Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης, Διεύθυνσις Οικονομικών
- Συλλογικό Όργανο
Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης, Διεύθυνσις Οικονομικών
Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης, Διεύθυνση των Τελωνείων Σμύρνης
Ο Ιωάννης Χώτζης ήταν λόγιος Κωνσταντινουπολίτης, μέλος του Αυτοκρατορικού Συμβουλίου Επικρατείας, του Ινστιτούτου Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και φιλίστορας.
Χρύσανθος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (Kομοτηνή 1881-Αθήνα 1949) που έφερε το κοσμικό όνομα Χαρίλαος Φιλιππίδης, υπήρξε σημαντική προσωπικότητα της ορθόδοξης εκκλησίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1897-1903) και στα πανεπιστήμια Λειψίας και Λωζάνης (1907-1911). Διετέλεσε αρχειοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αρχισυντάκτης του επίσημου οργάνου του Πατριαρχείου Εκκλησιαστική Αλήθεια (1911-1913), μητροπολίτης Τραπεζούντος (18 Μαΐου 1913 - 13 Δεκεμβρίου 1938) και αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (13 Δεκεμβρίου 1938 - 2 Ιουλίου 1941).
Με την ιδιότητα του μητροπολίτη Τραπεζούντος προστάτευσε τους πληθυσμούς του Πόντου στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ενώ την περίοδο 1918-1921 δραστηριοποιήθηκε για την ανάδειξη του ζητήματος της αυτοδιάθεσης του Πόντου. Τον Ιανουάριο του 1920 υπέγραψε το σύμφωνο Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας. Για τη δράση του αυτή καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Τούρκους τον Μάιο 1921. Υπήρξε επίσης μέλος της «Κανονικής Πλειονοψηφίας της Αγίας Ιεράς Συνόδου» του Οικουμενικού Πατριαρχείου που αντιτάχθηκε στην εκλογή του Μελέτιου Μεταξάκη. Το 1926 διορίστηκε αποκρισάριος (αντιπρόσωπος) του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα και συνέβαλε στην επίλυση πολλών εκκλησιαστικών προβλημάτων.
Ως αρχιεπίσκοπος πρωτοστάτησε στην ψήφιση σημαντικών για την ελλαδική εκκλησία νόμων ενώ η περήφανη στάση του έναντι των Γερμανών και η άρνησή του να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση του στοίχισαν την απομάκρυνσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Την περίοδο της Κατοχής ήταν πρόεδρος της Επιτροπής συντονισμού του εθνικού αγώνος. Μετά την απελευθέρωση ιδιώτευσε παρακολουθώντας ωστόσο στενά τις εκκλησιαστικές εξελίξεις. Ο ρόλος του στην εκλογή του αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα ως Οικουμενικού Πατριάρχη υπήρξε σημαντικός.
Η πνευματική δραστηριότητα του Χρύσανθου ήταν πλούσια. Συνέγραψε πολλά άρθρα και μελέτες και ήταν από τους ιδρυτές της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, που εξέδιδε το περιοδικό Αρχείον Πόντου. Στους τόμους 4 και 5 του περιοδικού αυτού εκδόθηκε και το κορυφαίο έργο του Η Εκκλησία Τραπεζούντος (1933). Για την πνευματική και την εν γένει δράση του ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1937) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1938). Τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος (1949).
Πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1949 στην Αθήνα. Λόγω της δράσης του υπέρ των δικαίων του Πόντου αναφέρεται συχνά και ως αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος.
Διπλωματικός ακόλουθος σε Αγίους Σαράντα, Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Ρόδο, Ρώμη, Παρίσι, Κάιρο, Μασσαλία, Καμπέρα Αυστραλίας, Βιέννη, Αυστρία κ.α.
Ο Σταύρος Χριστοδουλίδης του Λοΐζου και τη Ελένης γεννήθηκε το 1894 κοντά στη Λευκωσία. Εργάστηκε για σύντομο διάστημα ως δάσκαλος. Τον Οκτώβριο του 1912 πήγε στην Ελλάδα και κατετάγη ως εθελοντής στρατιώτης στον Ελληνικό Στρατό. Το 1913-1914 υπηρέτησε δύο χρόνια ως υπαξιωματικός. Το 1915 κατατάχθηκε εκ νέου, πάλι με τον βαθμό του λοχία, και από το 1916 φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων, ενώ αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα λόγω της ένταξής του στο φιλοβασιλικό στρατόπεδο. Το 1918 νυμφεύτηκε την Ελένη Πιπερίδου, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Λοΐζο και τον Περικλή. Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 προήχθη στον βαθμό του υπολοχαγού. Στις 9 Μαΐου 1920 αποβιβάστηκε με το 25ο σύνταγμα πεζικού στη Σμύρνη. Έλαβε μέρος σε αρετές μάχες και μετά την κατάρρευση του μετώπου κατέφυγε στην Χίο με τα υπολείμματα του 25ου συντάγματος. Τον Φεβρουάριο του 1941, με τον βαθμό του συνταγματάρχη, ανέλαβε τη διοίκηση του 12ου συντάγματος πεζικού. Τον Μάρτιο του 1948, ενώ υπηρετούσε στη Μακρόνησο, πρωτοστάτησε στην καταστολή της εξέγερσης των κρατουμένων. Αποστρατεύτηκε στα τέλη του 1948 με τον βαθμό του υποστράτηγου. Πέθανε το 1984.
[Οι πληροφορίες του βιογραφικού σημειώματος προέρχονται από τα ημερολόγια του Χριστοδουλίδη που περιλαμβάνονται στο αρχείο και από τον πρόλογο της έκδοσης: Σταύρου Χριστοδουλίδη, Ημερολόγιον εκστρατείας Μικράς Ασίας, πρόλογος – επίλογος – επιμέλεια: Κωνσταντίνος Κρίνος-Πανίτσας, Συλλογές, Αθήνα 2005].
Χριστιανικό Δημοτικό Σχολείο Φορτέτσας
Για τη διοικητική ιστορία του σχολείου βλ. 21ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης
Η Ολυμπία Χατζηλάρ ή Χατζηλέρ γεννήθηκε το 1899 στην Πέλτο Προύσης και εγκαταστάθηκε στις Σέρρες. Διέμενε στην οδό Αγησιλάου, στη συνοικία Κιουπλιά μαζί με άλλους πρόσφυγες. Στο δημοτολόγιο Σερρών του 1934 είναι εγγεγραμμένη με το όνομα Χατζηλέρ, το γένος Τσομπανίδου και ως σηροτρόφος, επάγγελμα που ασκούσε πιθανότατα στην πατρίδα της.
Ο Δημήτριος Χατζηγιάννης γεννήθηκε στη Χάλκη Λάρισας το 1888. Το 1904 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και το 1906 γράφτηκε στην Νομική Σχολή Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1911 με άριστα. Από τα φοιτητικά του χρόνια δημοσιεύει τα πρώτα του κείμενα σε εφημερίδες της Λάρισας ενώ δραστηριοποιείται στο φοιτητικό κίνημα της εποχής του πρωτοστατώντας στην ίδρυση του Φοιτητικού Συνδέσμου.
Με την προκήρυξη των εκλογών της 8ης Αυγούστου 1910 ο Δ. Χατζηγιάννης δραστηριοποιείται στην περιφέρεια Λάρισας-Μαγνησίας για τον σχηματισμό του αγροτικού -ανορθωτικού συνδυασμού που εκπροσωπούσε τις νέες πολιτικές δυνάμεις και πίστευε στην επανάσταση στο Γουδί και στην ανόρθωση της χώρας. Παρά το νεαρό της ηλικίας του εκλέχθηκε, αλλά απέτυχε να εκλεγεί στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 ως ανεξάρτητος αγροτικός. Επανεκλέχθηκε διαδοχικά στις εκλογές της 11ης Μαρτίου 1912 και 31ης Μαΐου 1915 συνεργαζόμενος με το κόμμα των Φιλελεύθερων.
Στις εκλογές του 1920,1923,1926 δεν έθεσε υποψηφιότητα. Την περίοδο αυτή ασκεί τη δικηγορία και πρωτοστατεί μαζί με άλλους Λαρισαίους πολίτες στη διευθέτηση του ζητήματος της ύδρευσης και του ηλεκτροφωτισμού της πόλης, ιδρύοντας αρχικά την ΕΥΗΛ και αργότερα τον ΟΥΗΛ.
Παράλληλα από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 άρχισε να δραστηριοποιείται έντονα για την δημιουργία αγροτικού κόμματος. Τον Δεκέμβριο του 1925 ίδρυσε μαζί με άλλους Θεσσαλούς το Πανελλήνιο Αγροτικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Επίσης, τον Μάιο του 1929 εκλέγεται Γενικός Γραμματέας του Αγροτικού Κόμματος, θέση που διατήρησε μέχρι το 1932 παρά την διάσπαση του κόμματος.
Επανήλθε στις εκλογές της 16ης Αυγούστου 1928 ως υποψήφιος του Αγροτικού συνδυασμού αλλά απέτυχε. Στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου 1932 θέτει εκ νέου υποψηφιότητα με το Αγροτικό Κόμμα και εκλέγεται για τέταρτη φορά βουλευτής Λάρισας. Επανεκλέχτηκε στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, ενώ στις εκλογές του 1935 δεν συμμετέχει.
Διετέλεσε Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας τα έτη 1943-1946.
Μεταπολεμικά επανέρχεται στην ενεργό πολιτική σκηνή. Στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 εκλέχθηκε βουλευτής του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος του Γεωργίου Παπανδρέου όπως επίσης και στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950. Στις εκλογές του 1951 συνεργάστηκε με την ΕΠΕΚ του Νικόλαου Πλαστήρα και εκλέχθηκε για όγδοη φορά βουλευτής. Κατά την διάρκεια της Βουλής του 1946-1950 συμμετείχε για πρώτη φορά σε κυβερνητικό σχήμα ως Υφυπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση του Δημητρίου Μάξιμου. Ανέλαβε για δεύτερη φορά το Υπουργείο Γεωργίας μετά τις εκλογές του 1950 και τον σχηματισμό κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα που στήριξαν τα κόμματα του Σ. Βενιζέλου και του Γ. Παπανδρέου.
Η πρώτη του εμφάνιση στην τοπική αυτοδιοίκηση γίνεται με την υποψηφιότητα του ως δημάρχου Λάρισας στις δημοτικές εκλογές του 1954 επικεφαλής του "Προοδευτικού Συνδυασμού". Το 1955 εκλέγεται μέλος της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδας. Το 1959 επανεκλέγεται δήμαρχος Λάρισας. Την ίδια χρονιά εκλέχθηκε πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ, ενώ το 1961 εκλέχθηκε αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Δήμων και Κοινοτήτων της Ευρώπης. Η πορεία του διακόπτεται το 1964. Επανέρχεται στο αξίωμα του δημάρχου με διορισμό το 1967 και παραμένει μέχρι το 1969 οπότε και παραιτείται λόγω της διαφωνίας και σύγκρουσης του με την απόφαση της κυβέρνησης για το θέμα ρήψης αποβλήτων στον ποταμό Πηνειό.
Δεν απέκτησε παιδιά από το γάμο με τη Μαρίκα Πλάκα, πέθανε στη Λάρισα τον Μάιο του 1973. Προς τιμήν του ιδρύθηκε το Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο στη Λάρισα, και το όνομά του δόθηκε στην Κεντρική Πλατεία της Χάλκης Λάρισας.
Η Βίλμα Χαστάογλου-Μαρτινίδη είναι ομότιμη καθηγήτρια στο τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη και πολεοδομία και αστική κοινωνιολογία στο Παρίσι. Έχει διδάξει σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και της Ευρώπης και έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό επιστημονικών μελετών σε θέματα ιστορίας και σχεδιασμού της νεοελληνικής πόλης καθώς και των πόλεων της Ανατολικής Μεσογείου.
Πηγές σύνταξης βιογραφικού:
www.biblionet.gr / υλικό του αρχείου.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1851 στον Πύργο της Τήνου. Η οικογένειά του είχε παράδοση στην επεξεργασία του μαρμάρου, αφού ο πατέρας του, Ιωάννης Χαλεπάς, είχε μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις μαρμαρογλυπτικής, με δραστηριότητα και παραρτήματα στην Τήνο, τη Σύρο, τον Πειραιά, τη Ρουμανία και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Η αγάπη του για την τέχνη εκδηλώθηκε από τα σχολικά του χρόνια, ο πατέρας του όμως τον έστειλε στη Σύρο, για να εργαστεί σαν υπάλληλος σε εμπορικό. Παρόλα αυτά ο Γιαννούλης επέμενε να σπουδάσει γλυπτική. Έτσι, το 1869 η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα. Ο Γιαννούλης γράφτηκε στο Σχολείον των Τεχνών και, ως το 1872, σπούδασε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα και γλυπτική κοντά στον Λεωνίδα Δρόση. Από τα αρχεία της Σχολής φαίνεται ότι το 1871 κέρδισε το τρίτο βραβείο προτομών στο τμήμα της ζωγραφικής και το πρώτο βραβείο κοσμηματογραφίας στο τμήμα γλυπτικής. Το καλοκαίρι του 1872, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας της Τήνου, πήγε στο Μόναχο, όπου, την 1η Νοεμβρίου, γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και σπούδασε κοντά στον Μαξ φον Βίντνμαν (Max von Widnmann). Κατά τη διάρκεια των σπουδών του βραβεύτηκε σε διαγωνισμούς της Σχολής, ενώ αναφέρεται ότι το γύψινο πρόπλασμα του έργου Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα κέρδισε το χρυσό μετάλλιο σε έκθεση. Η υποτροφία του όμως έληγε τον Μάρτιο του 1875 και, παρά τις προσπάθειες και τα διαβήματα των καθηγητών του, δεν δόθηκε παράταση. Για ένα διάστημα κατόρθωσε να παραμείνει στο Μόναχο με τη βοήθεια του φίλου του, μετέπειτα ιστορικού Γεώργιου Κωνσταντινίδη, το καλοκαίρι όμως του 1875 επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1876 η Επιτροπή του Ιδρύματος της Ευαγγελίστριας πρότεινε να του δοθεί υποτροφία για τη Ρώμη, ώστε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Μετά την επιστροφή του, και μέχρι το 1878, δημιούργησε τρία από τα σημαντικότερα έργα της πρώτης δημιουργικής του περιόδου: τον Σάτυρο που παίζει με τον έρωτα (1877), που παρουσίασε το 1875 σε γύψο στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα και το 1878 σε μάρμαρο στην Παγκόσμια έκθεση στο Παρίσι, την Κοιμωμένη (1878) στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη, στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας και το Κεφάλι σατύρου (1878).
Το 1878 εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς, η οποία οδήγησε στον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας στις 4 Ιουλίου 1888, ως «πάσχοντα από άνοιαν». Στο ψυχιατρείο παρέμεινε ως τις 6 Ιουνίου 1902, οπότε η μητέρα του, που ήταν πάντα αντίθετη στον εγκλεισμό του, τον πήγε πίσω στην Τήνο. Ο πατέρας του είχε πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο.
Από τη μακροχρόνια παραμονή του Χαλεπά στο ψυχιατρείο το μόνο που σώζεται είναι ένα μικροσκοπικό κεφάλι ανδρικής μορφής από πηλό, δεν γνωρίζουμε όμως αν ήταν μια μεμονωμένη εκδήλωση δημιουργικής διάθεσης ή αποτέλεσμα μιας συστηματικότερης ενασχόλησης με την τέχνη. Η μορφή αυτή, δουλεμένη εντελώς λιτά, με το πρόσωπο ακατέργαστο και εν μέρει παραμορφωμένο, θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί μια τραγική αυτοπροσωπογραφία του.
Τον Απρίλιο του 1902, λίγους μήνες πριν την έξοδό του από το ψυχιατρείο, ο Ξενοφών Σώχος επανέφερε τον Χαλεπά στο προσκήνιο με άρθρο του στο περιοδικό Πινακοθήκη. Πρόκειται πιθανότατα για το πρώτο άρθρο που γράφτηκε για τον γλύπτη μετά το 1878. Το περιοδικό επανήλθε τον Μάιο του ίδιου χρόνου, με ιδιαίτερη αναφορά στην Κοιμωμένη στο Α΄ νεκροταφείο. Τον Αύγουστο, και ενώ ο Χαλεπάς είχε βγει από το ψυχιατρείο, η Πινακοθήκη πληροφορούσε για την κατάστασή του, ενώ τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε φωτογραφίες έργων του.
Μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο ο Χαλεπάς ζούσε κλεισμένος στον εαυτό του, σε μεγάλη ανέχεια και κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του. Καθώς δεν είχε χάσει τη δημιουργική του διάθεση, έπλαθε έργα σε πηλό, τα κατέστρεφε όμως είτε ο ίδιος είτε η μητέρα του, που θεωρούσε τη γλυπτική υπαίτια για την ασθένειά του. Η κατάστασή του την περίοδο εκείνη περιγράφεται σε διάφορα δημοσιεύματα.
Το 1905 τον επισκέφθηκε στην Τήνο ο γλύπτης Λάζαρος Σώχος, ο οποίος φιλοτέχνησε και ένα μετάλλιο με τη μορφή του και την επιγραφή Πάνορμος / 1905, και το 1914 ο γλύπτης Αντώνης Σώχος. Το 1915 ο Θεόδωρος Βελλιανίτης δημοσίευεσε μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα Αθήναι (25/1/1915, 27/1/1915, 4/2/1915, 5/2/1915).
Το 1916 έφυγε από τη ζωή η μητέρα του. Ο θάνατός της φαίνεται ότι ήρθε σαν λύτρωση, αφού, μετά από μια φημολογούμενη υποτροπή της ασθένειας του, από το 1918 ο Χαλεπάς άρχισε και πάλι να εργάζεται, φιλοτεχνώντας ως το θάνατό του ένα σημαντικό αριθμό έργων. Το ύφος του όμως πλέον έχει αλλάξει δραματικά. Ενστικτώδες και αυθόρμητο, επικεντρωμένο στην ουσία και απελευθερωμένο από τα διδάγματα της Ακαδημίας, εκφράζει τον ψυχισμό του και αποτυπώνει τα προσωπικά του βιώματα.
Το 1922, με εντολή του υπουργείου Παιδείας και της Διεύθυνσης του Ε.Μ.Π., τον επισκέφθηκε ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, προκειμένου να εκτιμήσει το έργο του. Ο Θωμόπουλος συνέταξε ένα κατάλογο έργων του και έβγαλε ορισμένα εκμαγεία. Το 1924 τον επισκέφθηκε ο διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρίας Παπαντωνίου, που περιγράφει την επίσκεψή του αυτή τρία χρόνια αργότερα σε άρθρο του στο περιοδικό Νέα Εστία. Την ίδια χρονιά τον επισκέφθηκε και ο διευθυντής του περιοδικού Πινακοθήκη Δ.Ι. Καλογερόπουλος, ο οποίος περιγράφει τη συνάντησή τους σε άρθρο του στο περιοδικό.
Το 1925 οργανώθηκε η πρώτη έκθεσή του στην Ακαδημία Αθηνών με έργα που είχαν μεταφερθεί σε γύψο μετά και την επίσκεψη του Θωμά Θωμόπουλου, ενώ στις 25 Μαρτίου 1927 του απονεμήθηκε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών. Το 1928 ο εκδότης του περιοδικού Φραγκέλιο Νίκος Βέλμος, που τον είχε επισκεφθεί τον προηγούμενο χρόνο στην Τήνο, οργάνωσε έκθεση γλυπτών και σχεδίων του στο Άσυλον Τέχνης. Με αφορμή την έκθεση, τα Φύλλα Τέχνης του Φραγκέλιου κυκλοφόρησαν με ένα τεύχος αφιερωμένο στον Χαλεπά, το οποίο του έστειλε ο Βέλμος, μαζί με μια πολύ θερμή επιστολή.
Στις 24 Αυγούστου 1930 η ανιψιά του Ειρήνη τον έφερε στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του σε ένα γαλήνιο οικογενειακό περιβάλλον στο σπίτι του Βασίλη και της Ειρήνης Χαλεπά, στην οδό Δαφνομήλη 35. Ως το τέλος εργαζόταν εντατικά, ενώ λάμβανε και παραγγελίες. Στο αρχείο του υπάρχουν έγγραφα, επιστολές και φωτογραφίες για την εκτέλεση προτομής και αναγλύφου του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερού, επιτύμβιου αναγλύφου της Κλεοπάτρας Τούμπα, κόρης της Μερόπης Τούμπα, επιτύμβιου αγγέλου για τον τάφο Πολίτη. Έργα που προέρχονται από παραγγελίες που έλαβε μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα περιλαμβάνονται επίσης σε χειρόγραφο κατάλογο έργων του από τον Στρατή Δούκα.
Από τα πρώτα μέρη που επισκέφθηκε μόλις ήρθε στην Αθήνα ήταν το Α΄ Νεκροταφείο, για να δει την Κοιμωμένη. Πήγε ακόμη στην Ακρόπολη και στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο ερχομός του στην Αθήνα κινητοποίησε τους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους. Ο δημοσιογράφος Κώστας Καλαντζής ήταν από τους πρώτους που τον επισκέφθηκαν, δημοσιεύοντας τη συνομιλία που είχε μαζί του στην εφημερίδα Ελληνική στις 30 και 31 Αυγούστου 1930. Τα επόμενα χρόνια τιμητικές εκδηλώσεις, απονομές και εκθέσεις του χάρισαν την αναγνώριση. Στις 10 Ιουνίου 1934 η Λαογραφική και Ιστορική Εταιρεία Κυκλαδικού Πολιτισμού και Τέχνης τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της, ενώ στις 18 Νοεμβρίου 1934 εορτάστηκε η 80ετηρίδα του και του απονεμήθηκε αναμνηστικό μετάλλιο. Στις 18 Αυγούστου 1934 ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρος της Ένωσεως «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι». Το 1935 παρουσίασε την Αναπαυομένη σε έκθεση που διοργάνωσε η Ένωση στον Παρνασσό. Τον Αύγουστο του 1936 συμμετείχε στην Α΄ Παγκυκλαδική Έκθεση στη Σύρο και του απονεμήθηκε τιμητικό μετάλλιο.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1938 ο Γιαννούλης Χαλεπάς έφυγε από τη ζωή. Με τη διαθήκη του, άφησε τα υπάρχοντά του στον ανιψιό του Βασίλειο Χαλεπά, γιο του αδελφού του Νικόλα, και στη γυναίκα του Ειρήνη, κοντά στους οποίους έζησε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του.
Ο Ιωάννης Α. Χίντζογλου (Αμισός, 1891 - Αθήνα, 1987) υπήρξε οργανωτής των ανταρτικών σωμάτων κατά την επανάσταση του Πόντου (1919). Μετά την καταστολή της και την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου ήλθε στην Ελλάδα. Ήταν ιδρυτικό μέλος του προσφυγικού σωματείου “Οικοδομικός Συνεταιρισμός Ο Νέος Πόντος” (1925), και πρόεδρός του την περίοδο 1931-1934. Επίσης υπήρξε πρόεδρος του προσφυγικού σωματείου “Αδελφότης των Αγωνιστών του Πόντου”. Το 1934-1935 ήταν συνεργάτης του Θεόδωρου Πάγκαλου και υποψήφιος βουλευτής του κόμματός του. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο. Την περίοδο 1939-1949 διετέλεσε αρχηγός του κατασκοπευτικού δικτύου της αγγλικής υπηρεσίας πληροφοριών υπό στοιχεία O.M.Co (Oriental Motoring Co), με το βαθμό του συνταγματάρχη και με το ψευδώνυμο “Συν/ρχης Χατζής”.
Φωτογράφου, Αιμιλίου, οικογένεια
Ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης γεννήθηκε στο Άνω Ζερβοχώρι της Νάουσας το 1948, από γονείς πρόσφυγες. Το Δεκέμβριο του 1989 εκλέχτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. λέκτορας της ιστορίας του ελληνισμού της Ανατολής από τον 15ο αιώνα και εξής. Τέλος, το 1997 εκλέχτηκε καθηγητής της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στο Α.Π.Θ.. Υπήρξε κοσμήτορας της Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας, μέλος της οργανωτικής επιτροπής του Α΄ Παγκοσμίου Συμβουλίου του Απόδημου Ελληνισμού, του ΚΕ.ΠΟ.ΜΕ., της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, της Επιστημονικής Επιτροπής του Κέντρου Μελέτης και Ανάπτυξης του Ελληνικού Πολιτισμού της Μαύρης Θάλασσας και της Επιστημονικής Επιτροπής του προγράμματος "Ιάσων" του Α.Π.Θ. για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Δημήτρης Φωτιάδης, γιος του γαιοκτήμονα και λογοτέχνη Αλέκου Φωτιάδη (1869-1943) και της συζύγου του Ιφιγένειας το γένος Αμηρά, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1898. Είχε μία αδελφή, την Αικατερίνη. Φοίτησε στο Ελληνογερμανικό Λύκειο Κυριάκου Γιαννίκη,υπηρέτησε εθελοντής στη Μικρασιατική Εκστρατεία από το 1918 και μετά την Καταστροφή του 1922 ήλθε πρόσφυγας στην Αθήνα. Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε για πρώτη φορά με το θεατρικό έργο Μάνια Βιτρόβα, που απέσπασε το πρώτο βραβείο στον Καλοκαιρίνειο δραματικό διαγωνισμό το 1931, παρουσιάστηκε από το Λαϊκό Θέατρο του Βασίλη Ρώτα και κυκλοφόρησε αυτοτελώς το 1932 από τον εκδοτικό οίκο Δημητράκου. Το ίδιος έτος, το δράμα του Το μαγεμένο βιολί βραβεύτηκε στο διαγωνισμό μονοπράκτων έργων της Λέσχης Καλλιτεχνών «Ατελιέ». Το 1938 κυκλοφόρησε σε δική του μετάφραση και επιμέλεια το Συμπόσιο του Πλάτωνα, εργασία για την οποία τιμήθηκε το 1939 με το «αργυρούν μετάλλειον» της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Από το 1936 ώς το 1940 ήταν διευθυντής του περιοδικούΝεοελληνικά Γράμματα.Το 1941, λίγο πριν από τη γερμανική εισβολή, διέφυγε στη Μέση Ανατολή και από εκεί στο Λονδίνο, όπου διετέλεσε διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού της αυοτεξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Ενότητας. Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά την Απελευθέρωση και από το 1945 ώς το 1948 ήταν διευθυντήςτου περιοδικούΕλεύθερα Γράμματα. Από το 1948 ώς το 1951 εξορίστηκε διαδοχικά στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη και μετά την απελευθέρωσή του ήταν μέλος της διοικούσας επιτροπής της ΕΔΑ. Από το 1953 στράφηκε κυρίως στην ιστοριογραφία, με πρώτο έργο το Μεσολόγγι, το έπος της μεγάλης πολιορκίας (Αθήνα, Ορίζοντες, 1953). Ακολούθησαν τα βιβλία του: Καραϊσκάκης (1956), Κανάρης (1960), Κολοκοτρώνης, η δίκη του (1962), Όθωνας, η μοναρχία (1963), και Όθωνας, η έξωση (1964), το τετράτομο Η Επανάσταση του Εικοσιένα (1971-1972), Σαγγάριος, εποποιία και καταστροφή στη Μικρά Ασία (1974) και Τρίτη Σεπτεμβρίου 1843 (1975). Μέλος, πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, του Συνδέσμου Ιστορικών, της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης και πολλών άλλων συλλόγων, ο Φωτιάδης ανέπτυξε πολύπλευρη συγγραφική και κοινωνική δραστηριότητα. Τη δεκαετία του 1920, απέκτησε μια κόρη εκτός γάμου, την Έφη. Σύζυγός του από το 1940 και αγαπημένη σύντροφός του μέχρι το τέλος της ζωής του, ήταν η γεννημένη το 1912 στο Κάιρο Κατίνα το γένος Λάσκαρη (του Γεωργίου και της Φλώρενς).
Άλλα έργα του Δημήτρη Φωτιάδη:
Θέατρο: Ο κόσμος ανάποδα (θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη 1937), Θεοδώρα (Ενωμένοι Καλλιτέχνες 1945), Ο Μακρυγιάννης (Ενωμένοι Καλλιτέχνες 1946), Καραϊσκάκης (Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο Μάνου Κατράκη 1957), Εθνεγερσία (ορατόριο 1971), έργα που δεν έχουν παρουσιαστεί στη σκηνή (Ο άσπρος σατανάς, Είχε μπάρμπα στην Κορώνη, Ένας Αθηναίος στη Σπάρτη, Κατακτητές, Κάτω από το ίδιο φως, Ο πολιτικάντης, Ρωμανός Βοΐλας, Τζιλιπουτί κ.ά.), μεταφράσεις (Αριστοφάνη Ιππής 1938, GeorgeBernardShawΠάνω στα βράχια, θίασος Αιμίλιου Βεάκη – Γιώργου Παππά 1947 κ.ά.)
Ποίηση, μεταφράσεις, απομνημονεύματα κ.ά.: Δημοσθένους Κατά Φιλίππου Γ΄ (1940), Πλάτωνος Φαίδρος (1966), Η ακτή των σκλάβων (1950), Ζωή και τέχνη (1958), Errata (1976), Ενθυμήματα Α΄-Γ΄ (1981-1985, κρατικό βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας).
[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: 1.Φωτιάδης, Δημήτρης: Ενθυμήματα Α΄-Γ΄, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 1983, 1985.2. Αυτοβιογραφικά σημειώματα του Δημήτρη Φωτιάδη στο αρχείο].
Μέλος της οικογένειας Φωτιάδη, μεγαλομπόρων από το Σεβντίκιοϊ της Σμύρνης που δραστηριοποιούνταν εμπορικά, κυρίως, στην Αίγυπτο, ενώ είχαν και μεγάλη κτηματική περιουσία στην περιοχή της Σμύρνης.
Γιος του γιατρού και δημοτικιστή Φώτη Φωτιάδη και της Ρωξάνης, το γένος Σοβατζόγλου, γεννήθηκε στην Κων/πολη το 1886. Είχε έναν αδελφό τον Λάμπρο που ήταν γιατρός και έζησε στη Γαλλία και στο Αλγέρι. Ο Αντώνης Φωτιάδης εργάστηκε στην εμπορική εταιρεία Ralli Brothers στην Βομβάη. Το 1922 παντρεύτηκε την Δέσποινα Νικολάου Μακκά με την οποία απέκτησαν δύο κόρες: την Ρωξάνη (1923-2007) και την Αργυρώ-Αλεξάνδρα (1927-1983), σύζυγο Νικολάου Εφεσίου. Επέστρεψαν στην Ελλάδα οικογενειακώς το 1930 και έζησαν στο Παλαιό Ψυχικό. Διετέλεσε πρόεδρος του Οργανισμού Βάμβακος και μέλος στα Δ.Σ. του Κολλεγίου Αθηνών, της Ιονικής Τράπεζας, της Ελαΐδος, και ξενοδοχειακής επιχείρησης στα Καμμένα Βούρλα. Ίδρυσε την Καλλιεργητική Εταιρεία σχετική με το βαμβάκι και τα Κλωστοϋφαντήρια Χαλκίδος Α.Ε. Πέθανε στην Αθήνα το 1965.
Ο Κωνσταντίνος Φωκάς, του Ιωάννη και της Αγγελικής, γεννήθηκε το 1896 στην Κέρκυρα. Ο πατέρας του, Ιωάννης Φωκάς, ήταν στρατιωτικός. Ο Κωνσταντίνος Φωκάς έλαβε μέρος με το Σώμα Ελλήνων Ερυθροχιτώνων στην μάχη του Δρίσκου τον Νοέμβριο του 1912. Το 1913 κατατάχθηκε στον στρατό, στο 7ο Σύνταγμα Πεζικού ως στρατιώτης, με σκοπό να πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα και το 1916 προήχθη στον βαθμό του λοχία. Πήρε μέρος στην μικρασιατική εκστρατεία ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, όπου και προσβλήθηκε από ελονοσία. Απολύθηκε τον Αύγουστο του 1923. Για την συμμετοχή του και τη δράση του στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα, του απονεμήθηκε το 1933 ο Σιδηρός Πολεμικός Σταυρός, ενώ για την συμμετοχή του στην μικρασιατική εκστρατεία του απονεμήθηκε μετάλλιο στρατιωτικής αξίας, στις 31.01.1922.
Μετά την απόλυσή του από το στρατό, εργάστηκε ως επιστάτης οικοδομών και διορίστηκε ως διαχειριστής Β΄ Τάξεως στη Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης Μακεδονίας του Υπουργείου Γεωργίας. Από το 1926 έως το 1932 εργάστηκε ως επιστάτης Α΄ τάξεως δημοτικών έργων στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα.
Το 1935 προσλήφθηκε ως ημερομίσθιος υπάλληλος στην εταιρεία Γενικών Αποθηκών της Ελλάδος από όπου παραιτήθηκε το ίδιο έτος.
Το 1935 κατατάχθηκε ξανά, στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού και αιτήθηκε την μονιμοποίησή του στο στρατό, η οποία δεν έγινε δεκτή. Απολύθηκε από το στρατό λίγες μέρες μετά.
Στις 10/06/1936 διορίστηκε υπάλληλος του Περιφερειακού Συμβουλίου Προνοίας Παλαιών Πολεμιστών και το ίδιο έτος διορίστηκε υπάλληλος του Λιμενικού Ταμείου Θεσσαλονίκης.
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 υπηρέτησε στο 4ο Τάγμα Πολυβόλων Θεσσαλονίκης. Στις 17 Φεβρουαρίου 1941 προήχθη σε λοχαγό εφέδρων. Απολύθηκε στις 2 Μαΐου του 1941.
Το 1942 ήταν κοινοτικός γραμματέας (υπάλληλος της επαρχίας Παιονίας), των κοινοτήτων Ειδομένης, Φάνου, Πλαγίων, Σκρα και Μεγάλων Λειβαδίων. Στις 19 Δεκεμβρίου 1944 παρουσιάστηκε στο Κέντρο Κατάταξης Αξιωματικών Αθηνών και τον Ιανουάριο του 1945 πήρε μετάθεση στο 165 ο Τάγμα Εθνοφρουράς Πειραιώς. Απολύθηκε το 1945.
Η επαγγελματική του σταδιοδρομία συνεχίστηκε στο Λιμενικό Ταμείο Θεσσαλονίκης (μετέπειτα Ελευθέρα Ζώνη και Λιμήν Θεσσαλονίκης) ως το 1961 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Τον Αύγουστο του 1959 του απονεμήθηκε αναμνηστικό μετάλλιο εκστρατείας 1940-1941.
[ Πηγές : υλικό του αρχείου.]
Ο Ιωάννης Φραντζής γεννήθηκε στις 19 Αυγούστου 1909 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο στρατηγός Αμβρόσιος Φραντζής και μητέρα του η Μαγδαληνή Φραντζή. Σε μικρή ηλικία ο Ιωάννης μετακόμισε με την οικογένειά του στο Λονδίνο όταν ο πατέρας του μετατέθηκε στη βρετανική πρωτεύουσα ως Στρατιωτικός Ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία. Στην Αγγλία φοίτησε στο Dulwich College. Μετά την ενηλικίωσή του επέστρεψε στην Αθήνα όπου και φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1931 έδωσε εξετάσεις για το Διπλωματικό Σώμα με επιτυχία. Από το 1931 έως το 1935 υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Το 1935 διορίστηκε Υποπρόξενος στον Αυλώνα της Αλβανίας και στη συνέχεια στο Γενικό Προξενείο Καΐρου (1938-1940) όπου τον βρήκε η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1940 κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό Μέσης Ανατολής. Στη Μάχη του Έλ Αλαμέιν πήρε μέρος ως δόκιμος ανθυπολοχαγός της Α΄ Ελληνικής Ταξιαρχίας και παρασημοφορήθηκε. Το 1944 τοποθετήθηκε Διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου του Προέδρου της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου πρώτα στο Κάιρο και στη συνέχεια στο Λίβανο.
Κατά την απελευθέρωση είχε διορισθεί σύνδεσμος του Προέδρου της Κυβέρνησης με τις αγγλικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές στην Ελλάδα και ήταν παρών στις κρίσιμες συνεδριάσεις στα Δεκεμβριανά. Το 1945 τοποθετήθηκε ως σύνδεσμος του Αντιβασιλέως και του Υπουργείου Εξωτερικών. Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης των Παρισίων το 1946 διετέλεσε Διευθυντής του Ιδιαίτερου Γραφείου του Προέδρου Κ. Τσαλδάρη. Το 1947 για ένα μικρό χρονικό διάστημα υπηρέτησε ως γενικός διευθυντής Τύπου του Υπουργού Βορείου Ελλάδος Δημήτριου Ροδόπουλου . Στη συνέχεια και μέχρι το 1948 υπηρέτησε ως επιτετραμμένος στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Πραιτώρια. Από το 1948 έως το 1950 ο Φραντζής υπηρέτησε στην Ελληνική Πρεσβεία της Ουάσινγκτον. Το Σεπτέμβριο του 1950 διορίστηκε Διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου του Υπουργού Εξωτερικών Στ. Στεφανόπουλου. Στη θέση αυτή παρέμεινε έως το 1953 με συνεχείς αποστολές στο Παρίσι και το Στρασβούργο στις συνεδριάσεις του Συμβούλιου της Ευρώπης. Η θέση του Συμβούλου στην Πρεσβεία του Λονδίνου αποτέλεσε τον επόμενος σταθμό στη διπλωματική του καριέρα απο το 1953 έως το 1955.
Απο το 1955 έως το 1958 συνέχισε να υπηρετεί στο Λονδίνο στη θέση του Διευθυντή του Γραφείου Τύπου της Πρεσβείας. Το Φεβρουάριο του 1958 τοποθετήθηκε στην Τριμερή Γραμματεία Συμφώνου Άγκυρας ως Προϊστάμενος της Γραμματείας. Από το 1959 έως το 1964 υπηρετεί στο ΥΠΕΞ στην Αθήνα. Το 1964 διορίζεται Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Συνεργασίας. Από το 1965 έως το 1967 υπηρέτησε στην Πρεσβεία της Ινδίας ως Πρέσβης της Ελλάδας. Τον Ιούλιο του 1967 εξήλθε του διπλωματικού κλάδου αφού είχε συμπληρώσει το όριο της τριακονταπενταετίας. Ο Ιωάννης Φραντζής παντρεύτηκε το 1957 τη Φάνη Αργέντη. Πέθανε το 1984 στην Αθήνα.
Ο Αμβρόσιος Φραντζής γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1869 στην Κυπαρισσία. Στα χρόνια του Δημοτικού και του Σχολαρχείου βρέθηκε με την οικογένειά του πρώτα στην Αρκαδία και στη Ζάκυνθο και στη συνέχεια στην Κέρκυρα. Από το 1885 έως το 1890 ο Φραντζής φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων. Ανάμεσα στους συμφοιτητές του στη Σχολή ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Ξενοφών Στρατηγός. Το 1892 φοίτησε στη Σχολή του Ιππικού. Από το 1893 έως το 1895 ο Φραντζής βρέθηκε στη Γαλλία και το Βέλγιο για στρατιωτικές σπουδές. Το 1895 επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1897 υπηρετεί την πατρίδα με το βαθμό του αξιωματικού του Πυροβολικού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Παντρεύτηκε τη Μαγδαληνή (Μανταλένα/Λιλίκα) Πετμεζά στις 18 Δεκεμβρίου 1901. Απέκτησαν τρία παιδιά, τη Θάμαρ, τη Μαργαρίτα και τον Ιωάννη. Το 1909 πήρε μέρος στην Επανάσταση στο Γουδί. Από το 1910 έως το 1912 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως και στη Σόφια. Με το ξέσπασμα του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου βρέθηκε στη Διεύθυνση Πληροφοριών και στη συνέχεια τοποθετήθηκε αντιπρόσωπος του Ελληνικού στρατού στο Βουλγαρικό επιτελείο. Στη συνέχεια και μέχρι το τέλος των Βαλκανικών πολέμων τοποθετείται στο επιτελείο του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Το 1917 διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στην Ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο. Στις διαπραγματεύσεις στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι μετά το τέλος του Πολέμου ο Φραντζής παρευρίσκεται με την ιδιότητα του ως Στρατιωτικός Ακόλουθος στην Πρεσβεία του Λονδίνου. Επικεντρώνεται, σύμφωνα με τις οδηγίες των ανωτέρων του, στο να διαφωτίσει τους αγγλικούς παράγοντες του Συμβουλίου στο ζήτημα της ελληνικότητας της Ανατολικής Θράκης. Το Μάιο του 1922 ο Φραντζής τοποθετείται ως εκπρόσωπος της Πανελλήνιας Επιτροπής της Εθνικής Άμυνας για τη Μικρασία. Το 1926 τοποθετείται επικεφαλής του στρατιωτικού οίκου του Προέδρου της Δημοκρατίας Ναυάρχου Π. Κουντουριώτη. Μετά τη συνταξιοδότηση του με το βαθμό του Στρατηγού ασχολήθηκε με τη συγγραφή ποιημάτων και διηγημάτων. Το 1932 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Αγκωνάρια. Με δική του πρωτοβουλία και άλλων φίλων των απογόνων οικογενειών του 1821 ιδρύεται το 1938 ο Πατριωτικός Όμιλος Απογόνων Αγωνιστών του 1821 και Ιστορικών Γενεών της Ελλάδος. Ο Στρατηγός Αμβρόσιος Φραντζής πέθανε την 1η Μαρτίου του 1953 στην Αθήνα.
Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως
Σπούδασε χημικός μηχανικός στο Universite-Institut Chimique, Nancy,Γαλλία, από όπου αποφοίτησε το 1906. Εργάστηκε ως μηχανικός σε μεταλλουργικά εργοστάσια των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης εργάστηκε στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ως Γενικός Επιθεωρητής. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως ελεύθερος επαγγελματίας.
Πηγή: http://library.tee.gr/vufind/Record/en10000188/Description [17/6/2020]
Ο Μιχαήλ Φιδέλης-Νέζης ήταν έμπορος, κτηματίας και υποπρόξενος της Ιταλίας στη Μυτιλήνη. Ήταν γιος του Αλκιβιάδη Φιδέλη-Νέζη και της Ελένης Χατζηβασιλείου και αδέλφια του ήταν: η Μαρία, σύζυγος Στέλιου Γρηγορίου Κούππα, η Angele, σύζυγος Κίμωνα Ελευθεριάδη, ο Αντώνιος (Antonio Fedeli Nesi), που γεννήθηκε το 1897 και ασχολήθηκε με εισαγωγές-εξαγωγές, ασφάλειες – προμήθειες και αντιπροσωπείες), και τέλος ο Πέτρος (τραπεζικός υπάλληλος, κάτοικος Νέας Υόρκης) που το 1923 παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του επί της κινητής και ακινήτου πατρικής περιουσίας. Σύζυγός του ήταν η Μυρσίνη Καψιμάλη.
Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, πατέρας του ιδρυτή του Μουσείου Φαλτάϊτς, υπήρξε κορυφαίος δημοσιογράφος, λογοτέχνης και πρωτοπόρος ερευνητής της περιόδου του μεσοπολέμου. Ήταν από τα πρώτα μέλη της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, ενώ παρακολούθησε ως πολεμικός ανταποκριτής τους Βαλκανικούς Πολέμους και την Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή. Θεωρείται πρωτοπόρος ερευνητής του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά και των Ρομά. Παράλληλα, συνέβαλε στην διάσωση του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, χειρόγραφα του οποίου εκτίθενται στο Μουσείο Φαλτάϊτς.
Γιος του γιατρού Κωνσταντίνου Φέσσα και της Ευ-φροσύνης (Φωφώς) Ν. Τσαμαδού, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. Τελείωσε το Πειραματικό σχολείο και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τις σπουδές του διέκοψαν ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η Κατοχή, στη διάρκεια της οποίας υπέστη διώξεις λόγω αντιστασιακής δράσης. Πήρε το πτυχίο του το 1947 και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στη Β΄ Παθολογική Κλινική (1947-1951) τις οποίες ολοκλήρωσε στις Η.Π.Α. (1952-54) όπου εργάστηκε σε ερευνητικό κέντρο της Ιατρικής Σχολής της Utah. Ανα-γορεύτηκε διδάκτωρ το 1955 και εργάστηκε ως επιμελητής στην Β΄ Παθολογική Κλινική μέχρι το 1957, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση Αιμοδοσίας στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» και την οργάνωση του αιματολογικού εργαστηρίου. Το κύριο επιστημονικό του αντικείμενο ήταν η μεσογειακή αναιμία. Εξελέγη υφηγητής το 1965, καθηγητής και διευθυντής της Α΄ Παθολογικής Κλινικής (όπου είχε διδάξει τον 19ο αιώνα ο Γεώργιος Μακκάς) το 1969. Ήταν αντιπρόεδρος της Διεθνούς Αιματολογικής Εταιρείας, πρόεδρος του Διεθνούς Αιματολογικού Συνεδρίου (Αθήνα 1981), πρόεδρος του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου της Αθήνας (1987), κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Υγείας (1988). Πέθανε σε μεγάλη ηλικία στην Αθήνα το 2015.
Πρωτότοκη κόρη του Αντώνη και της Δέσποινας Φωτιάδη, γεννήθηκε στην Βομβάη το 1923. Το 1943-1945 παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών και από το 1947 ως το 1953 εργάστηκε στη βιβλιοθήκη του USIS όπου παράλληλα εκπαιδεύτηκε στη βιβλιοθηκονομία. Το 1953-54 εργάστηκε στη βιβλιοθήκη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Utah, την εποχή που ο σύζυγός της εργαζόταν σε ερευνητικό κέντρο του ίδιου Πανεπιστημίου. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων (1956-1960), ενώ το 1960-61 ανέλαβε την ταξινόμηση των βιβλίων του Ε.Κ.Κ.Ε. και το 1962 την οργάνωση της βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Ευγενίδου, όπου και εργάστηκε για πολλά χρόνια. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκονόμων και Επιστημών Πληροφόρησης, η οποία την τίμησε (το 2002) για το δημιουργικό της έργο και τη σημαντική παρουσία της στη Βιβλιοθηκονομία στην Ελλάδα.
Παντρεύτηκε στην Αθήνα το 1947 τον γιατρό Φαίδωνα Κ. Φέσσα και απέκτησαν δύο κόρες: τη Δάφνη (1951-) και την Ελένη (1955-).
Πέθανε στην Αθήνα, στις 22/7/2007.
Υφυπουργείον παρά τω Προέδρω της Κυβερνήσεως
Υπουργικό Συμβούλιο είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο του κράτους που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό, τους Αντιπροέδρους της Κυβέρνησης, τους Υπουργούς και τους αναπληρωτές Υπουργούς. Οι Υφυπουργοί δεν αποτελούν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά μπορεί να προσκληθούν από τον Πρωθυπουργό, χωρίς δικαίωμα ψήφου. (άρθρ. 81 Συντάγματος )
Ο Θεσμός του Υπουργικού Συμβουλίου είναι αγγλικής καταγωγής και ως "Ιδιαίτερον Συμβούλιον" (Privy Council) συγκροτήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα, από ευγενείς ή διακεκριμένα πρόσωπα, έμπιστα του Στέμματος και ήταν διαφορετικό από το Συμβούλιο Στέμματος.
Στην Ελλάδα ο θεσμός καθιερώθηκε μετά την έλευση του Βασιλιά Όθωνα, με το Β.Δ 13/10 Απριλίου 1833 "Περί σχηματισμού των Γραμματειών" (σημερινών υπουργείων). Στο άρθρο 5 οριζόταν: "η ολομέλεια των Γραμματέων της Επικρατείας σχηματίζει το Υπουργικόν Συμβούλιον, του οποίου ο Πρόεδρος ονομάζεται ιδιαιτέρως από τον Βασιλέα”. Πρώτος Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου και Γραμματεύς της Επικρατείας επί του Βασιλικού Οίκου και επί των Εξωτερικών” ορίστηκε ο Σπυρίδων Τρικούπης.
Συνταγματικά το Υπουργικό Συμβούλιο θεσπίστηκε στο άρθρο 87 του Συντάγματος του 1927. Ομοίως αναφέρεται στο άρθρο 76 του Συντάγματος του 1952. Οι αρμοδιότητές του ορίζονται και στο εν ισχύι σήμερα Σύνταγμα του 1975 (με τις αναθεωρήσεις πού ακολούθησαν 1986, 2001, 2008 καί 2019).
Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Το 1917 η κυβέρνηση Βενιζέλου συγκροτεί το Υπουργείο Περιθάλψεως που αποτελεί μετεξέλιξη της Ανώτατης Διεύθυνσης Περιθάλψεως της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης. Στο Υπουργείο εντάχθηκαν οι αρμοδιότητες της μέριμνας για την περίθαλψη των θυμάτων του πολέμου, των ορφανών και των προσφύγων, καθώς και των οικογενειών των επιστράτων. Στις 27 Αυγούστου 1922, η κυβέρνηση Π. Πρωτοπαπαδάκη ψήφισε το νόμο 2882/1922 «περί μεταρρυθμίσεως και συμπληρώσεως του Υπουργείου της Περιθάλψεως, μετονομαζομένου εις Υπουργείον Υγιεινής και Προνοίας». Σύμφωνα με το νόμο, το Υπουργείο διαρθρώθηκε από τις Διευθύνσεις Διοικητικού, Κοινωνικής Πρόνοιας, Δημοσίας Αντιλήψεως, Θυμάτων Πολέμου, Δημοσίας Υγείας και Κοινωνικής Υγιεινής. Διαρθρώθηκε, επίσης, από μια Γενική Υγειονομική Επιθεώρηση, έξι ειδικές Υγειονομικές Επιθεωρήσεις, Περιφερειακές Υγειονομικές Επιθεωρήσεις και το «Ιατροσυνέδριον», το οποίο μετονομάστηκε σε «Ανώτατον Υγειονομικόν Συμβούλιον».
Το σημαντικό αυτό νομοθέτημα, το οποίο αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού κράτους και αφορά στην ίδρυση του πρώτου Υπουργείου Υγείας στη χώρα, δεν τέθηκε σε εφαρμογή λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής, που συνέπεσε λίγο μετά την ψήφισή του και των σοβαρών γεγονότων που τη συνόδευσαν.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1922 η κυβέρνηση Σ. Γονατά εξέδωσε νομοθετικό διάταγμα «περί ιδρύσεως Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως», στο οποίο ενσωματώθηκε το ιδρυθέν το 1917 «Υπουργείον Περιθάλψεως». Στο Υπουργείο συγκροτήθηκε Γενική Διεύθυνση Υγιεινής με προϊστάμενο ιατρό υγιεινολόγο, ενώ ακολούθησε η έκδοση σειράς νομοθετημάτων, τα οποία ρύθμιζαν τη λειτουργία του Υπουργείου. Η δικτατορία Θ. Πάγκαλου προχώρησε στην κατάργηση του «Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως» και στην ίδρυση «Ανωτάτης Διευθύνσεως Προσφύγων». Παράλληλα, η Διεύθυνση Υγιεινής και το Τμήμα Προστασίας Απόρων του καταργηθέντος Υπουργείου μεταφέρθηκαν στο Υπουργείο Εσωτερικών, το Τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων στο Υπουργείο Παιδείας και το Τμήμα Προστασίας Θυμάτων Πολέμου στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Στις 28 Αυγούστου 1926, η κυβέρνηση Γ. Κονδύλη επανίδρυσε το «Υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως» και σύστησε «Υφυπουργείον Υγιεινής». Το 1928 η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου διαχώρισε το Υπουργείο, ιδρύοντας «Υφυπουργείον» και στη συνέχεια «Υπουργείον Υγιεινής» με το νόμο 4172/1929 «περί συστάσεως αυτοτελούς Υπουργείου Υγιεινής». Στα τέλη του 1932, όταν ανέλαβε εκ νέου ως πρωθυπουργός ο Ε. Βενιζέλος, αποφασίστηκε η ενοποίηση του «Υπουργείου Υγιεινής» με το «Υπουργείο Κρατικής Αντιλήψεως», με την ονομασία «Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως». Το 1935 το «Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως» μετονομάστηκε σε «Υπουργείον Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως» και τον επόμενο χρόνο σε «Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως». Στις 28 Σεπτεμβρίου 1940 εκδόθηκε ο νόμος 2588 «περί μετονομασίας του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως και οργανώσεως των Υπηρεσιών αυτού», με βάση τον οποίο το Υπουργείο μετονομάστηκε σε «Υπουργείον Εθνικής Προνοίας». Το συγκεκριμένο Υπουργείο λειτούργησε για λίγους μήνες παράλληλα με το «Υπουργείον Υγιεινής» και στη συνέχεια έπαυσε να υφίσταται1. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής επανιδρύθηκε το
«Υπουργείον Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως», το οποίο στη συνέχεια ονομάστηκε «Υπουργείον Προνοίας και Κρατικής Αντιλήψεως» και ακολούθως «Υπουργείον Εθνικής Προνοίας»2. Μετά την απελευθέρωση της χώρας, η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ψήφισε το νόμο 8/6-11-1944 «περί συστάσεως Υπουργείου Υγιεινής» και διαχωρίστηκαν οι υπηρεσίες του «Υπουργείου Εθνικής Προνοίας» στα Υπουργεία «Κοινωνικής Προνοίας» αφενός και «Υγιεινής» αφετέρου. Στις 7 Μαρτίου 1945, με νεότερο νομοθέτημα, τα δύο Υπουργεία συγχωνεύτηκαν στο «Υπουργείον Κοινωνικής Προνοίας», αλλά μετά πάροδο λίγων μηνών διαχωρίστηκαν εκ νέου, για να επανενωθούν και πάλι με το νομοσχέδιο 1671/1951 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων» ως «Υπουργείον Κοινωνικής Πρόνοιας». Το συγκεκριμένο Υπουργείο διατηρήθηκε με την ίδια διοικητική διάρθρωση μέχρι το 1964. Το 1964 η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου δημιούργησε εκ νέου ανεξάρτητο «Υπουργείον Υγιεινής», το οποίο με τον αναγκαστικό νόμο 7/1967 συγχωνεύτηκε και πάλι ως Γενική Διεύθυνση Υγιεινής στο «Υπουργείον Κοινωνικής Πρόνοιας». Το Υπουργείο αυτό μετονομάστηκε το 1968 σε «Υπουργείον Κοινωνικών Υπηρεσιών», στο οποίο εκτός των αρμοδιοτήτων των τομέων Υγείας και Πρόνοιας προστέθηκαν για πρώτη φορά οι αρμοδιότητες των κοινωνικών ασφαλίσεων, οι οποίες μέχρι τότε ανήκαν στα Υπουργεία Εργασίας και Γεωργίας. Το «Υπουργείον Κοινωνικών Υπηρεσιών» διατήρησε τη συγκεκριμένη ονομασία, τις αρμοδιότητες και τη διοικητική δομή επί 14 συναπτά έτη, μέχρι τον Ιούλιο του 1982, οπότε διαχωρίστηκε και πάλι σε «Υπουργείον Υγείας – Πρόνοιας» αφενός και σε «Υπουργείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων» αφετέρου.
Πηγή: Θεόδωρος Δαρδαβέσης, Η Ιστορική πορεία του Υπουργεία Υγείας στην Ελλάδα (1833 - 1981)
Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ), Τεχνικές Υπηρεσίες
1908: ΒΔ 16.8.1908 : Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Γραφείον Γ΄ Αρχιτεκτονικόν
1910: Ν. ,ΓΨΚΑ΄ 3731/1910:Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Τμήμα Ε΄, Γραφείον Γ΄ Αρχιτεκτονικόν
1911: Ν. ,ΓΩΚΖ΄ 3827/1911 (ΦΕΚ Α΄ 191): Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Τμήμα Ζ΄ Γραφείον τεχνικής υπηρεσίας Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως [η φράση "Γραφείον... " αποτελεί τον τίτλο του Τμήματος Ζ΄, δεν αποτελεί υποδιαίρεση]
1932: Ν. 5608 (ΦΕΚ Α΄ 288): Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, Δ΄ Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών.
1937: ΑΝ 782/1937 (ΦΕΚ Α΄ 267): Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ΣΤ΄ Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών.
1969: ΥΑ 101491 (ΦΕΚ Β΄ 490): Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών
1976 ΠΔ 147/1976: Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενική Διεύθυνση Προγραμματισμού, Μηχανοργανώσεως και Εποπτικών Μέσων, Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών
1977: ΠΔ 150/1977 (ΦΕΚ Α΄ 48): Κατάργηση Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών και μεταφορά αρμοδιοτήτων στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων.
Το Αρχιτεκτονικόν Γραφείον / Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών ήταν η αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΔΕ/ ΥΠΕΠΘ για τον σχεδιασμό τύπων διδακτηρίων. Στην αρμοδιότητά της ήταν η μελέτη κατασκευή, συντήρηση επίπλωση των διδακτηρίων. Στην προ του 1940 περίοδο ανέλαβε το σχεδιασμό, με ριζοσπαστικό τρόπο (καθώς πολλοί νέοι και σπουδαίοι αρχιτέκτονες συνιστούσαν το ανθρώπινο δυναμικό της), σχολικών μονάδων.
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την δραστηριότητά της αν και το ποιοτικό κριτήριο υποχώρησε σε σχέση με τις άμεσες ανάγκες ποσοτικής αναπλήρωσης των κατεστραμμένων από τον πόλεμο σχολείων.
Σημείο καμπής στην ιστορία της ΔΤΥ ήταν η ίδρυση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (Α.Ν 627/1968), στον οποίο ανατέθηκε η μελέτη, κατασκευή και εξοπλισμός όλων των δημόσιων κτιρίων όλων των βαθμίδων της δημόσιας εκπαίδευσης πλην της Ανωτάτης. Ο προγραμματισμός ανατέθηκε στην Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ερευνών (που συστάθηκε με το άρθρο 19 του ίδιου ΑΝ 627/1968)
Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών παρέμεναν τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, οι ανώτατες σχολές και τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και Δημοσίου Δικαίου αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ. Η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε, την επόμενη χρονιά στην ΥΑ 101491/1969 (ΦΕΚ Β΄ 490).
Σύμφωνα με αυτό η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών διαρθρωνόταν στα παρακάτω Τμήματα
Τμήμα Α΄ Μελετών
Η σύνταξη μελετών για τις εξής κατηγορίες έργων: α) Έργα που χρηματοδοτούνταν από κληροδοτήματα και δωρεές, β) έργα Νομικών Προσώπων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ.
Ο έλεγχος και έγκριση μελετών για έργα που αφορούσαν α) Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και Επιστημονικά Ιδρύματα, β) ιδιωτικά διδακτήρια και γ) ιδιωτικές τεχνικές σχολές.
Επί τόπου έλεγχος και χορήγηση άδειας καταλληλότητας για τα ιδιωτικά σχολεία.
Τμήμα Β΄ Κατασκευών
Έλεγχος και έγκριση οικονομικών στοιχείων έργων (πρακτικά δημοπρασιών, πρωτόκολλα νέων τιμών μονάδος, συγκριτικοί πίνακες)
Η επίβλεψη των έργων στις μαθητικές κατασκηνώσεις
Παραλαβή έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ
Έλεγχος προϋπολογισμών επισκευής και συντηρήσεως διδακτηρίων Δημοσίου και καταρτισμός πινάκων για την χορήγηση πιστώσεων.
Τμήμα Γ΄ Διοικητικού
Εποπτεία διοικητικών θεμάτων ΟΣΚ και Ταμείων Ανεγέρσεως Διδακτηρίων
Προϋπολογισμός και προγραμματισμός, διαδικασία διάθεσης πιστώσεων όσον αφορά τα διδακτήρια σε α) Νομαρχιακά Ταμεία, β) Σχολικά Ταμεία
Η προμήθεια υλικών για τις ανάγκες της Διεύθυνσης
Τήρηση του ειδικού αρχείου της Υπηρεσίας.
Παρόμοιες είναι και οι οργανικές μονάδες και αρμοδιότητες που περιγράφονται στο ΠΔ 147/1976
1976
Τμήμα Α΄ Εγκρίσεως Αρχιτεκτονικών σχεδίων
Έλεγχος και έγκριση ανέγερσης ιδιωτικών σχολείων, οικοτροφείων, ιδιωτικών μέσων και κατωτέρων επαγγελματικών σχολών σε όλη την Ελλάδα.
Έλεγχος καταλληλότητας των διδακτηρίων προς χορήγηση αδείας λειτουργίας και εποπτεία επί των κτιριακών εγκαταστάσεων των ιδιωτικών σχολείων γενικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως περιοχής λεκανοπεδίου Αττικής.
Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση αρχιτεκτονικών σχεδίων και μελετών των υπό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εποπτευομένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας, (πλην Ο.Σ.Κ. και Ο.Δ.Δ.Ε.Π.) όπως: α) Ακαδημίας Αθηνών, β) Πανεπιστημίου Αθηνών για έργα εξ ιδίων ή άλλων πόρων, πλην επενδύσεων, γ) Αστεροσκοπείων της Χώρας, δ) Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, ε) Σχολής Εκπαιδευτικών Λειτουργών Επαγγελματικής και Τεχνικής Εκπαιδεύσεως (ΣΕΛΕΤΕ), στ) Σιβιτανιδείου Δημοσίας Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων, ζ) Βαρβακείου Σχολής. Αρχιτεκτονικές μελέτες Εκκλησιαστικών Σχολών.
Σύνταξη, έλεγχος, θεώρηση και έγκριση των αρχιτεκτονικών μελετών των βάσει του Α.Ν. 2039/39 Κληροδοτημάτων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ.
Μελέτη, σύνταξη, αναπροσαρμογή και δημοσίευση των οικοδομικών κανονισμών που αφορούν στα διδακτήρια που προορίζονται για Εκπαιδευτήρια ή Φροντιστήρια, σύμφωνα με τας εκάστοτε απαιτήσεις και εξελίξεις της επιστήμης και της Τεχνικής. Σύνταξη πάσης φύσεως αρχιτεκτονικής μελέτης αρμοδιότητος του Υπουργείου.
Τμήμα Β΄ Έγκρισης μελετών και κατασκευής κτιρίων
Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση στατικών υπολογισμών και σχεδίων στατικών μελετών, ηλεκτρομηχανολογικών μελετών, υδραυλικών μελετών και μελετών κεντρικής θέρμανσης των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου των εποπτευομένων υπό του Υπουργείου βάσει της κειμένης νομοθεσίας, πλην Ο.Σ.Κ. και Ο.Δ.Δ.Ε.Π., όπως περιγράφονται στο Τμήμα Α΄.
Στατικές μελέτες: α) Έλεγχος των στατικών μελετών Εκκλησιαστικών Σχολών. β) Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση στατικών μελετών Κληροδοτημάτων. γ) Σύνταξη στατικών μελετών πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ. δ) Γνωμοδόταησις επί της αντοχής υφισταμένων κτιρίων και σύνταξη εκθέσεων. ε) Επίβλεψις και παραλαβή παντός έργου αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ, επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων των Νομαρχών και του Ο.Σ.Κ.
Τμήμα Γ΄ Οικονομοτεχνικών Μελετών
Έλεγχος, έγκριση και θεώρηση των οικονομικών τευχών δημοπράτησης των μελετών των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ως εις τα Τμήματα Α΄ και Β΄.
Έλεγχος, έγκριση και θεώρηση συγκριτικών πινάκων, πρωτοκόλλων νέων τιμών μονάδος, πινάκων αμοιβής μηχανικών, λογαριασμών έργων ων την ευθύνη της εκτέλεσης έχει το ΥΠΕΠΘ.
Έλεγχος και έγκριση πρωτοκόλλων παραλαβής έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ (επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων των Νομαρχών και του Ο.Σ.Κ.).
Έλεγχος και θεώρηση οικονομικών τευχών δημοπρατήσεως έργων αρμοδιότητας Β΄ Τμήματος.)
Την επόμενη χρονιά, 1977 με το ΠΔ 150/1977, η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών καταργήθηκε και οι αρμοδιότητές της μεταβιβάστηκαν σε υπηρεσίες του Υπουργείου Δημοσίων Έργων
Δομή
1937
Σύμφωνα με το ΑΝ του 1937 η Διεύθυνση χωρίζεται στα παρακάτω τμήματα:
Τμήμα Μελετών
Τμήμα Εκτελέσεως Έργων
Τμήμα Ελέγχου
1969
Τμήμα Γ΄ Διοικητικού
Τμήμα Β΄ Κατασκευών
Τμήμα Α΄ Μελετών
1976
Τμήμα Α΄ Εγκρίσεως Αρχιτεκτονικών σχεδίων
Τμήμα Β΄ Έγκρισης μελετών και κατασκευής κτιρίων
Τμήμα Γ΄ Οικονομοτεχνικών Μελετών
Υπουργείο Γεωργίας, Τοπογραφική Υπηρεσία Καβάλας
Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας
Η Τοπογραφική Υπηρεσία συστάθηκε το 1917 παράλληλα με τη σύσταση του υπουργείου Γεωργίας και υπαγόταν στο Τεχνικό Τμήμα της Διεύθυνσης Δημοσίων Κτημάτων. Την ίδια χρονιά με τον Νόμο 886 «Περί συστάσεως και οργανισμού σώματος τοπογράφων μηχανικών» συγκροτήθηκε σώμα τοπογράφων μηχανικών υπαγόμενο στην αρμοδιότητα του υπουργείου Γεωργίας «προς διεξαγωγήν των τεχνικών υπηρεσιών της Διευθύνσεως Δημοσίων Κτημάτων». Με τον ίδιο νόμο καθορίστηκαν ζητήματα διορισμού, μονιμότητας, αμοιβών και κατηγοριοποίησης του τεχνικού προσωπικού της Τοπογραφικής Υπηρεσίας. Έτσι, το τεχνικό προσωπικό της υπηρεσίας αποτελούσαν ο τμηματάρχης του Τεχνικού Τμήματος, πέντε επιθεωρητές, 36 προϊστάμενοι Τοπογραφικών Συνεργείων, 50 μηχανικοί, 36 βοηθοί και 12 σχεδιαστές. Με τον Νόμο 1317 του 1918 τροποποιήθηκε η σύνθεση του προσωπικού της υπηρεσίας ως εξής: ένας επιθεωρητής, πέντε ελεγκτές, 16 προϊστάμενοι συνεργείων, 20 τοπογράφοι μηχανικοί α΄ τάξεως, 25 τοπογράφοι μηχανικοί β΄ τάξεως, 25 δόκιμοι τοπογράφοι μηχανικοί. Τον Ιανουάριο του 1920 ψηφίστηκε ο Νόμος 1843 «περί κυρώσεως του από 15 Ιουλίου 1919 νομοθετικού διατάγματος περί συμπληρώσεως των διατάξεων περί τοπογραφικής υπηρεσίας της διευθύνσεως κτημάτων του Υπουργείου Γεωργίας» που διαμόρφωσε εκ νέου το οργανόγραμμα της υπηρεσίας και τη διάρθρωση του προσωπικού της. Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο δημιουργήθηκε θέση προϊσταμένου Σχεδιαστηρίου στην Τοπογραφική Υπηρεσία και αυξήθηκε και ο αριθμός των σχεδιαστών. Με τον ίδιο νόμο προβλεπόταν και η ανάθεση αρμοδιοτήτων τοπογράφων της υπηρεσίας που απορρέουν από την εφαρμογή του Νόμου 1072 σε στρατιωτικούς ή άλλους δημοσίους υπαλλήλους και η δυνατότητα πρόσληψης αλλοδαπών σχεδιαστών και τοπογράφων. Καθοριζόταν, επίσης, ότι τις λογιστικές υπηρεσίες της Τεχνικής Υπηρεσίας της Διεύθυνσης Δημοσίων Κτημάτων εκτελεί αποσπασμένος αξιωματικός. Με το άρθρο 8 του Νόμου 1317 προβλεπόταν και η ίδρυση τεχνικών γραφείων στις πρωτεύουσες των νομών της χώρας με αρμοδιότητες «την εκτέλεσιν τοπογραφικών υπολογισμών και σχεδίων των κατά την περιφέρειαν του γραφείου εργαζομένων συνεργείων και την επί τούτων άσκησιν αμέσου εποπτείας». Οι λεπτομέρειες για την ίδρυση, λειτουργία και δικαιοδοσία των περιφερειακών τεχνικών γραφείων θα καθορίζονταν για το καθένα ξεχωριστά με σχετικά βασιλικά διατάγματα. Λίγους μήνες αργότερα με τον Νόμο 2204 ανατίθονταν τα ταμιακά και λογιστικά καθήκοντα της υπηρεσίας σε διοριζόμενο υπάλληλο απόφοιτο της Εμπορικής Σχολής, ενώ προβλεπόταν και η δυνατότητα πρόσληψης ως τοπογράφων στην Τοπογραφική Υπηρεσία αποφοίτων των στρατιωτικών σχολών των Ευελπίδων και των Υπαξιωματικών . Με τους Νόμους 3072 του 1924 και 3279 του 1925 τροποποιήθηκαν διάφορες διατάξεις που αφορούσαν κυρίως το προσωπικό της Τοπογραφικής Υπηρεσίας . Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Τοπογραφική Υπηρεσία διαιρούνταν στην Κεντρική Υπηρεσία και στα περιφερειακά τεχνικά γραφεία. Το τεχνικό προσωπικό της υπηρεσίας εργαζόταν σε τοπογραφικές εργασίες στην περιφέρεια συγκροτώντας Τοπογραφικά Συνεργεία τα οποία εποπτευόταν από τα περιφερειακά τεχνικά γραφεία. Στην Κεντρική Υπηρεσία εκτός από τη Γραμματεία και το Λογιστήριο υπαγόταν το Σχεδιαστήριο καθώς και το Τεχνικό Τμήμα. Στις αρμοδιότητες της Τοπογραφικής Υπηρεσίας ήταν η εκτέλεση τοπογραφικών εργασιών (κατάρτιση τοπογραφικών σχεδίων κτημάτων, σχεδίων ρυμοτομίας, καθορισμός ορίων κτημάτων, καθορισμός και διανομή κλήρων ακτημόνων και προσφύγων κ.ά.) στο πλαίσιο του εποικιστικού προγράμματος των ελληνικών κυβερνήσεων με την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και προσφύγων σε διαθέσιμες δημόσιες γαίες.
Το 1930 με τον Νόμο 4556 «περί οργανισμού Διευθύνσεως Τεχνικών Έργων Υπουργείου Γεωργίας» η Τοπογραφική Υπηρεσία εντάχθηκε ως τμήμα στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων η οποία περιλάμβανε επίσης και το Τμήμα Γεωργικής Υδραυλικής. Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο, το Τοπογραφικό Τμήμα της Διευθύνσεως Τεχνικών Έργων είχε στην αρμοδιότητά του: α) «την εκτέλεσιν και παρακολούθησιν πάσης φύσεως τοπογραφήσεως εντός του Κράτους, είτε προς μελέτην υδραυλικής φύσεως έργων, είτε διά την εκμετάλλευσιν ή διανομήν εκτάσεων διατιθεμένων διά γεωργικούς ή εποικιστικούς σκοπούς». β) «Την εκτέλεσιν διαχωρισμών, προσωρινών και οριστικών διανομών, την σύνταξιν πινάκων διανομής και επίβλεψιν εφαρμογής των εγκεκριμένων σχεδίων διανομής». γ) «Την τήρησιν Αρχείου καταμετρήσεων και διανομών». Την ίδια χρονιά, με τον Νόμο 5006 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του νόμου 4556» συστάθηκε Γραφείο Λογιστικού στη Διεύθυνση Τεχνικών Έργων. Με το Προεδρικό Διάταγμα της 30ης Δεκεμβρίου 1932 «περί συμπτύξεως Υπηρεσιών Υπουργείου Γεωργίας και κανονισμού αρμοδιοτήτων» περιορίστηκε ο αριθμός του προσωπικού της Τοπογραφικής Υπηρεσίας τόσο στην Κεντρική Υπηρεσία όσο και των Τοπογραφικών Συνεργείων από 503 σε 292. Έτσι, οι οργανικές θέσεις της Τοπογραφικής Υπηρεσίας καθορίζονταν ως εξής: ένας προϊστάμενος, δύο επιθεωρητές, επτά ελεγκτές, 12 προϊστάμενοι συνεργείων, 15 μηχανικοί Α΄, 15 μηχανικοί Β΄, 20 δόκιμοι μηχανικοί, 60 γεωμέτρες, 40 τεχνικοί βοηθοί, ένας προϊστάμενος σχεδιαστηρίου, 35 σχεδιαστές, ένας γραμματέας, τρεις γραφείς, ένας λογιστής, δύο βοηθοί λογιστή, 30 απόφοιτοι στρατιωτικών σχολών και δύο κλητήρες. Ο αριθμός των 292 υπαλλήλων συμπληρωνόταν από τους μόνιμους και έκτακτους υπαλλήλους της τέως Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Τεχνικού Τμήματος της Διεύθυνσης Αγροτικής Εγκαταστάσεως Παλαιάς Ελλάδας Ηπείρου και Νήσων (ΠΕΗΝ) της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) που μετά την κατάργησή της εντάχθηκε –μαζί με το αρχείο της– στην Τοπογραφική Υπηρεσία του υπουργείου Γεωργίας.
Το 1933 με το Προεδρικό Διάταγμα «περί ιδρύσεως γραφείων Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας» ιδρύθηκαν Γραφεία της Τοπογραφικής Υπηρεσίας στη Θεσσαλονίκη, την Κομοτινή και τη Δράμα , ενώ αργότερα ιδρύθηκαν Γραφεία Τοπογραφικής Υπηρεσίας και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπως το Γραφείο Ιωαννίνων, Κοζάνης και Κρήτης . Το 1935 με τον Αναγκαστικό Νόμο «περί των εκτάκτων υπαλλήλων της τοπογραφικής υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας και διαρρυθμίσεως της υπηρεσίας Τεχνικών Έργων» η Διεύθυνση Τεχνικών Έργων του υπουργείου Γεωργίας μετονομάζεται σε Διεύθυνση Υδραυλικών Έργων και δεν περιλαμβάνει πλέον ως τμήμα την Τοπογραφική Υπηρεσία η οποία αναβαθμίζεται σε αυτόνομη Διεύθυνση. Ένα χρόνο αργότερα συστάθηκε θέση Γενικού Επιθεωρητή παρά τη Τοπογραφική Υπηρεσία του υπουργείου Γεωργίας .
Το 1943 με τον Νόμο 480 «Περί οργανώσεως της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας» καθορίστηκαν εκ νέου οι αρμοδιότητες, το οργανόγραμμα και οι οργανικές θέσεις του προσωπικού της Τοπογραφικής Υπηρεσίας. Στην αρμοδιότητα της υπηρεσίας υπαγόταν: α) η εκτέλεση κάθε εργασίας που προβλεπόταν από τον Αγροτικό Νόμο ή άλλους ειδικούς νόμους και σχετίζονταν με την Τοπογραφική Υπηρεσία, η διατήρηση του αρχείου των αποτυπώσεων και διανομών κτημάτων, η έκδοση αντιγράφων διαγραμμάτων, κτηματολογικών πινάκων κ.λπ. για τον καταρτισμό οριστικών χρεώσεων και έκδοσης οριστικών τίτλων κυριότητας των αγροτικώς αποκατασταθέντων από τις εποικιστικές υπηρεσίες του Κράτους ή την τέως ΕΑΠ, η ενημέρωση του Κτηματολογίου για κάθε μεταβολή επί των κλήρων και η χορήγηση στοιχείων για την ρύθμιση των αποζημιώσεων στους αρχικούς ιδιοκτήτες απαλλοτριωθέντων κτημάτων. β) Η καταμέτρηση, διανομή και εκπόνηση διαγραμμάτων επί εκτάσεων που ανήκουν στο Δημόσιο και σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου στα οποία θα εκτελεστούν έργα προς επαύξηση του γεωργικού τους εισοδήματος ή θα γίνει αγροτική αποκατάσταση των μελών τους καθώς και η εκτέλεση κτηματογραφήσεων για τις ανάγκες Υπηρεσιών, Νομικών Προσώπων και Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου. Σύμφωνα με τον νόμο, η Κεντρική Υπηρεσία της Διεύθυνσης της Τοπογραφικής Υπηρεσίας περιλάμβανε δύο Τμήματα και δύο Γραφεία. Το Τμήμα Α΄-Τεχνικών Μελετών είχε στην αρμοδιότητά του την τεχνική οργάνωση της Υπηρεσίας, τη σύνταξη τεχνικών κανονισμών και υποδειγμάτων των εκτελουμένων εργασιών, την επιμέλεια και την εκάστοτε διάθεση του τεχνικού υλικού και την τήρηση των εργασιών τριγωνισμού. Το Τμήμα Β΄-Κτηματογραφήσεως και Ελέγχου είχε στην αρμοδιότητά του την τήρηση του τεχνικού αρχείου, την παρακολούθηση και τον έλεγχο των οριστικών διανομών, τις εισηγήσεις στις Επιτροπές Ελέγχου κυρώσεων ή τροποποιήσεων διανομών, τη χορήγηση διαγραμμάτων και κτηματολογικών πινάκων για την ενημέρωση του Κτηματολογίου, τον καταρτισμό των οριστικών χρεώσεων των κληρούχων, την έκδοση οριστικών παραχωρητηρίων, τον καταρτισμό προγράμματος των προς εκτέλεση εργασιών από τα Τοπογραφικά Συνεργεία και τη χορήγηση των απαιτούμενων στοιχείων προς ρύθμιση των οφειλομένων προς τους ιδιοκτήτες αποζημιώσεων. Στο Γραφείο Διοικητικού και Γραμματείας υπαγόταν η διεκπεραίωση κάθε εγγράφου, η τήρηση του διοικητικού αρχείου και των στοιχείων του προσωπικού της Διεύθυνσης, η παρακολούθηση των μετακινήσεων του καθώς και η ταξινόμηση και τήρηση νόμων, διαταγμάτων ή εγκυκλίων που αφορούν τη Διεύθυνση της Τοπογραφικής Υπηρεσίας. Στο Λογιστικό Γραφείο υπαγόταν ο καταρτισμός του προϋπολογισμού της υπηρεσίας, η σύνταξη εκθέσεων περί των απαιτούμενων πιστώσεων, ο καταρτισμός των σχετικών εντολών πληρωμής, η σύνταξη μισθολογικών καταστάσεων του προσωπικού και η διαχείριση και διαφύλαξη του υλικού και των οργάνων της υπηρεσίας.
Ο Νόμος 480 καθόριζε, εκτός από τις οργανικές θέσεις της υπηρεσίας, και τη δομή των περιφερειακών γραφείων της Τοπογραφικής Υπηρεσίας. Έτσι, οριζόταν η λειτουργία των Περιφερειακών Γραφείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης καθώς και στις έδρες των υπολοίπων Γενικών Διοικήσεων της χώρας. Αρμοδιότητα των Περιφερειακών Γραφείων ήταν η μελέτη των εργασιών διανομής κλήρων, η επίλυση κάθε διαφοράς κατά τη διανομή των κλήρων, η χορήγηση αποσπασμάτων εκ των στοιχείων των διανομών στους ενδιαφερομένους, η εκτέλεση διαφόρων τοπογραφικών εργασιών και η χορήγηση αναγκαίων στοιχείων για οριστικές χρεώσεις καθώς και η έκδοση οριστικών τίτλων κυριότητας των κληρούχων.
Η Δ΄ Αναθεωρητική Βουλή ψήφισε το 1946 νέο νόμο σχετικά με την οργάνωση της υπηρεσίας της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του υπουργείου Γεωργίας . Ο Νόμος 197 όριζε τις αρμοδιότητες της Τοπογραφικής Υπηρεσίας κατά τον τρόπο που ορίζονταν στο νόμο του 1943 και διαιρούσε τη Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας σε Κεντρική και Περιφερειακή. Η Κεντρική Υπηρεσία περιλάμβανε τέσσερα Τμήματα α) Τμήμα Α΄, β) Τμήμα Β΄, γ) Γραμματεία και Διοικητικό και δ) Λογιστήριο. Με Βασιλικό Διάταγμα τον Ιούλιο του 1947 καθορίστηκε το οργανόγραμμα της Υπηρεσίας, η διαίρεση των Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας σε Γραφεία και η αρμοδιότητα αυτών . Συγκεκριμένα το Τμήμα Α΄ ονομαζόταν Μελετών και Ελέγχου και διαιρούνταν σε πέντε (5) γραφεία ως εξής: Γραφείο 1ο Μελετών, Γραφείο 2ο Τριγωνισμού, Γραφείο 3ο Ελέγχου, Γραφείο 4ο Σχεδιάσεων, Γραφείο 5ο Κεντρικού Τεχνικού Αρχείου. Το Τμήμα Β΄ ονομαζόταν Προγράμματος και Κτηματολογίου και διαιρούνταν σε πέντε (5) Γραφεία ως εξής: Γραφείο 1ο Προγράμματος και Στατιστικής, Γραφείο 2ο Κυρώσεως Διανομών και Αποστολής Στοιχείων, Γραφείο 3ο Εκδόσεως Αντιγράφων Διαγραμμάτων και Πινάκων, Γραφείο 4ο Κτηματολογίου, Γραφείο 5ο Χρεώσεων και Παραχωρητηρίων. Τα Τμήματα Γραμματείας και Διοικητικού και Λογιστηρίου δεν διαρούνταν σε επιμέρους Γραφεία. Οι αρμοδιότητες κάθε Τμήματος και Γραφείου παρουσιάζονται αναλυτικά όταν περιγράφονται οι αντίστοιχες σειρές και οι υποσειρές του αρχείου.
Το 1952 με το Βασιλικό Διάταγμα «περί τροποποιήσεως της εις Τμήματα διαιρέσεως της Κεντρικής Υπηρεσίας της Διευθύνσεως Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας» τα Τμήματα Διοικητικού και Γραμματείας καθώς και του Λογιστηρίου διαιρούνται και αυτά σε Γραφεία. Συγκεκριμένα, το Τμήμα Διοικητικού και Γραμματείας ή Τμήμα Γ΄, σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα του 1952, διαιρούνταν σε δύο (2) Γραφεία: α) Γραφείο 1ο Διοικητικό με αρμοδιότητα: την τήρηση των στοιχείων του προσωπικού της Διεύθυνσης, την παρακολούθηση των μετακινήσεων του, την τήρηση και ταξινόμηση νόμων, διαταγμάτων και εγκυκλίων καθώς και την επίβλεψη της ασφάλειας και καλής συντήρησης των γραφείων της Κεντρικής Υπηρεσίας. β) Γραφείο 2ο Γραμματείας με αρμοδιότητα: τη διεκπεραίωση των εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων της Διεύθυνσης, την τήρηση του διοικητικού αρχείου και των ειδικών ευρετηρίων. Το Λογιστήριο ή Τμήμα Δ΄ διαιρούνταν και αυτό σε δύο (2) Γραφεία: α) Γραφείο 1ο Λογιστικό με αρμοδιότητα: τη σύνταξη του προϋπολογισμού της Υπηρεσίας, την παρακολούθηση της εφαρμογής του, τη σύνταξη εκθέσεων περί των απαιτούμενων πιστώσεων καθώς και τη σύνταξη σχετικών εντολών πληρωμής και μισθολογικών καταστάσεων. Β) Γραφείο 2ο Κινήσεως Υλικού με αρμοδιότητα την τήρηση μητρώου των οργάνων και του εν γένει τεχνικού υλικού της Διεύθυνσης, τη διαφύλαξή του, τη παρακολούθηση της κίνησης και τον έλεγχο της διαχείρισής του.
Όσον αφορά την Περιφερειακή Υπηρεσία αυτή απαρτιζόταν από Γραφείο Επιθεώρησης με έδρα την Αθήνα, το ανεξάρτητο Γραφείο Τοπογραφικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης και τα Τοπογραφικά Τμήματα παρά τις Διευθύνσεις Γεωργίας κάθε Νομού .
Το 1953 με το Νομοθετικό Διάταγμα 2386 «Περί ενοποιήσεως και αποκεντρώσεως των Τεχνικών Υπηρεσιών του Κράτους» η Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας εντάχθηκε στο υπουργείο Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων . Βέβαια το άρθρο 5 του παραπάνω νομοθετικού διατάγματος όριζε ότι η Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας του υπουργείου Γεωργίας διατιθόταν στο υπουργείο Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων για ένα διάστημα δύο ετών ώστε να ολοκληρωθούν οι τοπογραφικές εργασίες για την αποπεράτωση του εποικιστικού έργου, διάστημα που θα μπορούσε να παραταθεί ύστερα από σύμφωνη γνώμη των δύο υπουργείων. Στο διάστημα αυτό η Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας υπαγόταν στη διοικητική και πειθαρχική εξουσία του υπουργού Γεωργίας.
Η υπαγωγή της Διεύθυνσης Τοπογραφικής Υπηρεσίας στο υπουργείο Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων τερματίστηκε το 1957 με τον Νόμο 3679 που επανάφερε τη Διεύθυνση Τοπογραφικής Υπηρεσίας στο υπουργείο Γεωργίας με την οργάνωση που είχε πριν από το Νομοθετικό Διάταγμα 2386 του 1953.
Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Πολιτικής Γης
Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.
Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Εποικισμού
Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.
Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Εγγείου Ιδιοκτησίας
Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.
Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, Τμήμα Εποικισμού
Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.
Υπουργείο Γεωργίας, Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών
Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ανταλλαγής της Λωζάννης, την εκτίμηση και εκκαθάριση της αξίας των εκατέρωθεν εγκαταλειφθεισών περιουσιών ανέλαβε η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής. Προκειμένου να υποστηριχθεί το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών, συστάθηκε τον Μάιο του 1924, στο πλαίσιο του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνσις Ανταλλαγής Πληθυσμών. Στο πλαίσιο της Γενικής Διευθύνσεως Ανταλλαγής συστάθηκε το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, προκειμένου να γνωμοδοτεί για κάθε ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή της Σύμβασης της Λωζάνης, το οποίο αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 1926 από τη Γνωμοδοτική Επιτροπή Ανταλλαγής. Συστάθηκε επίσης και η εξωτερική υπηρεσία της Γενικής Διευθύνσεως Ανταλλαγής, η οποία αποτελείτο από τα κατά τόπους γραφεία ανταλλαγής, τα οποία ιδρύθηκαν στις έδρες των οικονομικών εφοριών των Νέων Χωρών. Για την εκτίμηση των ελληνικών περιουσιών οι οποίες εγκαταλείφθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στήθηκε ένας τεράστιος μηχανισμός: 1.114 πρωτοβάθμιες επιτροπές εκτιμήσεως, μία ή περισσότερες για καθεμία από τις 934 χριστιανικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και 52 δευτεροβάθμιες επιτροπές (31 στην Αθήνα και 21 στην επαρχία). Τον Μάιο του 1927 συστάθηκαν 20 τριμελείς δευτεροβάθμιες επιτροπές, οι αποκαλούμενες «εφετεία της ανταλλαγής» (8 στην Αθήνα και 12 στην επαρχία), προκειμένου να ελεγχθούν «άταξίες, άνωμαλίες και άδικίες» των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων επιτροπών. Μετά την εκτίμηση των περιουσιών των ανταλλαξίμων, αναλάμβανε η Υπηρεσία του Γενικού Μητρώου Ανταλλαξίμων, η οποία περιλάμβανε επτά συνεργεία, διάφορες άλλες υπηρεσίες και τέσσερις επιτροπές κληρονομικών διαφορών. Παράλληλα, το 1924 συστάσθηκαν μικτά επαρχιακά συμβούλια με βάση τις εκκλησιαστικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχοντας ως αντικείμενο την απογραφή της περιουσίας των νομικών προσώπων των ελληνικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη γνωμοδότηση για την περιουσιακή κατάσταση των δικαιούχων ανταλλαξίμων.
Με το ψήφισμα της Βουλής της 7ης Απριλίου 1925 αποφασίστηκε να δοθεί, ύστερα από προσωρινή εκτίμηση, μια προκαταβολή μέχρι την τελική αποπληρωμή της αξίας που είχαν εγκαταλείψει οι ανταλλάξιμοι στην Τουρκία. Με το ίδιο ψήφισμα καθοριζόταν ο τρόπος με τον οποίο θα γινόταν η εκτίμηση των περιουσιών των ανταλλαγέντων και θεσπίστηκε η σύσταση εκτιμητικών επιτροπών, οι οποίες διακρίνονταν σε τριμελείς ή πενταμελείς κοινοτικές και πενταμελείς επαρχιακές.
Πηγή: Ν. Ανδριώτης, Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940. Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση, Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής 2020.
Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Γεωργίας Αχαιοήλιδος, Τμήμα Εποικισμού
Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων, Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού
Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.
Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Διεύθυνση Πολιτικής Γης
Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.
Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Υπηρεσία Περιθάλψεως Προσφύγων Ναυπλίου
Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) ανέλαβε αρχικά το έργο της προσωρινής στέγασης των προσφύγων. Ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1922 αλλά επειδή αποδείχτηκε ότι το κολοσσιαίο αυτό έργο ξεπερνούσε τις δυνατότητες των μηχανισμών του ελληνικού κράτους αποφασίστηκε η συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς, όπως η Κοινωνία των Εθνών κ.ά.. Αποτέλεσμα ήταν η ίδρυση ανεξάρτητων φορέων διαχείρισης των δανείων, όπως η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), που λειτούργησε υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), με την αναγκαία συμμετοχή του ελληνικού κράτους.
Υπάτη Αρμοστεία Κωνσταντινουπόλεως