Εμφανίζει 1111 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή

7ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου

  • Συλλογικό Όργανο

Το 7ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου (νυν 1ο Δημοτικό σχολείο Ν. Ιωνίας) είναι το πρώτο σχολείο που χτίστηκε στη Ν. Ιωνία στις αρχές της 10ετίας του ’30. Σαν σχολείο όμως λειτούργησε για πρώτη φορά ως 1ο τετρατάξιο προσφυγικό αρρένων και 1ο Τριτάξιο Προσφυγικό Δημοτικό Σχολείο Θηλέων Βόλου το 1924 σε δύο διώροφα οικήματα στα ανατολικά της σημερινής Ευαγγελίστριας, αριστερά και δεξιά της οδού Τενέδου στην περιοχή που ακόμη και σήμερα είναι γνωστή με την ονομασία Τζαμαλιώτικα.
Το σχολείο έφερε επίσημα το χαρακτηρισμό “προσφυγικό” ως το 1929. Από το σχολικό έτος 1929-1930 μετονομάστηκαν όλα τα σχολεία του Βόλου και έπαψε να ισχύει ο διαχωρισμός σε αρρένων και θηλέων και έγιναν όλα πλέον μικτά. Έτσι το 1ο τετρατάξιον προσφυγικό αρρένων Βόλου και το 1ο Προσφυγικό Θηλέων μετονομάστηκαν σε 7ο τετρατάξιο σχολείον.
Τα οικήματα που στέγαζαν τα προσφυγικά σχολεία δεν επαρκούσαν για τις ανάγκες του μαθητικού πληθυσμού. Οι πρόσφυγες του προσφυγικού συνοικισμού, με τους συνδέσμους που έχουν δημιουργήσει, αρχίζουν να πιέζουν την κυβέρνηση Βενιζέλου για την οικοδόμηση νέων σύγχρονων διδακτηρίων. Έτσι τον Οκτώβριο του 1930 επισκέπτεται τον Βόλο ο τότε υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου και επιλαμβάνεται του θέματος. Έτσι, την ίδια χρονιά ο Δήμος Παγασών παραχώρησε οικόπεδα αξίας 200.000 δραχμών για την ανέγερση σχολείων στο συνοικισμό και ενός άλλου τετρατάξιου στη συνοικία του Αναύρου.
Ο ερχομός του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου στις 18 Μαρτίου 1931 στο συνοικισμό ήταν καθοριστικός για την εξέλιξη του θέματος. Οι πρόσφυγες τον υποδέχτηκαν στην πλατεία της Ευαγγελίστριας, μπροστά στα δυο διώροφα σχολεία. Εκεί ο διευθυντής Νικόλαος Ευσταθιάδης παρουσίασε την κατάσταση και ζήτησε νέα σχολεία.
Η κατασκευή άρχισε σύντομα και στη διάρκεια του σχολικού έτους 1932-1933 έγινε η μεταφορά των μαθητών. Το κτήριο κατασκευάστηκε σύμφωνα με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Δημήτριου Κλάψη. Ήταν ένα σπουδαίο έργο για την εποχή του, ένα από τα πιο σύγχρονα και μεγαλύτερα σχολεία της χώρας.
Στη Γενική Έκθεση του σχολείου κατά το σχολικό έτος 1950- 1951 αναφέρεται ότι το κτήριο είναι διώροφο και λιθόκτιστο και πληροί όλους τους όρους υγιεινής και παιδαγωγικής. Όλη η έκταση της περιοχής του είναι 10.000 τ.μ. Το διδακτήριο διαθέτει 13 αίθουσες διδασκαλίας.

Νομαρχία Κερκυρας, Διεύθυνση Εσωτερικών

Το πρώτο νομοθέτημα που καθόριζε την οργάνωση της περιφερειακής διοίκησης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αποτελούσε το διάταγμα της 3/15.4.1833 «περί διαιρέσεως του βασιλείου και της διοικήσεώς του». Με το διάταγμα αυτό η επικράτεια του ελληνικού βασιλείου διαιρέθηκε σε 10 νομούς. Την ίδια χρονιά με το διάταγμα 26.4/8.5.1833 καθορίστηκαν και οι αρμοδιότητες των νομαρχών. Ο Νομός Κέρκυρας συγκροτήθηκε με τα Βασιλικά Διατάγματα της 17ης Δεκεμβρίου 1864 «Περί εφαρμογής και εν Επτανήσω του περί διοικητικής διαιρέσεως του κράτους νόμου» και της 5ης Μαρτίου του 1865 «Περί διαιρέσεως των επαρχιών Κερκύρας και Κεφαλληνίας». Έκτοτε, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που ρύθμιζαν τα ζητήματα διοικητικής διαίρεσης του κράτους, αρμοδιότητας των νομαρχών και εν γένει της οργάνωσης αυτοδιοίκησης δευτέρου βαθμού ήταν συνεχείς, απότοκο, βεβαίως, της εδαφικής επέκτασης του ελληνικού βασιλείου, της τεταμένης πολιτικής κατάστασης, της διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων και του εκσυγχρονισμού της διοίκησης. Τομή για την αυτοδιοίκηση δευτέρου βαθμού αποτελεί το Νομοθετικό Διάταγμα «περί διοικήσεως των νομών» της 9ης Μαΐου 1923 που καθιέρωνε το Νομό ως β βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης, καθόριζε τα όργανα της διοίκησης του Νομού (Νομάρχης, Νομαρχιακό Συμβούλιο, Νομαρχιακή Επιτροπή), αλλά και τις αρμοδιότητες που ασκούσε ο Νομάρχης και τα υπόλοιπα όργανα νομαρχιακής διοίκησης. Οι αρμοδιότητες του Νομάρχη και το οργανόγραμμα των υπηρεσιών της Νομαρχίας καθορίζονται εκ νέου από τους Αναγκαστικούς Νόμους 1179/13.4.1938 «Περί των Νομαρχών» και 1488/22.11.1938 «Περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών» και το εκτελεστικό Βασιλικό Διάταγμα του τελευταίου (Β.Δ. 20.3.1939 «Περί εκτελέσεως του υπ’ αριθ. 1488/1938 Α. Νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών του Υπουργείου των Εσωτερικών. Σύμφωνα με την παραπάνω νομοθεσία, οι Νομάρχες προΐστανται των πολιτικών υπηρεσιών της περιοχής τους – πλην των δικαστικών – καθώς και των αστυνομικών και λιμενικών υπηρεσιών και ασκούν αρμοδιότητες των υπουργείων, είτε αποκλειστικά είτε μετά από μεταβίβασή τους από την κεντρική εξουσία. Ειδικότερα, ο Νομάρχης εποπτεύει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της περιοχής δικαιοδοσίας του και εγκρίνει τις αστυνομικές διατάξεις, ασκεί εποπτεία επί των υπηρεσιών των λιμενικών αρχών όσον αφορά τη δημόσια τάξη και υγεία, ασκεί εποπτεία σε όλες τις ενώσεις και τα σωματεία του Νομού, ασκεί πειθαρχική εξουσία επί πάντων των υπηρετούντων στην περιφέρεια του Νομού πολιτικών υπαλλήλων, αίρει τις μεταξύ διοικητικών και δικαστικών αρχών εγειρόμενες συγκρούσεις καθηκόντων κ.ά. Το Β΄ κεφάλαιο του Αναγκαστικού Νόμου 1179 καθορίζει λεπτομερώς τις αρμοδιότητες που ασκεί ο Νομάρχης ανά υπουργείο (Εσωτερικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών, Εθνικής Οικονομίας, Συγκοινωνίας, Γεωργίας, Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, Σιδηροδρόμων και Αυτοκινήτων και των Υφυπουργείων Αγορανομίας και Εργασίας) εξειδικεύοντας μάλιστα ανά Διευθύνσεις υπουργείων.

Δημητράτος, Αριστείδης

Ο Αριστείδης Δημητράτος ήταν κοινωνιολόγος, ηγετικό στέλεχος της ΓΣΕΕ, υπουργός Εργασίας και βουλευτής με την ΕΡΕ. Γεννήθηκε στον Αγκώνα Κεφαλλονιάς το 1902 και ήταν γιός του ιερέα Μιλτιάδη και της Ασπασίας, αδερφός του Γεράσιμου, της Τερψιχώρης, του Γεωργίου, του Δημητρίου και του σοσιαλιστή ηγέτη Νίκου Δημητράτου (πρώτου γραμματέα της ΚΕ του ΣΕΚΕ) και ξάδερφος του Παναγή Δημητράτου. Κατά τα γυμνασιακά του χρόνια εντάχθηκε στη Σοσιαλιστική Νεολαία Ελλάδας και το 1920 εκλέχτηκε γραμματέας. Μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών και των στρατιωτικών του υποχρεώσεων (πολέμησε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο ως το 1922) δραστηριοποιήθηκε στο Συνδικαλιστικό Κίνημα. Στις αρχές της δεκαετίας του '20 ανέλαβε σημαντικές καθοδηγητικές θέσεις στην ΟΚΝΕ, ενώ πρωταγωνίστησε και στους αγώνες των καπνεργατών της Καβάλας. To 1924 συνέστησε την Ενωτική Ομάδα Καπνεργατών και την Ενωτική Εργατική Παράταξη Μακεδονίας-Θράκης που διαφώνησαν με το ΚΚΕ. Το 1925 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης και το 1926 μέλος της διευθύνσεως της ΓΣΕΕ από το 4ο Εθνικό Πανεργατικό Συνέδριο. Ταυτόχρονα, αποχώρησε από το ΚΚΕ, στράφηκε στον αντικομμουνισμό και εντάχθηκε στο συντηρητικό στρατόπεδο, στο οποίο παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Το 1928 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ από το 5ο Πανεργατικό Συνέδριο και το ίδιο έγινε και το 1937 με το 7ο Πανεργατικό Συνέδριο. Από το 1930 ως το 1934 αποτέλεσε μέλος του ασφαλιστικού ταμείου των καπνεργατών. Το 1930 συμμετείχε και στο κυβερνητικό συμβούλιο κοινωνικής πολιτικής. Το 1931, 1934, 1936, 1938, 1940 εκλέχτηκε μέλος του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου. Το 1931 και το 1933 έλαβε μέρος ως απεσταλμένος της Ελλάδας για τα θέματα κοινωνικής πολιτικής στο 2ο και το 3ο συνέδριο της Βαλκανικής ομοσπονδίας. Από το 1932 ως το 1936 αποτέλεσε μέλος της επιτροπής για την προστασία και το εμπόριο των ελληνικών καπνών. Το 1935 εκλέχτηκε γραμματέας του Εργατικού Κόμματος Ελλάδος και πρόεδρος της επιτροπής για τη διατήρηση του δημοκρατικού καθεστώτος. Το 1936, επί κυβερνήσεως Δεμερτζή, έλαβε μέρος στην Επιτροπή Ρυθμίσεως των Εργατικών Ζητημάτων και εκλέχτηκε προϊστάμενος της Εθνικής Εργατικής Συνδιασκέψεως Θεσσαλονίκης. Στις 5 Αυγούστου 1936 διορίστηκε υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Από το 1936 έως το 1940 διετέλεσε υφυπουργός Εργασίας του Μεταξά, θέση που διατήρησε και στην κυβέρνηση Κορυζή έως τις 20.4.1941. Στην κυβέρνηση Τσουδερού που ακολούθησε διορίστηκε υπουργός Γεωργίας και υφυπουργός Εργασίας και Συνεταιρισμών έως τις 2.6.1941. Πήγε στην Κρήτη με την κυβέρνηση όταν γινόταν η μάχη της Κρήτης και στη συνέχεια ακολούθησε την εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο, τη Νότια Αφρική και την Αγγλία. Τον Οκτώβριο του 1941 ηγήθηκε της ελληνικής αντιπροσωπείας στην Διεθνή Διάσκεψη Εργασίας στη Νέα Υόρκη. Παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 1942 (όσο ήταν ακόμη στην Αμερική) όταν διαφώνησε με τον Τσουδερό σχετικά με την κατάργηση του προνομίου του Βασιλιά να διορίζει και να παύει τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του. Κατόπιν τούτου, και αφού του αφαιρέθηκε το διαβατήριο, ζήτησε άσυλο και παρέμεινε στη Νέα Υόρκη έως το 1944.
Στα τέλη του 1945 επέστρεψε στην Ελλάδα και εκλέχτηκε ως ανεξάρτητος βουλευτής στην Κεφαλονιά το 1946. Στις 6/4/1948 επανεκλέχτηκε γενικός γραμματέας της ΓΣΕΕ από το 9ο Εθνικό Πανεργατικό Συνέδριο, αν και η κυβέρνηση τον έπαψε από αυτή τη θέση με ειδικό νομοθετικό διάταγμα την επομένη. Το 1950 ίδρυσε το Εργατικό Κόμμα και στις εκλογές συνεργάστηκε με την λεγόμενη «Τρίτη κατάσταση» του Βαμβέτσου χωρίς επιτυχία.
Το 1956 επανεκλέχτηκε βουλευτής Κεφαλληνίας και το 1958 κατέβηκε ως υποψήφιος με την ΕΡΕ στην Β΄ Αθηνών, όπου και εκλέχτηκε για ακόμη μία φορά. Από τις 17.5.1958 έως τις 20.9.1961 ανέλαβε το υπουργείο Εργασίας στην κυβέρνηση Καραμανλή. Στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών.
Είχε λάβει μέρος σε διάφορες κυβερνητικές επιτροπές από το 1925 έως το 1941, ενώ διετέλεσε μέλος των Συμβουλίων Εποπτείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ανώτατον Εκπαιδευτικόν, Εργασίας κ.λπ.
Είχε συστήσει και διεύθυνε τα εξής δημοσιογραφικά όργανα: Συνδικαλιστική Επιθεώρησις, 1930, το περιοδικό Η Εργατική Ελλάς, 1937-1941, Εφημερίς των Εργατών, 1938-1941, 1948, Κοινωνία, 1940-1941

Είχε παντρευτεί το 1933 την Ειρήνη Αθανασούλη, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Αλίκη (1940) και την Ασπασία, και σε δεύτερο γάμο (το 1955) τη Θάλεια Ν. Καρανίκα.

Δημοσιεύματα: Μελέται περί της ανεργίας εν Ελλάδι, της κοινωνικής ασφαλίσεως και διαφόρων προβλημάτων της εθνικής οικονομίας, Ανάγκη κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, Θεσσαλονίκη, 1926, «Το Καπνεργατικόν ζήτημα και η επεξεργασία των καπνών», Θεσσαλονίκη, 1927, «Η βιομηχανική ανεργία», Πειραιάς, 1928, «Η εξέλιξις της ανεργίας εν Ελλάδι», 1929, «Ανάγκη καταπολεμήσεως της ανεργίας, ΓΣΕΕ», 1931, «Κοινωνικά επακόλουθα της οικονομικής κρίσεως», 1932, «Οι Έλληνες ναυτικοί φορείς της προόδου και του πολιτισμού», 1934, «Φραγμός εις την εκμετάλευσιν της ανθρώπινης εργασίας», 1936, «Το νέον Κράτος εθεμελίωσε σταθερούς όρους ζωής και Κοινωνικής εξελίξεως», 1937, «Δύο χρόνια κοινωνικής και εργατικής δημιουργίας», 1938, «Η απογραφή των μισθωτών και η κοινωνική πολιτική της κυβερνήσεως», εκδ, εργατών Ελλάς, 1937, «Οι κοινωνικοί νόμοι οδηγούν εις την εθνικήν πρόοδον», 1939, «Η δημιουργική δράσις των στελεχών και αι υπηρεσίαι των προς την εργατικήν υπόθεσιν», 1939, Το σύστημα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, 1939, «Όχι φραγμοί εις την τεχνικήν πρόοδον», εφ. Εργατών, 1939, «το εργατικό μας ζήτημα», 1947, «Το δικαίωμα της απεργίας», εφ. Εργατών, κ.ά.

[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, (http://www.ggk.gov.gr), Who is Who 1965, Δημοσθένης Κούκουνας, Οι Ελληνες Πολιτικοί, Ιστορικό βιογραφικό Λεξικό 1926-1949, Αθήνα, 1999, http://el.wikipedia.org/wiki, υλικό του αρχείου]

Φιλάρετος, Κλεισθένης

Σπούδασε χημικός μηχανικός στο Universite-Institut Chimique, Nancy,Γαλλία, από όπου αποφοίτησε το 1906. Εργάστηκε ως μηχανικός σε μεταλλουργικά εργοστάσια των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης εργάστηκε στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ως Γενικός Επιθεωρητής. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως ελεύθερος επαγγελματίας.
Πηγή: http://library.tee.gr/vufind/Record/en10000188/Description [17/6/2020]

Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Διεύθυνση Πολιτικής Γης

  • 2004 -

Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.

Διεύθυνση Ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας. Εκτιμητικές Επιτροπές Ανταλλαξίμων

Στις 20-11-1939 η Διεύθυνση Ανταλλαγής του Υπ. Γεωργίας έγινε VII Δ/νσις της Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίου Λογιστικού.

Το Μάιο του 1924 με Ν.Δ. «Περί συστάσεως Γενικής Διευθύνσεως Ανταλλαγής πληθυσμών (Αρ. Εφημ. Κυβ. 98/2-3- Μαΐου 1924)» συστάθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπ. Γεωργίας Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής πληθυσμών με σκοπό να συγκεντρώσει στοιχεία περί των περιουσιών των υπαγόμενων εις την Ανταλλαγήν ομογενών….».

Με ψήφισμα της 3ης Απριλίου 1924 (άρθρα 9-10) της Δ’ Συνελεύσεως των Ελλήνων ιδρύθηκαν Διοικητικές επιτροπές «Προς ελέγχων των δηλώσεων εγκαταλειφθεισών εν Τουρκία Περιουσιών υπό Ανταλλαξίμων ομογενών και καταβολής ποσοστού».

Όλες οι περιοχές που ήταν εστίες του Ελληνισμού πριν από την συνθήκη της Λωζάννης χωρίστηκαν κατά εκκλησιαστικές επαρχίες (π.χ. Καισαρείας , Αμάσειας) και κάθε επαρχία σε κοινότητες (π.χ. κοινότης Αμισού , εκκλησιαστικής επαρχίας Αμάσειας)

Για κάθε μια από τις κοινότητες αυτές συστάθηκε μια Εκτιμητική Επιτροπή (Ε.Ε) που έδρευε σε μέρη που είχαν εγκατασταθεί ανταλλάξιμοι αυτής της κοινότητας . Για τις μεγάλες κοινότητες συστάθηκαν περισσότερες από μια Ε.Ε. με διακριτικό στοιχείο τη διαφορετική έδρα (π.χ. κοινότητα Ανδριανουπόλεως επαρχίας Ανδριανουπόλεως με έδρες Θεσ/κη , Ξάνθη, Κομοτηνή).

Δυο Ε.Ε. της αυτής κοινότητας που συνεδρίαζαν στην ίδια πόλη διακρίνονται με τα στοιχεία Α, Β, (π.χ. κοινότητα Αλάτσατα Α, Β, επαρχία Κρήνης με έδρα την Αθήνα) . Οι Ε.Ε. των πόλεων Σμύρνης και Τραπεζούντας συστάθηκαν με διακριτικό στοιχείο τις ενορίες αυτών των (1) βλ. Βιβλιοθήκη Γ.Α.Κ. τ. 24 πόλεων (π.χ. Αγ. Δημητρίου, Επαρχίας Σμύρνης ή Αγ. Δημητρίου Τραπεζούντας , επαρχίας Τραπεζούντας).

Οι Εκτιμητικές επιτροπές ήταν τετραμελείς . Τρία από τα μέλη ήταν διακεκριμένα πρόσωπα της κοινότητας της οποίας θα εξέταζαν τα περιουσιακά στοιχεία των κατοίκων και είχαν ίδια αντίληψη γι’ αυτά και το τέταρτο μέλος εκτελούσε χρέος γραμματέως και διοριζόταν από το Υπ. Γεωργίας . Αφού ορκίζοταν ενώπιον του Ειρηνοδίκη της έδρας της Ε.Ε. συγκέντρωναν τις αιτήσεις των ανταλλαξίμων , εξέταζαν τις χρηματικές απαιτήσεις του αιτούντος με βάση τα περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα και επιδίκαζαν το ποσό. «Η επιτροπή στηριζόμενη εις τας προσωπικάς γνώσεις και αντίληψιν των μελών της ή εις πληροφορίας δέχεται….». Ο υπολογισμός του ποσού γίνονταν σε Τούρκικες χρυσές λίρες και συνήθως το ποσό ήταν μικρότερο από το ζητούμενο. Ήδη η επιτροπή από την αρχή των συνεδριάσεων είχε ορίσει ένα minimum αποζημιώσεως ανάλογα με το περιουσιακό στοιχείο π.χ. 100 Τ.Λ. για ένα σπίτι , 10 Τ.Λ. για ένα άλογο . Πολλές φορές όμως η δήλωση απορρίπτεται «διότι ο αιτών στερείται επισήμων αποδεικτικών εγγράφων ή τυγχάνει άγνωστος από την επιτροπή και τους λοιπούς συμπολίτες του». Σ’ αυτό τι σημείο αξιοσημείωτα είναι δύο στοιχεία: α)Η επιτροπή σχεδόν πάντα δέχεται και αποζημιώνει τον αιτούντα για προίκα θυγατέρων , αδελφών , ενώ άλλα στοιχεία τα απορρίπτει ως ανυπόστατα , και β) αν ο δικαιούχος είχε πεθάνει και δεν υπήρχε άρρην άμεσος κληρονόμος μέρος της περιουσίας κληρονομούν οι αδελφοί ή οι εξάδελφοι του αποθανόντος και όχι εξ ολοκλήρου η χήρα ή οι θυγατέρες του. Σε περίπτωση ασάφειας ή διπλής δηλώσεως σε δυο Ε.Ε. οι επιτροπές αλληλογραφούσαν μεταξύ τους προκειμένου να καταλήξουν σε απόφαση ή οι ενδιαφερόμενοι κατέφευγαν προς επίλυση της διαφοράς στις Α/θμιες και Β/θμιες Επιτροπές ή Επιτροπές Ασαφών δηλώσεων.

Ελεγκτικό Συνέδριο

Το Ελεγκτικό Συνέδριο ιδρύθηκε με το διάταγμα της 27ης Σεπτεμβρίου 1833 επί της αντιβασιλείας του Όθωνα. Πρώτος πρόεδρος διετέλεσε ο Γάλλος οικονομολόγος Ρενύ, που ήλθε στην Ελλάδα το 1831 με ενέργειες του κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια για να οργανώσει το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ήταν ανεξάρτητο στην λειτουργία του από υπουργεία και ενεργούσε ως ανώτατο διοικητικό σώμα εποπτείας και ελέγχου των δημοσίων οικονομικών. Η ίδρυση του ήρθε να καλύψει τις ανάγκες ύπαρξης μιας ανώτατης ελεγκτικής αρχής της οικονομικής διοικήσεως από τη μια, και ενός ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου επιφορτισμένου με τον δικαστικό έλεγχο της γενικής οικονομικής διαχειρίσεως του κράτους, από την άλλη.

Ο σκοπός του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως προκύπτει από το ιδρυτικό του διάταγμα, ήταν: «α) Να πληροφορήται δια επεξεργασίας των λογαριασμών ότι διατηρούνται αι γενικαί αρχαί του εγκριθέντος οικονομικού του κράτους συστήματος• ότι πάσα εντός του κράτους διαχείρισις γίνεται κατ’ αυτό το σύστημα• ότι αι επιτετραμμέναι οποιανδήποτε ειδικής διαχείρισιν Αρχαί εκτελούν τα διοικητικά (administratifs) καθήκοντά των ευσυνειδήτως κατά τους υπάρχοντας νόμους, διατάγματα, οδηγίας και καταστάσεις ότι τα έσοδα και τα έξοδα είναι εν τάξει αποδεδειγμένα, και ότι εις τας διοικητικάς Αρχάς δοθέντα χρήματα διετέθησαν δι’ ας ανάγκας εδόθησαν. β) Να κρίνει δια των αποτελεσμάτων των λογαριασμών της διαχειρίσεως, αν, και οποίαι μεταβολαί είναι αναγκαίαι ή κατάλληλοι δια τον γενικόν σκοπόν. Το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι η ανωτάτη ως προς το διοικητικόν ελεγκτική αρχή. (άρθρο 2). Εις την δικαιοδοσίαν του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγεται όλον το λογιστικόν του κράτους, αυτό επιτηρεί τους υπολόγους υπηρέτας αυτού (άρθρο 3).»

Εκτός από τις παραπάνω αρμοδιότητες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55-57 του ιδρυτικού διατάγματος, ανετέθη στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ως ανώτατη ελεγκτική αρχή, η επιτήρηση των υπολόγων σχετικά με το λογιστικό, την ακρίβεια των Ταμείων και την τήρηση των βιβλίων Ταμείων, διενεργώντας τουλάχιστον μια φορά το χρόνο - αλλά και όποτε το κρίνει εύλογο - έλεγχο σε όλα τα Ταμεία του Κράτους και τους κλάδους της υπηρεσίας. Σκοπός του ελέγχου ήταν να πληροφορείται «ότι ο υπόλογος εισέπραξε τα όσα ώφειλε να εισπράξει χρήματα εγκαίρως και κατά τάξιν, ότι έκαμε τωόντι τας πληρωμάς και ότι τας έκαμε κατά την περί τούτου άδειαν, ότι τα έσοδα και τα έξοδα επέρασαν εγκαίρως εις τα βιβλία, ότι τα βιβλία κρατώνται κατά τους κανονισμούς και τους τύπους, ότι αι αποδείξεις είναι νόμιμοι, ότι τα έσοδα παρεδόθησαν εις το ανωτέρω Ταμείον και ότι τα περισσεύοντα εκ των εσόδων χρήματα ευρίσκονται τωόντι εις μετρητά εις το Ταμείον και διατηρούνται κατά χρέος»

Στο ιδρυτικό διάταγμα της 27 Σεπτεμβρίου 1833 περιέχονται επίσης διατάξεις που ρυθμίζουν το «σχηματισμό» του Ελεγκτικού συνεδρίου, δηλαδή το σκοπό και τη σύνθεση του σώματος, τις αρμοδιότητες του και τον τρόπο προσκομίσεως των λογαριασμών και ο κατ’ αρχάς έλεγχός τους, η διαδικασία ελέγχου των λογαριασμών και εκδόσεως αποφάσεως κατά περίπτωση και τέλος τα καθήκοντα του Επιτρόπου της επικρατείας και του Γραμματέως.

Με τον καταστατικό νόμο της 27 Σεπτεμβρίου 1833 ανετέθησαν στο Ελεγκτικό Συνέδριο οι εξής αρμοδιότητες:

  1. Η εκκαθάριση των λογαριασμών από το 1822 μέχρι το 1833 καθώς επίσης και ο έλεγχος των μετά το 1833 ετησίων διαχειρίσεων κάθε υπολόγου (άρθρα 1 και 26)
  2. Ο έλεγχος των διδομένων από τους δημοσίους υπολόγους εγγυήσεων (άρθρο 24)
  3. Η εξέταση της νομιμότητος των παραχωρητηρίων εθνικών κτημάτων (άρθρο 26)
  4. Η εξέταση της νομιμότητος των εκποιήσεων εθνικών κτημάτων που πραγματοποιήθηκαν πριν το 1833 (άρθρο 27)
  5. Η εξέταση των παλαιών χρεών προς το Δημόσιο και κυρίως όσων οφείλονταν από εκποίηση εθνικών κτημάτων (άρθρο 28)
  6. Η επιτήρηση των βιβλίων εγγραφής κινητών και ακινήτων εθνικών κτημάτων (άρθρο 29)
  7. Ο έλεγχος των υπερβάσεων των γενικών και ειδικών πιστώσεων των υπουργείων (άρθρο 30)
  8. Η επιτήρηση της παραδόσεως των δια νόμου ορισθέντων εισοδημάτων στο Χρεολυτικό Ταμείο (άρθρο 31)
    Επίσης υπό την προϋπόθεση της εκδόσεως των σχετικών διαταγμάτων, ανετέθη στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο έλεγχος των λογαριασμών των φιλανθρωπικών καταστημάτων, των σχολείων και των κοινοτήτων. (άρθρο 32) .

Από το 1833 έως το 1887 το Ελεγκτικό Συνέδριο παρουσίασε ιδιαίτερα έντονη δραστηριότητα παρ’ όλες τις δυσκολίες τις σχετικές με το γενικότερο πλαίσιο του Δημοσίου Λογιστικού και του προσωπικού του σώματος.

Αξιοσημείωτο είναι, γι’ αυτήν την περίοδο, το γεγονός ότι ενώ η Α’ Εθνοσυνέλευση του 1844 κατήργησε όλα τα διοικητικά δικαστήρια και το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο διατηρήθηκε γιατί θεωρήθηκε ως διοικητική επιτροπή και με το Σύνταγμα του 1844 στο κεφάλαιο «περί δικαστικής εξουσίας» (άρθρο 87) ορίζεται ότι «οι Δικασταί καθώς και τα ψήφον έχοντα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου θέλουν είσθαι ισόβια».

Πολλοί νόμοι και διατάγματα συντάχθηκαν με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη λειτουργία του Ελεγκτικού Συνεδρίου όμως η ανεπάρκεια του προσωπικού του, η συνεχής διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του, ο τεράστιος όγκος αλλά και η ελλιπής τήρηση των λογαριασμών που όφειλε να ελέγξει, καθώς επίσης και η καθυστέρηση της υποβολής τους, η αστάθεια του Δημοσίου λογιστικού συστήματος και η διαρκής αναμόρφωσή του, οι αντιδράσεις που προκαλούσε η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του, και τέλος η προβληματική συνεργασία που είχε με το Υπουργείο Οικονομικών ήταν τα σημαντικότερα προβλήματα που αποτελούσαν μόνιμη τροχοπέδη στο έργο του.

Το 1887 προστέθηκαν τέσσερις νέες αρμοδιότητες στο Ελεγκτικό Συνέδριο χωρίς να γίνει όμως καμία ταυτόχρονη αύξηση του προσωπικού του. Οι νέες αρμοδιότητες αφορούσαν: 1) Την εκδίκαση των εφέσεων α) κατά των νομαρχιακών αποφάσεων επί των δημοτικών επιχειρήσεων β )επί των αποφάσεων κατά των μοναστηριακών διαχειρίσεων, γ) κατά των αποφάσεων επί της διαχειρίσεως των ιερών ναών, δ) κατά των αποφάσεων του Υπουργείου στρατιωτικών κατά των διαχειριστών του Στρατού, 2) Τον έλεγχο α) των παραχωρήσεων στους νεοφύτους, β) των παραχωρητηρίων δυνάμει του από 1838-1875 νόμων περί φαλαγγιτικών προικίσεων παραχωρήσεως εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων, προικοδοτήσεως και διανομής εθνικής γης, εμφυτεύσεως εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων, 3) Τον έλεγχο των συντάξεων, και 4) Την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων του επί των συντάξεων Τμηματάρχη του Υπουργείου Οικονομικών για της κρατήσεις των συντάξεων.

Η περίοδος που μεσολαβεί από το 1887 μέχρι το 1923, οπότε και επήλθε η πλήρης αναδιοργάνωση του οργανισμού και της λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, χαρακτηρίζεται από τη θέσπιση των νόμων:
• ΑΥΟΖ΄ /1887 «περί της υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου»,
• 400/1914 «περί συμπληρώσεως του προσωπικού του Συνεδρίου»,
• 1635/1919 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυόντων νόμων»,
• 1937/1920 «περί του τρόπου της ενεργείας του προληπτικού ελέγχου επί των εξόδων του Κράτους».

Με τη συμπλήρωση 90 χρόνων από την ίδρυση του Ελεγκτικού Συνεδρίου πραγματοποιείται και η αναδιάρθρωση του θεσμού και του ρόλου του με την ψήφιση του νομοθετικού διατάγματος της 6/7/1923 «περί οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου».

Σύμφωνα με το νέο νόμο, το Ελεγκτικό Συνέδριο αποτελείται από έναν πρόεδρο, δύο αντιπροέδρους, δώδεκα συμβούλους, και έξι παρέδρους, ενώ για την εκπροσώπηση του στην Επικράτεια ορίζεται Γενικός Επίτροπος. Για την άσκηση της δικαιοδοσίας του το Ελεγκτικό Συνέδριο διαιρεί τα καθήκοντά του σε τρεις κατηγορίες – συνταγματικά, διοικητικά και δικαστικά-, και σε καθεμία από αυτές θέτει επιτετραμμένους έναν πρόεδρο, έναν εκ των αντιπροέδρων και τέσσερις συμβούλους. Η ολομέλεια του Συνεδρίου συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους, ή τους νόμιμους αναπληρωτές τους και από έξι τουλάχιστον συμβούλους, ενώ οι αρμοδιότητες της ορίζονται από το άρθρο 34 του διατάγματος.

Βασισμένη στο παραπάνω νομοθετικό διάταγμα, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ψήφισε στις 4/10/1923, τον κανονισμός της εσωτερικής λειτουργίας του που χώριζε τρεις διευθύνσεις (ταμιακών λογαριασμών, διαφόρων λογαριασμών και συντάξεων), τη γραμματεία και το αρχείο και όριζε της αρμοδιότητες εκάστης.

Έτσι:

  • Η Διεύθυνση Ταμειακών Λογαριασμών διαιρείται σε πέντε τμήματα ελέγχου λογαριασμών που η αρμοδιότητά τους ορίζεται κάθε φορά από το αρμόδιο τμήμα του Συνεδρίου και από το Τμήμα Εγγραφών.
  • Η Διεύθυνση Διαφόρων Λογαριασμών διαιρείται σε πέντε τμήματα: α)Τμήμα ελέγχου τελωνιακών προξενικών λογαριασμών και μονοπωλίων, β)Τμήμα ελέγχου ταχυδρομικών, τηλεγραφικών και τηλεφωνικών λογαριασμών, γ)Τμήμα ελέγχου δημοτικών λογαριασμών, δ)Τμήμα ελέγχου διαφόρων άλλων μη δημοσίων διαχειρίσεων και χρηματικών ενταλμάτων ε)Γραφείον Θεωρήσεως παραχωρητηρίων εξαρτώμενων απ’ ευθείας εκ του Διευθυντού.
  • Η Διεύθυνση Συντάξεων διαιρείται σε τέσσερα τμήματα: α)Τμήμα πολιτικών συντάξεων, β)Τμήμα συντάξεων αξιωματικών στρατού ξηράς και θαλάσσης και των οικογενειών αυτών γ)Τμήμα συντάξεων υπαξιωματικών και οπλιτών στρατού ξηράς και θαλάσσης και των οικογενειών αυτών και δ) Ε΄ Τμήμα ελέγχου ταμιακών λογαριασμών καθυστερουσών διαχειρίσεων παρά τη διεύθυνση II (συνιστάται προσωρινώς)
  • Η Γραμματεία περιλαμβάνει: Γραφείο Πρωτοκόλλου, Γραφείο Αντιγραφής, Γραφείο Αποστολής, Γραφείο Προσωπικού και Γραφείο Πληροφοριών
  • Το αρχείο περιλαμβάνει: Γραφείο Αρχείου ταμειακών λογαριασμών, Γραφείο Αρχείου διαφόρων λογαριασμών, Γραφείο Πρωτοκόλλου συντάξεων και Γραφείο Πρωτοκόλλου δικαστικών υποθέσεων.

    Οι αρμοδιότητες και το προσωπικό κάθε Διεύθυνσης Τμήματος και Γραφείου καθορίζονται επίσης από τον οργανισμό που ψήφισε η συνεδρίαση της ολομέλειας της 4/10/1923 .

    Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατανέμει τις αρμοδιότητές της σε τρία τμήματα:
    • Τμήμα Ι: - Έξοδα κράτους και εποπτεία υπηρεσίας θεωρήσεως ενταλμάτων των Υπουργείων

    • Παρακολούθηση δημοσίων εσόδων
      • Προεξέταση απολογισμού και γενικού ισολογισμού του κράτους
  • Εποπτεία των δημοσίων υπολόγων και εγγυήσεων αυτών
    • Έλεγχος λογαριασμών υπολόγων
    • Θεώρηση χρηματικών ενταλμάτων και επιταγών
    • Θεώρηση παραχωρητηρίων
      • Όλες οι μη δικαστικής φύσεως υποθέσεις που υπάγονται στο τμήμα ΙΙ
        • Τμήμα ΙΙ: Κανονισμός συντάξεων και σχετικά προς αυτές ζητήματα
        • Τμήμα ΙΙΙ: Οι μη υπαγόμενες στην Ολομέλεια δικαστικές υποθέσεις

Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος

Γεννήθηκε τη δεκαετία του 1880 στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης και ήταν γιος ιερέα. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και αργότερα φοίτησε στο Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως και στη Ζαρίφειο Σχολή της Φιλιππούπολης. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με υποτροφία εργαζόμενος παράλληλα ως δάσκαλος. Διορίστηκε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης όπου δίδαξε για τρία χρόνια και στη συνέχεια δίδαξε φιλολογία σε σχολεία της Λάρισας, της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Έπειτα υπήρξε για 26 χρόνια καθηγητής στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων του Πειραιά. Παράλληλα ασχολήθηκε με την λογοτεχνία και την λαογραφία. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1922 δημοσιεύοντας διηγήματα και ηθογραφίες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδεςενώ σημαντικό είναι το ιστορικό και λαογραφικό έργο του με επίκεντρο την περιοχή της Θράκης. Διετέλεσε μέλος του Θρακικού Κέντρου αναλαμβάνοντας από το 1928 την έκδοση του περιοδικού "Θρακικά", ενώ εξέδωσε από το 1934 ως το 1966 το περιοδικό "Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού". Υπήρξε ιδρυτής και πρόεδρος της Εταιρείας Θρακικών Μελετών και δημοσίευσε σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά περισσότερες από 300 μελέτες του με αντικείμενο την Ιστορία, τη λαογραφία, την κοινωνία και τη μουσική παράδοση της Θράκης. Παράλληλα πραγματοποίησε επί χρόνια διαλέξεις σχετικές με τη Θράκη σε διάφορους οργανισμούς και φορείς ανά την επικράτεια καθώς και στο ραδιόφωνο.

Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Το 1917 η κυβέρνηση Βενιζέλου συγκροτεί το Υπουργείο Περιθάλψεως που αποτελεί μετεξέλιξη της Ανώτατης Διεύθυνσης Περιθάλψεως της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης. Στο Υπουργείο εντάχθηκαν οι αρμοδιότητες της μέριμνας για την περίθαλψη των θυμάτων του πολέμου, των ορφανών και των προσφύγων, καθώς και των οικογενειών των επιστράτων. Στις 27 Αυγούστου 1922, η κυβέρνηση Π. Πρωτοπαπαδάκη ψήφισε το νόμο 2882/1922 «περί μεταρρυθμίσεως και συμπληρώσεως του Υπουργείου της Περιθάλψεως, μετονομαζομένου εις Υπουργείον Υγιεινής και Προνοίας». Σύμφωνα με το νόμο, το Υπουργείο διαρθρώθηκε από τις Διευθύνσεις Διοικητικού, Κοινωνικής Πρόνοιας, Δημοσίας Αντιλήψεως, Θυμάτων Πολέμου, Δημοσίας Υγείας και Κοινωνικής Υγιεινής. Διαρθρώθηκε, επίσης, από μια Γενική Υγειονομική Επιθεώρηση, έξι ειδικές Υγειονομικές Επιθεωρήσεις, Περιφερειακές Υγειονομικές Επιθεωρήσεις και το «Ιατροσυνέδριον», το οποίο μετονομάστηκε σε «Ανώτατον Υγειονομικόν Συμβούλιον».
Το σημαντικό αυτό νομοθέτημα, το οποίο αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού κράτους και αφορά στην ίδρυση του πρώτου Υπουργείου Υγείας στη χώρα, δεν τέθηκε σε εφαρμογή λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής, που συνέπεσε λίγο μετά την ψήφισή του και των σοβαρών γεγονότων που τη συνόδευσαν.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1922 η κυβέρνηση Σ. Γονατά εξέδωσε νομοθετικό διάταγμα «περί ιδρύσεως Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως», στο οποίο ενσωματώθηκε το ιδρυθέν το 1917 «Υπουργείον Περιθάλψεως». Στο Υπουργείο συγκροτήθηκε Γενική Διεύθυνση Υγιεινής με προϊστάμενο ιατρό υγιεινολόγο, ενώ ακολούθησε η έκδοση σειράς νομοθετημάτων, τα οποία ρύθμιζαν τη λειτουργία του Υπουργείου. Η δικτατορία Θ. Πάγκαλου προχώρησε στην κατάργηση του «Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως» και στην ίδρυση «Ανωτάτης Διευθύνσεως Προσφύγων». Παράλληλα, η Διεύθυνση Υγιεινής και το Τμήμα Προστασίας Απόρων του καταργηθέντος Υπουργείου μεταφέρθηκαν στο Υπουργείο Εσωτερικών, το Τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων στο Υπουργείο Παιδείας και το Τμήμα Προστασίας Θυμάτων Πολέμου στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Στις 28 Αυγούστου 1926, η κυβέρνηση Γ. Κονδύλη επανίδρυσε το «Υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως» και σύστησε «Υφυπουργείον Υγιεινής». Το 1928 η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου διαχώρισε το Υπουργείο, ιδρύοντας «Υφυπουργείον» και στη συνέχεια «Υπουργείον Υγιεινής» με το νόμο 4172/1929 «περί συστάσεως αυτοτελούς Υπουργείου Υγιεινής». Στα τέλη του 1932, όταν ανέλαβε εκ νέου ως πρωθυπουργός ο Ε. Βενιζέλος, αποφασίστηκε η ενοποίηση του «Υπουργείου Υγιεινής» με το «Υπουργείο Κρατικής Αντιλήψεως», με την ονομασία «Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως». Το 1935 το «Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως» μετονομάστηκε σε «Υπουργείον Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως» και τον επόμενο χρόνο σε «Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως». Στις 28 Σεπτεμβρίου 1940 εκδόθηκε ο νόμος 2588 «περί μετονομασίας του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως και οργανώσεως των Υπηρεσιών αυτού», με βάση τον οποίο το Υπουργείο μετονομάστηκε σε «Υπουργείον Εθνικής Προνοίας». Το συγκεκριμένο Υπουργείο λειτούργησε για λίγους μήνες παράλληλα με το «Υπουργείον Υγιεινής» και στη συνέχεια έπαυσε να υφίσταται1. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής επανιδρύθηκε το
«Υπουργείον Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως», το οποίο στη συνέχεια ονομάστηκε «Υπουργείον Προνοίας και Κρατικής Αντιλήψεως» και ακολούθως «Υπουργείον Εθνικής Προνοίας»2. Μετά την απελευθέρωση της χώρας, η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ψήφισε το νόμο 8/6-11-1944 «περί συστάσεως Υπουργείου Υγιεινής» και διαχωρίστηκαν οι υπηρεσίες του «Υπουργείου Εθνικής Προνοίας» στα Υπουργεία «Κοινωνικής Προνοίας» αφενός και «Υγιεινής» αφετέρου. Στις 7 Μαρτίου 1945, με νεότερο νομοθέτημα, τα δύο Υπουργεία συγχωνεύτηκαν στο «Υπουργείον Κοινωνικής Προνοίας», αλλά μετά πάροδο λίγων μηνών διαχωρίστηκαν εκ νέου, για να επανενωθούν και πάλι με το νομοσχέδιο 1671/1951 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων» ως «Υπουργείον Κοινωνικής Πρόνοιας». Το συγκεκριμένο Υπουργείο διατηρήθηκε με την ίδια διοικητική διάρθρωση μέχρι το 1964. Το 1964 η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου δημιούργησε εκ νέου ανεξάρτητο «Υπουργείον Υγιεινής», το οποίο με τον αναγκαστικό νόμο 7/1967 συγχωνεύτηκε και πάλι ως Γενική Διεύθυνση Υγιεινής στο «Υπουργείον Κοινωνικής Πρόνοιας». Το Υπουργείο αυτό μετονομάστηκε το 1968 σε «Υπουργείον Κοινωνικών Υπηρεσιών», στο οποίο εκτός των αρμοδιοτήτων των τομέων Υγείας και Πρόνοιας προστέθηκαν για πρώτη φορά οι αρμοδιότητες των κοινωνικών ασφαλίσεων, οι οποίες μέχρι τότε ανήκαν στα Υπουργεία Εργασίας και Γεωργίας. Το «Υπουργείον Κοινωνικών Υπηρεσιών» διατήρησε τη συγκεκριμένη ονομασία, τις αρμοδιότητες και τη διοικητική δομή επί 14 συναπτά έτη, μέχρι τον Ιούλιο του 1982, οπότε διαχωρίστηκε και πάλι σε «Υπουργείον Υγείας – Πρόνοιας» αφενός και σε «Υπουργείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων» αφετέρου.
Πηγή: Θεόδωρος Δαρδαβέσης, Η Ιστορική πορεία του Υπουργεία Υγείας στην Ελλάδα (1833 - 1981)

Δήμος Αλεξανδρούπολης

  • Συλλογικό Όργανο

Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι δημιουργήθηκε το Δεδέαγατς (οθωμανική περίοδος). Από το 1913 (Συνθήκη Βουκουρεστίου) έως το 1919 (Συνθήκη του Νειγύ) η πόλη καταλήφθηκε από βουλγάρους (α΄ βουλγαρική κατοχή). Για ένα έτος περίπου (1919-1920) το Δεδέαγατς κυβερνάται προσωρινά από Διασυμμαχική Διοίκηση, έως τις 14 Μαΐου 1920 που ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος και μετονομάζεται αρχικά ως Νεάπολη και πολύ σύντομα ως Αλεξανδρούπολη. Έκτοτε, ο Δήμος Αλεξανδρούπολης ανήκει στην ελληνική πολιτεία, με εξαίρεση την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που επιβλήθηκε η β΄ βουλγαρική κατοχή. Ο Δήμος Αλεξανδρούπολης ανήκει στον Νομό Έβρου και στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

Τσουδερός, Εμμανουήλ

  • Άτομο
  • 1882 - 1956

Σπούδασε νομικά και οικονομικές επιστήμες. Εξελέγη Βουλευτής στη Βουλή των Κρητών (1906-1912), Αντιπρόεδρος της Συνέλευσης Κρητών και εκπρόσωπός της στην Αθήνα. Το 1924 χρημάτισε Υπουργός Συγκοινωνιών και Οικονομικών. Παράλληλα, αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στην Ε΄ Γενική Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ). Το 1925, ως Υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας, συνέβαλε στην εκκαθάριση των ανταλλάξιμων τουρκικών περιουσιών και την αποζημίωση των Ελλήνων προσφύγων. Το 1928 διορίστηκε Υποδιοικητής της νεοσύστατης Τράπεζας της Ελλάδος και, στη συνέχεια, το διάστημα 1931-1939 Διοικητής της. Υπήρξε Πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης κατά τα έτη 1941-1944. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διετέλεσε, μεταξύ άλλων, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Υπουργός Συντονισμού και μέλος του Κυβερνητικού Συντονιστικού Συμβουλίου.

Μαντζαβίνος, Γεώργιος

  • Άτομο
  • 1888 - 1955

Ο Γεώργιος Μαντζαβίνος σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες. Το 1935-1936 ήταν Υπουργός Οικονομικών στις κυβερνήσεις Δεμερτζή και Μεταξά. Παραιτήθηκε όταν κηρύχθηκε η δικτατορία Μεταξά και λίγο αργότερα εκλέχτηκε Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, θέση που κατείχε στη διάρκεια της Κατοχής. Μετά την αποχώρηση του Βαρβαρέσου εκλέχτηκε Διοικητής της Τράπεζας. Τον Ιανουάριο του 1950 διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Θεοτόκη.

[Πηγή βιογραφικού σημειώματος: Το υλικό του αρχείου].

Chaye - Πετρίτζης, Simon

  • Άτομο

O Simon Chaye – Πετρίτζης είναι καλλιτέχνης , ιδιοκτήτης gallery και συλλέκτης έργων τέχνης, απόγονος της Συριανής οικογένειας Πετρίτζη

Περίδης, Αρίστος

  • Άτομο

Ο Αρίστος Περίδης ήταν δημοσιογράφος και πρόσφυγας στη Σύρο από τη Μικρά Ασία το 1922.
Εξέδιδε τη δισέλιδη εφημερίδα « Βήμα της (Σμύρνης)», κάθε Τετάρτη και Σάββατο, με πλούσια πολιτική αρθρογραφία.

Ελευθερίου, Μάνος

  • Άτομο
  • 1938 - 2018

Ποιητής, πεζογράφος, επιμελητής εκδόσεων και στιχουργός. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, τόμους με πεζά, λευκώματα και τέσσερις τόμους για το «Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ό αιώνα, 1901-1921», καθώς και την ανθολογία «Ερμούπολη: μια πόλη στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο, 2004). Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005 για το μυθιστόρημά του «O καιρός των χρυσανθέμων» (Mεταίχμιο, 2004). Παράλληλα ασχολήθηκε με το τραγούδι. Ως στιχουργός έχει στο ενεργητικό του περίπου 400 τραγούδια και έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες. Το 2013 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, για το σύνολο του έργου του.

Συκουτρή - Ανδρειωμένου, Ντίνα

  • Άτομο

Η Ντίνα Συκουτρή – Ανδρειωμένου είναι λουκουμοποιός και προέρχεται από οικογένεια προσφύγων. Έπειτα από ενέργειές της, εγκρίθηκε η εγγραφή του «Συριανού λουκουμιού» στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας.

Δρογκάρης, Κωνσταντίνος

  • Άτομο

Ο Κωνσταντίνος Δρογκάρης είναι γιατρός και συλλέκτης αρχειακού υλικού. Ζει και εργάζεται στη Σπάρτη. Γεννήθηκε τη δεκαετία του 1950.

Στεργιάδης, Αριστείδης

  • Άτομο
  • 1861-1950

Γενικός Διοικητής Ηπείρου και Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη. Στενός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1905 συμμετείχε στο κίνημα του Θερίσου γεγονός για το οποίο και φυλακίστηκε. Μετά την αποφυλάκισή του αναμείχθηκε στη δημόσια ζωή αναλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα όπως του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου. Το 1917 γίνεται γενικός διοικητής Ηπείρου και αργότερα Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης.

Καραβίδας, Κωνσταντίνος

  • Άτομο
  • 1890 - 1973

Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1890. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Πάτρα και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1908 έως το 1912, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Νομική, έλαβε μέρος στους αγώνες για το Δημοτικισμό με ηγέτες τους Αλέξανδρο Δελμούζο, τον Φίλιππο Δραγούμη και άλλους. Υπηρέτησε στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 στην Αετορράχη και το 1913 στις μάχες του Κιλιντίρ, της Δοϊράνης και της Στρώμνιτσας και στο Πέτσοβο. Το 1914 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την αποφοίτηση του προσλήφθηκε ως ακόλουθος νομαρχίας και υπηρέτησε στη Νομαρχία Ναυπλίου.
Το 1917 εντάχθηκε στο Εθνικό Κίνημα Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις και για ένα διάστημα βρέθηκε στο Πολιτικό Γραφείο του Ελευθέριου Βενιζέλου. Λίγο αργότερα τοποθετήθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας με αρμοδιότητες σε ζητήματα εποικισμού έως το Σεπτέμβριο του 1920. Μετά την παραίτηση του από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας το 1920 και έως το 1926 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία αρθρογραφώντας σε διάφορα έντυπα. Στις αρχές του 1922 βρέθηκε στην Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης με την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Για ένα μικρό διάστημα πριν τη μετάβαση του στη Σμύρνη διετέλεσε επίσης διευθυντής του περιοδικού ‘Πολιτική Επιθεώρησις’ του Ίωνος Δραγούμη, που εξέδιδε τότε ο αδελφός του Φίλιππος Δραγούμης. Μετά την επιστροφή του από τη Σμύρνη και μέχρι το 1924 ο Κωνσταντίνος Καραβίδας εξέδιδε μαζί με το Ντίνο Μαλούχο το περιοδικό ΄Κοινότης’. Από το 1926 έως το 1930 εργάστηκε ως τμηματάρχης του Υπουργείου Εξωτερικών στη Βόρεια Ελλάδα με αρμοδιότητες σε ζητήματα εποικισμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Καραβίδας συνέταξε πλήθος εκθέσεων και υπομνημάτων για το προσφυγικό ζήτημα, τον εποικισμό και την ανταλλαγή των πληθυσμών. To 1932 προσλήφθηκε στην Αγροτική Τράπεζα. Ασχολήθηκε με την οργάνωση των έργων εγγείων βελτιώσεων σε μικρές κοινότητες σε όλη την επικράτεια. Οι εκθέσεις και τα υπομνήματα του για τα εγγειοβελτιωτικά έργα αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι του αρχείου του.
Συνταξιοδοτήθηκε από την Αγροτική Τράπεζα το 1953.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ‘Δημοκρατικής Ομάδας.’ Την περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην έκδοση της παράνομης αντιστασιασικής εφημερίδας ‘Ο Δημοκράτης’. Το πλούσιο συγγραφικό του έργο περιέχει μελέτες, συλλογές ποιημάτων και διηγήματα. Μερικά από τα αυτοτελή δημοσιευμένα συγγράμματά του: Εύρωπος (1925), Δωρικόν Άσμα (1926), Η Μακεδονοσλαβική Αγροτική Κοινότης (1926), Η πύκνωσις των αγροτικών μας πληθυσμών (1927), Σοσιαλισμός και Κοινοτισμός (1930), Αγροτικά (1931). Ο Καραβίδας έχει επίσης δημοσιεύσει σειρά άρθρων σε πολλές εφημερίδες με ποικίλη θεματογραφία.
Πέθανε το Μάρτιο του 1973 έπειτα από μακρά ασθένεια. Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ήταν παντρεμένος με την Τούλα Μ. Κωτσάκη με την οποία απέκτησαν μια κόρη τη Ζωή, σύζυγο του Κ. Π. Καλλιγά. Σχετικά με τον κοινοτισμό και τη συμβολή του Κωνσταντίνου Καραβίδα, βλ. το άρθρο "Κοινοτισμός, Μια αίγλη φωτός!", εφημερίδα Μακεδονία Κυριακή 07.11.2010.

Μυριβήλης, Στράτης

  • Άτομο
  • 1892 - 1969

Ο Στράτης Μυριβήλης (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου που θα χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά το 1911) γεννήθηκε στη Σικαμνιά της Λέσβου το 1892. Ήδη από τα γυμνασιακά του χρόνια προσχώρησε στο δημοτικισμό και πρωτοστάτησε σε μαθητικές κινητοποιήσεις υπέρ της δημοτικής. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο Μυτιλήνης διορίστηκε δάσκαλος στο Μανταμάδο της Λέσβου το 1910-11 και συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά του νησιού του. Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε για πρώτη φορά σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Νεότης της Σμύρνης. Η κήρυξη του πολέμου του 1912 βρήκε τον Μυριβήλη φοιτητή της Νομικής και της Φιλοσοφικής Σχολής στην Αθήνα. Μαζί με άλλους Λέσβιους νέους και κατόπιν διαβήματος στον Ελ. Βενιζέλο κατατάχθηκε εθελοντής και έφυγε για το μέτωπο. Έτσι ξεκίνησε η μακρά θητεία του σε όλους τους πολέμους της γενιάς του, τους Βαλκανικούς και τη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή επέστρεψε στο νησί του, όπου άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Καμπάνα (1923-24) και αργότερα την ημερήσια εφημερίδα Ταχυδρόμος (1924-30). Το 1932 εγκαταστάθηκε μονίμως στην Αθήνα, όπου και ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας Δημοκρατία (1930-33), ενώ το 1938 διορίστηκε υπάλληλος στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Εργάστηκε ως χρονογράφος και λογοτεχνικός συνεργάτης σε διάφορες εφημερίδες (π.χ. βλ. τη μόνιμη στήλη του Πτερόεντα στην εφημερίδα Η Εθνική, 1933-1957), ενώ σημαντική ήταν και η θητεία του στο ραδιόφωνο με εβδομαδιαίες εκπομπές (‘Το χρονικόν της εβδομάδος’, ‘Μιλάμε για την Τέχνη’, ‘Το Λογοτεχνικό Τέταρτο’). Εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας το 1958, υπήρξε ιδρυτικό μέλος, πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος, ιδρυτικό μέλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών, καθώς και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Είχε ακόμα προταθεί από την Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών ως υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963).

Κατά τον Ηλία Βενέζη ο Σ.Μ. υπήρξε ο ‘γενάρχης’ της Αιολικής Λογοτεχνίας και σημαντικός πεζογράφος της Γενιάς του ΄30. Καθιερώθηκε κυρίως ως συγγραφέας μυθιστορημάτων και διηγημάτων, αν και το έργο του ως χρονογράφου είναι ιδιαίτερα ογκώδες. Από τα μυθιστορήματά του Η Ζωή εν Τάφω (1924/1930) που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Καμπάνα το 1923-24, Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια (1933) και Η Παναγιά η Γοργόνα (1949) θεωρείται ότι αποτελούν μια τριλογία βασισμένη στις εμπειρίες του Σ.Μ. στο μέτωπο και τα χαρακώματα. Από τα πιο γνωστά έργα του είναι ακόμα οι νουβέλες Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (αρχικά σε συνέχειες, 1943) και Ο Παν (1944) και οι συλλογές διηγημάτων Το Πράσινο Βιβλίο (1935), Το Γαλάζιο Βιβλίο (1939), Το Κόκκινο Βιβλίο (1952), Το Βυσσινί Βιβλίο (1959). Έχει επίσης γράψει συλλογές ποιημάτων, ένα παιδικό μυθιστόρημα (Ο Αργοναύτης) και ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.

Πέθανε στην Αθήνα το 1969.

Ζυγούρης, Χρήστος

  • Άτομο

Ο Χρήστος Ζυγούρης ήταν στρατιωτικός. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας ήταν λοχαγός, διευθυντής του 3ου Επιτελικού Γραφείου της V Μεραρχίας (1920-1/1923) και μετά το τέλος των επιχειρήσεων ανέλαβε την σύνταξη της πολεμικής έκθεσης της Μεραρχίας.
Στη διάρκεια του Πολέμου 1940-1941 ο Ζυγούρης ήταν υποστράτηγος διοικητής της IX Μεραρχίας στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Αλεξάκος, Παναγιώτης

  • Άτομο
  • 1894 - 1980

Ο Παναγιώτης (Πότης) Αλεξάκος γεννήθηκε στο Γύθειο το 1894. Ήταν από τους μεγάλους και με ισχυρή επιρροή τοπικούς γαιοκτήμονες και παράγοντες του Γυθείου. Διετέλεσε Πρόεδρος του Λιμενικού Ταμείου και της εταιρείας «Συκική» στο Γύθειο, καθώς και Πρόεδρος των Εφέδρων Αξιωματικών. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό σε όλους τους πολέμους από το 1914 έως και το 1941. Παρασημοφορήθηκε για επιδειχθείσα ανδρεία και ηρωισμό στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ την 1-2 Ιουλίου 1921 και προήχθη στον βαθμό του Εφέδρου Αξιωματικού. Νυμφεύτηκε την Βασιλική Μητσάκου με την οποία απέκτησε δύο κόρες: την Ντίνα (Κωσταντίνα) και την Παναγιώτα. Εξ αυτών, η Ντίνα νυμφεύτηκε τον δικηγόρο Αγησίλαο (Αγι) Πετροπουλάκη (της γνωστής Μανιάτικης οικογένειας) με τον οποίο απέκτησε μία κόρη, την δωρήτρια του αρχείου Πόπη (Καλλιόπη) Πετροπουλάκη, που παντρεύτηκε τον Ε. Ζαβλιάρη.

[Πηγή σύνταξης βιογραφικού: πληροφορίες της δωρήτριας]

Βουτιερίδης, Ηλίας

  • Άτομο
  • 1874 - 1941

Ο Ηλίας Βουτιερίδης, ιστορικός, κριτικός της λογοτεχνίας, λογοτέχνης και δημοσιογράφος, με καταγωγή από τη Μεθώνη, γεννήθηκε το 1874 στο Σουλινά της Ρουμανίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε στο Ελληνικό Προξενείο. Πέρασε στην Πάτρα (και για σύντομα διαστήματα στη Μυτιλήνη και την Κεφαλονιά) την παιδική του ηλικία, ως τον θάνατο του πατέρα του, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Φοίτησε στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο και σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή, ενώ από μαθητής ακόμη του γυμνασίου ήταν γραμματέας της ελληνογαλλικής εφημερίδας Διπλωματικός Μνήμων. Πρωτοδημοσίευσε το 1893 μία μετάφραση γαλλικού διηγήματος στο περιοδικό Η Φύσις και το 1897 είδαν το φως τα πρώτα του ποιήματα στον Νεολόγο. Την ίδια χρονιά συμμετείχε ως εθελοντής υπολοχαγός στην Κρητική επανάσταση, της οποίας την ιστορία και εξέδωσε (1898). Για αρκετά χρόνια εργάστηκε ως ιδιαίτερος γραμματέας του δημάρχου Σπ. Μερκούρη. Από το 1897 ασχολήθηκε ενεργά με τη δημοσιογραφία και έκτοτε εργάστηκε ως ανταποκριτής, συνεργάτης, συντάκτης και αρχισυντάκτης πολλών εφημερίδων (Νεολόγος, Καιροί, Τηλέγραφος, Θάρρος, Θόρυβος, Ακρόπολις, Αστραπή, Σκριπ, Πατρίς, Νέα Ελλάς, Πρόοδος, Ανατολή, Άμυνα, Εφημερίς, Εμπρός, Καθημερινή, Ελεύθερο Βήμα, Τύπος κ.ά.). Ως μεταφραστής και κριτικός της λογοτεχνίας δημοσίευσε μεταφράσεις, άρθρα και μελέτες σε φιλολογικά περιοδικά όπως ο Νουμάς (μεγάλο μέρος του οποίου έγραφε με τα ψευδώνυμα "Γρίφιλος", "Γοργίας", "Σταύρος Λαμπέτης" και "Τίμωνας"), τα Παναθήναια, η Νέα Εστία, τα Ελληνικά Γράμματα, η Ιόνιος Ανθολογία, η Νεοελληνική Επιθεώρησις, η Αναγέννηση, ο Πυρσός. Το 1911-1912 εξέδωσε ο ίδιος το περιοδικό Χρονικά και το 1927 τέσσερα φυλλάδια του δελτίου «Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Λογοτεχνίας».
Το 1904 μετέβη στην Αλεξάνδρεια με σκοπό να υποστηρίξει εκεί την ιδέα του δημοτικισμού. Το 1908-1910 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, συνεργαζόμενος μυστικά με το Ελληνικό Προξενείο, σταλμένος αρχικά από την εφημερίδα Σκριπ και στη συνέχεια από την εφημερίδα Εμπρός, ενώ συνεργάστηκε και με τις εφημερίδες Αλήθεια – Νέα Αλήθεια, Φάρος της Θεσσαλονίκης και Σύνταγμα. Το 1910 φυλακίσθηκε από τους Τούρκους δύο φορές, ενώ στη συνέχεια κατέβηκε στην Κρήτη για να υποστηρίξει τον Βενιζέλο, κυρίως μέσα από την εφημερίδα Σκριπ. Το 1921 παρακολούθησε πεζός την εκστρατεία της Μικράς Ασίας (για την οποία εξέδωσε το βιβλίο Η εκστρατεία πέραν του Σαγγαρίου, 1922) ως απεσταλμένος της εφημερίδας Εμπρός, ενώ τον επόμενο χρόνο διηύθυνε την εφημερίδα Ο Συνάδελφος της Στρατιάς στη Σμύρνη. Διετέλεσε Γραμματέας της Εθνικής Βιβλιοθήκης (1923-1939), επίλεκτο μέλος της «Ενώσεως Ελλήνων Συντακτών» (1914-1941) και πρόεδρός της (1921-1922 και 1923-1924), καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου (1924-1930) και στη συνέχεια στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου(1930-1941) και σύμβουλος και γραμματέας της «Νέας Σκηνής» του Κ. Χρηστομάνου (1901). Αγωνίστηκε με συνέπεια για την επικράτηση του δημοτικισμού και έγραψε άρθρα στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη (1927-1931) και τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία (1926-1934). Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές Σύννεφα (1900), Ο προσκυνητής (1907), Κέλαδος (1917), Μυστικές λειτουργίες (1920), Ελεγειακά (1924), Ορφικά (1931) και Πολεμικές ωδές (1941). Έγραψε τραγωδίες εμπνευσμένες από την παράδοση (Το Γεφύρι της Άρτας, Η Ηλιογέννητη), την αρχαία μυθολογία (Κασσάνδρα), όπως και με κοινωνικό προβληματισμό (Ο ίσκιος του πεθαμένου, Όταν αγαπούμε και Η Πολιτική που σκοτώνει). Δημοσίευσε επίσης τα μονόπρακτα Ο άνδρας, Ζουάνα και Τα ρόδα της αγάπης. Συνέθεσε επίσης τα μυθιστορήματα: Μάριος (1923) και Όταν αγαπούμε (1924). Εξέδωσε φιλολογικές και κριτικές μελέτες και εκτενέστερα έργα, όπως η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 1453-1800 (1924-1927, 2 τόμοι), η Σύντομη Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας 1900-1930 (1933), η Νεοελληνική Στιχουργική (1929). Συνέγραψε επίσης την Ιστορία της Κρητικής Επανάστασης του 1897. Ήταν από τους πρώτους μεταφραστές αρχαίων τραγωδιών (Άλκηστις, Οιδίπους επί Κολωνώ) και άλλων αρχαίων κειμένων (Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί 1931), Λόγγου, Δάφνις και Χλόη (1924) στη δημοτική γλώσσα. Πέθανε στην Αθήνα το 1941.
[Βιβλιογραφικές πηγές: Αναλυτικό βιογραφικό σημείωμα που περιέχεται στον Φ.2.1 του αρχείου. Μ. Γ. Μερακλής (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία γραμματολογία, Σοκόλης,1977 (σ. 462)· Ν. Ι. Λάσκαρης, «Βουτιερίδης Ηλίας», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. Ζ, Πυρσός· Κώστας Παπαγεωργίου, «Βουτιερίδης, Ηλίας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό τόμ. 2, Εκδοτική Αθηνών· Δημήτρης Γιάκος, «Βουτιερίδης Ηλίας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμ. 4, Χάρης Πάτσης].

Καρανικόλας, Αλέξανδρος

  • Άτομο
  • 1911 - 1982

Σύζυγος της Σοφίας Γεδεών-Καρανικόλα. Γεννήθηκε στην Σύμη στις 25 Ιουλίου του 1911 και πέθανε στην Αθήνα το 1982. Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως φιλόλογος σε ιδιωτικά σχολεία του Πειραιά (1932-1936) και στη συνέχεια έλαβε το επαγγελματικό παιδαγωγικό πτυχίο από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον Δεκέμβριο του 1937 διορίστηκε στην Τήνο και κατόπιν στη Χίο. Το 1938 έλαβε οργανική θέση στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστήμιου Αθηνών όπου υπηρέτησε μέχρι την προαγωγή του σε Γυμνασιάρχη στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο Ρόδου, για να παραμείνει ως το 1951. Πολέμησε και τραυματίστηκε στον Πόλεμο του 1940-1941. Το 1943 έλαβε τον τίτλο του διδάκτορος της Φιλοσοφίας με την διδακτορική διατριβή «Εκθέσεις ιδεών εις τα σχολεία της Μέσης Εκπαιδεύσεως». Το 1946 πήρε εκπαιδευτική άδεια και φοίτησε στο Τμήμα Παιδαγωγικών (Teachers’ College) του Yale από όπου πήρε και μεταπτυχιακό δίπλωμα. Το 1951 διορίστηκε Γυμνασιάρχης του Α΄ Προτύπου Γυμνασίου Αρρένων Πειραιώς, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1961, οπότε έγινε Γενικός Επιθεωρητής και στην συνέχεια (1965) επόπτης. Μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου συμμετείχε ενεργά στην μεταρρύθμιση Παπανούτσου. Μετά από επταετή απόλυση (1967-1974) επανήλθε με την πτώση της Δικτατορίας, για να διοριστεί το 1976 πρόεδρος του ΚΕΜΕ, συμβάλλοντας καθοριστικά στην διαμόρφωση της «Μεταρρύθμισης του 1976». Πρωτοστάτησε στην ίδρυση των Σχολών Επιμορφώσεως των λειτουργών της πρώτης και δεύτερης βαθμίδας (ΣΕΛΔΕ και ΣΕΛΜΕ). Συνταξιοδοτήθηκε το 1978. Παράλληλα ασχολήθηκε με θέματα της Σύμης, τόπου καταγωγής του, και γενικότερα της Δωδεκανήσου. Δημοσίευσε σε περιοδικά πολλά άρθρα για εκπαιδευτικά θέματα καθώς και την μονογραφία Το εκπαιδευτικό πρόβλημα της Δωδεκανήσου (1945).

[Πηγές: Φ. 8.3 του αρχείου και λήμμα «Καρανικόλας, Αλέξανδρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 4, Εκδοτική Αθηνών].

Δούσμανης, Σοφοκλής

  • Άτομο
  • 1868-1952

Απόγονος μεγάλης κερκυραϊκής οικογένειας, κυβερνήτης του θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ» στους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Σοφοκλής Δούσμανης (Κέρκυρα, 1868 – Αθήνα, 1952), ήταν ναύαρχος και σημαίνον στέλεχος του Πολεμικού Ναυτικού.
Αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1888. Ικανότατος αξιωματικός φιλοβασιλικών πεποιθήσεων, η σταδιοδρομία του στο Πολεμικό Ναυτικό διαμορφώθηκε από τους δύο αυτούς παράγοντες. Με το βαθμό του αντιπλοιάρχου διετέλεσε αρχιεπιστολεύς της Μοίρας Γυμνασίων (1910), διευθυντής της Διοικητικής Υπηρεσίας του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.) (1912) και κυβερνήτης του θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ» και αρχιεπιστολεύς του Στόλου του Αιγαίου κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Προήχθη σε υποναύαρχο το 1914 σε αναγνώριση των υπηρεσιών του και τοποθετήθηκε διοικητής της Μοίρας Θωρηκτών. Διετέλεσε αρχηγός ΓΕΝ από τον Ιούνιο του 1915 έως το 1917. Με την επικράτηση του Βενιζέλου την περίοδο 1917-1920 αποστρατεύτηκε και εξορίστηκε στη Σαντορίνη. Μετά την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία και διετέλεσε αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου (Ιανουάριος – Απρίλιος 1921) και αρχηγός ΓΕΝ (Νοέμβριος 1921-Οκτώβριος 1922). Αποστρατεύτηκε προαγόμενος σε αντιναύαρχο τον Ιανουάριο του 1923. Όταν ξέσπασε το κίνημα Πλαστήρα τον Μάρτιο του 1935 διορίστηκε από την κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη υπουργός Ναυτικών (Μάρτιος – Οκτώβριος 1935) και προήχθη σε ναύαρχο. Την ίδια περίοδο (Μάρτιος 1935 – Ιανουάριος 1936) ήταν πρόεδρος της «Επιτροπής Εράνου υπέρ του Εθνικού Στόλου», που σκοπό είχε τη συλλογή χρημάτων για την αγορά ενός μεγάλου πλοίου και την αποκατάσταση των ζημιών των πλοίων του στόλου που προκλήθηκαν κατά την καταστολή του κινήματος του Πλαστήρα. Ο Δούσμανης τιμήθηκε με πολλά ελληνικά και ξένα παράσημα. Πέθανε την 6η Ιανουαρίου 1952.
Το 1939 ο Σοφοκλής Δούσμανης συνέγραψε το βιβλίο Το ημερολόγιον του κυβερνήτου του «Γ. Αβέρωφ» κατά τους πολέμους 1912-1913, Αθήναι, τύποις Πυρσού, 1939, στο οποίο προσπαθεί να τονίσει το ρόλο του στις ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (3 Ιανουαρίου 1913). Παντρεύτηκε την Μαρία Κωνσταντίνου Βούρου το 1915.

[Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία βλ. στην εισαγωγή του κ. Κ. Παΐζη-Παραδέλη στην υπάρχουσα καταγραφή του αρχείου].

Περοδασκαλάκης, Μιχαήλ

  • Άτομο

Ο Μιχαήλ Περοδασκαλάκης (Νεάπολη Κρήτης, 1899 - Πειραιάς, (;)), υπήρξε υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης, και υπηρέτησε σε διάφορα πρωτοδικεία. Το 1915 ήταν γραφέας στη νομαρχία Λασηθίου. Το 1917 διορίστηκε υπογραμματέας στο πρωτοδικείο Λασηθίου απ’ όπου αποσπάστηκε στην “Διεύθυνση Δικαιοσύνης της Ελληνικής Διοικήσεως Σμύρνης” (1920-1922) και στην “Διεύθυνση Δικαστικού της Στρατιωτικής Διοικήσεως Ηρακλείου” (1922-1923). Αμέσως μετά διορίστηκε στο πρωτοδικείο Πειραιά όπου και συνέχισε τη σταδιοδρομία του. Την περίοδο από τον Φεβρουάριο του 1943 ως τον Απρίλιο του ίδιου έτους αποσπάστηκε στο πρωτοδικείο της Αθήνας. Το 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Παντρεύτηκε την Στυλιανή Χρήστου Φούκα από τη Σμύρνη το 1932 και απέκτησαν ένα γιο, τον Κωνσταντίνο.

Σγουρδαίος, Τομάζος

  • Άτομο
  • ; - 1935

Ο Τομάζος Σγουρδαίος καταγόταν από τη Σίφνο και ήταν γιατρός χειρούργος. Ξεκίνησε εργαζόμενος σε νοσοκομεία της Lyon και στη συνέχεια στο ελληνικό νοσοκομείο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έζησε. Πέθανε νέος το 1935. Είχε παντρευτεί την Παυλίνα Ηλιάσκου με την οποία απέκτησαν:την Ευθαλία, τον Αλέξανδρο, τη Δώρα και την Αικατερίνη.
Ο σύζυγος της κουνιάδας του Αικατερίνης Ηλιάσκου, Γρηγόριος Τριανταφυλλίδης, ήταν δικηγόρος και ζούσε στο Παρίσι. Υπήρξε πρόεδρος του Συνεδρίου των Ελληνικών Παροικιών που έλαβε χώρα στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1916 με αντιπροσώπους από τριάντα τρεις ελληνικές παροικίες (Γαλλία, Αγγλία, Ελβετία, Ρωσία, Αμερική, Αίγυπτος, Ρουμανία κλπ.)

Σημηριώτης, Άγγελος

  • Άτομο
  • 1870-1944

Ο Άγγελος Σημηριώτης, ήταν γιος του Θεμιστοκλή και της Αναστασίας Κωνσταντινίδη. Αδέλφια του ήταν ο Σπύρος, ο Γιώργος, ο Κωνσταντίνος και η Θηρεσία. Γεννήθηκε στις 8.3.1870 και ως το 1922 που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, η ζωή του χαρακτηρίζεται από διαρκείς μετακινήσεις: Αδραμμύτι (1871-1881), Μυτιλήνη (1881), Εμπορική Σχολή Χάλκης (1882-1883), Μυτιλήνη (1883-1888), Εμπορική Σχολή Χάλκης (1888-1892), Αθήνα (1892-1893), Λωζάνη (1893), Παρίσι (1894-1896), Κωνσταντινούπολη (1896-1900), Αθήνα (1900), Σμύρνη (1901-1904), Αθήνα (1904), Κωνσταντινούπολη (1905-1910), Σμύρνη (1910-1912), Λέσβος (1912-1919), Σμύρνη (1919-1922), Νέα Ιωνία (1922-1944). Στις 24.6.1911 παντρεύτηκε την Σοφία Αργυροπούλου αδελφή του ποιητή Μιχαήλ Αργυρόπουλου. Απέκτησαν μία κόρη, την Χρυσηΐδα. Ο Σημηριώτης παρακολούθησε μαθήματα νομικής στην Αθήνα και στη Λωζάνη, φιλολογίας, φιλοσοφίας και ιατρικής στο Παρίσι, ιατρικής στη Μασσαλία, αλλά δεν ολοκλήρωσε καμία σχολή. Εργάστηκε ως καθηγητής γαλλικών στην Εμπορική Σχολή Χάλκης, στην Ευαγγελική Σχολή και στο Κεντρικόν Παρθεναγωγείον Σμύρνης. Εξέδωσε το περιοδικό Άτλας (Αθήνα, 1904), διετέλεσε αρχισυντάκτης της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις (1906-1907;), εξέδωσε το Πανελλήνιον ημερολόγιον 1909, το περιοδικό Ανατολή (Σμύρνη 1910-1912). Δίδαξε γαλλικά στο γυμνάσιο Μυτιλήνης, υπήρξε αρχισυντάκτης και χρονογράφος της εφημερίδας Λέσβος (1913-1915), συνεργάτης της εφημερίδας Τηλέγραφος Σμύρνης (1922), της εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος της Αθήνας (1923-1928). Εξέδωσε με τον αδελφό του Γιώργο το περιοδικό Εξπρές (1924) που μετονομάστηκε Το σαλόνι (1924-1925), υπηρέτησε ως καθηγητής γαλλικών στο Δ΄ Γυμνάσιο Αθηνών (1932), συνεργάστηκε με το νεανικό περιοδικό Ερυθρός σταυρός νεότητος (1928-1935). Πέθανε στις 21.10.1944.
Εκδόσεις έργων του. Ποίηση: Τα θανάσιμα (1896), Τα μαύρα κρίνα (1905), Τραγούδια του λυτρωμού (1920), Επί των ποταμών της Βαβυλώνος (1926), Ονείρων ίσκιοι (1935), Όσο φέγγει… (1939), Αγάπη (1931, ανέκδοτη συλλογή).
Θέατρο: Στάσα Σιδέρη (1909), Φρόσω Νοταρά (1923), Αστραία (1929), Το παιχνίδι του βασιλιά Κανδαύλη (1929), Οι γάμοι του Ρωμανού Γ΄ (1930), Ο αντιφωνητής μίλησε (1930), Μίστερ Σιμ Ρέβυθς ή ο εικονικός σύζυγος (1932), Ο άνθρωπος κι ο ίσκιος του (1934).
Πηγή: Έλσα Λιαροπούλου-Γ. Πατίλης, «Η ζωή, το έργο και η εποχή του Άγγελου Σημηριώτη», στο Α. Σημηριώτης, Τα ποιήματα, τομ. Α΄, επιμ. Έλσα Λιαροπούλου-Γ. Πατίλης, Νέα Ιωνία, 1995, σσ. 11-107.

Στρέϊτ, Γεώργιος

  • Άτομο
  • 1868-1948

Ο Γεώργιος Στρέιτ, γιος του Στέφανου Ιωαν. Στρέιτ και της Βικτωρίας Λόντου, κόρης του αγωνιστή της Επανάστασης Ανδρέα Χριστόδουλου Λόντου, γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13/25 Σεπτεμβρίου 1868. Παρακολούθησε τα μαθήματα στοιχειώδους και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Παιδαγωγείο του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, στο Ελληνικό Λύκειο του Σιμόπουλου και στο Βασιλικό Γυμνάσιο της Λειψίας, από το Πανεπιστήμιο της οποίας ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1892. Υφηγητής του Δημοσίου και Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή το 1894, τακτικός καθηγητής το 1897 και επίτιμος το 1938, αναδείχθηκε σε μια από τις διαπρεπέστερες προσωπικότητες της ελληνικής νομικής επιστήμης, προσφέροντας παράλληλα πολύπλευρες δημόσιες υπηρεσίες. Μεταξύ άλλων, μετέσχε επανειλημμένα σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για την εκπόνηση και αναθεώρηση του Αστικού Κώδικα, διετέλεσε νομικός σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών και αντιπροσώπευσε επανειλημμένα τη χώρα σε διεθνείς συναντήσεις. Ήταν μέλος της Ακαδημίας του Διεθνούς Δικαίου και μέλος του Διαρκούς Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου στη Χάγη.
Τον Ιούλιο του 1910 εστάλη ως έκτακτος απεσταλμένος και πληρεξούσιος υπουργός στη Βιέννη και συνέβαλε στη βελτίωση των ελληνοαυστριακών σχέσεων. Τον Δεκέμβριο του 1912 διορίστηκε έκτακτος απεσταλμένος πληρεξούσιος υπουργός της Ελλάδος στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Λονδίνο, οι εργασίες της οποίας κράτησαν μέχρι τον Ιούνιο του 1913. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον Αύγουστο του 1914, υποστηρίζοντας την πολιτική ουδετερότητας του βασιλιά Κωνσταντίνου. Κατά την περίοδο του Διχασμού ήταν σύμβουλος του βασιλιά, τον οποίο και ακολούθησε στην εξορία μετά το 1917, αναπτύσσοντας δραστηριότητα για την προβολή των θέσεων της βασιλικής παράταξης στο εξωτερικό. Το 1922, ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών, ανέλαβε πρωτοβουλίες για τη σωτηρία των προσφύγων. Έκτοτε απέφυγε την ανάμιξη με την πολιτική και τη σύνδεσή του με τον βασιλιά, αναπτύσσοντας διάφορες ακαδημαϊκές δραστηριότητες στο εξωτερικό που κατέστησαν το όνομά του σεβαστό στους ευρωπαϊκούς πανεπιστημιακούς κύκλους.
Εκτός από τις δημόσιες θέσεις που κατείχε σε διάφορες επιτροπές και συμβούλια υπουργείων, ο Στρέιτ υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ναυτικής Ενώσεως, νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της Ανώνυμης Εταιρείας Υδάτων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων και της εταιρείας Lake Copais Cο.
Το 1929 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1931 πρόεδρός της, χωρίς να ασκήσει ποτέ τα καθήκοντά του, ενώ το 1933 εξελέγη αριστίνδην γερουσιαστής. Διετέλεσε μέλος των επιτροπών των Ολυμπιακών Αγώνων από το 1896 έως το 1906, μέλος πολλών άλλων συλλόγων και εταιρειών και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις. Η συγγραφική του παραγωγή -γνωμοδοτήσεις και αρθρογραφία- υπήρξε μεγάλη και οι σχέσεις του με τον Τύπο πολύ στενές. Σημαντικότερα νομικά έργα του θεωρούνται το Σύστημα Διεθνούς Ιδιωτικού Δικαίου τ. 1, βιβλίο Α΄ Αθήνα, εκδ. Σακελλαρίου 1906 και Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο σε συνεργασία με τον Π. Γ. Βάλληνδα, 2 τόμοι. Αθήνα, Πυρσός, 1937.
Ο Γ. Στρέιτ παντρεύτηκε το 1898 την Ιουλία (Λιλή) Καραθεοδωρή (Βρυξέλλες 1878-Αθήνα 1945), κόρη του Στέφανου Καραθεοδωρή, πρεσβευτή της Τουρκίας στο Βέλγιο, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Δέσποινα (1903-;), σύζυγο Ιωάννη Γερουλάνου, και τον Στέφανο (1910-1974;), σύζυγο Λουκίας Μαυρομμάτη. Πέθανε στην Αθήνα το 1948.
[Η σύνταξη του παραπάνω βιογραφικού σημειώματος οφείλεται στον Γ.Χαρωνίτη].

Φιδέλης - Νέζης, Μιχαήλ

  • Άτομο

Ο Μιχαήλ Φιδέλης-Νέζης ήταν έμπορος, κτηματίας και υποπρόξενος της Ιταλίας στη Μυτιλήνη. Ήταν γιος του Αλκιβιάδη Φιδέλη-Νέζη και της Ελένης Χατζηβασιλείου και αδέλφια του ήταν: η Μαρία, σύζυγος Στέλιου Γρηγορίου Κούππα, η Angele, σύζυγος Κίμωνα Ελευθεριάδη, ο Αντώνιος (Antonio Fedeli Nesi), που γεννήθηκε το 1897 και ασχολήθηκε με εισαγωγές-εξαγωγές, ασφάλειες – προμήθειες και αντιπροσωπείες), και τέλος ο Πέτρος (τραπεζικός υπάλληλος, κάτοικος Νέας Υόρκης) που το 1923 παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του επί της κινητής και ακινήτου πατρικής περιουσίας. Σύζυγός του ήταν η Μυρσίνη Καψιμάλη.

Φωκάς, Κωνσταντίνος

  • Άτομο

Ο Κωνσταντίνος Φωκάς, του Ιωάννη και της Αγγελικής, γεννήθηκε το 1896 στην Κέρκυρα. Ο πατέρας του, Ιωάννης Φωκάς, ήταν στρατιωτικός. Ο Κωνσταντίνος Φωκάς έλαβε μέρος με το Σώμα Ελλήνων Ερυθροχιτώνων στην μάχη του Δρίσκου τον Νοέμβριο του 1912. Το 1913 κατατάχθηκε στον στρατό, στο 7ο Σύνταγμα Πεζικού ως στρατιώτης, με σκοπό να πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα και το 1916 προήχθη στον βαθμό του λοχία. Πήρε μέρος στην μικρασιατική εκστρατεία ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, όπου και προσβλήθηκε από ελονοσία. Απολύθηκε τον Αύγουστο του 1923. Για την συμμετοχή του και τη δράση του στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα, του απονεμήθηκε το 1933 ο Σιδηρός Πολεμικός Σταυρός, ενώ για την συμμετοχή του στην μικρασιατική εκστρατεία του απονεμήθηκε μετάλλιο στρατιωτικής αξίας, στις 31.01.1922.
Μετά την απόλυσή του από το στρατό, εργάστηκε ως επιστάτης οικοδομών και διορίστηκε ως διαχειριστής Β΄ Τάξεως στη Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης Μακεδονίας του Υπουργείου Γεωργίας. Από το 1926 έως το 1932 εργάστηκε ως επιστάτης Α΄ τάξεως δημοτικών έργων στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα.
Το 1935 προσλήφθηκε ως ημερομίσθιος υπάλληλος στην εταιρεία Γενικών Αποθηκών της Ελλάδος από όπου παραιτήθηκε το ίδιο έτος.
Το 1935 κατατάχθηκε ξανά, στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού και αιτήθηκε την μονιμοποίησή του στο στρατό, η οποία δεν έγινε δεκτή. Απολύθηκε από το στρατό λίγες μέρες μετά.
Στις 10/06/1936 διορίστηκε υπάλληλος του Περιφερειακού Συμβουλίου Προνοίας Παλαιών Πολεμιστών και το ίδιο έτος διορίστηκε υπάλληλος του Λιμενικού Ταμείου Θεσσαλονίκης.
Στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 υπηρέτησε στο 4ο Τάγμα Πολυβόλων Θεσσαλονίκης. Στις 17 Φεβρουαρίου 1941 προήχθη σε λοχαγό εφέδρων. Απολύθηκε στις 2 Μαΐου του 1941.
Το 1942 ήταν κοινοτικός γραμματέας (υπάλληλος της επαρχίας Παιονίας), των κοινοτήτων Ειδομένης, Φάνου, Πλαγίων, Σκρα και Μεγάλων Λειβαδίων. Στις 19 Δεκεμβρίου 1944 παρουσιάστηκε στο Κέντρο Κατάταξης Αξιωματικών Αθηνών και τον Ιανουάριο του 1945 πήρε μετάθεση στο 165 ο Τάγμα Εθνοφρουράς Πειραιώς. Απολύθηκε το 1945.
Η επαγγελματική του σταδιοδρομία συνεχίστηκε στο Λιμενικό Ταμείο Θεσσαλονίκης (μετέπειτα Ελευθέρα Ζώνη και Λιμήν Θεσσαλονίκης) ως το 1961 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Τον Αύγουστο του 1959 του απονεμήθηκε αναμνηστικό μετάλλιο εκστρατείας 1940-1941.
[ Πηγές : υλικό του αρχείου.]

Φωτιάδης, Δημήτριος

  • Άτομο
  • 1898-1988

Ο Δημήτρης Φωτιάδης, γιος του γαιοκτήμονα και λογοτέχνη Αλέκου Φωτιάδη (1869-1943) και της συζύγου του Ιφιγένειας το γένος Αμηρά, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1898. Είχε μία αδελφή, την Αικατερίνη. Φοίτησε στο Ελληνογερμανικό Λύκειο Κυριάκου Γιαννίκη,υπηρέτησε εθελοντής στη Μικρασιατική Εκστρατεία από το 1918 και μετά την Καταστροφή του 1922 ήλθε πρόσφυγας στην Αθήνα. Στο χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε για πρώτη φορά με το θεατρικό έργο Μάνια Βιτρόβα, που απέσπασε το πρώτο βραβείο στον Καλοκαιρίνειο δραματικό διαγωνισμό το 1931, παρουσιάστηκε από το Λαϊκό Θέατρο του Βασίλη Ρώτα και κυκλοφόρησε αυτοτελώς το 1932 από τον εκδοτικό οίκο Δημητράκου. Το ίδιος έτος, το δράμα του Το μαγεμένο βιολί βραβεύτηκε στο διαγωνισμό μονοπράκτων έργων της Λέσχης Καλλιτεχνών «Ατελιέ». Το 1938 κυκλοφόρησε σε δική του μετάφραση και επιμέλεια το Συμπόσιο του Πλάτωνα, εργασία για την οποία τιμήθηκε το 1939 με το «αργυρούν μετάλλειον» της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Από το 1936 ώς το 1940 ήταν διευθυντής του περιοδικούΝεοελληνικά Γράμματα.Το 1941, λίγο πριν από τη γερμανική εισβολή, διέφυγε στη Μέση Ανατολή και από εκεί στο Λονδίνο, όπου διετέλεσε διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού της αυοτεξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Ενότητας. Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά την Απελευθέρωση και από το 1945 ώς το 1948 ήταν διευθυντήςτου περιοδικούΕλεύθερα Γράμματα. Από το 1948 ώς το 1951 εξορίστηκε διαδοχικά στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη και μετά την απελευθέρωσή του ήταν μέλος της διοικούσας επιτροπής της ΕΔΑ. Από το 1953 στράφηκε κυρίως στην ιστοριογραφία, με πρώτο έργο το Μεσολόγγι, το έπος της μεγάλης πολιορκίας (Αθήνα, Ορίζοντες, 1953). Ακολούθησαν τα βιβλία του: Καραϊσκάκης (1956), Κανάρης (1960), Κολοκοτρώνης, η δίκη του (1962), Όθωνας, η μοναρχία (1963), και Όθωνας, η έξωση (1964), το τετράτομο Η Επανάσταση του Εικοσιένα (1971-1972), Σαγγάριος, εποποιία και καταστροφή στη Μικρά Ασία (1974) και Τρίτη Σεπτεμβρίου 1843 (1975). Μέλος, πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, του Συνδέσμου Ιστορικών, της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης και πολλών άλλων συλλόγων, ο Φωτιάδης ανέπτυξε πολύπλευρη συγγραφική και κοινωνική δραστηριότητα. Τη δεκαετία του 1920, απέκτησε μια κόρη εκτός γάμου, την Έφη. Σύζυγός του από το 1940 και αγαπημένη σύντροφός του μέχρι το τέλος της ζωής του, ήταν η γεννημένη το 1912 στο Κάιρο Κατίνα το γένος Λάσκαρη (του Γεωργίου και της Φλώρενς).
Άλλα έργα του Δημήτρη Φωτιάδη:
Θέατρο: Ο κόσμος ανάποδα (θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη 1937), Θεοδώρα (Ενωμένοι Καλλιτέχνες 1945), Ο Μακρυγιάννης (Ενωμένοι Καλλιτέχνες 1946), Καραϊσκάκης (Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο Μάνου Κατράκη 1957), Εθνεγερσία (ορατόριο 1971), έργα που δεν έχουν παρουσιαστεί στη σκηνή (Ο άσπρος σατανάς, Είχε μπάρμπα στην Κορώνη, Ένας Αθηναίος στη Σπάρτη, Κατακτητές, Κάτω από το ίδιο φως, Ο πολιτικάντης, Ρωμανός Βοΐλας, Τζιλιπουτί κ.ά.), μεταφράσεις (Αριστοφάνη Ιππής 1938, GeorgeBernardShawΠάνω στα βράχια, θίασος Αιμίλιου Βεάκη – Γιώργου Παππά 1947 κ.ά.)
Ποίηση, μεταφράσεις, απομνημονεύματα κ.ά.: Δημοσθένους Κατά Φιλίππου Γ΄ (1940), Πλάτωνος Φαίδρος (1966), Η ακτή των σκλάβων (1950), Ζωή και τέχνη (1958), Errata (1976), Ενθυμήματα Α΄-Γ΄ (1981-1985, κρατικό βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας).

[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: 1.Φωτιάδης, Δημήτρης: Ενθυμήματα Α΄-Γ΄, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 1983, 1985.2. Αυτοβιογραφικά σημειώματα του Δημήτρη Φωτιάδη στο αρχείο].

Χρύσανθος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών

  • Άτομο

Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (Kομοτηνή 1881-Αθήνα 1949) που έφερε το κοσμικό όνομα Χαρίλαος Φιλιππίδης, υπήρξε σημαντική προσωπικότητα της ορθόδοξης εκκλησίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1897-1903) και στα πανεπιστήμια Λειψίας και Λωζάνης (1907-1911). Διετέλεσε αρχειοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αρχισυντάκτης του επίσημου οργάνου του Πατριαρχείου Εκκλησιαστική Αλήθεια (1911-1913), μητροπολίτης Τραπεζούντος (18 Μαΐου 1913 - 13 Δεκεμβρίου 1938) και αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (13 Δεκεμβρίου 1938 - 2 Ιουλίου 1941).
Με την ιδιότητα του μητροπολίτη Τραπεζούντος προστάτευσε τους πληθυσμούς του Πόντου στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ενώ την περίοδο 1918-1921 δραστηριοποιήθηκε για την ανάδειξη του ζητήματος της αυτοδιάθεσης του Πόντου. Τον Ιανουάριο του 1920 υπέγραψε το σύμφωνο Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας. Για τη δράση του αυτή καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Τούρκους τον Μάιο 1921. Υπήρξε επίσης μέλος της «Κανονικής Πλειονοψηφίας της Αγίας Ιεράς Συνόδου» του Οικουμενικού Πατριαρχείου που αντιτάχθηκε στην εκλογή του Μελέτιου Μεταξάκη. Το 1926 διορίστηκε αποκρισάριος (αντιπρόσωπος) του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα και συνέβαλε στην επίλυση πολλών εκκλησιαστικών προβλημάτων.
Ως αρχιεπίσκοπος πρωτοστάτησε στην ψήφιση σημαντικών για την ελλαδική εκκλησία νόμων ενώ η περήφανη στάση του έναντι των Γερμανών και η άρνησή του να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση του στοίχισαν την απομάκρυνσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Την περίοδο της Κατοχής ήταν πρόεδρος της Επιτροπής συντονισμού του εθνικού αγώνος. Μετά την απελευθέρωση ιδιώτευσε παρακολουθώντας ωστόσο στενά τις εκκλησιαστικές εξελίξεις. Ο ρόλος του στην εκλογή του αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα ως Οικουμενικού Πατριάρχη υπήρξε σημαντικός.
Η πνευματική δραστηριότητα του Χρύσανθου ήταν πλούσια. Συνέγραψε πολλά άρθρα και μελέτες και ήταν από τους ιδρυτές της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, που εξέδιδε το περιοδικό Αρχείον Πόντου. Στους τόμους 4 και 5 του περιοδικού αυτού εκδόθηκε και το κορυφαίο έργο του Η Εκκλησία Τραπεζούντος (1933). Για την πνευματική και την εν γένει δράση του ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1937) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1938). Τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος (1949).
Πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου 1949 στην Αθήνα. Λόγω της δράσης του υπέρ των δικαίων του Πόντου αναφέρεται συχνά και ως αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος.

Άννινος, Άγγελος

  • Άτομο
  • 1873-1948

Ο Άγγελος Άννινος υπήρξε διπλωμάτης. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Κεφαλονιάς. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Υπηρέτησε στα προξενεία της Ελλάδας στα Βιτώλια (Μοναστήρι) (1900), στον Ελλήσποντο (1902), στο Αϊβαλί (1902), στην Καβάλα (1903-1905), στην Ξάνθη (1906-1910), στo Δυρράχιο (1908), στο Σουέζ (1910), στη Φιλιππούπολη (1911), στη Λάρνακα (1912), στο Αργυρόκαστρο (1913), στο Ταϊγάνι (1916), στο Μπουένος Άιρες (1917-1920), στα Ιεροσόλυμα (1921-22) και στην Κωνσταντινούπολη (1922-1923). Την περίοδο 1926-1932 ήταν σύμβουλος αναπληρωτής πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον. Τιμήθηκε με διάφορα μετάλλια.

Καυκούλα, Κική

  • Άτομο
  • 1945-2015

Η Κική Καυκούλα υπήρξε καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη και πολεοδομία στο Μπέρμιγχαμ. Δίδαξε για χρόνια αστικό σχεδιασμό και ιστορία της πολεοδομίας, αντικείμενα που την απασχόλησαν ιδιαιτέρως ερευνητικά και συγγραφικά. Η Καυκούλα ασχολήθηκε ακόμη με την ιστορία των κηπουπόλεων στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.

Πηγές σύνταξης βιογραφικού:
www.biblionet.gr / υλικό του αρχείου

Κωνσταντόπουλος, Νικόλαος

  • Άτομο
  • 1885 - ;

Γεννήθηκε το 1885 στο Σκοπό της Ανατολικής Θράκης και σπούδασε φιλολογία και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα. Από το 1910 ως το 1918 δίδαξε ως καθηγητής στη Θράκη, τη Ρουμανία και την Οδησσό, και το 1920 διορίστηκε βοηθός υποδιοικητής Ξάνθης. Τον ίδιο χρόνο εκλέχτηκε βουλευτής στην περιφέρεια των Σαράντα Εκκλησιών με το κόμμα των Φιλελευθέρων και διορίστηκε διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Έλληνα Αρμοστή Θράκης. Το 1922 ήρθε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα μετά την υποχρεωτική αποχώρηση των Ελλήνων από την Ανατολική Θράκη και το 1923 τοποθετήθηκε στη θέση του νομάρχη Λακωνίας από την κυβέρνηση Γονατά. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου, εκλέχτηκε βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων στις Σέρρες. Σε αυτή την εκλογική περιφέρεια εκλέχτηκε συνεχόμενα και στις επόμενες εκλογές των ετών 1928, 1932,1933 και 1936. Το 1944 (;) διορίστηκε Γενικός Διοικητής Ανατολικής Μακεδονίας από την κυβέρνηση Πλαστήρα ως το 1946 και το 1952 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών με τον Ελληνικό Συναγερμό. Διετέλεσε πρόεδρος της εταιρίας «Εκπαιδευτική Αναγέννησις» (1943) και της «Εταιρίας Θρακικών Μελετών» (1946). Μιλούσε γαλλικά και τουρκικά. Ήταν παντρεμένος με την Παρασκευή Ρηγοπούλου.
[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: Who is Who (1965), υλικό του αρχείου]

Βελούδιος, Αθανάσιος (Θάνος)

  • Άτομο
  • 1895 - 1992

Έλληνας αεροπόρος, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και αργότερα καλλιτέχνης και ηθοποιός.
Το 1917 κατατάχτηκε ως σημαιοφόρος στην Ναυτική Αεροπορική Υπηρεσία. Κατά το διάστημα 1917-1918 συμμετείχε σε αεροπορικές επιχειρήσεις στο Μακεδονικό Μέτωπο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922), συμμετείχε σε επιχειρήσεις με τη "Ναυτική Αεροπορική Μοίρα Σμύρνης". Σε μία από τις αποστολές που ανέλαβε, στις 25 Ιουνίου 1920, με αεροσκάφος B.E.2e, εκτέλεσε αναγνώριση στον τομέα Προύσας - προσβάσεων όρους Ολύμπου Βιθυνίας - Μουδανιών. Αφού εξακρίβωσε τις θέσεις των ελληνικών στρατευμάτων, που προήλαυναν δυτικά της Προύσας, πέταξε πάνω από την ίδια πόλη και εκτέλεσε παράτολμη προσγείωση, στον περίβολο της εκεί Οθωμανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας, όπου ύψωσε στον ιστό της την Ελληνική σημαία και στη συνέχεια απογειώθηκε. Για αυτή την ενέργεια έλαβε το προσωνύμιο Πορθητής της Προύσας. Ο Βελούδιος συμμετείχε σε αεροπορικές αποστολές μέχρι και τη λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία, με τα "Προκεχωρημένα Αεροπορικά Σμήνη Μετώπου", ενώ τον Σεπτέμβριο του 1921 του απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός Γ' Τάξης. Το 1923 απομακρύνθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά επανήλθε το 1927. Αποστρατεύτηκε τελικά ως αντιπλοίαρχος το 1934.
Παράλληλα, εκτός της στρατιωτικής σταδιοδρομίας, ο Αθανάσιος Βελούδιος συμμετείχε ως συνεργάτης του Άγγελου Σικελιανού στις Δελφικές Εορτές, το 1927 και 1930. Συγκεκριμένα, το 1927, κλήθηκε από την Εύα Πάλμερ-Σικελιανού (κατόπιν γνωριμίας και σύνδεσής του με το ζεύγος Σικελιανού) να παρουσιάσει στις Δελφικές Εορτές του 1927 τον «Αρχαίο Ελληνικό Πυρρίχιο χορό», διδάσκοντας ο ίδιος ως «χορογράφος και ρυθμοδότης» («εκρατούσα μόνος μου το σωστό μέτρον, με ένα τύμπανον», θα γράψει σ’ ένα του κείμενο) τα βήματα και την κινησιολογία του αρχαίου πολεμικού χορού σε νέους της εποχής (υπήρχαν και απλοί έφηβοι, μέλη μιας ομάδας «Αθηναίων Προσκόπων», και «αληθινοί Οπλίτες που μου εδάνεισεν ο Βασιλικός Ελληνικός Στρατός», όπως θυμάται ο ίδιος ο Βελούδιος, ως συμμετέχοντες στις χορευτικές ομάδες). Η αρχική επιτυχία των πρώτων εορτών του ζεύγους Σικελιανού οδήγησε στην επανάληψη της διδασκαλίας και παρουσίασης του Πυρριχίου το 1930, με υπεύθυνο και αυτήν την φορά τον ίδιο. Η έμπνευση και οι σχετικές γνώσεις του Βελουδίου για την διδασκαλία της «Πυρριχίου Στρατιωτικής Ορχήσεως» (κατά δήλωσή του) στις Δελφικές Εορτές προήλθαν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, από «εν είδη στιγμιοτύπων απεικονίσεις σε αρχαία κλασικά βάζα (Δούριδος Εξεκίου κλπ.), από φιγούρες ορχουμένων αρχαίων Ελλήνων και κυρίως από «τα πατήματα» των Νεοελλήνων με τον χορόν των […]».
Αργότερα, συμμετείχε ως ηθοποιός στις ταινίες: «Γαλήνη» (1958) του Γρέγκορι Μαρκόπουλου, «Η Χρυσομαλλούσα» (1978) του Τώνη Λυκουρέση, «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910–1927» (1980) του Παντελή Βούλγαρη, «Μανία» (1985), και «Ταξίδι του μέλιτος» (1979) του Γιώργου Πανουσόπουλου.

Κουντουριώτης, Παύλος

  • Άτομο
  • 1855 - 1935

Ο Παύλος Κουντουριώτης γεννήθηκε στην Ύδρα στις 9 Απριλίου 1855. Παρακολούθησε εγκύκλιες σπουδές στην Αθήνα και το 1874 κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό ως δόκιμος. Το 1884 προάχθηκε σε υποπλοίαρχο και το 1886 συμμετείχε ως κυβερνήτης κανονιοφόρων σε αποστολή στην Πρέβεζα. Στις αρχές του 1897 στάλθηκε με τον ατμομυοδρόμωνα “Αλφειό” στην επαναστατημένη Κρήτη όπου απειλήθηκε , αλλά αρνήθηκε να υποχωρήσει στις απαιτήσεις των ναυάρχων των Μεγάλων Δυνάμεων και αργότερα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο αντιμετώπισε τους Τούρκους στον Πλαταμώνα. Το 1899 έγινε αντιπλοίαρχος και ανέλαβε κυβερνήτης του ευδρόμου “Ναύαρχος Μιαούλης” με το οποίο και πραγματοποίησε το 1901 το πρώτο υπερατλαντικό ταξίδι ελληνικού πολεμικού σκάφους. Ακολούθησαν η τοποθέτησή του ως υπασπιστή του βασιλιά Γεωργίου Α΄ (1905), η προαγωγή του σε πλοίαρχο (1909) και η τοποθέτηση του ως αρχηγού του ελληνικού στόλου (1912). Οι επιτυχημένες ναυτικές επιχειρήσεις που ανέλαβε εναντίον των Τούρκων στους Βαλκανικούς Πολέμους κατοχύρωσαν την κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Στ.Σκουλούδη (Οκτώβριος 1915-Ιούνιος 1916) και ως ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Βενιζέλου συμμετείχε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1916 ως μέλος της τριανδρίας (Βενιζέλος-Δαγκλής-Κουντουριώτης). Τον Ιούνιο του 1917 ανέλαβε και πάλι το υπουργείο Ναυτικών όπου παρέμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1919 οπότε αποστρατεύθηκε με το βαθμό του ναυάρχου. Ανέλαβε το αξίωμα του αντιβασιλέα δύο φορές (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1920 και Δεκέμβριος 1923-Μάρτιος 1924) και του προσωρινού προέδρου της Δημοκρατίας. Επί δικτατορίας Παγκάλου υποχρεώθηκε να παραιτηθεί αλλά επανήλθε στη θέση του τον Αύγουστο του 1926 μετά την αποκατάσταση των κοινοβουλευτικών θεσμών (βλέπε επιστολές Θ.Πάγκαλου και Γ.Κονδύλη προς Κουντουριώτη). Εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον Μάϊο του 1929 αλλά λίγους μήνες αργότερα παραιτήθηκε για λόγους υγείας και αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή. Αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές τον Νοέμβριο του 1920 και τον Αύγουστο του 1926.
Παντρεύτηκε το 1889 την Αγγελική Πετροκόκκινου με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: τον Θεόδωρο, σύζυγο Ευφημίας Δ.Καλλέργη, την Λουκία, σύζυγο Αλέξανδρου Στεφάνου και την Δέσποινα, σύζυγο Εμμανουήλ Λαμπρινούδη. Όταν πέθανε η πρώτη του γυναίκα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ελένη Γερ.Κούππα.
Ο Παύλος Κουντουριώτης πέθανε στις 24 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο και ενταφιάστηκε στην Ύδρα.

Ρούντας, Χρήστος

  • Άτομο

Μικρασιάτης πρόσφυγας, ξυλουργός και κηπουρός στο επάγγελμα.

Γεωργιόπουλος, Μιχάλης

  • Άτομο

Ο Μιχάλης Γεωργιόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη τη δεκαετία του 1930.. Υπηρέτησε στην Κορέα τη δεκαετία του 1950. Διατέλεσε Δήμαρχος Μεσσήνης την περίοδο της δικτατορίας.

Καλλέργης, Λέων

  • Άτομο

Γιός του ιατρού της Αγιάς Κων/νου Καλλέργη και της Χαρίκλειας Δάλλα (αδελφής του πολιτικού Μιλτιάδη Δάλλα). Η οικογένειά του καταγόταν από την οικογένεια των Καλλέργηδων της Κρήτης. Παππούς του ήταν ο στρατιωτικός Ι. Καλλέργης (αδελφός του στρατηγού Δημητρίου Καλλέργη).
Σπούδασε στην Αθήνα και το 1919-1922 συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία υπηρετώντας ως έφεδρος αξιωματικός. Όταν επέστρεψε στην Αγιά άσκησε την ιατρική, όπου διακρίθηκε για την επιστημονική του κατάρτιση και παράλληλα για την κοινωνική του προσφορά. Επί πολλά χρόνια διετέλεσε πρόεδρος των σχολικών Επιτροπών της Αγιάς και το 1933 εκλέχτηκε πρόεδρος της Κοινότητας.
Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο Αντιστασιακό κίνημα. Τον Οκτώβριο του 1943 συνελήφθη στην Αγιά μαζί με άλλους πατριώτες αξιωματικούς και επιστήμονες. Τους μετέφεραν στη Πάτρα και από εκεί τους επιβίβασαν σε ιταλικό μεταγωγικό για την Ν. Ιταλία. Όμως το μεταγωγικό που τους μετέφερε στην Ιταλία τορπιλίστηκε από τα συμμαχικά στρατεύματα και πολλοί Αγιώτες χάθηκαν. Ο Λέων Καλλέργης στάθηκε τυχερός. Ένα τυχαίο περιστατικό υγείας έγινε αφορμή να μην επιβιβαστεί το βράδυ εκείνο στο μοιραίο καράβι.(ο Λ. Καλλέργης είπε σε πολύ φιλικό πρόσωπο ότι τον κατέβασε ένας Ιταλός γιατρός, που ήταν γνωστός του, επειδή ήξερε ότι το καράβι επρόκειτο να τορπιλιστεί). Τα Χριστούγεννα του ΄43 επέστρεψε στην Αγιά και συμμετείχε στο Αντιστασιακό κίνημα. Ήταν δραστήριο μέλος της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης που είχε στο μεταξύ εγκαθιδρυθεί στην περιοχή της Αγιάς, ως υπεύθυνος της λειτουργίας των σχολείων, της σίτισης των μαθητών, και γενικά όλων των ομάδων του πληθυσμού που αντιμετώπιζαν οξυμένα προβλήματα επιβίωσης. Το 1944 εκλέχθηκε Αντιπρόσωπος της Επαρχίας Αγιάς στο Α΄ Εθνοσυμβούλιο στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας.
Μετά την Απελευθέρωση ξανάρχισε να εργάζεται στην Αγιά μέχρι το 1965. Γύρω στα 1970, συνταξιούχος πια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα στο Ξενοδοχείο «Παγγαίο», στην Ομόνοια, του Αγιώτη Τσούγκαρη.
Πέθανε στην Αθήνα, ανύπαντρος, σε ηλικία 86 ετών και κηδεύτηκε στη Αγιά στις 18 Οκτ 1982.
Η μόνη του περιουσία στην Αγιά ήταν ένα οίκημα με δύο δωμάτια (το ένα χρησιμοποιούσε ως ιατρείο και το άλλο ως υπνοδωμάτιο). Κατεδαφίστηκε το 2005 γιατί ήταν ετοιμόρροπο. Επιπλέον είχε ακόμη ένα οικόπεδο αξίας 550.000 δρχ, το οποίο δώρισε στο Ηρακλείδιο Ίδρυμα (Γηροκομείο στην Αγιά). Άφησε ένα σημαντικό προσωπικό αρχείο (αλληλογραφία, φωτογραφίες, βιβλία) που φυλάσσεται στα ΓΑΚ-Αγιάς.

Ηρακλείδης, Δημήτριος

  • Άτομο
  • 1880-1956

Ο Δημήτριος Ηρακλείδης ήταν γόνος σημαντικής και μεγάλης αγιώτικης οικογένειας εμπόρων και πολιτικών τοπικής εμβέλειας. Ο πατέρας του Αχιλλέας Ηρακλείδης υπήρξε σωματάρχης στην τελευταία θεσσαλική εξέγερση του 1877-1878 και αργότερα Πρόεδρος της Κοινότητας Αγιάς από το 1912 έως το θάνατό του το 1919, ενώ ο θείος του Δημήτριος Νικολάου Ηρακλείδης ήταν ο πρώτος διορισμένος Δήμαρχος Δωτίου (1881-1883).
Γεννήθηκε στην Αγιά το 1880, φοίτησε στο Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο Αγιάς και τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές στη Θεσσαλονίκη. Διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και το 1917 ορίστηκε εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης στη Θεσσαλία. Το 1923 εκλέχτηκε Βουλευτής με τη βενιζελική παράταξη και ακολούθησε την ομάδα των Ριζοσπαστών αγροτιστών του Αλεξ. Παπαναστασίου, στην οποία εξελίχτηκε σε σημαίνον στέλεχος. Το 1932 διετέλεσε υφυπουργός στην κυβέρνηση του Παπαναστασίου, ως Υφυπουργός Προεδρίας. Στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας εκτοπίστηκε για δύο χρόνια στην Αλόννησο και κατόπιν τέθηκε σε κατ΄ οίκον περιορισμό στην Αγιά. Τελευταία πολιτική του δραστηριότητα ήταν στα πλαίσια της ΕΠΕΚ του Νικολάου Πλαστήρα, στην οποία κατέλαβε το αξίωμα του Προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής. Πέθανε το 1956 αφήνοντας όλη του την περιουσία για την ανέγερση και λειτουργία του Γηροκομείου Αγιάς.

Αλή Σαμή Μπέης

  • Άτομο

Ο Αλή Σαμή Μπέης ήταν πρώην συνταγματάρχης και υπασπιστής του Σουλτάνου Αμπντούλ-Χαμίντ Β’ με έντονη αντι-κεμαλική δράση. Γεννήθηκε στην Τουρκία περί του 1870 και το 1892 αποφοίτησε από την Αυτοκρατορική Ακαδημία Ναυτικού με το βαθμό του ανθυποπλοιάρχου του μηχανικού. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε να ασχολείται συστηματικά με τη φωτογραφία, κερδίζοντας τον τίτλο του «Αρχιφωτογράφου και Ακολούθου της Αυτού Μεγαλειότητος του Σουλτάνου», καθώς ο Αμπτνουλ-Χαμίντ Β’ ήταν λάτρης της φωτογραφίας. Το 1909 την εξορία του Σουλτάνου στη Θεσσαλονίκη ακολουθεί και ο Αλή Σαμή. Εκεί εργάζεται ως φωτογράφος και εκδότης διαφόρων εφημερίδων έως το 1918. Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία συνεργάζεται με τον ελληνικό στρατό και για το λόγο αυτό επικηρύσσεται, μαζί με άλλα 150 άτομα, ως εχθρός του Κεμάλ και της Τουρκίας και καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει φωτογραφείο στην οδό Ρακτιβάν 4. Στο διάστημα 1925-1927 εργάζεται στο Άγιο Όρος, ενώ από το 1928 περιδιαβαίνει την Ελλάδα, φωτογραφίζοντας τοπία, μνημεία και αξιοθέατα. Τα ίχνη του χάνονται μετά το 1933.
ΠΗΓΗ: http://agioritikesmnimes.blogspot.com/2011/10/17.html

Αποτελέσματα 501 έως 600 από 1111