Εμφανίζει 1111 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή

Τζανίδη, Κωνσταντίνου, οικογένεια

  • Οικογένεια

Η οικογένεια του Κωνσταντίνου Τζανίδη προέρχεται από την περιοχή Μισθί του Ικονίου της Μικράς Ασίας. Το Μισθί (ή Μιστί) ήταν πρώην ελληνική κωμόπολη στην επαρχία Νίγδης της Καππαδοκίας, στη σημερινή Τουρκία, όπου στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσαν 400 περίπου χριστιανικές οικογένειες. Το Ικόνιο υπήρξε σημαντικό κέντρο του μικρασιατικού ελληνισμού και αποτελούσε πόλη με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Μέχρι το 1922 η ελληνική δραστηριότητα κυριαρχούσε στην οικονομία του Ικονίου και της ευρύτερης περιοχής, με κυριότερες επαγγελματικές ασχολίες αυτές της ταπητουργίας και της επεξεργασίας δερμάτων. Στους Έλληνες της περιοχής είχε απαγορευτεί από τις οθωμανικές αρχές η χρήση της ελληνικής γλώσσας και με τον καιρό έφτασαν να χρησιμοποιούν μια διάλεκτο – μίξη τουρκικής και ελληνικής γλώσσας, τα καραμανλίδικα.

Κουρουσόπουλος, Βασίλειος Α.

  • 1803 - 1882

Ο Βασίλειος Αθανασίου Κουρουσόπουλος (Τρίπολη 1803 – Κόρινθος 1882) υπηρέτησε την πατρίδα ως στρατιωτικός και πολιτικός σε διάφορες θέσεις από την αρχή του Αγώνα υπέρ της Ανεξαρτησίας. Χρημάτισε γραμματέας του Θ. Κολοκοτρώνη και αντιπρόσωπος της επαρχίας Κορίνθου. Από το 1828 και μέχρι το 1864, οπότε και υπέβαλε την παραίτησή του στο υπουργείο Δικαιοσύνης, υπηρέτησε ως δικαστικός (ειρηνοδίκης, πρόεδρος Πρωτοδικείου, εφέτης και αρεοπαγίτης). Υπήρξε μέλος της Φιλανθρωπικής και Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και διακρίθηκε με τον Αργυρό και Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος καθώς και με άλλα παράσημα. Είχε παντρευτεί την Κατίνα Γεωργίου Οικονομοπούλου με την οποία απέκτησε τον Τιμολέοντα και την Ανδρομάχη (σύζυγο Εμ. Βλαχάκη) και μετά το θάνατο της γυναίκας του παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ευδοκία Δημητρίου Τομαρά (1815-1885) με την απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Θεμιστοκλή (σύζυγο Σοφίας Γιαννοπούλου), τον Αριστείδη (σύζυγο Ιουλίας Σαμουρκάση), την Ουρανία (σύζυγο Α. Μεντσελόπουλου), την Ελένη (σύζυγο Λεοντίου Οικονόμου). [Βλέπε και ιδιόχειρη βιογραφία του φακ. 1.1, όπου συμπεριλαμβάνονται και βιογραφικά στοιχεία του γιου του Θεμιστοκλή].

Μπαλτατζής, Γεώργιος

Έλληνας πολιτικός. Άρχισε την καριέρα του ως διπλωμάτης και άρχισε να εκλέγεται βουλευτής από το 1902. Είχε γίνει αρκετές φορές υπουργός. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή δικάστηκε στη «δίκη των έξι» ως ένας από τους υπαιτίους για την ήττα της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργού εξωτερικών, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε το 1922 στο Γουδή.

Δέλτα, Πηνελόπη

Η Πηνελόπη Δέλτα, αδελφή του Αντώνη Μπενάκη, γεννήθηκε το 1874 και ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη.
Την παιδική και εφηβική της ηλικία πέρασε στην Αλεξάνδρεια, με πολλά ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε της παρείχε κάθε δυνατότητα για παιδεία και πνευματική καλλιέργεια, ενώ η αυταρχική ανατροφή, κυρίως της μητέρας της, διαμόρφωσε μία εύθραυστη προσωπικότητα που αρκετές φορές θεωρούσε ως μόνη διέξοδο το θάνατο.
Ο γάμος της με τον επιχειρηματία Στέφανο Δέλτα το 1895 ήταν η λύτρωση από το οικογενειακό περιβάλλον και ταυτόχρονα ο δρόμος για την πνευματική της ανάπτυξη και ωριμότητα. Από το γάμο αυτό απέκτησε τρεις κόρες, τη Σοφία, τη Βιργινία και την Αλεξάνδρα, τις οποίες ανέθρεψε υποδειγματικά.
Το έμφυτο συγγραφικό της ταλέντο εκδηλώθηκε ήδη από την παιδική της ηλικία. Η προσφορά της στην παιδική λογοτεχνία υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του παιδικού βιβλίου, σε μια εποχή που το είδος του εξέλιπε. Τα έργα της, εμπνευσμένα κυρίως από τα εθνικά ιστορικά γεγονότα, γαλούχησαν πολλές γενιές ελληνοπαίδων και παραμένουν επίκαιρα μέχρι τις μέρες μας. Ανεξίτηλα στις παιδικές μας μνήμες έχουν μείνει τα «Παραμύθι χωρίς όνομα», «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου», «Τα Μυστικά του Βάλτου», «Ο Μάγκας», και το πλέον αγαπητό, «Ο Τρελαντώνης», διήγημα για τον αδελφό της, Αντώνη Μπενάκη. Είχε γίνει μέλος σε πολλά επιστημονικά σωματεία και εταιρείες, συμβάλλοντας με κάθε μέσο στην προώθηση των γραμμάτων και του πολιτισμού.
Μεγάλη θεωρείται και η συμβολή της στη συγκέντρωση προφορικών πηγών της σύγχρονης ιστορίας. Ξεκινώντας με τις καταγραφές των απομνημονευμάτων των μακεδονομάχων, οι οποίες αποτελούν σήμερα πολύτιμες ιστορικές πηγές, κατόρθωσε να συλλέξει προφορικές μαρτυρίες και διηγήσεις για τα πιο σημαντικά, πολιτικά και πολεμικά, γεγονότα του καιρού της. Η ευαισθησία της στα εθνικά θέματα και η οικογενειακή της παράδοση δεν την άφηναν αμέτοχη στις δύσκολες στιγμές της χώρας. Το 1918 πήρε μέρος σε δύο αποστολές στην Ανατολική Μακεδονία για να βοηθήσει παλινοστούντες ομήρους από τη Βουλγαρία. Την ίδια ευαισθησία έδειξε κατά τη Μικρασιατική καταστροφή και τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.
Η γεμάτη πατριωτισμό ψυχή της δεν άντεξε τη βαριά ατμόσφαιρα της γερμανικής εισβολής και έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση να θέσει τέλος στη ζωή της το 1941, την ημέρα που έμπαιναν οι Γερμανοί στην Αθήνα.

Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Πολιτικής Γης

  • 1988 - 2004

Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.

Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, Τμήμα Εποικισμού

  • 1917 - 1920

Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.

1ο Γυμνάσιο Σύρου

  • Συλλογικό Όργανο

Το πρώτο γυμνάσιο του Ελληνικού Κράτους, λειτούργησε για πρώτη φορά το 1833 στο χώρο του δημοτικού σχολείου Χίλδνερ και από τις 13 Νοεμβρίου 1834 στεγάστηκε σε κτίριο σχεδιασμένο από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Ερλάχερ. Χρηματοδοτήθηκε από εισφορές των εποίκων. Ο Νεόφυτος Βάμβας, πρώτος Γυμνασιάρχης, οργάνωσε το Γυμνάσιο κατά τα πρότυπα του Γυμνασίου της Χίου. Επόμενος Γυμνασιάρχης διετέλεσε ο Γεώργιος Σερούιος και ακολούθησαν οι Σπυρίδων Φιντικλής, Γ. Σουρίας, κ.α. Μεταξύ των διακεκριμένων μαθητών του υπήρξαν οι: Ελευθέριος Βενιζέλος, Ανδρέας Συγγρός, Γιαννούλης Χαλεπάς, Αριστομένης Προβελέγγιος, Κλων και Κυπάρισσος Στέφανος, Κωνσταντίνος Βολανάκης , Μάνος Ελευθερίου.

Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης. Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1916 - 1917

Προσωρινή Κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα δοκίμασε μια σοβαρή πολιτειακή και εθνική κρίση. Το δίλημμα για ουδετερότητα ή έξοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Δυνάμεων της Entente γρήγορα εξελίχθηκε σε σύγκρουση μεταξύ του πολιτικά «ανεύθυνου» ανωτάτου άρχοντος και της υπεύθυνης πολιτικής ηγεσίας για τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής. Η κρίση του πολιτεύματος, που προκλήθηκε από τις παραβιάσεις του συντάγματος και της παραδεδεγμένης κοινοβουλευτικής πρακτικής εκ μέρους του θρόνου, ενίσχυσε την αντίδραση των συντηρητικών δυνάμεων εναντίον της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων, αρχικά, και του βενιζελικού κόσμου, στη συνέχεια. Έτσι, μετά και τη δεύτερη αποπομπή του πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Σεπτέμβριο του 1915, ο διχασμός του πολιτικού κόσμου είχε μεταφερθεί πλέον στον λαό.
Σοβαρή πλευρά της κρίσης αποτέλεσε και η παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με την απόβαση δυνάμεων της Entente στη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, και τις αυθαιρεσίες των συμμαχικών αρχών στην Ελλάδα. Τον Μάιο του 1916, γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος, πήραν στην κατοχή τους το οχυρό Ρούπελ και κατέλαβαν αργότερα την Ανατολική Μακεδονία με την άδεια της βασιλικής κυβέρνησης της Αθήνας και την ανοχή ή υποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων. Άμεση απάντηση στον κίνδυνο απώλειας της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας υπήρξε στις 17/30 Αυγούστου το στρατιωτικό κίνημα που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη από την υφιστάμενη - ήδη από τον Δεκέμβριο του 1915 - οργάνωση Εθνικής Αμύνης. Κύριος στόχος του κινήματος ήταν η ένταξη των εθνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο πλαίσιο του συμμαχικού στρατού της Entente για την απώθηση των βουλγαρικών δυνάμεων από το ελληνικό έδαφος.
Ταυτοχρόνως, το κόμμα των Φιλελευθέρων υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου αποφάσισε να παράσχει πολιτική κάλυψη στο κίνημα με τη δημιουργία – αναγκαστκά – κυβέρνησης εκτός νομιμότητας. Έτσι, στις 14/27-9-1916 σχηματίσθηκε στην Κρήτη de facto επαναστατική Προσωρινή Κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, στην οποία προσχώρησε αργότερα και ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής. Η κυβέρνηση εξασφάλισε την προσχώρηση στο κίνημα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και στις 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου αποβιβάσθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Το σχήμα της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν συγκεντρωτικό: Η Τριανδρία Βενιζέλου-Δαγκλή-Κουντουριώτη ασκούσε την βασιλική εξουσία (εκτελεστική και νομοθετική ), ενώ ένα σώμα εννέα συμβούλων (όχι υπουργών), οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής εννέα αντίστοιχων Διευθύνσεων, είχε την ανωτάτην διοίκησιν και την εποπτείαν των δημοσίων υποθέσεων . Εξαίρεση αποτέλεσαν οι υπεύθυνοι επί των στρατιωτικών και εξωτερικών υποθέσεων, οι οποίοι είχαν αρμοδιότητες υπουργού. Παράλληλα, λειτουργούσε η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης, ως εκτελεστική επιτροπή των αποφάσεων του κινήματος.
Την επικράτεια της Προσωρινής Κυβέρνησης αποτελούσαν οι περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, η Κρήτη, τα Νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, οι Κυκλάδες (πλην της Μήλου), τα Ιόνια Νησιά (πλην της Κερκύρας), οι Βόρειες Σποράδες και η Ύδρα. Τον Νοέμβριο, πάντως, του 1916 καθορίσθηκε από τις Δυνάμεις της Entente μία ουδέτερη ζώνη στα βόρεια σύνορα της Θεσσαλίας, με στόχο να εξασφαλισθεί ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, το βασιλικό κράτος των Αθηνών και την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Η ζώνη, βάθους 3-10 χιλ., ακολουθούσε την γραμμή Λιτοχώρου-Σερβίων-Γρεβενών μέχρι τα υψώματα του Λεσκοβίκι και, αφού εκκενώθηκε από τις δυνάμεις του βασιλικού στρατού και των τμημάτων της Εθνικής άμυνας, από τις 27 του ίδιου μήνα βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο μόνο των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων .
Η ιεραρχία των δημοσίων υπηρεσιών στις περιοχές ελέγχου της κυβέρνησης (οργανωμένες διοικητικά σε νομαρχίες και υποδιοικήσεις) διατηρήθηκε, ενώ έγιναν αλλαγές προσώπων σε καίριες πολιτικές θέσεις, όπως αυτές των νομαρχών. Σύνδεσμοι της κυβέρνησης με τις κατά τόπους Αρχές ήταν οι διορισμένοι αντιπρόσωποι .
Η διακυβέρνηση της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έληξε τον Ιούνιο του 1917 με την πλήρη επικράτηση του Ελ.Βενιζέλου - με στρατιωτική παρέμβαση των Συμμάχων - την εκθρόνιση και εξορία του Βασιλιά Κωνσταντίνου.

Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως
Η Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήταν η τρίτη από τις εννέα Διευθύνσεις της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης. Τα χρέη του συμβούλου της Διευθύνσεως ασκούσε ο Γεώργιος Αβέρωφ . Την οργάνωση των υπηρεσιών της ορίζει το διάταγμα 294/24-10-1916, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται η ίδρυση επτά Γραφείων:
Γραφείον Συμβούλου
Γραφείον Γενικού Γραμματέως
Γραφείον Θρησκευμάτων
Γραφείον Μέσης Εκπαιδεύσεως
Γραφείον Δημοτικής Εκπαιδεύσεως
Γραφείον Αρχαιοτήτων και Καλών Τεχνών
Γραφείον Πρωτοκόλλου και Διεκπεραιώσεως (ή Αρχείων και Πρωτοκόλλου).
Η πρόβλεψη ίδρυσης δύο επιπλέον Γραφείων (Αρχιτεκτονικόν και Κληροδοτημάτων) φαίνεται ότι δεν πραγμα¬τοποιήθηκε. Ως προϊστάμενοι των έξι πρώτων Γραφείων ορίζονται τμηματάρχες πρώτης ή δευτέρας τάξεως, ενώ για το έβδομο Γραφείο προβλέπεται προϊστάμενος με βαθμό γραμματέως πρώτης ή δευτέρας τάξεως. Η διεκπεραίωση των υποθέσεων κάθε Γραφείου ανατίθεται σε γραμματείς ή γραφείς πρώτης ή δευτέρας τάξεως, επίσης. Στο προσωπικό της Διευθύνσεως περιλαμβάνονται, ακόμη, τρεις κλητήρες, ένας αρχικλητήρας, ένας καθαριστής και ένας οδηγός του υπηρεσιακού αυτοκινήτου.
Τη διεύθυνση των υπηρεσιών των Γραφείων ανέλαβαν, κατά την πρόβλεψη του διατάγματος, δημόσιοι υπάλληλοι με ειδική σχέση με την αντίστοιχη υπηρεσία. Τέτοιοι ήταν ο επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Δημοσθένης Ανδρεάδης, ο γενικός επιθεωρητής της 10ης εκπαιδευτικής περιφερείας, Ιωάννης Χαντέλης, και ο βοηθός γενικού επιθεωρητή Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ Λαζάρου, οι οποίοι ανέλαβαν τη διεύθυνση των Γραφείων Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Μέσης Εκπαιδεύσεως και Αρχείων και Πρωτοκόλλου, αντιστοίχως . Τη διεύθυνση των άλλων Γραφείων ανέλαβαν ο Πέτρος Μανουσάκης (Θρησκευμάτων) και ο έφορος Αρχαιοτήτων Μακεδονίας, Γεώργιος Οικονόμου (Αρχαιοτήτων και Καλών Τεχνών). Χρέη ιδιαιτέρου γραμματέως του συμβούλου (με βαθμό υπουργικού γραμματέως πρώτης τάξεως) ανέλαβε αρχικά ο λογοτέχνης Πλάτων Ροδοκανάκης και από τον Δεκέμβριο του 1916 ο Γεώργιος Δερλής. Η λογιστική υπηρεσία της Διευθύνσεως ανατέθηκε στον Χρίστο Βαλιάντζα.

Διοίκηση της Εκπαίδευσης στην επικράτεια της Προσωρινής Κυβέρνησης
Η Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως είχε να διαχειρισθεί την εκπαίδευση περιοχών, η πλειονότητα των οποίων ανήκε στις λεγόμενες “Νέες Χώρες”, όσες δηλαδή ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά το 1912. Η αφομοίωση του εκπαιδευτικού συστήματος αυτών των χωρών - η διαχείριση και ο έλεγχος του οποίου αποτελούσαν πριν από την προσάρτηση αρμοδιότητες της κοινοτικής αυτοδιοίκησης - από το συγκεντρωτικό σύστημα του Ελληνικού Βασιλείου υπήρξε μια σχετικά μακρόχρονη διαδικασία, η οποία φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Η σταδιακή ενσωμάτωση της κοινοτικής εκπαίδευσης στην κρατική διοίκηση είχε ως προφανή στόχο την ήπια προσαρμογή σε νέα δεδομένα ενός εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο ως προς τη δομή και λειτουργία του παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από το αντίστοιχο σύστημα που ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα. Έτσι, κατά την διετία 1912-1914 διατηρήθηκαν αμετάβλητες οι δομές της προηγούμενης περιόδου, χωρίς διαφοροποίηση στη λειτουργία των σχολείων. Η εκπαιδευτική αφομοίωση άρχισε ουσιαστικά με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του 1914, με τις οποίες σηματοδοτήθηκε η παρεμβατική πολιτική του κράτους στα εκπαιδευτικά πράγματα των Νέων Χωρών, καθώς και η προσπάθεια σύζευξης κοινοτικών και κρατικών αρμοδιοτήτων στη διαχείριση της εκπαίδευσης.
Η διοίκηση που άσκησε η Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στην εκπαίδευση των υπό τη δικαιοδοσία της Προσωρινής Κυβέρνησης χωρών στηρίχθηκε στην εφαρμογή νόμων και διαταγμάτων τα οποία ίσχυαν από το 1914 και στόχευαν στην καθιέρωση ομοιόμορφου διοικητικού συστήματος στην εκπαίδευση του κράτους. Τα σχετικά νομοθετήματα είναι τα εξής:
(1) Ο Νόμος 240 «Περί διοικήσεως της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως» της 16ης-4-1914, ΦΕΚ 97/16-4-1916, και το Βασιλικό Διάταγμα της 28ης-5-1914, ΦΕΚ 148/5-6-1914, με το οποίο τέθηκαν σε ισχύ στις εκπαιδευτικές περιφέρειες των Νέων Χωρών τα Διατάγματα της 30ης-4-1914 και 19ης-5-1914 «Περί ισχύος διατάξεων του Νόμου 240 περί διοικήσεως της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως»
(2) Το Βασιλικό Διάταγμα «Περί επεκτάσεως των ισχυόντων νόμων και Β. Διαταγμάτων περί διδακτικών βιβλίων εις τας γενικάς διοικήσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης, των νήσων του Αιγαίου και την διοίκησιν Σάμου» της 23ης -7-1914, ΦΕΚ 208/26-7-1914
(3) Το Βασιλικό Διάταγμα «Περί του προσωπικού των σχολείων της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως των Νέων Χωρών κλπ» της 19ης-8-1914, ΦΕΚ 234/21-8-1914, και το Βασιλικό Διάταγμα “Περί επεκτάσεως της σχολικής νομοθεσίας και εις τας νέας χώρας” της 31ης-10-1914, ΦΕΚ 320/8-11-1914.
(4) Τα Βασιλικά Διατάγματα «Περί κατανομής των Δημοτικών Σχολείων της Νέας Ελλάδος εις εκπαιδευτικάς περιφερείας» και «Περί υπαγωγής των εκπαιδευτικών περιφερειών των Δημοτικών Σχολείων εις την δικαιοδοσίαν των γενικών επιθεωρητών» της 16ης-8-1914, ΦΕΚ 234/21-8-1914, καθώς και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κατανομής εις εκπαιδευτικάς περιφερείας των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως» της 11ης-6-1914, ΦΕΚ159/13-6-1914.
(5) Ο Νόμος 402 «Περί κυρώσεως του από 19 Αυγούστου ε.έ. Β. Δ. «περί του προσωπικού των σχολείων της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως των Νέων Χωρών» της 17ης-11-1914, ΦΕΚ 348/25-11-1914, και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κωδικοποιήσεως εις εν ενιαίον κείμενον νόμου των διατάξεων του Νόμου 402 και του διά τούτου κυρωθέντος Β. Δ. Της 19ης Αυγούστου 1914» της 17ης-2-1915, ΦΕΚ 79/23-2-1915.
(6) Ο Νόμος 577 «Περί προσαυξήσεων του μισθού και συντάξεως των εν ταις Νέαις Χώραις λειτουργών της Εκπαιδεύσεως κλπ» της 31ης-12-1914, ΦΕΚ 19/15-1-1915.
(7) Ο Νόμος 568 «Περί διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσης εν Οθωμανικοίς και Ισραηλιτικοίς σχολείοις των Νέων Χωρών» της 31ης-12-1914, ΦΕΚ 15/12-1-1915.
Η εποπτεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης ασκήθηκε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Νόμο 240, ο οποίος άλλαξε οριστικά το καθεστώς λειτουργίας των σχολείων στις Νέες Χώρες: Όργανα εποπτείας ήταν ο Σύμβουλος (υπουργός), το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, τα Εποπτικά Συμβούλια, οι Γενικοί Επιθεωρητές, οι Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης και οι Διευθυντές των σχολείων. Με το Διάταγμα 158/10-10-1916 της Προσωρινής Κυβέρνησης συγκροτήθηκε το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο. Πρόεδρος του συμβουλίου ορίσθηκε ο Δημήτρης Γληνός, ενώ προσωρινά καθήκοντα συμβούλου ανέλαβαν οι γενικοί επιθεωρητές Κ. Χελιουδάκης, Εμ. Δαυίδ και Κ. Γ. Παπαδάκης (Διάταγμα 1046/31-12-1916). Το Διάταγμα 301/28-10-1916 όριζε, εξάλλου, τη σύνθεση των εποπτικών συμβουλίων, τα οποία λειτούργησαν στις έδρες των αντίστοιχων περιφερειών δημοτικών σχολείων με πρόεδρο των συνεδριάσεων τον αρμόδιο επιθεωρητή. Λόγω των έκτακτων περιστάσεων, δεν τηρήθηκε πάντα η προβλεπόμενη διαδικασία στη λήψη των αποφάσεων, αφού επείγουσες ανάγκες επέβαλαν την ταχύτερη κάλυψή τους από τοπικά διοικητικά στελέχη (αντιπροσώπους της κυβέρνησης, νομάρχες), οι αποφάσεις των οποίων συχνά δεν επικυρώνονταν ούτε δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ως προς τους τύπους και τη λειτουργία των σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης τηρήθηκε η πρόβλεψη του Διατάγματος της 19ης -8-1914, το οποίο διατήρησε την υπάρχουσα μορφή των σχολείων των Νέων Χωρών παρέχοντας, όμως, δυνατότητα μεταρρύθμισής τους κατά τους ισχύοντες νόμους του ελληνικού κράτους. Οι παρεμβάσεις της Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στη δημοτική εκπαίδευση υπήρξαν προς αυτή την κατεύθυνση (αναγνώριση, ίδρυση, κατάργηση, προαγωγή και υποβιβασμός σχολείων) με στόχο την επικράτηση δύο τύπων δημοτικών σχολείων, κοινών/τετραταξίων και πλήρων/εξαταξίων, καθώς και την ορθολογική χωροταξική κατανομή τους. Ανάλογες παρεμβάσεις έγιναν και στη μέση εκπαίδευση, στην οποία δύο ήταν τα επικρατούντα σχήματα σπουδών: 3/τάξιο ελληνικό σχολείο και 4/τάξιο γυμνάσιο ή 6/τάξιο γυμνάσιο και ημιγυμνάσιο (μη ολοκληρωμένος τύπος 6/ταξίου γυμνασίου). Η επαγγελματική εκπαίδευση μέσης βαθμίδας περιλάμβανε εμπορικές ή άλλου είδους σχολές, αστικές σχολές (6/τάξιο δημοτικό με επιπλέον τάξεις ελληνικού σχολείου ή εμπορικής σχολής), διδασκαλεία αρρένων και θηλέων και ανώτερα παρθεναγωγεία, σε κάποιες περιπτώσεις γυμνασιακά. Διαφαινόμενη τάση μεταρ-ρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν να επικρατήσει ο τύπος του 6/ταξίου γυμνασίου και να αντικατασταθούν τα υπάρχοντα παρθεναγωγεία με αστικά σχολεία θηλέων. Η τάση αυτή καταγράφεται, για παράδειγμα, στην προσπάθεια της Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως να εναρμονίσει γνωστά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της Θεσσαλονίκης με το νέο εκπαιδευτικό σχήμα. Έτσι, το Πρότυπο Παρθεναγωγείο Στεφάνου Νούκα-Αγλαϊας Σχινά, με τη νέα άδεια λειτουργίας που εξασφάλισε τον Νοέμβριο του 1916, απέκτησε στο εξής διακριτές εκπαιδευτικές βαθμίδες: νηπιαγωγείο, πλήρες (6/τάξιο) δημοτικό σχολείο και 3/τάξιο αστικό σχολείο θηλέων.
Η διαχείριση της εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες αφορούσε και την εποπτεία των ετερόθρησκων σχολείων (μουσουλμανικών και ισραηλιτικών). Ο έλεγχος που ασκήθηκε σε τέτοια σχολεία στόχευε στην προσαρμογή της λειτουργίας τους στους ισχύοντες κανόνες (κτηριακή επάρκεια, συνθήκες υγιεινής, ωράρια). Ως εκ τούτου, αρκετά ισραηλιτικά σχολεία της Θεσσαλονίκης δεν αναγνωρίσθηκαν, αφού δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους λειτουργίας. Πολλά από τα αναγνωρισμένα σχολεία συντηρούνταν από εύπορους Ισραηλίτες ή ισχυρές οργανώσεις και, ως εκ τούτου, είχαν καλύτερη οργάνωση και ευρύτερο πρόγραμμα σπουδών. Μεγαλύτερη ακτινοβολία, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είχαν τα σχολεία που είχε ιδρύσει ή απλώς συντηρούσε η Alliance Israelite Universelle: Νηπιαγωγείο, δημοτικές σχολές αρρένων και θηλέων, ανώτερο παρθεναγωγείο, κατώτερες επαγγελματικές σχολές αρρένων και θηλέων και εμπορικές σχολές. Άλλα σχολεία, όπως η ισραηλιτική σχολή της Χίου, έπαυσαν τη λειτουργία τους, ίσως και για ανεπάρκεια μαθητικού δυναμικού. Ιδιαίτερη μέριμνα λήφθηκε για διδασκάλους/διδασκάλισσες της ελληνικής γλώσσας σε ετερόθρησκα σχολεία (ωράρια, αργίες), η διδασκαλία της οποίας σε αυτά ήταν υποχρεωτική, στο πλαίσιο της ενεργούμενης εκπαιδευτικής και γλωσσικής αφομοίωσης των Νέων Χωρών (Νόμος 568/1914). Η ίδια ρύθμιση εφαρμόσθηκε και για την εκπαίδευση των βλαχοφώνων με την απόσπαση διδασκάλων από την Παλαιά Ελλάδα σε όσα σχολεία λειτουργούσαν κατά τους θερινούς μήνες σε τόπους θερινής διαμονής βλαχοποιμένων (Βέρμιο, Γρεβενά). Η Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίας Εκπαιδεύσεως αντιμετώπισε το πρόβλημα καταβολής καθυστερούμενων μισθών εκπαιδευτικών αυτής της κατηγορίας ή νέων αποσπάσεων.
Σοβαρότερο ήταν το πρόβλημα εκπαίδευσης των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, η οποία αποτέλεσε άλλωστε τον κύριο στόχο της αφομοίωσης των Νέων Χωρών. Η κυριότερη δυσχέρεια της αφομοίωσης φαίνεται ότι ήταν η μη προσέλευση σλαβόφωνων μαθητών στα ελληνικά σχολεία που αντικατέστησαν όσα σχολεία της Εξαρχίας λειτουργούσαν πριν από την ενσωμάτωση. Το πρόβλημα είναι προφανές ότι εντάθηκε στις συνθήκες πολέμου που επικρατούσαν στη Μακεδονία κατά την περίοδο της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, εν όψει μάλιστα της σερβικής ή βουλγαρικής προπαγάνδας που είχε την ευκαιρία να αναπτυχθεί σε επίμαχες περιοχές τότε. Παρά τα προτεινόμενα από στελέχη της εκπαίδευσης μέτρα, στην πράξη φαίνεται ότι εφαρμόσθηκε ο έλεγχος γονέων για την τακτική φοίτηση των παιδιών τους στο ελληνικό σχολείο, όσο μπορούσε, βέβαια, αυτός να επιτευχθεί στο χάος που δημιούργησε ο πόλεμος και ο διχασμός.
Σε τέτοιες συνθήκες η δυσλειτουργία των σχολείων αποτέλεσε τον κανόνα στα εκπαιδευτικά πράγματα και όχι το αντίθετο. Η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης είχε να αντιμετωπίσει, καταρχήν, την καταστροφή, την επίταξη των διδακτηρίων για στρατιωτικούς σκοπούς ή την κατάληψή τους από πρόσφυγες. Η κυριότερη, όμως, δυσχέρεια στην εκπαιδευτική λειτουργία ήταν η έλλειψη προσωπικού. Πολλοί εκπαιδευτικοί, κυρίως από την Παλαιά Ελλάδα, από φόβο, αδυναμία μετακίνησης ή άρνηση να υπηρετήσουν το νέο καθεστώς δεν επέστρεψαν στις θέσεις τους. Άλλοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους για παρόμοιους λόγους. Σε κάποιες περιπτώσεις η «αντίδραση» στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης είχε ως συνέπεια ανακρίσεις, προφυλακίσεις ή εκτοπισμούς και αστυνομική επιτήρηση των αντιφρονούντων. Κενές θέσεις προκάλεσε, επίσης, η επιστράτευση ήδη υπηρετούντων εκπαιδευτικών. Στα σχολεία της Φλώρινας και της Καστοριάς, που αποτελούσαν πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων το Φθινόπωρο του 1916, η διάλυση δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί. Σοβαρότερη ήταν η δυσλειτουργία των σχολείων στοιχειώδους βαθμίδας, στα οποία, εκτός άλλων λόγων, η έλλειψη διδασκάλων με προσόντα και οι συνεχιζόμενες παραιτήσεις πολλών από αυτούς για λόγους οικονομικής δυσπραγίας δημιούργησαν δυσαναπλήρωτα κενά. Σε περιφέρειες με σλαυόφωνους, κατά κανόνα, οικισμούς (Γιαννιτσά, Κιλκίς, Λαγκαδάς, Έδεσσα, Φλώρινα και Καστοριά) το πρόβλημα δυσχέραινε σοβαρά την επιδιωκόμενη γλωσσική και εθνική αφομοίωση.
Όλα αυτά τα προβλήματα επιχείρησε να λύσει το Διάταγμα 250/28-10-1916 (Φ.22 Εφημερίδας Κυβερνήσεως, τεύχος Α΄, 1917) «περί των λειτουργών της δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως». Προκρίθηκαν τα εξής μέτρα που στόχευαν στην άμεση αντιμετώπιση των δυσχερειών: (1) απόλυση όσων εκπαιδευτικών δεν επέστρεφαν στις θέσεις τους εντός εικοσαημέρου (2) τοποθέτηση εκπαιδευτικών από βουλγαρο-κρατούμενες περιοχές (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) σε κενές θέσεις άλλων εκπαιδευτικών περιφερειών (3) προσωρινή τοποθέτηση υποδιδασκάλων σε κενές θέσεις πλήρων δημοτικών σχολείων˙ διορισμός νηπιαγωγών σε κενές θέσεις κοινών δημοτικών σχολείων, κυρίως στους ξενόφωνους οικισμούς˙ παροχή του δικαιώματος του διδασκάλου εν ανάγκη και σε όσους δεν πληρούσαν τα προβλεπόμενα από τον νόμο προσόντα. Το ίδιο μέτρο προκρίθηκε και για την κάλυψη θέσεων επιθεωρητών δημοτικών σχολείων στις ίδιες περιοχές (σλαυόφωνες) που για πολιτικούς λόγους είχαν ανάγκη διαρκούς εποπτείας. Συνήθης πρακτική για την κάλυψη αναγκών του σχολικού προγράμματος ήταν, επίσης, η ανάθεση πρόσθετης διδασκαλίας μαθημάτων σε εκπαιδευτικούς ανήκοντες στο ενεργό δυναμικό των σχολείων, η μείωση των κανονικών ωρών διδασκαλίας και οι προσωρινοί διορισμοί σε θέσεις στρατευμένων εκπαιδευτικών.
Η Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίσει και άλλα προβλήματα, τρέχοντα ή έκτακτα, τα οποία δυσχέραιναν την ήδη προβληματική λειτουργία των σχολείων. Διακοπή λειτουργίας λόγω επιδημιών, μεταφορά μαθητών από σχολεία με προσωρινή ή οριστική παύση λειτουργίας σε άλλα, υποδοχή προσφύγων μαθητών ή παιδιών διωκόμενων οικογενειών από το βασιλικό καθεστώς του κράτους των Αθηνών σε σχολεία της επικράτειας της Προσωρινής Κυβέρνησης, απαλλαγή μαθητών γυμνασίων ειδικών κατηγοριών από την καταβολή των εκπαι¬δευτικών τελών, συμφωνία με βιβλιοπώλες από την Αθήνα για κυκλοφορία βιβλίων δημοτικής εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες ήταν αποφάσεις που λήφθηκαν για τη θεραπεία αντίστοιχων προβλημάτων.
Οξύ ήταν και το πρόβλημα αντιμετώπισης των σχολικών δαπανών όχι μόνο τρεχουσών, αλλά και κεκλεισμένων χρήσεων˙ τις τελευταίες ήταν αδύνατο να συμπεριλάβει η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 1917. Οι υφιστάμενες εφορείες ή επιτροπές φαίνεται ότι έδειξαν ολιγωρία στην επιβαλλόμενη από τον Νόμο 402/1914 υποχρέωση είσπραξης των συνήθων σχολικών πόρων και καταβολής τους στο Δημόσιο Ταμείο. Αυτό τουλάχιστον καταγράφηκε σε εκθέσεις των προέδρων εφορειών σχολείων της Δυτικής Μακεδονίας και των νησιών του Αιγαίου προς τον σύμβουλο, Γεώργιο Αβέρωφ, στις αρχές του 1917. Έτσι, οι σχολικές δαπάνες από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι και το 1917 βάρυναν σχεδόν αποκλειστικά το κράτος. Οι μισθοί των εκπαιδευτικών, που αποτελούν την κυριότερη εκπαιδευτική δαπάνη, καταβάλλονταν για το σχολικό έτος 1916-17 από τα οικεία ταμεία με εντάλματα πληρωμών. Προβλήματα δημιουργήθηκαν στην καταβολή των μισθών εκπαιδευτικών με οργανική θέση σε σχολεία των βουλγαροκρατούμενων περιοχών ή της ουδετέρας ζώνης λόγω δυσκαμψίας των λογιστικών υπηρεσιών, δυστροπίας των ταμιών ή και άρνησής τους να υπηρετήσουν το καθεστώς. Παρόμοια προβλήματα δημιουργήθηκαν και στη μισθοδοσία των καθηγητών των Ιερών, λόγω άρνησης του Εκκλησιαστικού Ταμείου να μισθοδοτήσει υπαλλήλους του κράτους της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η κυβέρνηση έλαβε μέριμνα για τη μισθοδοσία των προσχωρούντων από την Παλαιά Ελλάδα υπαλλήλων (Διατάγματα 628/25-11-1916 και 2/3-1-1917) και τήρησε απαρεγκλίτως τις σχετικές με τις διαβαθμίσεις και τη μισθολογική εξομοίωση των εκπαιδευτικών των Νέων Χωρών διατάξεις (αυξήσεις λόγω πενταετιών, συνταξιοδοτικά δικαιώματα και αντίστοιχες κρατήσεις). Παράλληλα, συγκέντρωνε και σωρεία αιτήσεων για δίκαιες αυξήσεις των γλίσχρων, κατά γενική ομολογία, μισθών, οι οποίοι είχαν υποβαθμισθεί λόγω της γενικής ανόδου των τιμών που προκάλεσε ο πόλεμος. Οι εκπαιδευτικοί της Θεσσαλονίκης ήταν περισσότερο ευνοημένοι, αφού λάμβαναν το χορηγούμενο στους πολιτικούς υπαλλήλους της πόλης επίδομα.
Η πρωτοπορία της Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έχει καταγραφεί στην καθιέρωση, για πρώτη φορά, της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στα βιβλία της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, το Διάταγμα 2585 της 14ης-5-1917, άρθρο 5 (Φ. 96/30-5-1917, τεύχος Α΄) προέβλεπε ότι «Τα διά τας τέσσερας πρώτας τάξεις των Δημοτικών Σχολείων προοριζόμενα αναγνωστικά, ως και τα βιβλία των αριθμητικών ασκήσεων διά την γ΄, δ΄, ε΄και στ΄τάξιν των αυτών Σχολείων, οφείλουσι να είναι γεγραμμένα εις την κοινήν ομιλουμένην (δημοτικήν) γλώσσαν, απηλλαγμένην παντός αρχαϊσμού ή ιδιωτισμού». Το μέτρο, βέβαια, αφορούσε το προσεχές σχολικό έτος και επρόκειτο λίγα χρόνια αργότερα να αρθεί, όταν η αντίπαλη των βενιζελικών παράταξη απέσυρε τα ήδη εγκεκριμένα και χρησιμοποιούμενα νέα βιβλία ακολουθώντας τη σύσταση της αρμόδιας επιτροπής «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι »!

Νομαρχία Κοζάνης

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1923 -

Η Νομαρχία Κοζάνης συστάθηκε με το ιδρυτικό βασιλικό νομοθετικό διάταγμα περί διοικήσεως των Νομών της 10ης Μαΐου 1923 (ΦΕΚ Α’ 111). Το ΒΝΔ προβλέπει την ίδρυση νομαρχιών ως νομικά πρόσωπα για τη ρύθμιση των υποθέσεων του νομού, στοχεύοντας στη δημιουργία μιας ανεπτυγμένης νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και, παράλληλα, προνοεί για τη διοικητική διάρθρωση των Νέων Χωρών. Ο νομός Κοζάνης αποτελούνταν από τις επαρχίες Κοζάνης, Εορδαίας, Βοΐου και Γρεβενών. Το ΒΝΔ αντικαθιστά το ιδρυτικό της 6ης Απριλίου 1833 «Διάταγμα περί τῆς διαιρέσεως τοῦ Βασιλείου καὶ τῆς διοικήσεώς του» (ΦΕΚ Α΄12), με το οποίο συστήθηκαν 10 νομοί, 47 επαρχίες και τριών τάξεων δήμοι βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων. Μέχρι το 1964 στη Νομαρχία Κοζάνης ανήκε και η επαρχία Γρεβενών, η οποία μετατράπηκε σε νομό στις 30 Οκτωβρίου 1964 με το Νομοθετικό Διάταγμα 4398 (ΦΕΚ Α΄ 188): «περί ιδρύσεως Νομών Πειραιώς και Γρεβενών και άλλων τινών διατάξεων».
Πηγή: 1. www.et.gr

  1. Κρανιώτη, Ε. (2011). Από την Ν.Α. στην Περιφέρεια ως Β’ βαθμός Τ.Α. (Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία). Αθήνα: Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ανώνυμος Υφαντουργική Εταιρεία Μουταλάσκη

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1927 - 1978

Η Ανώνυμος Υφαντουργική Εταιρεία Μουταλάσκη ιδρύθηκε στις 22.9.1927 (ΦΕΚ, Δελτίο Α.Ε.: 88/30.11.1927) στη Νέα Ιωνία από τους Αλέξανδρο (πατέρα), Γεώργιο και Συμεών (υιοί) Σινιόσογλου και Ιακώβ Τσαλίκογλου (και οι δύο οικογένειες είχαν ήδη δραστηριοποιηθεί στην υφαντουργία: η οικογένεια Ι. Τσαλίκογλου από το 1923 με αργαλειούς που είχε φέρει μαζί της από τη Μικρά Ασία, οι Αφοί Σινιόσογλου από το 1926). Την περίοδο 1930-1950, καθιερώθηκε στην αγορά με το υψηλής ποιότητας κάμποτ που παρήγαγε και σύντομα αναδείχθηκε ως μία από τις σημαντικότερες κλωστοϋφαντουργικές μονάδες της Ελλάδας. Στις 28.12.1978, η εταιρεία απορροφήθηκε και συγχωνεύτηκε με την Πειραϊκή Πατραϊκή Βιομηχανία Βάμβακος Α.Ε. (ΦΕΚ, τχ. Α.Ε. και ΕΠΕ: 3276/30.12.1978). Το 1986 αποσχίστηκε από την Π.Π. και επανασυστάθηκε με την επωνυμία Πειραϊκή Πατραϊκή Κλωστοϋφαντήριο Νέας Ιωνίας (πρώην Μουταλάσκη) Α.Ε. Το 1992 η εταιρεία έπαυσε τις εργασίες της και τέθηκε σε εκκαθάριση (ΦΕΚ, τχ. Α.Ε. και ΕΠΕ: 4726/13.10.1992). Ένα χρόνο αργότερα η εταιρεία αγοράστηκε από την «Σακαλίδης ΕΠΕ».

Γυμναστικός Σύλλογος Ποντίων Ναούσης «Ακρίτας»

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1928 - 1956

Ο Γυμναστικός Σύλλογος Ποντίων Ναούσης «Ακρίτας» ιδρύθηκε το 1928 και υπήρξε ο πρώτος αθλητικός σύλλογος της πόλης. Εξελίχθηκε σε ευρύτερα πολιτιστικό σύλλογο όχι μόνον των Ποντίων αλλά και των υπολοίπων προσφύγων της Νάουσας, οργανώνοντας πολιτιστικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, ενώ συμμετείχε σε πρωταθλήματα της περιοχής.

Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας – Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου

  • Συλλογικό Όργανο

Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας αναλαμβάνει τα θέματα της στεγαστικής αποκατάστασης αστών προσφύγων (ενώ την γεωργική αποκατάσταση έχει στην ευθύνη του το Υπουργείο Γεωργίας- Διεύθυνση Εποικισμού) συνεχίζοντας το έργο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Τα Τμήματα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου και Ναυπάκτου διαχειρίζονται την αποκατάσταση Αστών Προσφύγων στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου και στη Ναύπακτο αντίστοιχα και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας με έδρα το Μεσολόγγι έχει την ευθύνη της αποκατάστασης των προσφύγων στο συνοικισμό Βίγλα του Μεσολογγίου.

6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1937-1978

Το σχολείο λειτουργεί από το 1937 ως 6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου στην ευρύτερη περιοχή των προσφυγικών συνοικισμών Αγίου Κωνσταντίνου Καπέλλας και Ερυθραίας του Αγρινίου. Το 6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου καταργήθηκε και συνέχειά του αποτελεί το 2ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κωνσταντίνου γεγονός το οποίο καταγράφεται και στα βιβλία του σχολείου, τα οποία από τα τέλη του 1978 συνεχίζουν ως βιβλία του 2ου Δημοτικού Σχολείου Αγίου Κωνσταντίνου.
(Το 1ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κωνσταντίνου είχε ιδρυθεί το 1924 (ΦΕΚ 192Α /13.08.1924) ως διτάξιον μικτόν προσφυγικού συνοικισμού Αγίου Κωνσταντίνου. Λειτούργησε για κάποιο διάστημα ως 7ο Αγρινίου.)

2ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κωνσταντίνου

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1979-

Το σχολείο λειτουργεί από το 1937 ως 6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου στην ευρύτερη περιοχή των προσφυγικών συνοικισμών Αγίου Κωνσταντίνου Καπέλλας και Ερυθραίας του Αγρινίου. Το 6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου καταργήθηκε και συνέχειά του αποτελεί το 2ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κωνσταντίνου γεγονός το οποίο καταγράφεται και στα βιβλία του σχολείου, τα οποία από τα τέλη του 1978 συνεχίζουν ως βιβλία του 2ου Δημοτικού Σχολείου Αγίου Κωνσταντίνου.
(Το 1ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κωνσταντίνου είχε ιδρυθεί το 1924 (ΦΕΚ 192Α /13.08.1924) ως διτάξιον μικτόν προσφυγικού συνοικισμού Αγίου Κωνσταντίνου. Λειτούργησε για κάποιο διάστημα ως 7ο Αγρινίου.)

Δημοτικό Σχολείο Σφήνας

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1931-1986

Το σχολείο ιδρύθηκε το 1923 στον προσφυγικό οικισμό που είχε ήδη συγκροτηθεί στη θέση Τραγάνα της κοινότητας Λεπενούς. Επικράτησε η ονομασία Σφήνα και μετονομάστηκε το σχολείο το 1931 αλλά και ο οικισμός. Το 1940 αναγνωρίστηκε ως οικισμός Σφήνας της κοινότητας Λεπενούς. Το 1966 αποσπάσθηκε από την κοινότητα Λεπενούς και ορίστηκε ως έδρα της κοινότητας Σφήνας αλλά επανήλθε το 1967 στην κοινότητα Λεπενούς, Το 1975 αναγνωρίζεται εκ νέου ως κοινότητα Σφήνας και μετονομάζεται σε κοινότητα Κυψέλης το 1986. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτάται στο Δήμο Στράτου και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Αγρινίου.
Το σχολείο καταργήθηκε το 2008.

Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Αιτωλοακαρνανίας

  • Συλλογικό Όργανο

Πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και συνέχισαν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία στα ελληνικά σχολεία αφού προσκόμισαν τίτλους σπουδών και βεβαιώσεις προϋπηρεσίας από τα σχολεία του οθωμανικού κράτους.

Δημοτικό Σχολείο Νέου Γαλατά

  • Συλλογικό Όργανο

Το σχολείο ιδρύθηκε το 1934 (ΦΕΚ 202Α /26.06.1934) Τον οικισμό Νέου Γαλατά συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες στα όρια της κοινότητας Γαλατά Μεσολογγίου. Ο οικισμός αναγνωρίστηκε και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Γαλατά το 1928. Το 1961 ο οικισμός Νέου Γαλατά καταργείται και προσαρτάται στην κοινότητα Γαλατά. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) η κοινότητα προσαρτάται στο Δήμο Χάλκειας και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Ναυπακτίας.
Το Δημοτικό Σχολείο Νέου Γαλατά καταργήθηκε το έτος 1968 και ενσωματώθηκε στο Δημοτικό Σχολείο ΓΑΛΑΤΑ. Ωστόσο τα περισσότερα βιβλία του εξακολούθησαν να ενημερώνονται έως και το 1972 κάποια δε μέχρι και το 1991.

Δημοτικό Σχολείο Αγίου Νικολάου Κατούνας

  • Συλλογικό Όργανο

Το σχολείο ιδρύθηκε το 1934 (ΦΕΚ Α 377/1.11.1934) στον προσφυγικό οικισμό Αγίου Νικολάου. Τον οικισμό συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες. Ο οικισμός αναγνωρίστηκε και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Αετού το 1928. Το 1934 (ΦΕΚ 34Α/27.1.1934) αποσπάται από την κοινότητα Αετού και προσαρτάται στην κοινότητα Κατούνας. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτάται στο Δήμο Μεδεώνος και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Ακτίου-Βόνιτσας.
Το σχολείο καταργήθηκε το 2001.

Δημοτικό Σχολείο Ματσουκίου

  • Συλλογικό Όργανο

Το σχολείο ιδρύθηκε το 1924 (ΦΕΚ 192Α /13.08.1924) στον προσφυγικό οικισμό Ματσούκι.
Τον οικισμό συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες. Ο οικισμός Ματσουκίου αναγνωρίστηκε και προσαρτήθηκε στην Κοινότητα Λεπενούς το 1928, από την οποία αποσπάσθηκε και αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη κοινότητα το 1929 (ΦΕΚ Α 395Α /06.11.1929). Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτήθηκε στο Δήμο Στράτου Μεδεώνος και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Αγρινίου.
Το σχολείο καταργήθηκε το 1999.

Δήμος Σπαρτιατών

  • Συλλογικό Όργανο

Ο Δήμος Σπαρτιατών σχηματίστηκε με το Β.Δ. που υπεγράφη την 9/21 Μαρτίου 1835.

14ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών

  • Συλλογικό Όργανο

Σύμφωνα με το αρχειακό υλικό που φυλάσσεται στο Τμήμα Γ.Α.Κ. Αχαΐας και αφορά στις σχολικές μονάδες της περιοχής, η πρώτη, προσωρινού χαρακτήρα, εγκατάσταση προσφύγων στον Συνοικισμό Πτωχοκομείου το 1923 συμπίπτει χρονικά με την ίδρυση δύο δημοτικών σχολείων: α) του Θ’ Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Πατρών και β) του Ζ’ Δημοτικού Σχολείου Θηλέων Πατρών. Η αρχική τους στέγαση έγινε σε ξύλινο παράπηγμα -αντίστοιχο των προοριζόμενων για κατοικία των προσφύγων της περιοχής- πίσω από τον Ι. Ν. Αγίων Αποστόλων. Τα δύο αυτά σχολεία λειτούργησαν ημιανεξάρτητα μέχρι και την συγχώνευσή τους το σχ. έτος 1929-1930, οπότε και μετονομάστηκαν σε 14ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών (μικτό). Σύμφωνα με τα μαθητολόγια των σχολείων το ποσοστό των μαθητών προσφυγικής καταγωγής, τουλάχιστον κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας, ανερχόταν σχεδόν στο 50% του συνόλου των μαθητών.

Δημοτικό Σχολείο Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα

  • Συλλογικό Όργανο

Το Δημοτικό Σχολείο Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα συστήθηκε το σχολικό έτος 1926-1927 και λειτουργεί εως σήμερα.
Τα πρώτα χρόνια λειτούργησε ως μεικτό μονοτάξιο εως το σχολικό έτος 1934-1935 ενώ μετέπειτα ως μεικτό διτάξιο. Σήμερα στεγάζεται στον ίδιο χώρο.
Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του 1926-1927 είχαν εγγραφεί 40 μαθητές από Σμύρνη – Μικρά Ασία. Το σχολικό έτος 1927-1928 εγγράφηκαν 55 μαθητές, το σχολικό έτος 1929-1930 εγράφησαν 57 μαθητές, το σχολικό έτος 1930-1931 εγράφησαν 67 μαθητές , το σχολικό έτος 1931-1932 εγγράφηκαν 83 μαθητές.
Η 1η διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα ήταν η κα. Ελένη Λαζαράτου.

Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Γενική Διεύθυνσις Εποικισμού Μακεδονίας, Γραφείον Εποικισμού Κατερίνης

  • Συλλογικό Όργανο

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1923 υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Γενεύης ανάμεσα στην Ελληνική Κυβέρνηση και την Κοινωνία των Εθνών. Βάσει του Πρωτοκόλλου η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να ιδρύσει την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π) η οποία επωμίσθηκε το έργο της εγκατάστασης των προσφύγων. Η Ε.Α.Π. ήταν νομικό πρόσωπο, δεν εξαρτιόταν από οποιαδήποτε ελληνική εκτελεστική ή διοικητική αρχή αλλά ήταν αυτόνομος οργανισμός. Τη διοίκησή της ανέλαβαν δύο Έλληνες, διορισμένοι από την Ελληνική Κυβέρνηση, και δύο ξένοι, διορισμένοι από την Κοινωνία των Εθνών. Ο πρόεδρος της επιτροπής ήταν Αμερικανός πολίτης, αντιπρόσωπος οργανώσεων περιθάλψεως. Πρώτος πρόεδρος ορίστηκε ο Henry Morgenthau και μέλη ο εκπρόσωπος της Τράπεζας της Αγγλίας John Campbell, ο Στέφανος Δέλτας και ο Περικλής Αργυρόπουλος. Ο αριθμός των υπαλλήλων της ΕΑΠ ανερχόταν σε 784 το 1924, ενώ ξεπερνούσαν τους 2.000 το 1928 και το 1929. Περί τα τέλη του 1930 η Ε.Α.Π. ανέστειλε τις εργασίες της, μεταβιβάζοντας με ειδική σύμβαση στο Ελληνικό Δημόσιο την περιουσία της και τις υποχρεώσεις της έναντι των προσφύγων.
Για τον καταμερισμό των εργασιών της διαίρεσε τις υπηρεσίες της σε 3 διευθύνσεις: α) Διεύθυνση Οικονομικών, β) Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης Προσφύγων και γ) Διεύθυνση Αστικής Εγκατάστασης Προσφύγων.
Η Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης, στελεχωμένη από υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας, είχε τη φροντίδα της οργάνωσης και παρακολούθησης ζητημάτων εγκατάστασης των αγροτών προσφύγων σ’ όλη την Ελλάδα. Για την αρτιότερη οργάνωσή της συστάθηκαν τρεις Γενικές Διευθύνσεις Εποικισμού: α) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη και 17 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού, β) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης με έδρα την Κομοτηνή και 5 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού και γ) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Κρήτης με έδρα τα Χανιά και 4 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Αγίου Νικολάου). Άλλα 14 Εποικιστικά Γραφεία εκτελούσαν την εγκατάσταση των προσφύγων στη Στερεά, στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τα νησιά. Όλων των Εποικιστικών Γραφείων προϊστάμενος ήταν γεωπόνος.
Η Ελληνική Κυβέρνηση εκχώρησε στην Ε.Α.Π. γαίες εκτάσεως 5.000.000 στρεμμάτων, προερχόμενες α) από δημόσιες γαίες, β) από κτήματα ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων που περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει της σύμβασης «Περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών», της 30ής Ιανουαρίου 1923, γ) από κτήματα που εξαγοράστηκαν από Οθωμανούς υπηκόους, δ) από ιδιωτικές γαίες που είχαν απαλλοτριωθεί ή επιταχθεί δυνάμει της αγροτικής μεταρρύθμισης και δ) από κτήματα Βουλγάρων που είχαν αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος δυνάμει της συμβάσεως Νεϊγύ που είχε υπογραφεί από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Της διατέθηκαν, επίσης, δύο εξωτερικά δάνεια, το δάνειο του 1924 και του 1928. Το δάνειο του 1924 ήταν ονομαστικού κεφαλαίου 12.300.000 λιρών Αγγλίας, με επιτόκιο 7% και έκδοση 88%. Η υπηρεσία του δανείου θα εξασφαλιζόταν από τις προσόδους των μονοπωλίων των Νέων Χωρών, δηλ. αλατιού, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, τσιγαρόχαρτου και τις εισπράξεις των τελωνείων των Χανίων, του Ηρακλείου, της Σάμου, της Χίου, της Μυτιλήνης και της Σύρου, τον φόρο καπνού και χαρτοσήμων των Νέων Χωρών και τον φόρο οινοπνεύματος ολόκληρης της Ελλάδας.
Το προσφυγικό δάνειο του 1928 ήταν μέρος του λεγόμενου «σταθεροποιητικού» δανείου που συνάφθηκε για τη σταθεροποίηση του ελληνικού νομίσματος, την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και τη συνέχιση της εγκατάστασης των προσφύγων. Το ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ανερχόταν σε 4.070.960 λίρες Αγγλίας και σε 17.000.000 δολάρια με επιτόκιο 6% και έκδοση 91%. Το 1/3 του δανείου διατέθηκε για την εγκατάσταση των προσφύγων και εισπράχθηκε από την Ε.Α.Π.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης οι αγροτικές προσφυγικές οικογένειες δικαιούνταν :
α) Παραχώρηση βιώσιμου γεωργικού κλήρου από τις εκτάσεις που είχε εκχωρήσει το Ελληνικό Δημόσιο στην Ε.Α.Π για τον σκοπό αυτό. Η έκταση του γεωργικού κλήρου ποίκιλε ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας και την ποιότητα του εδάφους. Οι εγκατεστημένοι αγρότες εφοδιάζονταν με προσωρινά παραχωρητήρια (τίτλος κατοχής). Ο τίτλος κυριότητος παραχωρήθηκε αργότερα, αφού έγινε ο κτηματικός χάρτης των κλήρων που παραχωρήθηκαν, η υλοποίηση της διαδικασίας χρέωσης προσφύγων για την τιμή της γης, η αποπληρωμή του χρέους και ο συμψηφισμός των αγροτικών αποζημιώσεων.
β) Εξασφάλιση στέγασης με ανέγερση κατοικιών αγροτικού τύπου. Οι κατοικίες αυτές ανεγείρονταν είτε με εργολαβίες είτε με το σύστημα της αυτεπιστασίας, οπότε οι κατά τόπους υπηρεσίες της Ε.Α.Π. παρείχαν τις αναγκαίες οικοδομικές ύλες και χρηματικό δάνειο στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες. Όπου υπήρχαν μουσουλμανικά ανταλλάξιμα ή βουλγαρικά εγκαταλειμμένα, αυτά, αφού επισκευάζονταν με δαπάνες της Ε.Α.Π, παραχωρούνταν στους αγροτικά εγκατεστημένους πρόσφυγες.
γ) Εφοδιασμό με τους απαιτούμενους σπόρους, ζώα (φόρτου, άροσης, αναπαραγωγής), γεωργικά εργαλεία, λιπάσματα, νομή για τα ζώα και τα απαραίτητα για συντήρηση αυτών των ίδιων μέχρι των αποτελεσμάτων της πρώτης καλλιέργειας.
Τα οικήματα που παραχωρήθηκαν, τα εφόδια και τα δάνεια χρεώνονταν στο νομικό πρόσωπο της ομάδας (συνολική αξία των δανείων σε χρήμα και είδος για τα μέλη της ομάδας) και σε κάθε μέλος της ομάδας (αξία των ειδών και αντίτιμο χρηματικών δανείων που έπαιρνε ο αρχηγός της οικογένειας). Έπρεπε να εξοφληθούν σταδιακά με μικρές τοκοχρεολυτικές δόσεις προς 13%, (8%τόκος και 5% για έξοδα διαχείρισης). Η χρέωση των κλήρων που παραχωρήθηκαν έγινε αργότερα δεδομένου ότι η ακριβής έκταση τους ήταν άγνωστη λόγω έλλειψης κτηματικού χάρτη της χώρας.
Η χρέωση των προσφυγικών οικογενειών με τα έξοδα εγκατάστασης αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για τη βιωσιμότητά τους. Οξύνθηκε επικίνδυνα το 1930 και το κράτος υποχρεώθηκε να προβεί το 1937 σε νομοθετική ρύθμιση για τη μείωση των προσφυγικών χρεών γιατί μετά τη διάλυση της Ε.Α.Π., 1930, τα χρέη αυτά δεν παραγράφτηκαν. Την είσπραξή τους ανέλαβε η Αγροτική Τράπεζα που είχε ιδρυθεί το 1929.
Η Ε.Α.Π. άρχισε τις εργασίες της τέλος του 1923 ( το συμβούλιό της συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση στη Θεσσαλονίκη στις 11/11/1923) & μέχρι την 1/1/1929 είχαν αποκατασταθεί 551.468 άτομα σε 1954 συνοικισμούς.
Η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας, που φρόντιζε για την αποκατάσταση των προσφύγων, είχε θέσει ένα γενικό κριτήριο για τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει η νέα μετακίνηση και η επιλογή του οριστικού πλέον τόπου εγκατάστασής τους, ώστε να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες συνθήκες της ζωής τους. Η εγκύκλιος που είχε σταλεί στις νομαρχίες ήταν σαφής: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατά το δυνατόν ανασύστασις των κοινοτήτων είναι βασικός όρος δια την επιτυχίαν της μονίμου εγκαταστάσεως των προσφύγων. Διότι οι εκ της αυτής κοινότητος κάτοικοι συνδέονται μετ' αλλήλων δια δεσμών αλληλεγγύης, ηθικών και οικονομικών, οίτινες τα μέγιστα διευκολύνουσι την επιτυχίαν της νέας εγκαταστάσεως, μάλιστα όταν λαμβάνεται πρόνοια ώστε αι φυσικαί συνθήκαι του νέου συνοικισμού να είναι παρόμοιοι προς τας συνθήκας του συνοικισμού εν ω ήσαν εγκατεστημένοι ο πρόσφυγες».
Η δημιουργία συνοικισμού απαιτούσε την ύπαρξη τουλάχιστον δέκα οικογενειών προσφύγων, των οποίων οι αρχηγοί είχαν την υποχρέωση να εκλέξουν μια επιτροπή που θα τους αντιπροσώπευε στις υποθέσεις τους με την ΕΑΠ και τις υπηρεσίες του κράτους. Για την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας η ΕΑΠ ερχόταν σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των προσφυγικών ομάδων και στη συνέχεια αναλάμβανε τη μεταφορά των προσφύγων στην τοποθεσία που είχε επιλεγεί. Κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης θέσης ήταν, στο βαθμό που μπορούσε να εφαρμοστεί, η ειδίκευση των προσφύγων σε συγκεκριμένους τύπους καλλιέργειας. Έτσι, καπνοκαλλιεργητές από τις περιφέρειες της Σμύρνης και της Νικομήδειας εγκαταστάθηκαν κυρίως στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, σηροτρόφοι σε κτήματα του Σουφλίου και της Έδεσσας, ενώ πρόσφυγες ειδικευμένοι στην καλλιέργεια της σουλτανίνας εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη.

Γενική Διοίκησις Ανατολικής Μακεδονίας

  • Συλλογικό Όργανο

Με την υπ’ αριθ. 20525/ΙΙ εγκυκλίου διαταγής της Γεν. Διοικήσεως απαγορευόταν η εγκατάσταση Καυκασίων και Ποντίων προσφύγων σε συνοικισμούς της Ανατολικής Μακεδονίας, πριν από την παλιννόστηση των εντόπιων Μουσουλμάνων. Με την απόφαση αρ. 25609/01-12-1920 πλέον επιτρέπονταν η εγκατάσταση σε χωριά της περιφέρειας κατόπιν γνωματεύσεως του οικείου Γεωργικού Γραφείου και επιτόπιας εξέτασης από τον Γεωργικό επόπτη ή επιστάτη.

Pallas Literary and Printing Co.

  • Συλλογικό Όργανο

H Pallas Nagy Lexikona είναι η πρώτη εγκυκλοπαίδεια που γράφτηκε στα ουγγρικά και δεν αποτελεί μετάφραση από άλλη γλώσσα. Για τους συνολικά 16 τόμους, με 150.000 λήμματα, που εκδόθηκαν στο διάστημα 1893 έως και 1897, εργάστηκαν περίπου 300 συγγραφείς. Η πλειοψηφία των συγγραφέων ανήκε στη Hungarian Academy of Sciences. Επιμελητής της έκδοσης ήταν ο József Bokor.

ΠΗΓΗ: http://www.mek.iif.hu/porta/szint/egyeb/lexikon/pallas/html/

Δημοτικό Σχολείο Βίβλου Νάξου

  • Συλλογικό Όργανο

Δεν είναι απόλυτα σαφής η ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του σχολείου. Το παλαιότερο έγγραφο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι του 1837, έγγραφο του διοικητή της Επαρχίας Νάξου που απευθυνόμενος προς τη Βασιλική Γραμματεία μεταξύ άλλων ζητά το διορισμό της μοναχού Σακελαρίου Αικατερίνης (δημοδιδασκάλου) στο σχολείο της Βίβλου. Και με έγγραφο του 1839 ορίζεται η μετάθεση της Σακελαρίου από το σχολείο της Τραγαίας στο σχολείο της Βίβλου.
Το σχολείο και μετά την απελευθέρωση και τη σύσταση του πρώτου ελληνικού ανεξάρτητου κράτους, και για πολλά χρόνια ακόμα λειτουργεί στο χώρο της ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου και οι δάσκαλοι ήταν ιερείς. Περισσότερα στοιχεία για το σχολείο έχουμε από το 1898, έτος από το οποίο ξεκινάμε να έχουμε εγγεγραμμένους τους μαθητές που φοιτούσαν στο σχολείο.
Το σχολείο λειτουργεί ως διθέσιο σε αίθουσες του ενοριακού ναού του χωριού μέχρι το 1951. Έκτοτε λειτουργεί και πάλι ως διθέσιο σε νέο χώρο και νέο κτίριο στη βορειοδυτική πλευρά του χωριού, την περιοχή Μποριάδο. Το συγκεκριμένο οικόπεδο δωρίστηκε από την εκκλησία για την ανέγερση του διδακτηρίου το 1938. Έτσι με τη συμβολή των ίδιων των κατοίκων του χωριού κατασκευάζεται η βόρεια πτέρυγα του σχολείου, που περιλαμβάνει 2 αίθουσες διδασκαλίας και το γραφείο διδασκόντων.

Γραφείο Εποικισμού Καβάλας

  • Συλλογικό Όργανο

Το Γραφείο Εποικισμού Καβάλας ήταν υπεύθυνο για την αποκατάσταση των προσφύγων στο νομό.
Σύμφωνα με στοιχεία του Δ. Β. Πεχλιβάνογλου, προϊσταμένου του Γραφείου Εποικισμού Καβάλας, το Γ.Ε.Κ. παρέλαβε μετά την άφιξή τους 10.760 οικογένειες προσφύγων, συνολικού πληθυσμού περίπου 40.000 ατόμων, και τις εγκατέστησε σε 122 παλιούς και νέους οικισμούς του Ν. Καβάλας.
Κατά προέλευση οι πρόσφυγες ήταν
• Μικρασιάτες: οικογένειες 4.180 - άτομα 16.063
• Θράκες: οικογένειες 3.359 - άτομα 12.953
• Πόντιοι: οικογένειες 2.977 - άτομα 10.550
• Καυκάσιοι: οικογένειες 66 - άτομα 225
• Διάφοροι: οικογένειες 29 - άτομα 211
Από τους 122 Οικισμούς του Νομού Καβάλας:
• Οι 84 ήταν παλιά τουρκοχώρια, με 6.405 οικήματα, στα οποία στεγάστηκε ανάλογος αριθμός προσφύγων.
• Οι 13 ήσαν τσιφλίκια τουρκικά, στα οποία κτίστηκαν από τους ίδιους τους πρόσφυγες (κυρίως Θράκες) 524 πρόχειρα οικήματα.
• Οι 25 ήταν νέοι Οικισμοί που δημιουργήθηκαν από το Γραφείο Εποικισμού, με 1.651 οικήματα.

Αποτελέσματα 101 έως 200 από 1111