγμα του 1844 στο κεφάλαιο «περί δικαστικής εξουσίας» (άρθρο 87) ορίζεται ότι «οι Δικασταί καθώς και τα ψήφον έχοντα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου θέλουν είσθαι ισόβια».
Πολλοί νόμοι και διατάγματα συντάχθηκαν με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου όμως η ανεπάρκεια του προσωπικού του, η συνεχής διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του, ο τεράστιος όγκος αλλά και η ελλιπής τήρηση των λογαριασμών που όφειλε να ελέγξει, καθώς επίσης και η καθυστέρηση της υποβολής τους, η αστάθεια του Δημοσίου λογιστικού συστήματος και η διαρκής αναμόρφωσή του, οι αντιδράσεις που προκαλούσε η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του, και τέλος η προβληματική συνεργασία που είχε με το Υπουργείο Οικονομικών ήταν τα σημαντικότερα προβλήματα που αποτελούσαν μόνιμη τροχοπέδη στο έργο του.
Το 1887 προστέθηκαν τέσσερις νέες αρμοδιότητες στο Ελεγκτικό Συνέδριο χωρίς να γίνει όμως καμία ταυτόχρονη αύξηση του προσωπικού του. Οι νέες αρμοδιότητες αφορούσαν: 1) Την εκδίκαση των εφέσεων α) κατά των νομαρχιακών αποφάσεων επί των δημοτικών επιχειρήσεων β )επί των αποφάσεων κατά των μοναστηριακών διαχειρίσεων, γ) κατά των αποφάσεων επί της διαχειρίσεως των ιερών ναών, δ) κατά των αποφάσεων του Υπουργείου στρατιωτικών κατά των διαχειριστών του Στρατού, 2) Τον έλεγχο α) των παραχωρήσεων στους νεοφύτους, β) των παραχωρητηρίων δυνάμει του από 1838-1875 νόμων περί φαλαγγιτικών προικίσεων παραχωρήσεως εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων, προικοδοτήσεως και διανομής εθνικής γης, εμφυτεύσεως εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων, 3) Τον έλεγχο των συντάξεων, και 4) Την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων του επί των συντάξεων Τμηματάρχη του Υπουργείου Οικονομικών για της κρατήσεις των συντάξεων.
Η περίοδος που μεσολαβεί από το 1887 μέχρι το 1923, οπότε και επήλθε η πλήρης αναδιοργάνωση του οργανισμού και της λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, χαρακτηρίζεται από τη θέσπιση των νόμων:
• ΑΥΟΖ΄ /1887 «περί της υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου»,
• 400/1914 «περί συμπληρώσεως του προσωπικού του Συνεδρίου»,
• 1635/1919 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυόντων νόμων»,
• 1937/1920 «περί του τρόπου της ενεργείας του προληπτικού ελέγχου επί των εξόδων του Κράτους».
Με τη συμπλήρωση 90 χρόνων από την ίδρυση του Ελεγκτικού Συνεδρίου πραγματοποιείται και η αναδιάρθρωση του θεσμού και του ρόλου του με την ψήφιση του νομοθετικού διατάγματος της 6/7/1923 «περί οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Σύμφωνα με το νέο νόμο, το Ελεγκτικό Συνέδριο αποτελείται από έναν πρόεδρο, δύο αντιπροέδρους, δώδεκα συμβούλους, και έξι παρέδρους, ενώ για την εκπροσώπηση του στην Επικράτεια ορίζεται Γενικός Επίτροπος. Για την άσκηση της δικαιοδοσίας του το Ελεγκτικό Συνέδριο διαιρεί τα καθήκοντά του σε τρεις κατηγορίες – συνταγματικά, διοικητικά και δικαστικά-, και σε καθεμία από αυτές θέτει επιτετραμμένους έναν πρόεδρο, έναν εκ των αντιπροέδρων και τέσσερις συμβούλους. Η ολομέλεια του Συνεδρίου συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους, ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους και από έξι τουλάχιστον συμβούλους, ενώ οι αρμοδιότητες της ορίζονται από το άρθρο 34 του διατάγματος.
Βασισμένη στο παραπάνω νομοθετικό διάταγμα, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ψήφισε στις 4/10/1923, τον κανονισμός της εσωτερικής λειτουργίας του που χώριζε τρεις διευθύνσεις (ταμιακών λογαριασμών, διαφόρων λογαριασμών και συντάξεων), τη γραμματεία και το αρχείο και όριζε της αρμοδιότητες εκάστης.
Έτσι:
Το αρχείο περιλαμβάνει: Γραφείο Αρχείου ταμειακών λογαριασμών, Γραφείο Αρχείου διαφόρων λογαριασμών, Γραφείο Πρωτοκόλλου συντάξεων και Γραφείο Πρωτοκόλλου δικαστικών υποθέσεων.
Οι αρμοδιότητες και το προσωπικό κάθε Διεύθυνσης Τμήματος και Γραφείου καθορίζονται επίσης από τον οργανισμό που ψήφισε η συνεδρίαση της ολομέλειας της 4/10/1923 .
Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατανέμει τις αρμοδιότητές της σε τρία τμήματα:
• Τμήμα Ι: - Έξοδα κράτους και εποπτεία υπηρεσίας θεωρήσεως ενταλμάτων των Υπουργείων
Ποιητής, πεζογράφος, επιμελητής εκδόσεων και στιχουργός. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, τόμους με πεζά, λευκώματα και τέσσερις τόμους για το «Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ό αιώνα, 1901-1921», καθώς και την ανθολογία «Ερμούπολη: μια πόλη στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο, 2004). Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005 για το μυθιστόρημά του «O καιρός των χρυσανθέμων» (Mεταίχμιο, 2004). Παράλληλα ασχολήθηκε με το τραγούδι. Ως στιχουργός έχει στο ενεργητικό του περίπου 400 τραγούδια και έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες. Το 2013 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, για το σύνολο του έργου του.
Ελληνική Βασιλική Οικογένεια (1863-1974)
Ελληνική Βασιλική Οικογένεια (1863-1974)
Ελληνική Εταιρία Κονσερβών "Κύκνος"
Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας
Ελληνική Κοινότητα Καστελίου Κυζίκου
Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Βηρυττού
Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Κωνσταντινούπολης
Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Πόντου
Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, Τμήμα Δράμας
Ελληνικός Μικρασιατικός Σύλλογος Αλεξάνδρειας "Η Μικρά Ασία"
Οι Μικρασιάτες της Αλεξάνδρειας ίδρυσαν το 1906 τον Σύλλογο Μικρασιατών «Η Ανατολή», ακολουθώντας το παράδειγμα των Μικρασιατών του Καΐρου έναν χρόνο πριν (1905). Οι Σύλλογοι του Καΐρου και της Αλεξάνδρειας ήταν παραρτήματα του Συλλόγου Μικρασιατών «Η Ανατολή» της Αθήνας. Το 1913 ιδρύθηκε ο ανεξάρτητος Σύνδεσμος Ελλήνων Μικρασιατών «Η Ιωνία». Το 1918 μετονομάστηκε σε Ελληνικό Μικρασιατικό Σύνδεσμο «Η Μικρά Ασία» και σε αυτόν συγχωνεύτηκετο παραρτήμα της «Ανατολής» Αλεξανδρείας. Στη συνέχεια, ο Σύνδεσμος μετατράπηκε σε Σύλλογο των εν Αλεξανδρεία Ελλήνων Μικρασιατών «Η Μικρά Ασία». Το 1936 μετονομάστηκε σε Ελληνικό Μικρασιατικό Σύλλογο «Η Μικρά Ασία». Η δράση του Συλλόγου, από την ίδρυσή του, ήταν φιλανθρωπική. Στο πρώτο καταστατικό (1906) του Συλλόγου των Μικρασιατών Αλεξανδρείας«Η Ανατολή» δηλώνεται πως κύριος σκοπός του ήταν η στήριξη του έργου του κεντρικού Συλλόγου της Αθήνας, δηλαδή η συνένωση των απόδημων Μικρασιατών και η ηθική και πνευματική στήριξή τους, ιδίως των απόρων. Επίσης, η μελέτη της ιστορίας του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Η επίτευξη των σκοπών θα γινόταν μέσω διαλέξεων, εκδόσεων καθώς και δημιουργίας και διατήρησης βιβλιοθήκης και αναγνωστηρίου. Στο προσχέδιο του κανονισμού του ανεξάρτητου πλέον Συλλόγου (1920) στους σκοπούς προστίθεται η ενίσχυση του φρονήματος και της εκπαίδευσης των «εν Μικρά Ασία υποδούλων Μικρασιατών». Στα καταστατικά των ετών 1934, 1936 και 1947 η τελευταία ρήτρα απαλοίφεται και εισάγεται η «συμβολή εις παν εθνικόν ή κοινωνικόν ζήτημα». Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 δεκτοί ως τακτικά μέλη γίνονταν οι Έλληνες οι καταγόμενοι από την Μικρά Ασία, περιορισμός που καταργείται με το καταστατικό του 1934. Κατά τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Σύλλογος ανέλαβε τα έξοδαεπαναπατρισμού των Μικρασιατών που υπηρετούσαν καταναγκαστικά στον οθωμανικό στρατό και που κρατούνταν ως αιχμάλωτοι στην Αίγυπτο. Κατά τα έτη αμέσως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ο Σύλλογος ανέλαβε την οικονομική στήριξη και περίθαλψη των προσφύγων που κατέφυγαν στην Αλεξάνδρεια. Σε συνεργασία με το Ελληνικό Γενικό Προξενείο, ο Σύλλογος κατέγραφε τους πρόσφυγες καιεξέδιδε πιστοποιητικά και ειδικά δελτία ταυτότητας προκειμένου να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια.Το 1930 η έδρα του Συλλόγου μεταφέρθηκε από την Αλεξάνδρεια στην Ιβραημία και ενδυναμώθηκαν οι δεσμοί με την εκεί Ελληνική Κοινότητα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν το ζήτημα της γραφειοκρατικής, υγειονομικής και οικονομικής στήριξης των Μικρασιατών προσφύγων στην Αλεξάνδρεια έπαψε να είναι οξύ, ο Σύλλογος ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δράση για φιλανθρωπικούς σκοπούς, διοργανώνοντας κυρίως καλλιτεχνικές ή/και λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκόσμιου Πολέμου, ο Σύλλογος επιχορηγούσε την εγγραφή και φοίτηση των απόρων μαθητών στα Κοινοτικά Σχολεία της Αλεξάνδρειας και της Ιβραημίας.
[Πηγές: Υλικό του αρχείου: καταστατικά του Συλλόγου (1906, 1934, 1936, 1947), Προσχέδιον Κανονισμού (1920), και αλληλογραφία. Δημοσιεύσεις: «Ο Σύλλογος Μικρασιατών ‘Ανατολή’ και η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (ιστότοποςhttps://history.arsakeio.gr, εκτύπωση του κειμένου περιλήφθηκε στον φάκελο 1 του αρχείου) και Ευθύμιος Θ. Σουλογιάννης, «Ελληνικός Μικρασιατικός Σύλλογος στην Αίγυπτο (1905 κ.εξ.)», Μικρασιατικά Χρονικά, τ.19, 1995, 99-107.]
Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Μικράς Ασίας. Τελείωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1890. Εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη ως δικηγόρος και εκλέχτηκε βουλευτής στην τουρκική Βουλή το 1911. Το 1914 επανεκλέχτηκε βουλευτής, αυτή τη φορά όμως από την περιφέρεια Αϊδινίου. Ως το τέλος του πολέμου εναντιώθηκε πολλές φορές στις τουρκικές αρχές (νόμος περί Πατριαρχείου, τουρκική κυριαρχία επί των χριστιανικών λαών). Κατά τα έτη 1920 και 1922 διετέλεσε νομάρχης Ροδόπης και Κοζάνης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή κατέφυγε στην Αθήνα, όπου και εκλέχτηκε πληρεξούσιος Αθηνών-Πειραιώς στις βουλευτικές εκλογές του 1923. Το 1924, μαζί με αρκετούς άλλους πρόσφυγες βουλευτές, ανέθεσε την αρχηγία του νεοϊδρυθέντος Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος (κόμμα προσφύγων βουλευτών) στον Γ. Κονδύλη, παραμένοντας ηγετικό στέλεχος και συμμετέχοντας ενεργά στις συνεδριάσεις της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης ως το 1926. Προσχώρησε στο κόμμα του Βενιζέλου και διετέλεσε υπουργός Υγιεινής Προνοίας και Αντιλήψεως στις κυβερνήσεις του 1928 καθώς και στις κυβερνήσεις Ιουνίου 1929 και Δεκεμβρίου 1929. Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1943.
[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: υλικό του αρχείου, Εγκυκλοπαίδεια Ήλιος, http://el.wikipedia.org, λήμμα: Εμμανουηλίδης, Εμμανουήλ]
Εμπορική Εταιρεία Εμφιετζόγλου
Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Βόλου
Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Βόλου ιδρύθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 18ης Νοεμβρίου 1918 (με την υπογραφή του Βασιλέως Αλεξάνδρου και του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κωνσταντίνου Σπυρίδη στο ΦΕΚ 241 της 18/11/1918), με το οποίο ιδρύονταν ταυτόχρονα και τα Επιμελητήρια Καλαμάτας, Ηρακλείου, Κοζάνης και Καβάλας. Ήταν το πρώτο από τα Επιμελητήρια της Θεσσαλίας και ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1919, έχοντας την εποπτεία όλης της περιοχής της Θεσσαλίας.
Στους καταστατικούς σκοπούς του επιμελητηριακού θεσμού ήταν η προστασία και προαγωγή των εμπορικών και βιομηχανικών συμφερόντων της περιφέρειάς τους και η συνεργασία με το κράτος.
Από την αρχή το Επιμελητήριο με τις εκάστοτε διοικήσεις και τους διευθυντές του αποτέλεσε έναν ισχυρό μοχλό ανάδειξης των θεμάτων της τοπικής οικονομίας, ενημερώνοντας την πολιτεία με εισηγήσεις και υπομνήματα, προωθώντας προτάσεις και λύσεις και αποτελώντας έναν σοβαρό θεσμικό συνομιλητή και σύμβουλό της. Επίσης, έδωσε έμφαση στην εξωστρέφεια των τοπικών επιχειρήσεων και την προώθηση των προϊόντων τους σε εκθέσεις, όπως η Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης, και άλλες. Σε όλο το διάστημα της αδιάλειπτης λειτουργίας του, το ΕΒΕΒ έχει συνδεθεί με κάθε σημαντικό οικονομικό και επιχειρηματικό γεγονός της Μαγνησίας, παρακολουθώντας, συμβάλλοντας και συνδιαμορφώνοντας τις συνθήκες ανάπτυξης της περιοχής.
Από το 1920, το δεύτερο χρόνο λειτουργίας του, κυκλοφόρησε την περιοδική έκδοση το «Δελτίον» ανελλιπώς μέχρι το 1940, οπότε διακόπηκε λόγω του πολέμου, για να επανεκδοθεί το 1965.
Από την ίδρυσή του το ΕΒΕΒ διέθετε τέσσερα τμήματα: εμπορικό, βιοτεχνικό, καπνεμπορικό και βιομηχανικό. Αργότερα το καπνεμπορικό εντάχθηκε στο Γραφείο Προστασίας Καπνού. Από νωρίς όμως υπήρξαν αντιπαραθέσεις ανάμεσά τους που οδήγησαν στην αυτονόμηση του επαγγελματικού και βιοτεχνικού τμήματος και τη δημιουργία το 1925 του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Βόλου, με σκοπό την προστασία και προαγωγή των συμφερόντων των επαγγελματικών, χειροτεχνικών και βιοτεχνικών τάξεων.
Τον Μάιο του 1988, σε εφαρμογή του νόμου 1748/88, ΦΕΚ 24/8.1.1988, τα δύο Επιμελητήρια συγχωνεύτηκαν και αποτέλεσαν το Επιμελητήριο Μαγνησίας.
Το αρχείο του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Βόλου (1925-1988) δεν έχει ακόμη παραδοθεί στα Γ.Α.Κ. Μαγνησίας.