Εμφανίζει 1119 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή

Δάλλας, Μιλτιάδης

  • Άτομο

O Μιλτιάδης Δάλλας, ηπειρωτικής καταγωγής γεννήθηκε στην Αγιά το 1860. Ήταν γιος του πρώτου Δημάρχου της Αγιάς μετά την απελευθέρωση το 1881, του Ιωάννη Δάλλα, νομικός, συμβολαιογράφος και βουλευτής. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα νομικά. Το 1890 και 1893 εκλέχτηκε βουλευτής και ήταν από τους πρώτους μαζί με το Γ. Φιλάρετο που έθεσαν το ζήτημα της αποκατάστασης των κολλήγων της Θεσσαλίας. Διετέλεσε Νομάρχης Τρικάλων και το 1911 υποψήφιος του βενιζελικού κόμματος στο νομό Λάρισας. Από το 1917 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δικηγορία .
Πνεύμα ανήσυχο, άνθρωπος ευρείας μόρφωσης και ιδιαίτερης ευαισθησίας σε θέματα διάσωσης και συγκέντρωσης τοπικών δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων, συγκέντρωσε με ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή έγγραφα κοινοτικά, εκκλησιαστικά, οικογενειακά κ.ά. και συγκρότησε το ιδιωτικό του Αρχείον Ιστορικόν, το οποίο εκτείνεται χρονικά από το 1750 έως το 1950.

Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1930 -

Το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών δημιουργήθηκε όταν, με την καταστροφή του 1922, έγινε κοινή συνείδηση στην ελληνική κοινωνία η ανάγκη αποτύπωσης του πολιτισμού και της ιστορίας των μικρασιατικών κοιτίδων του προσφυγικού πληθυσμού που συνέρρευσε στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Τότε, η μουσικολόγος Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ και ο σύζυγός της ελληνιστής Οκτάβιος Μερλιέ τέθηκαν επικεφαλής μιας κίνησης για τη διάσωση της πρόσφατης μικρασιατικής ιστορίας. Η επιστημονική έρευνα αρχίζει κατά το μεσοπόλεμο με καταγραφές δημοτικών τραγουδιών σε πανελλαδική κλίμακα: η μουσική συνιστά τον αρχικό πυρήνα. Γι’ αυτό και στην πρώιμη μορφή του αποκαλείται Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο (1930-1933) και φέρει διαδοχικές επωνυμίες. Όταν το ίδρυμα διευρύνει τους ορίζοντές του και περνά από τη λαογραφία στην ιστορία, μεταπολεμικά, οριστικοποιεί μορφή, θέμα και περιεχόμενο ερευνητικών στόχων και τότε ονομάζεται "Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών – Ίδρυμα Μέλπως και Οκτάβιου Μερλιέ".

Έως το 1962, η ιδιότητα του Οκτάβιου Μερλιέ ως διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου υπήρξε καθοριστική για τη συνεργασία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών με το γαλλικό κράτος, το οποίο στάθηκε ουσιαστικός αρωγός στο εκδοτικό έργο και στην επιστημονική του αποστολή.

Από το 1962, το Κέντρο, ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, εποπτεύεται και χρηματοδοτείται από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών αναπτύσσει τις δραστηριότητές του στους εξής τομείς:
-συλλογή και διάθεση αρχειακού υλικού που αναφέρεται στη ζωή του ελληνισμού στη Μικρά Ασία, τον εκπατρισμό και την μετεγκατάστασή του στην Ελλάδα
-έκδοση του Δελτίου Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών το οποίο αποτελεί επιστημονικό όργανο που παρακολουθεί και προάγει τις μικρασιατικές σπουδές και ταυτόχρονα αναδεικνύει με επιστημονικές δημοσιεύσεις το πλουσιότατο αρχειακό υλικό του Ιδρύματος
-συγκέντρωση και συντήρηση βιβλιογραφικού υλικού σχετικού με το επιστημονικό αντικείμενο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και διάθεση του υλικού αυτού σε επισκέπτες του ιδρύματος στο αναγνωστήριο
-διάθεση αρχειακού υλικού σε επιστήμονες και ερευνητές με σκοπό την προώθηση της έρευνας καθώς και σε πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς που ενδιαφέρονται για τον τόπο καταγωγής τους
-οργάνωση εκδηλώσεων προβολής του υλικού και των σκοπών του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.

Το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών αποτελεί από το 1962 Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, με κρατική επιχορήγηση. Επίσης, δέχεται χορηγίες από άλλες πηγές για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων ερευνητικών στόχων.

Ηρακλείδης, Δημήτριος

  • Άτομο
  • 1880-1956

Ο Δημήτριος Ηρακλείδης ήταν γόνος σημαντικής και μεγάλης αγιώτικης οικογένειας εμπόρων και πολιτικών τοπικής εμβέλειας. Ο πατέρας του Αχιλλέας Ηρακλείδης υπήρξε σωματάρχης στην τελευταία θεσσαλική εξέγερση του 1877-1878 και αργότερα Πρόεδρος της Κοινότητας Αγιάς από το 1912 έως το θάνατό του το 1919, ενώ ο θείος του Δημήτριος Νικολάου Ηρακλείδης ήταν ο πρώτος διορισμένος Δήμαρχος Δωτίου (1881-1883).
Γεννήθηκε στην Αγιά το 1880, φοίτησε στο Δημοτικό και το Ελληνικό Σχολείο Αγιάς και τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές στη Θεσσαλονίκη. Διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και το 1917 ορίστηκε εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης στη Θεσσαλία. Το 1923 εκλέχτηκε Βουλευτής με τη βενιζελική παράταξη και ακολούθησε την ομάδα των Ριζοσπαστών αγροτιστών του Αλεξ. Παπαναστασίου, στην οποία εξελίχτηκε σε σημαίνον στέλεχος. Το 1932 διετέλεσε υφυπουργός στην κυβέρνηση του Παπαναστασίου, ως Υφυπουργός Προεδρίας. Στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας εκτοπίστηκε για δύο χρόνια στην Αλόννησο και κατόπιν τέθηκε σε κατ΄ οίκον περιορισμό στην Αγιά. Τελευταία πολιτική του δραστηριότητα ήταν στα πλαίσια της ΕΠΕΚ του Νικολάου Πλαστήρα, στην οποία κατέλαβε το αξίωμα του Προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής. Πέθανε το 1956 αφήνοντας όλη του την περιουσία για την ανέγερση και λειτουργία του Γηροκομείου Αγιάς.

14ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών

  • Συλλογικό Όργανο

Σύμφωνα με το αρχειακό υλικό που φυλάσσεται στο Τμήμα Γ.Α.Κ. Αχαΐας και αφορά στις σχολικές μονάδες της περιοχής, η πρώτη, προσωρινού χαρακτήρα, εγκατάσταση προσφύγων στον Συνοικισμό Πτωχοκομείου το 1923 συμπίπτει χρονικά με την ίδρυση δύο δημοτικών σχολείων: α) του Θ’ Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Πατρών και β) του Ζ’ Δημοτικού Σχολείου Θηλέων Πατρών. Η αρχική τους στέγαση έγινε σε ξύλινο παράπηγμα -αντίστοιχο των προοριζόμενων για κατοικία των προσφύγων της περιοχής- πίσω από τον Ι. Ν. Αγίων Αποστόλων. Τα δύο αυτά σχολεία λειτούργησαν ημιανεξάρτητα μέχρι και την συγχώνευσή τους το σχ. έτος 1929-1930, οπότε και μετονομάστηκαν σε 14ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών (μικτό). Σύμφωνα με τα μαθητολόγια των σχολείων το ποσοστό των μαθητών προσφυγικής καταγωγής, τουλάχιστον κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας, ανερχόταν σχεδόν στο 50% του συνόλου των μαθητών.

Στεργιάδης, Αριστείδης

  • Άτομο
  • 1861-1950

Γενικός Διοικητής Ηπείρου και Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη. Στενός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1905 συμμετείχε στο κίνημα του Θερίσου γεγονός για το οποίο και φυλακίστηκε. Μετά την αποφυλάκισή του αναμείχθηκε στη δημόσια ζωή αναλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα όπως του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου. Το 1917 γίνεται γενικός διοικητής Ηπείρου και αργότερα Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης.

Χριστοδούλου, Γεώργιος

  • Άτομο
  • 1899 - 1972

Διπλωματικός ακόλουθος σε Αγίους Σαράντα, Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Ρόδο, Ρώμη, Παρίσι, Κάιρο, Μασσαλία, Καμπέρα Αυστραλίας, Βιέννη, Αυστρία κ.α.

Βελούδιος, Αθανάσιος (Θάνος)

  • Άτομο
  • 1895 - 1992

Έλληνας αεροπόρος, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και αργότερα καλλιτέχνης και ηθοποιός.
Το 1917 κατατάχτηκε ως σημαιοφόρος στην Ναυτική Αεροπορική Υπηρεσία. Κατά το διάστημα 1917-1918 συμμετείχε σε αεροπορικές επιχειρήσεις στο Μακεδονικό Μέτωπο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922), συμμετείχε σε επιχειρήσεις με τη "Ναυτική Αεροπορική Μοίρα Σμύρνης". Σε μία από τις αποστολές που ανέλαβε, στις 25 Ιουνίου 1920, με αεροσκάφος B.E.2e, εκτέλεσε αναγνώριση στον τομέα Προύσας - προσβάσεων όρους Ολύμπου Βιθυνίας - Μουδανιών. Αφού εξακρίβωσε τις θέσεις των ελληνικών στρατευμάτων, που προήλαυναν δυτικά της Προύσας, πέταξε πάνω από την ίδια πόλη και εκτέλεσε παράτολμη προσγείωση, στον περίβολο της εκεί Οθωμανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας, όπου ύψωσε στον ιστό της την Ελληνική σημαία και στη συνέχεια απογειώθηκε. Για αυτή την ενέργεια έλαβε το προσωνύμιο Πορθητής της Προύσας. Ο Βελούδιος συμμετείχε σε αεροπορικές αποστολές μέχρι και τη λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία, με τα "Προκεχωρημένα Αεροπορικά Σμήνη Μετώπου", ενώ τον Σεπτέμβριο του 1921 του απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός Γ' Τάξης. Το 1923 απομακρύνθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις, αλλά επανήλθε το 1927. Αποστρατεύτηκε τελικά ως αντιπλοίαρχος το 1934.
Παράλληλα, εκτός της στρατιωτικής σταδιοδρομίας, ο Αθανάσιος Βελούδιος συμμετείχε ως συνεργάτης του Άγγελου Σικελιανού στις Δελφικές Εορτές, το 1927 και 1930. Συγκεκριμένα, το 1927, κλήθηκε από την Εύα Πάλμερ-Σικελιανού (κατόπιν γνωριμίας και σύνδεσής του με το ζεύγος Σικελιανού) να παρουσιάσει στις Δελφικές Εορτές του 1927 τον «Αρχαίο Ελληνικό Πυρρίχιο χορό», διδάσκοντας ο ίδιος ως «χορογράφος και ρυθμοδότης» («εκρατούσα μόνος μου το σωστό μέτρον, με ένα τύμπανον», θα γράψει σ’ ένα του κείμενο) τα βήματα και την κινησιολογία του αρχαίου πολεμικού χορού σε νέους της εποχής (υπήρχαν και απλοί έφηβοι, μέλη μιας ομάδας «Αθηναίων Προσκόπων», και «αληθινοί Οπλίτες που μου εδάνεισεν ο Βασιλικός Ελληνικός Στρατός», όπως θυμάται ο ίδιος ο Βελούδιος, ως συμμετέχοντες στις χορευτικές ομάδες). Η αρχική επιτυχία των πρώτων εορτών του ζεύγους Σικελιανού οδήγησε στην επανάληψη της διδασκαλίας και παρουσίασης του Πυρριχίου το 1930, με υπεύθυνο και αυτήν την φορά τον ίδιο. Η έμπνευση και οι σχετικές γνώσεις του Βελουδίου για την διδασκαλία της «Πυρριχίου Στρατιωτικής Ορχήσεως» (κατά δήλωσή του) στις Δελφικές Εορτές προήλθαν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, από «εν είδη στιγμιοτύπων απεικονίσεις σε αρχαία κλασικά βάζα (Δούριδος Εξεκίου κλπ.), από φιγούρες ορχουμένων αρχαίων Ελλήνων και κυρίως από «τα πατήματα» των Νεοελλήνων με τον χορόν των […]».
Αργότερα, συμμετείχε ως ηθοποιός στις ταινίες: «Γαλήνη» (1958) του Γρέγκορι Μαρκόπουλου, «Η Χρυσομαλλούσα» (1978) του Τώνη Λυκουρέση, «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910–1927» (1980) του Παντελή Βούλγαρη, «Μανία» (1985), και «Ταξίδι του μέλιτος» (1979) του Γιώργου Πανουσόπουλου.

Μακκάς, Νικόλαος

  • Άτομο
  • 1875 - 1950

Ναύαρχος, πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, στη Μικρασιατική Εκστρατεία και στην συνέχεια ανέλαβε διάφορες διοικητικές θέσεις στο ναυτικό μεταξύ των οποίων και την αρχηγεία του στόλου. Παντρεύτηκε την Ελένη Ζλατάνου (κόρη της Αικατερίνης) και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: την Ειρήνη (Ιρέν), τη Λίλιαν, την Αλεξάνδρα (Αλέκα) και τον Γρηγόριο.

[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: εγκυκλοπαίδεια Ήλιος, υλικό του αρχείου, αρχείο Ρωξάνης Φέσσα]

Κουντουριώτης, Παύλος

  • Άτομο
  • 1855 - 1935

Ο Παύλος Κουντουριώτης γεννήθηκε στην Ύδρα στις 9 Απριλίου 1855. Παρακολούθησε εγκύκλιες σπουδές στην Αθήνα και το 1874 κατατάχθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό ως δόκιμος. Το 1884 προάχθηκε σε υποπλοίαρχο και το 1886 συμμετείχε ως κυβερνήτης κανονιοφόρων σε αποστολή στην Πρέβεζα. Στις αρχές του 1897 στάλθηκε με τον ατμομυοδρόμωνα “Αλφειό” στην επαναστατημένη Κρήτη όπου απειλήθηκε , αλλά αρνήθηκε να υποχωρήσει στις απαιτήσεις των ναυάρχων των Μεγάλων Δυνάμεων και αργότερα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο αντιμετώπισε τους Τούρκους στον Πλαταμώνα. Το 1899 έγινε αντιπλοίαρχος και ανέλαβε κυβερνήτης του ευδρόμου “Ναύαρχος Μιαούλης” με το οποίο και πραγματοποίησε το 1901 το πρώτο υπερατλαντικό ταξίδι ελληνικού πολεμικού σκάφους. Ακολούθησαν η τοποθέτησή του ως υπασπιστή του βασιλιά Γεωργίου Α΄ (1905), η προαγωγή του σε πλοίαρχο (1909) και η τοποθέτηση του ως αρχηγού του ελληνικού στόλου (1912). Οι επιτυχημένες ναυτικές επιχειρήσεις που ανέλαβε εναντίον των Τούρκων στους Βαλκανικούς Πολέμους κατοχύρωσαν την κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο. Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Στ.Σκουλούδη (Οκτώβριος 1915-Ιούνιος 1916) και ως ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Βενιζέλου συμμετείχε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1916 ως μέλος της τριανδρίας (Βενιζέλος-Δαγκλής-Κουντουριώτης). Τον Ιούνιο του 1917 ανέλαβε και πάλι το υπουργείο Ναυτικών όπου παρέμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1919 οπότε αποστρατεύθηκε με το βαθμό του ναυάρχου. Ανέλαβε το αξίωμα του αντιβασιλέα δύο φορές (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1920 και Δεκέμβριος 1923-Μάρτιος 1924) και του προσωρινού προέδρου της Δημοκρατίας. Επί δικτατορίας Παγκάλου υποχρεώθηκε να παραιτηθεί αλλά επανήλθε στη θέση του τον Αύγουστο του 1926 μετά την αποκατάσταση των κοινοβουλευτικών θεσμών (βλέπε επιστολές Θ.Πάγκαλου και Γ.Κονδύλη προς Κουντουριώτη). Εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον Μάϊο του 1929 αλλά λίγους μήνες αργότερα παραιτήθηκε για λόγους υγείας και αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή. Αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές τον Νοέμβριο του 1920 και τον Αύγουστο του 1926.
Παντρεύτηκε το 1889 την Αγγελική Πετροκόκκινου με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: τον Θεόδωρο, σύζυγο Ευφημίας Δ.Καλλέργη, την Λουκία, σύζυγο Αλέξανδρου Στεφάνου και την Δέσποινα, σύζυγο Εμμανουήλ Λαμπρινούδη. Όταν πέθανε η πρώτη του γυναίκα παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ελένη Γερ.Κούππα.
Ο Παύλος Κουντουριώτης πέθανε στις 24 Αυγούστου 1935 στο Παλαιό Φάληρο και ενταφιάστηκε στην Ύδρα.

Καζαντζάκης, Νίκος

  • Άτομο
  • 1887-1956

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Πρωτότοκος γιος του εμποροκτηματία Μιχάλη Καζαντζάκη (1856-1932) και της Ελένης Χριστοδουλάκη (1862-1932). Είχε ακόμη δύο αδελφές και έναν αδελφό, που πέθανε σε βρεφική ηλικία. Πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια στην Κρήτη με κάποια σύντομα διαλείμματα, τα οποία συνδέθηκαν κυρίως με τις ταραγμένες περιόδους της ιστορίας του νησιού: Τα γεγονότα του 1889 στην Κρήτη γίνονται η αιτία της προσωρινής του διαμονής στον Πειραιά, ενώ λόγοι σπουδών τον υποχρέωσαν να μετακινηθεί εκ νέου, στη Νάξο αυτή τη φορά, όπου φοιτά στην εκεί Γαλλική Εμπορική Σχολή (1897-1899). Η Κρήτη, εντούτοις, υπήρξε αναμφίβολα το πρώτο «σχολείο» του Καζαντζάκη, ο πρώτος χώρος όπου αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο, τους ανθρώπους, τα χρώματα, τις μυρωδιές. Κατά δική του ομολογία, οι πρώτες εκείνες εμπειρίες υπήρξαν καθοριστικές, όχι μόνο για τη μετέπειτα λογοτεχνική του παραγωγή, αλλά και τη διαμόρφωση ολόκληρης της κοσμοθεωρίας του.

Για τον Καζαντζάκη, ο κύκλος της Κρήτης έκλεισε το 1902, έτος έγγραφής του στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε τέσσερα χρόνια αργότερα με «άριστα». Το 1907 αναχώρησε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Από πολλές απόψεις, η παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα αποτέλεσε αποκάλυψη, όχι τόσο για την εμβάθυνση στη νομική επιστήμη όσο για τις δραστηριότητές του εκτός αυτής. Το Παρίσι έδωσε στον νεαρό Καζαντζάκη την ευκαιρία να παρακολουθήσει σεμινάρια φιλοσοφίας δίπλα στον μεγάλο δάσκαλο Ανρί Μπεργκσόν – μια μαθητεία που επρόκειτο να αποβεί καθοριστική για τη ζωή του και το έργο του. Έτσι λοιπόν, εάν ο Καζαντζάκης εξελίχθηκε σε λαμπρό λογοτέχνη, η Αθήνα και το Παρίσι προσέφεραν τα πρώτα εργαλεία για την εξέλιξή του αυτή.

Η παραμονή του στη αθηναϊκή πρωτεύουσα σηματοδότησε και την πρώτη δειλή του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, με το μυθιστόρημα «Όφις και κρίνος», το οποίο αφιερώνει στην πρώτη του σύζυγο, Γαλάτεια Αλεξίου. Ακολούθησε μια σειρά μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων (Ξημερώνει, Φασγά, Σπασμένες Ψυχές κ.α.). Η πρώιμη αυτή λογοτεχνική περίοδος ολοκληρώνεται για τον Καζαντζάκη σχεδόν συμβολικά. Το 1910, το έργο του Η Θυσία (το οποίο θα δημοσιευτεί αργότερα με τον τίτλο Ο Πρωτομάστορας) απέσπασε το πρώτο βραβείο στον Λασάνειο Δραματικό Αγώνα. Το εν λόγω έργο διασκευάστηκε σε λιμπρέτο από τον Μανώλη Καλομοίρη, για να παρουσιαστεί ως όπερα στο ευρύ κοινό. Το ίδιο διάστημα, δημοσιεύει δοκίμια και μελετήματα, χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Κάρμα Νιρβανή, Ακρίτας και Πέτρος Ψηλορείτης σε γνωστά περιοδικά της εποχής (Νουμάς, Παναθήναια κ.α.). Λίγο αργότερα, η θητεία του στη γαλλική πρωτεύουσα του άνοιξε νέες οδούς έκφρασης, όπως αυτή της μετάφρασης. Ως το 1915, έφερε το ελληνικό κοινό σε επαφή με σπουδαίους ευρωπαίους διανοητές, με τους Νίτσε, Μπύχνερ, Ντάρβιν, καθώς και με σημαντικά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όπως αυτό του Πλάτωνα. Καθώς φαίνεται, όλα τον προετοιμάζουν για ένα έργο ζωής – τη μετάφραση της Οδύσσειας: 33.000 δεκαεπτασύλλαβοι στίχοι, χωρισμένοι σε 24 ραψωδίες και περίπου 7.500 αθησαύριστες λέξεις, που δεν απαντώνται σε κανένα ελληνικό λεξικό. Το έργο εκδόθηκε το 1938, μετά από επτά συνολικά γραφές.

Μετά το πέρας των σπουδών του, για μεγάλο διάστημα βιοπορίζεται μέσα από την εργασία του στον ελληνικό Τύπο. Ως εξωτερικός ανταποκριτής μεγάλων εφημερίδων όπως η Ακρόπολις, ο Ελεύθερος Λόγος, ο Ελεύθερος Τύπος και η Καθημερινή, δεν έδωσε μόνο μια σειρά σημαντικών άρθρων αλλά και σημαντικές συνεντεύξεις, όπως εκείνες των δικτατόρων Πρίμο ντε Ριβέρα και Μπενίτο Μουσουλίνι (1926). Εντούτοις, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρωταρχική του ανάγκη παραμένει η έκφρασή του μέσα από την λογοτεχνική γραφή. Το 1928 εξέδωσε το πρώτο του μνημειώδες έργο, την Ασκητική, στην οποία κατόρθωσε να συμπυκνώσει ολόκληρη την κοσμοθεωρία του. Στο μεταξύ, η ακόρεστη δίψα του για γνώση και νέες εμπειρίες έχει βρει διέξοδο σε πολυάριθμα ταξίδια: Άγιον Όρος, Καύκασος, Βιέννη, Βερολίνο, Ιταλία, Κύπρος, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Σινά, Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία, Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Γιουγκοσλαβία κ.α. Στο πλαίσιο των ταξιδιών αυτών, γνωρίζει πιστούς συντρόφους και συνοδοιπόρους. Ενδεικτικά, αναφέρεται ο φίλος και μετέπειτα κουμπάρος του, Άγγελος Σικελιανός, με τον οποίο, εκκινώντας από το Άγιον Όρος, περιηγήθηκαν ανά την Ελλάδα, αλλά και η δεύτερη και ισόβια πλέον σύντροφός του, Ελένη Καζαντζάκη. Από το 1927 ως το 1961, οι ταξιδιωτικές του αναμνήσεις παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από την τμηματική έκδοση μιας ανθολογίας υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο Ταξιδεύοντας. Στο εξής, όλες οι εμπειρίες – ακόμη και οι πλέον απογοητευτικές – βρίσκουν τη θέση τους στο συγγραφικό του καμβά. Παραδειγματικά, αναφέρονται τα αποτυχημένα εγχειρήματά του να κατεβάσει ξυλεία από το Άγιον Όρος ή η προσπάθεια εκμετάλλευσης ενός λιγνιτωρυχείου στη Μάνη με τον Γιώργη Ζορμπά, τα οποία μετουσιώθηκαν, ωστόσο, σε αριστουργηματικά έργα, όπως το Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) ή το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954).

Μια διαφορετική πτυχή της ζωής του Καζαντζάκη – ίσως η λιγότερο γνωστή – αφορά στην έντονη πολιτική του δραστηριοποίηση. Το σημείο, δηλαδή, που η πνευματική του παρουσία βρίσκει το ισόποσό της στην πολιτική δράση. Δυο φορές ανέλαβε ανώτερη κυβερνητική θέση: την πρώτη ως γενικός διευθυντής του Υπουργείου Περιθάλψεως, με βασική αποστολή τον επαναπατρισμό των προσφύγων από την περιοχή του Καυκάσου (1919). Τη θέση αυτή διατήρησε ως την εκλογική ήττα των Φιλελευθέρων το 1920, για να επανέλθει πολλά χρόνια αργότερα ως Υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης Σοφούλη (1945-46). Κατά τα φαινόμενα, η εμπλοκή του στη πολιτική ζωή του προσέφερε κυρίως απογοητεύσεις. Το 1929, οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με το σοβιετικό καθεστώς και η διοργάνωση εκδήλωσης από κοινού με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης στην Αθήνα κατέληξαν στην πρώτη δικαστική του δίωξη. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την απαρχή μιας σειράς σφοδρών αντιδράσεων απέναντι στον ίδιο και το έργο του. Αργότερα, την σκυτάλη παίρνει η Εκκλησία: με αιχμή του δόρατος τα έργα του Ασκητική, Ο Καπετάν Μιχάλης (1953) και Ο Τελευταίος Πειρασμός (1955), κατηγορήθηκε αρχικά για αθεΐσμό, ενώ αργότερα η Ιερά Σύνοδος επιχείρησε να επιβάλει την απαγόρευση των βιβλίων του. Παράλληλα, το Βατικανό συμπεριέλαβε τον Τελευταίο Πειρασμό στον περίφημο κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων (Librex Librorum Prohibitorum). Οι αντιδράσεις αυτές πιθανότατα του στοίχισαν την εκλογή στην Ακαδημία Αθηνών με διαφορά δύο μόλις ψήφων, ή το Νόμπελ Λογοτεχνίας, παρά τη διπλή υποψηφιότητά του. Τον Ιούλιο του 1957, ο Καζαντζάκης αναχώρησε για ένα τελευταίο ταξίδι στην Κίνα, ως επίσημος προσκεκλημένος της κυβέρνησης. Κατά την επιστροφή, ασθένησε πολύ σοβαρά. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη και έπειτα στο Φράιμπουργκ, όπου και κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957.

Επιμέλεια: Ελευθερία Κυφωνίδου

Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1920 -

Η "Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή" (Α.Γ.Σ.Α) ιδρύεται με το νόμο 1844 του 1920, επί Κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου, στο παλιό κτήμα Χασεκή στο Βοτανικό Κήπο. Στον ίδιο χώρο προϋπήρχε η Τριανταφυλλίδειος Γεωργική Σχολή που ιδρύθηκε το 1888 και ήταν τριετούς φοιτήσεως. Πρώτος Διευθυντής της Γεωπονικής Σχολής ήταν ο Σπυρίδων Χασιώτης, πατέρας της Γεωπονικής Επιστήμης, ο οποίος είχε διατελέσει, μεταξύ των άλλων, Διευθυντής της Γεωργικής Σχολής Τίρυνθας το διάστημα 1894-1897, που ήταν η πρώτη γεωργική σχολή που είχε ιδρυθεί ήδη από την περίοδο διακυβέρνησης Καποδίστρια.

Το 1926 ιδρύθηκε το Ειδικό Ταμείο της Σχολής που έδωσε ώθηση σε όλες τις υποθέσεις της και κυρίως στη επίλυση του κτιριακού προβλήματος, στον εξοπλισμό των Εργαστηρίων και στην καλύτερη οργάνωση των Αγροκτημάτων.

Τον Ιούνιο του 1937 με τον Αναγκαστικό Νόμο 835 της Κυβερνήσης Μεταξά, η Σχολή διαλύθηκε και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το 1943 δια του Νόμου 672 και χάρη στις προσπάθειες των Καθηγητών της Σχολής και την προθυμία του τότε Υφυπουργού Γεωργίας και Βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος Γ. Παμπούκα, επανήλθε στην αρχική της θέση στην Αθήνα (Βοτανικός).

Η νέα περίοδος σφραγίστηκε από τη δημιουργία του νέου Κεντρικού Κτιρίου που θεμελιώθηκε το 1948 και ολοκληρώθηκε, σε πρώτη φάση, το 1954, χάρη στην Αμερικανική Βοήθεια και με χρήματα του σχεδίου Μάρσαλ. Ταυτόχρονα η Σχολή αποκτά σημαντικά αγροκτήματα στην Κωπαϊδα (1.000 στρ) και στη Γιαλού Σπάτων (330 στρ), απαραίτητα για την διδασκαλία, την πρακτική άσκηση των φοιτητών και την έρευνα.

Από το 1959 η Σχολή παύει να υπάγεται στο Υπουργείο Γεωργίας και περνάει στο Υπουργείο Παιδείας. Εγκαινιάζεται έτσι μία νέα περίοδος για το ίδρυμα που είναι απο τις πιο γόνιμες και φτάνει μέχρι το 1967.

Η περίοδος της δικτατορίας που επέφερε τις γνωστές ανωμαλίες στα Ανώτατα Ιδρύματα, συνδέθηκε με γεγονότα όπως το τραγικό συμβάν της αυτοκτονίας του Βοηθού της Σχολής Θ.Φραγκόπουλου και με απειλές περί μεταφοράς της Σχολής στην Κρήτη, από τον Σ.Παττακό.

Μετά την περίοδο αυτή, η Σχολή προσπαθεί να βρεί το δρόμο της με όλες τις αλλαγές που έχουν στο μεταξύ συντελεστεί (αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, συμμετοχή φοιτητών στα συλλογικά όργανα και αλλαγές στη δομή και λειτουργία της Σχολής).

Το 1982 ο Νόμος Πλαίσιο 1268, αλλάζει το καθεστώς Διοίκησης των Α.Ε.Ι . Οι συζητήσεις και οι νέες εξελίξεις, οδήγησαν το 1985/86 στο χωρισμό σε δύο Τμήματα (Γεωρ. Ανάπτυξης και Γεωργ. Παραγωγής). Πρός το τέλος εξάλλου της δεκαετίας του ΄80 γίνεται η μετονομασία της Σχολής σε Γεωργικό Πανεπιστήμιο (Π.Δ. 377/1989) και ο χωρισμός της σε 7 Τμήματα. Με το Π.Δ. 226/1995 εξάλλου, το Γεωργικό Πανεπιστήμιο Αθηνών μετονομάζεταιι σε Γεωπονικό.

Εφημερίδα "Καμπάνα"

  • Συλλογικό Όργανο

Η εφημερίδα Καμπάνα εκδίδεται στη Μυτιλήνη, με διευθυντή τον Στράτη Μυριβήλη (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου, Λέσβος 1890-Αθήνα 1969), για λογαριασμό των συναδέλφων του εφέδρων αξιωματικών της Λέσβου και αποτελεί εκφραστικό όργανο των αντιμιλιταριστικών απόψεων του εκδότη της, όπως διαμορφώθηκαν κατά την εθελοντική εμπλοκή του στους βαλκανικούς πολέμους, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Στην εφημερίδα δημοσιεύτηκε, σε 42 συνέχειες, η πρώτη γραφή του μυθιστορήματος Η ζωή εν τάφω του Στρ. Μυριβήλη (α΄ αυτοτελής έκδοση, Τυπογραφείο της Καμπάνας, 1924), ενώ μεταξύ των γνωστών ονομάτων που συνεργάστηκαν στο έντυπο συγκαταλέγονται οι Ηλίας Βενέζης και Ιωάννης Γρυπάρης.

Πηγή: Νίκη Λυκούργου, Σχεδίασμα χρονογραφίας Στράτη Μυριβήλη (1890-1969), Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού – Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1990.

Καρανικόλας, Αλέξανδρος

  • Άτομο
  • 1911 - 1982

Σύζυγος της Σοφίας Γεδεών-Καρανικόλα. Γεννήθηκε στην Σύμη στις 25 Ιουλίου του 1911 και πέθανε στην Αθήνα το 1982. Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως φιλόλογος σε ιδιωτικά σχολεία του Πειραιά (1932-1936) και στη συνέχεια έλαβε το επαγγελματικό παιδαγωγικό πτυχίο από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον Δεκέμβριο του 1937 διορίστηκε στην Τήνο και κατόπιν στη Χίο. Το 1938 έλαβε οργανική θέση στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστήμιου Αθηνών όπου υπηρέτησε μέχρι την προαγωγή του σε Γυμνασιάρχη στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο Ρόδου, για να παραμείνει ως το 1951. Πολέμησε και τραυματίστηκε στον Πόλεμο του 1940-1941. Το 1943 έλαβε τον τίτλο του διδάκτορος της Φιλοσοφίας με την διδακτορική διατριβή «Εκθέσεις ιδεών εις τα σχολεία της Μέσης Εκπαιδεύσεως». Το 1946 πήρε εκπαιδευτική άδεια και φοίτησε στο Τμήμα Παιδαγωγικών (Teachers’ College) του Yale από όπου πήρε και μεταπτυχιακό δίπλωμα. Το 1951 διορίστηκε Γυμνασιάρχης του Α΄ Προτύπου Γυμνασίου Αρρένων Πειραιώς, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1961, οπότε έγινε Γενικός Επιθεωρητής και στην συνέχεια (1965) επόπτης. Μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου συμμετείχε ενεργά στην μεταρρύθμιση Παπανούτσου. Μετά από επταετή απόλυση (1967-1974) επανήλθε με την πτώση της Δικτατορίας, για να διοριστεί το 1976 πρόεδρος του ΚΕΜΕ, συμβάλλοντας καθοριστικά στην διαμόρφωση της «Μεταρρύθμισης του 1976». Πρωτοστάτησε στην ίδρυση των Σχολών Επιμορφώσεως των λειτουργών της πρώτης και δεύτερης βαθμίδας (ΣΕΛΔΕ και ΣΕΛΜΕ). Συνταξιοδοτήθηκε το 1978. Παράλληλα ασχολήθηκε με θέματα της Σύμης, τόπου καταγωγής του, και γενικότερα της Δωδεκανήσου. Δημοσίευσε σε περιοδικά πολλά άρθρα για εκπαιδευτικά θέματα καθώς και την μονογραφία Το εκπαιδευτικό πρόβλημα της Δωδεκανήσου (1945).

[Πηγές: Φ. 8.3 του αρχείου και λήμμα «Καρανικόλας, Αλέξανδρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 4, Εκδοτική Αθηνών].

Ζ' Δημοτικό Σχολείο Πατρών

  • Συλλογικό Όργανο

Σύμφωνα με το αρχειακό υλικό που φυλάσσεται στο Τμήμα Γ.Α.Κ. Αχαΐας και αφορά στις σχολικές μονάδες της περιοχής, η πρώτη, προσωρινού χαρακτήρα, εγκατάσταση προσφύγων στον Συνοικισμό Πτωχοκομείου το 1923 συμπίπτει χρονικά με την ίδρυση δύο δημοτικών σχολείων: α) του Θ’ Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Πατρών και β) του Ζ’ Δημοτικού Σχολείου Θηλέων Πατρών. Η αρχική τους στέγαση έγινε σε ξύλινο παράπηγμα -αντίστοιχο των προοριζόμενων για κατοικία των προσφύγων της περιοχής- πίσω από τον Ι. Ν. Αγίων Αποστόλων. Τα δύο αυτά σχολεία λειτούργησαν ημιανεξάρτητα μέχρι και την συγχώνευσή τους το σχ. έτος 1929-1930, οπότε και μετονομάστηκαν σε 14ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών (μικτό). Σύμφωνα με τα μαθητολόγια των σχολείων το ποσοστό των μαθητών προσφυγικής καταγωγής, τουλάχιστον κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας, ανερχόταν σχεδόν στο 50% του συνόλου των μαθητών.

Λιόλιος, Γιώργος

  • Άτομο

Ο Γιώργος Λιόλιος (Βέροια, 1968) σπούδασε δημοσιογραφία και νομικά. Ζει στη Βέροια, όπου εργάζεται ως δικηγόρος. Ασχολείται συστηματικά με την έρευνα της ιστορίας του εβραϊσμού της Ελλάδας. Κείμενα του για την εβραϊκή κοινότητα της Βέροιας δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά έντυπα (στην Ελλάδα και τη Σερβία), σε διαδικτυακούς τόπους, καθώς και στον τιμητικό τόμο για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ελλάδας.
Κυκλοφορούν τα βιβλία του: Ίχνη εβραϊκής παρουσίας στη Σίφνο (εκδ. Ευρασία), Σκιές της πόλης-Αναπαράσταση του διωγμού των Εβραίων της Βέροιας (εκδ. Ευρασία), Η Βέροια των περαστικών (εκδ. ΕΦΑ Ημαθίας) και οι νουβέλες: Ο αλλόκοτος κόσμος του Γιόνας Τρέσνι (Εκδόσεις του Φοίνικα) και O χωρευτής (εκδ. Το Ροδακιό).

Δήμος Γυθείου

  • Συλλογικό Όργανο

Ο Δήμος Γυθείου σχηματίστηκε το 1835 (Β.Δ. 9 (21).3. 1835). Πρωτεύουσα του Δήμου ορίστηκε το Γύθειο (Μαραθονήσι).

Ταϊπλιάδης, Γιάννης

  • Άτομο

Ο Γιάννης Ταϊπλιάδης γεννήθηκε στη Βέροια όπου και απεβίωσε το 2012. Σπούδασε φωτογραφία. Τακτικό μέλος της Εταιρείας των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου της ΟΥΝΕΣΚΟ. Έγραψε έργα για μικρούς και μεγάλους και τα περισσότερα από αυτά παρουσιάστηκαν από ΔΗΠΕΘΕ, από θιάσους του ελεύθερου θεάτρου και πολλούς ερασιτεχνικούς πολιτιστικών συλλόγων. Το έργο του “Και όμως, κάπως έτσι…” τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου του Υπουργείου Πολιτισμού στο διαγωνισμό του 1990. Τελευταίο του έργο: “Ο βάλτος είναι πάντα εκεί”. Παρουσιάσθηκε από το ΚΘΒΕ σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Τα έτη 1981-82-83 σε τρεις αποστολές στον Πόντο τις οποίες οργάνωσε η Εύξεινος Λέσχη Βεροίας, κατέγραψε κινηματογραφικά και φωτογραφικά σχεδόν όλη την περιοχή του Πόντου. Το 1983 συνελήφθη από την Τουρκική ασφάλεια για κατασκοπεία στην Ορντού (αρχαία Κοτύωρα).

Μορφωτικός Σύλλογος «Προμηθέας»

  • Συλλογικό Όργανο

Ο Μορφωτικός Σύλλογος «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ» ιδρύθηκε το 1975 από κατοίκους του συνοικισμού. Διαθέτει τμήματα ζωγραφικής, χορού και θεάτρου με έντονη παρουσία και συμμετοχή στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης της Βέροιας.

Φωτιάδης, Κωνσταντίνος

  • Άτομο

Ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης γεννήθηκε στο Άνω Ζερβοχώρι της Νάουσας το 1948, από γονείς πρόσφυγες. Το Δεκέμβριο του 1989 εκλέχτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. λέκτορας της ιστορίας του ελληνισμού της Ανατολής από τον 15ο αιώνα και εξής. Τέλος, το 1997 εκλέχτηκε καθηγητής της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού στο Α.Π.Θ.. Υπήρξε κοσμήτορας της Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας, μέλος της οργανωτικής επιτροπής του Α΄ Παγκοσμίου Συμβουλίου του Απόδημου Ελληνισμού, του ΚΕ.ΠΟ.ΜΕ., της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, της Επιστημονικής Επιτροπής του Κέντρου Μελέτης και Ανάπτυξης του Ελληνικού Πολιτισμού της Μαύρης Θάλασσας και της Επιστημονικής Επιτροπής του προγράμματος "Ιάσων" του Α.Π.Θ. για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Δημοτικό Σχολείο Μικρής Σάντας

  • Συλλογικό Όργανο

Οι πρώτοι οικιστές της Μικρής Σάντας, ήρθαν στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή το 1922, αναζήτησαν και βρήκαν τέτοιο τόπο για να χτίσουν το νέο τους χωριό, που να μοιάζει με το φυσικό περιβάλλον της Σάντας του Πόντου. Ως τέτοιο τόπο βρήκαν την περιοχή της Μικρής Σάντας Βέροιας, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νομού Ημαθίας, σε υψόμετρο 750 μέτρων από τη θάλασσα, κοντά στην Παναγία Σουμελά.
Το δημοτικό σχολείο της Μικρής Σάντας, χτίστηκε με προσωπική εργασία και συνεισφορά χρημάτων των πρώτων οικιστών, λειτούργησε ως μονοθέσιο σχολείο με 43 - 60 μαθητές κατά τα σχολικά έτη 1922-1965, οπότε και καταργήθηκε λόγω έλλειψης μαθητών.

Χαλεπάς, Γιαννούλης

  • Άτομο
  • 1851 – 1938

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1851 στον Πύργο της Τήνου. Η οικογένειά του είχε παράδοση στην επεξεργασία του μαρμάρου, αφού ο πατέρας του, Ιωάννης Χαλεπάς, είχε μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις μαρμαρογλυπτικής, με δραστηριότητα και παραρτήματα στην Τήνο, τη Σύρο, τον Πειραιά, τη Ρουμανία και τα παράλια της Μικράς Ασίας.

Η αγάπη του για την τέχνη εκδηλώθηκε από τα σχολικά του χρόνια, ο πατέρας του όμως τον έστειλε στη Σύρο, για να εργαστεί σαν υπάλληλος σε εμπορικό. Παρόλα αυτά ο Γιαννούλης επέμενε να σπουδάσει γλυπτική. Έτσι, το 1869 η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα. Ο Γιαννούλης γράφτηκε στο Σχολείον των Τεχνών και, ως το 1872, σπούδασε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα και γλυπτική κοντά στον Λεωνίδα Δρόση. Από τα αρχεία της Σχολής φαίνεται ότι το 1871 κέρδισε το τρίτο βραβείο προτομών στο τμήμα της ζωγραφικής και το πρώτο βραβείο κοσμηματογραφίας στο τμήμα γλυπτικής. Το καλοκαίρι του 1872, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας της Τήνου, πήγε στο Μόναχο, όπου, την 1η Νοεμβρίου, γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και σπούδασε κοντά στον Μαξ φον Βίντνμαν (Max von Widnmann). Κατά τη διάρκεια των σπουδών του βραβεύτηκε σε διαγωνισμούς της Σχολής, ενώ αναφέρεται ότι το γύψινο πρόπλασμα του έργου Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα κέρδισε το χρυσό μετάλλιο σε έκθεση. Η υποτροφία του όμως έληγε τον Μάρτιο του 1875 και, παρά τις προσπάθειες και τα διαβήματα των καθηγητών του, δεν δόθηκε παράταση. Για ένα διάστημα κατόρθωσε να παραμείνει στο Μόναχο με τη βοήθεια του φίλου του, μετέπειτα ιστορικού Γεώργιου Κωνσταντινίδη, το καλοκαίρι όμως του 1875 επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1876 η Επιτροπή του Ιδρύματος της Ευαγγελίστριας πρότεινε να του δοθεί υποτροφία για τη Ρώμη, ώστε να ολοκληρώσει τις σπουδές του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Μετά την επιστροφή του, και μέχρι το 1878, δημιούργησε τρία από τα σημαντικότερα έργα της πρώτης δημιουργικής του περιόδου: τον Σάτυρο που παίζει με τον έρωτα (1877), που παρουσίασε το 1875 σε γύψο στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα και το 1878 σε μάρμαρο στην Παγκόσμια έκθεση στο Παρίσι, την Κοιμωμένη (1878) στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη, στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας και το Κεφάλι σατύρου (1878).

Το 1878 εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς, η οποία οδήγησε στον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας στις 4 Ιουλίου 1888, ως «πάσχοντα από άνοιαν». Στο ψυχιατρείο παρέμεινε ως τις 6 Ιουνίου 1902, οπότε η μητέρα του, που ήταν πάντα αντίθετη στον εγκλεισμό του, τον πήγε πίσω στην Τήνο. Ο πατέρας του είχε πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο.

Από τη μακροχρόνια παραμονή του Χαλεπά στο ψυχιατρείο το μόνο που σώζεται είναι ένα μικροσκοπικό κεφάλι ανδρικής μορφής από πηλό, δεν γνωρίζουμε όμως αν ήταν μια μεμονωμένη εκδήλωση δημιουργικής διάθεσης ή αποτέλεσμα μιας συστηματικότερης ενασχόλησης με την τέχνη. Η μορφή αυτή, δουλεμένη εντελώς λιτά, με το πρόσωπο ακατέργαστο και εν μέρει παραμορφωμένο, θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί μια τραγική αυτοπροσωπογραφία του.

Τον Απρίλιο του 1902, λίγους μήνες πριν την έξοδό του από το ψυχιατρείο, ο Ξενοφών Σώχος επανέφερε τον Χαλεπά στο προσκήνιο με άρθρο του στο περιοδικό Πινακοθήκη. Πρόκειται πιθανότατα για το πρώτο άρθρο που γράφτηκε για τον γλύπτη μετά το 1878. Το περιοδικό επανήλθε τον Μάιο του ίδιου χρόνου, με ιδιαίτερη αναφορά στην Κοιμωμένη στο Α΄ νεκροταφείο. Τον Αύγουστο, και ενώ ο Χαλεπάς είχε βγει από το ψυχιατρείο, η Πινακοθήκη πληροφορούσε για την κατάστασή του, ενώ τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε φωτογραφίες έργων του.

Μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο ο Χαλεπάς ζούσε κλεισμένος στον εαυτό του, σε μεγάλη ανέχεια και κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του. Καθώς δεν είχε χάσει τη δημιουργική του διάθεση, έπλαθε έργα σε πηλό, τα κατέστρεφε όμως είτε ο ίδιος είτε η μητέρα του, που θεωρούσε τη γλυπτική υπαίτια για την ασθένειά του. Η κατάστασή του την περίοδο εκείνη περιγράφεται σε διάφορα δημοσιεύματα.

Το 1905 τον επισκέφθηκε στην Τήνο ο γλύπτης Λάζαρος Σώχος, ο οποίος φιλοτέχνησε και ένα μετάλλιο με τη μορφή του και την επιγραφή Πάνορμος / 1905, και το 1914 ο γλύπτης Αντώνης Σώχος. Το 1915 ο Θεόδωρος Βελλιανίτης δημοσίευεσε μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα Αθήναι (25/1/1915, 27/1/1915, 4/2/1915, 5/2/1915).

Το 1916 έφυγε από τη ζωή η μητέρα του. Ο θάνατός της φαίνεται ότι ήρθε σαν λύτρωση, αφού, μετά από μια φημολογούμενη υποτροπή της ασθένειας του, από το 1918 ο Χαλεπάς άρχισε και πάλι να εργάζεται, φιλοτεχνώντας ως το θάνατό του ένα σημαντικό αριθμό έργων. Το ύφος του όμως πλέον έχει αλλάξει δραματικά. Ενστικτώδες και αυθόρμητο, επικεντρωμένο στην ουσία και απελευθερωμένο από τα διδάγματα της Ακαδημίας, εκφράζει τον ψυχισμό του και αποτυπώνει τα προσωπικά του βιώματα.

Το 1922, με εντολή του υπουργείου Παιδείας και της Διεύθυνσης του Ε.Μ.Π., τον επισκέφθηκε ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, προκειμένου να εκτιμήσει το έργο του. Ο Θωμόπουλος συνέταξε ένα κατάλογο έργων του και έβγαλε ορισμένα εκμαγεία. Το 1924 τον επισκέφθηκε ο διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρίας Παπαντωνίου, που περιγράφει την επίσκεψή του αυτή τρία χρόνια αργότερα σε άρθρο του στο περιοδικό Νέα Εστία. Την ίδια χρονιά τον επισκέφθηκε και ο διευθυντής του περιοδικού Πινακοθήκη Δ.Ι. Καλογερόπουλος, ο οποίος περιγράφει τη συνάντησή τους σε άρθρο του στο περιοδικό.

Το 1925 οργανώθηκε η πρώτη έκθεσή του στην Ακαδημία Αθηνών με έργα που είχαν μεταφερθεί σε γύψο μετά και την επίσκεψη του Θωμά Θωμόπουλου, ενώ στις 25 Μαρτίου 1927 του απονεμήθηκε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών. Το 1928 ο εκδότης του περιοδικού Φραγκέλιο Νίκος Βέλμος, που τον είχε επισκεφθεί τον προηγούμενο χρόνο στην Τήνο, οργάνωσε έκθεση γλυπτών και σχεδίων του στο Άσυλον Τέχνης. Με αφορμή την έκθεση, τα Φύλλα Τέχνης του Φραγκέλιου κυκλοφόρησαν με ένα τεύχος αφιερωμένο στον Χαλεπά, το οποίο του έστειλε ο Βέλμος, μαζί με μια πολύ θερμή επιστολή.

Στις 24 Αυγούστου 1930 η ανιψιά του Ειρήνη τον έφερε στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του σε ένα γαλήνιο οικογενειακό περιβάλλον στο σπίτι του Βασίλη και της Ειρήνης Χαλεπά, στην οδό Δαφνομήλη 35. Ως το τέλος εργαζόταν εντατικά, ενώ λάμβανε και παραγγελίες. Στο αρχείο του υπάρχουν έγγραφα, επιστολές και φωτογραφίες για την εκτέλεση προτομής και αναγλύφου του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερού, επιτύμβιου αναγλύφου της Κλεοπάτρας Τούμπα, κόρης της Μερόπης Τούμπα, επιτύμβιου αγγέλου για τον τάφο Πολίτη. Έργα που προέρχονται από παραγγελίες που έλαβε μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα περιλαμβάνονται επίσης σε χειρόγραφο κατάλογο έργων του από τον Στρατή Δούκα.

Από τα πρώτα μέρη που επισκέφθηκε μόλις ήρθε στην Αθήνα ήταν το Α΄ Νεκροταφείο, για να δει την Κοιμωμένη. Πήγε ακόμη στην Ακρόπολη και στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο ερχομός του στην Αθήνα κινητοποίησε τους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους. Ο δημοσιογράφος Κώστας Καλαντζής ήταν από τους πρώτους που τον επισκέφθηκαν, δημοσιεύοντας τη συνομιλία που είχε μαζί του στην εφημερίδα Ελληνική στις 30 και 31 Αυγούστου 1930. Τα επόμενα χρόνια τιμητικές εκδηλώσεις, απονομές και εκθέσεις του χάρισαν την αναγνώριση. Στις 10 Ιουνίου 1934 η Λαογραφική και Ιστορική Εταιρεία Κυκλαδικού Πολιτισμού και Τέχνης τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της, ενώ στις 18 Νοεμβρίου 1934 εορτάστηκε η 80ετηρίδα του και του απονεμήθηκε αναμνηστικό μετάλλιο. Στις 18 Αυγούστου 1934 ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρος της Ένωσεως «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι». Το 1935 παρουσίασε την Αναπαυομένη σε έκθεση που διοργάνωσε η Ένωση στον Παρνασσό. Τον Αύγουστο του 1936 συμμετείχε στην Α΄ Παγκυκλαδική Έκθεση στη Σύρο και του απονεμήθηκε τιμητικό μετάλλιο.

Στις 15 Σεπτεμβρίου 1938 ο Γιαννούλης Χαλεπάς έφυγε από τη ζωή. Με τη διαθήκη του, άφησε τα υπάρχοντά του στον ανιψιό του Βασίλειο Χαλεπά, γιο του αδελφού του Νικόλα, και στη γυναίκα του Ειρήνη, κοντά στους οποίους έζησε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του.

Δημοτικό Σχολείο Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα

  • Συλλογικό Όργανο

Το Δημοτικό Σχολείο Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα συστήθηκε το σχολικό έτος 1926-1927 και λειτουργεί εως σήμερα.
Τα πρώτα χρόνια λειτούργησε ως μεικτό μονοτάξιο εως το σχολικό έτος 1934-1935 ενώ μετέπειτα ως μεικτό διτάξιο. Σήμερα στεγάζεται στον ίδιο χώρο.
Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του 1926-1927 είχαν εγγραφεί 40 μαθητές από Σμύρνη – Μικρά Ασία. Το σχολικό έτος 1927-1928 εγγράφηκαν 55 μαθητές, το σχολικό έτος 1929-1930 εγράφησαν 57 μαθητές, το σχολικό έτος 1930-1931 εγράφησαν 67 μαθητές , το σχολικό έτος 1931-1932 εγγράφηκαν 83 μαθητές.
Η 1η διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα ήταν η κα. Ελένη Λαζαράτου.

Εφταλιώτης, Αργύρης

  • Άτομο
  • 1849 - 1923

Αργύρης Εφταλιώτης ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο του Κλεάνθη Κ. Μιχαηλίδη. Γιος του δασκάλου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη, γεννήθηκε στον Μόλυβο της Λέσβου το 1849. Μετά το θάνατο του πατέρα του, σε ηλικία ακόμη 17 ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στην Αγγλία, όπου εργάσθηκε αρχικά στο Manchester και κατόπιν σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας (Liverpool, Hall), καθώς και στη Βομβάη της Ινδίας, ως υπάλληλος του εμπορικού οίκου των αδελφών Ράλλη. Πέθανε το 1923 στο Cap d’Antibes.
Ως ποιητής εμφανίσθηκε με τη συλλογή Τραγούδια ξενιτευμένου, η οποία κέρδισε τον έπαινο στον Α΄ Φιλαδέλφειο διαγωνισμό το 1889. Δυο χρόνια αργότερα συμμετείχε στον ίδιο διαγωνισμό με τις συλλογές Καθρέπτης του Πύργου μου και Αγάπης λόγια. Η δεύτερη συλλογή αποτελείται από 32 σονέτα σε δεκατρισύλλαβο, επηρεασμένα από τον Shakespeare. Ήταν αφιερωμένο στη γυναίκα του Ελίζα.
Μαζί με τον Ψυχάρη και τον Αλέξανδρο Πάλλη, ο Εφταλιώτης πρωταγωνίστησε για την καθιέρωση της δημοτικής. Από το 1889 δημοσίευε ηθογραφικά διηγήματα τα οποία εξέδωσε το 1897 με τον τίτλο Νησιώτικες ιστορίες. Το 1900 δημοσίευσε το εκτενέστερο αφήγημά του, τη Μαζώχτρα, και το μοναδικό θεατρικό του έργο Βουρκόλακας.
Συνέγραψε επίσης δυο αφηγηματικά κείμενα με πνεύμα διδακτικό: τις Φυλλάδες του Γεροδήμου (1897) και την Ιστορία της Ρωμιοσύνης (1901).
Από το 1914 επικεντρώθηκε στη μετάφραση της Οδύσσειας, με πρότυπο την μετάφραση της Ιλιάδας από τον Πάλλη, την οποία όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.

Δήμος Πρέβεζας

  • Συλλογικό Όργανο

Σε εφαρμογή του νόμου 1051/1917 που όριζε το πλαίσιο σύστασης δήμων στις λεγόμενες «Νέες Χώρες» (ΦΕΚ 259Α΄/13-11-1917), ο Δήμος Πρέβεζας συστάθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 7ης Αυγούστου 1919, (ΦΕΚ 181Α΄/14-8-1919). Με τον νόμο 2539/1997 (ΦΕΚ 244Α΄/2-12-1997), σχετικά με τη συγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ο Δήμος Πρέβεζας διευρύνθηκε με την προσάρτηση τεσσάρων γειτονικών κοινοτήτων. Τέλος, με τον νόμο 3852/2010 (ΦΕΚ 87Α΄/7-6-2010) ο Δήμος Πρέβεζας συνενώθηκε με τους πρώην δήμους Λούρου και Ζαλόγγου, διατηρώντας την ίδια ονομασία.

Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Γενική Διεύθυνσις Εποικισμού Μακεδονίας, Γραφείον Εποικισμού Κατερίνης

  • Συλλογικό Όργανο

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1923 υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Γενεύης ανάμεσα στην Ελληνική Κυβέρνηση και την Κοινωνία των Εθνών. Βάσει του Πρωτοκόλλου η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να ιδρύσει την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π) η οποία επωμίσθηκε το έργο της εγκατάστασης των προσφύγων. Η Ε.Α.Π. ήταν νομικό πρόσωπο, δεν εξαρτιόταν από οποιαδήποτε ελληνική εκτελεστική ή διοικητική αρχή αλλά ήταν αυτόνομος οργανισμός. Τη διοίκησή της ανέλαβαν δύο Έλληνες, διορισμένοι από την Ελληνική Κυβέρνηση, και δύο ξένοι, διορισμένοι από την Κοινωνία των Εθνών. Ο πρόεδρος της επιτροπής ήταν Αμερικανός πολίτης, αντιπρόσωπος οργανώσεων περιθάλψεως. Πρώτος πρόεδρος ορίστηκε ο Henry Morgenthau και μέλη ο εκπρόσωπος της Τράπεζας της Αγγλίας John Campbell, ο Στέφανος Δέλτας και ο Περικλής Αργυρόπουλος. Ο αριθμός των υπαλλήλων της ΕΑΠ ανερχόταν σε 784 το 1924, ενώ ξεπερνούσαν τους 2.000 το 1928 και το 1929. Περί τα τέλη του 1930 η Ε.Α.Π. ανέστειλε τις εργασίες της, μεταβιβάζοντας με ειδική σύμβαση στο Ελληνικό Δημόσιο την περιουσία της και τις υποχρεώσεις της έναντι των προσφύγων.
Για τον καταμερισμό των εργασιών της διαίρεσε τις υπηρεσίες της σε 3 διευθύνσεις: α) Διεύθυνση Οικονομικών, β) Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης Προσφύγων και γ) Διεύθυνση Αστικής Εγκατάστασης Προσφύγων.
Η Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης, στελεχωμένη από υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας, είχε τη φροντίδα της οργάνωσης και παρακολούθησης ζητημάτων εγκατάστασης των αγροτών προσφύγων σ’ όλη την Ελλάδα. Για την αρτιότερη οργάνωσή της συστάθηκαν τρεις Γενικές Διευθύνσεις Εποικισμού: α) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη και 17 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού, β) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης με έδρα την Κομοτηνή και 5 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού και γ) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Κρήτης με έδρα τα Χανιά και 4 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Αγίου Νικολάου). Άλλα 14 Εποικιστικά Γραφεία εκτελούσαν την εγκατάσταση των προσφύγων στη Στερεά, στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τα νησιά. Όλων των Εποικιστικών Γραφείων προϊστάμενος ήταν γεωπόνος.
Η Ελληνική Κυβέρνηση εκχώρησε στην Ε.Α.Π. γαίες εκτάσεως 5.000.000 στρεμμάτων, προερχόμενες α) από δημόσιες γαίες, β) από κτήματα ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων που περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει της σύμβασης «Περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών», της 30ής Ιανουαρίου 1923, γ) από κτήματα που εξαγοράστηκαν από Οθωμανούς υπηκόους, δ) από ιδιωτικές γαίες που είχαν απαλλοτριωθεί ή επιταχθεί δυνάμει της αγροτικής μεταρρύθμισης και δ) από κτήματα Βουλγάρων που είχαν αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος δυνάμει της συμβάσεως Νεϊγύ που είχε υπογραφεί από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Της διατέθηκαν, επίσης, δύο εξωτερικά δάνεια, το δάνειο του 1924 και του 1928. Το δάνειο του 1924 ήταν ονομαστικού κεφαλαίου 12.300.000 λιρών Αγγλίας, με επιτόκιο 7% και έκδοση 88%. Η υπηρεσία του δανείου θα εξασφαλιζόταν από τις προσόδους των μονοπωλίων των Νέων Χωρών, δηλ. αλατιού, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, τσιγαρόχαρτου και τις εισπράξεις των τελωνείων των Χανίων, του Ηρακλείου, της Σάμου, της Χίου, της Μυτιλήνης και της Σύρου, τον φόρο καπνού και χαρτοσήμων των Νέων Χωρών και τον φόρο οινοπνεύματος ολόκληρης της Ελλάδας.
Το προσφυγικό δάνειο του 1928 ήταν μέρος του λεγόμενου «σταθεροποιητικού» δανείου που συνάφθηκε για τη σταθεροποίηση του ελληνικού νομίσματος, την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και τη συνέχιση της εγκατάστασης των προσφύγων. Το ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ανερχόταν σε 4.070.960 λίρες Αγγλίας και σε 17.000.000 δολάρια με επιτόκιο 6% και έκδοση 91%. Το 1/3 του δανείου διατέθηκε για την εγκατάσταση των προσφύγων και εισπράχθηκε από την Ε.Α.Π.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης οι αγροτικές προσφυγικές οικογένειες δικαιούνταν :
α) Παραχώρηση βιώσιμου γεωργικού κλήρου από τις εκτάσεις που είχε εκχωρήσει το Ελληνικό Δημόσιο στην Ε.Α.Π για τον σκοπό αυτό. Η έκταση του γεωργικού κλήρου ποίκιλε ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας και την ποιότητα του εδάφους. Οι εγκατεστημένοι αγρότες εφοδιάζονταν με προσωρινά παραχωρητήρια (τίτλος κατοχής). Ο τίτλος κυριότητος παραχωρήθηκε αργότερα, αφού έγινε ο κτηματικός χάρτης των κλήρων που παραχωρήθηκαν, η υλοποίηση της διαδικασίας χρέωσης προσφύγων για την τιμή της γης, η αποπληρωμή του χρέους και ο συμψηφισμός των αγροτικών αποζημιώσεων.
β) Εξασφάλιση στέγασης με ανέγερση κατοικιών αγροτικού τύπου. Οι κατοικίες αυτές ανεγείρονταν είτε με εργολαβίες είτε με το σύστημα της αυτεπιστασίας, οπότε οι κατά τόπους υπηρεσίες της Ε.Α.Π. παρείχαν τις αναγκαίες οικοδομικές ύλες και χρηματικό δάνειο στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες. Όπου υπήρχαν μουσουλμανικά ανταλλάξιμα ή βουλγαρικά εγκαταλειμμένα, αυτά, αφού επισκευάζονταν με δαπάνες της Ε.Α.Π, παραχωρούνταν στους αγροτικά εγκατεστημένους πρόσφυγες.
γ) Εφοδιασμό με τους απαιτούμενους σπόρους, ζώα (φόρτου, άροσης, αναπαραγωγής), γεωργικά εργαλεία, λιπάσματα, νομή για τα ζώα και τα απαραίτητα για συντήρηση αυτών των ίδιων μέχρι των αποτελεσμάτων της πρώτης καλλιέργειας.
Τα οικήματα που παραχωρήθηκαν, τα εφόδια και τα δάνεια χρεώνονταν στο νομικό πρόσωπο της ομάδας (συνολική αξία των δανείων σε χρήμα και είδος για τα μέλη της ομάδας) και σε κάθε μέλος της ομάδας (αξία των ειδών και αντίτιμο χρηματικών δανείων που έπαιρνε ο αρχηγός της οικογένειας). Έπρεπε να εξοφληθούν σταδιακά με μικρές τοκοχρεολυτικές δόσεις προς 13%, (8%τόκος και 5% για έξοδα διαχείρισης). Η χρέωση των κλήρων που παραχωρήθηκαν έγινε αργότερα δεδομένου ότι η ακριβής έκταση τους ήταν άγνωστη λόγω έλλειψης κτηματικού χάρτη της χώρας.
Η χρέωση των προσφυγικών οικογενειών με τα έξοδα εγκατάστασης αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για τη βιωσιμότητά τους. Οξύνθηκε επικίνδυνα το 1930 και το κράτος υποχρεώθηκε να προβεί το 1937 σε νομοθετική ρύθμιση για τη μείωση των προσφυγικών χρεών γιατί μετά τη διάλυση της Ε.Α.Π., 1930, τα χρέη αυτά δεν παραγράφτηκαν. Την είσπραξή τους ανέλαβε η Αγροτική Τράπεζα που είχε ιδρυθεί το 1929.
Η Ε.Α.Π. άρχισε τις εργασίες της τέλος του 1923 ( το συμβούλιό της συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση στη Θεσσαλονίκη στις 11/11/1923) & μέχρι την 1/1/1929 είχαν αποκατασταθεί 551.468 άτομα σε 1954 συνοικισμούς.
Η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας, που φρόντιζε για την αποκατάσταση των προσφύγων, είχε θέσει ένα γενικό κριτήριο για τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει η νέα μετακίνηση και η επιλογή του οριστικού πλέον τόπου εγκατάστασής τους, ώστε να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες συνθήκες της ζωής τους. Η εγκύκλιος που είχε σταλεί στις νομαρχίες ήταν σαφής: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατά το δυνατόν ανασύστασις των κοινοτήτων είναι βασικός όρος δια την επιτυχίαν της μονίμου εγκαταστάσεως των προσφύγων. Διότι οι εκ της αυτής κοινότητος κάτοικοι συνδέονται μετ' αλλήλων δια δεσμών αλληλεγγύης, ηθικών και οικονομικών, οίτινες τα μέγιστα διευκολύνουσι την επιτυχίαν της νέας εγκαταστάσεως, μάλιστα όταν λαμβάνεται πρόνοια ώστε αι φυσικαί συνθήκαι του νέου συνοικισμού να είναι παρόμοιοι προς τας συνθήκας του συνοικισμού εν ω ήσαν εγκατεστημένοι ο πρόσφυγες».
Η δημιουργία συνοικισμού απαιτούσε την ύπαρξη τουλάχιστον δέκα οικογενειών προσφύγων, των οποίων οι αρχηγοί είχαν την υποχρέωση να εκλέξουν μια επιτροπή που θα τους αντιπροσώπευε στις υποθέσεις τους με την ΕΑΠ και τις υπηρεσίες του κράτους. Για την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας η ΕΑΠ ερχόταν σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των προσφυγικών ομάδων και στη συνέχεια αναλάμβανε τη μεταφορά των προσφύγων στην τοποθεσία που είχε επιλεγεί. Κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης θέσης ήταν, στο βαθμό που μπορούσε να εφαρμοστεί, η ειδίκευση των προσφύγων σε συγκεκριμένους τύπους καλλιέργειας. Έτσι, καπνοκαλλιεργητές από τις περιφέρειες της Σμύρνης και της Νικομήδειας εγκαταστάθηκαν κυρίως στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, σηροτρόφοι σε κτήματα του Σουφλίου και της Έδεσσας, ενώ πρόσφυγες ειδικευμένοι στην καλλιέργεια της σουλτανίνας εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη.

Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Γενική Διεύθυνσις Εποικισμού Μακεδονίας, Τμήμα Τεχνικόν, Γραφείον Στατιστικής

  • Συλλογικό Όργανο

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1923 υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Γενεύης ανάμεσα στην Ελληνική Κυβέρνηση και την Κοινωνία των Εθνών. Βάσει του Πρωτοκόλλου η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να ιδρύσει την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π) η οποία επωμίσθηκε το έργο της εγκατάστασης των προσφύγων. Η Ε.Α.Π. ήταν νομικό πρόσωπο, δεν εξαρτιόταν από οποιαδήποτε ελληνική εκτελεστική ή διοικητική αρχή αλλά ήταν αυτόνομος οργανισμός. Τη διοίκησή της ανέλαβαν δύο Έλληνες, διορισμένοι από την Ελληνική Κυβέρνηση, και δύο ξένοι, διορισμένοι από την Κοινωνία των Εθνών. Ο πρόεδρος της επιτροπής ήταν Αμερικανός πολίτης, αντιπρόσωπος οργανώσεων περιθάλψεως. Πρώτος πρόεδρος ορίστηκε ο Henry Morgenthau και μέλη ο εκπρόσωπος της Τράπεζας της Αγγλίας John Campbell, ο Στέφανος Δέλτας και ο Περικλής Αργυρόπουλος. Ο αριθμός των υπαλλήλων της ΕΑΠ ανερχόταν σε 784 το 1924, ενώ ξεπερνούσαν τους 2.000 το 1928 και το 1929. Περί τα τέλη του 1930 η Ε.Α.Π. ανέστειλε τις εργασίες της, μεταβιβάζοντας με ειδική σύμβαση στο Ελληνικό Δημόσιο την περιουσία της και τις υποχρεώσεις της έναντι των προσφύγων.
Για τον καταμερισμό των εργασιών της διαίρεσε τις υπηρεσίες της σε 3 διευθύνσεις: α) Διεύθυνση Οικονομικών, β) Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης Προσφύγων και γ) Διεύθυνση Αστικής Εγκατάστασης Προσφύγων.
Η Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης, στελεχωμένη από υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας, είχε τη φροντίδα της οργάνωσης και παρακολούθησης ζητημάτων εγκατάστασης των αγροτών προσφύγων σ’ όλη την Ελλάδα. Για την αρτιότερη οργάνωσή της συστάθηκαν τρεις Γενικές Διευθύνσεις Εποικισμού: α) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη και 17 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού, β) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης με έδρα την Κομοτηνή και 5 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού και γ) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Κρήτης με έδρα τα Χανιά και 4 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Αγίου Νικολάου). Άλλα 14 Εποικιστικά Γραφεία εκτελούσαν την εγκατάσταση των προσφύγων στη Στερεά, στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τα νησιά. Όλων των Εποικιστικών Γραφείων προϊστάμενος ήταν γεωπόνος.
Η Ελληνική Κυβέρνηση εκχώρησε στην Ε.Α.Π. γαίες εκτάσεως 5.000.000 στρεμμάτων, προερχόμενες α) από δημόσιες γαίες, β) από κτήματα ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων που περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει της σύμβασης «Περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών», της 30ής Ιανουαρίου 1923, γ) από κτήματα που εξαγοράστηκαν από Οθωμανούς υπηκόους, δ) από ιδιωτικές γαίες που είχαν απαλλοτριωθεί ή επιταχθεί δυνάμει της αγροτικής μεταρρύθμισης και δ) από κτήματα Βουλγάρων που είχαν αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος δυνάμει της συμβάσεως Νεϊγύ που είχε υπογραφεί από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Της διατέθηκαν, επίσης, δύο εξωτερικά δάνεια, το δάνειο του 1924 και του 1928. Το δάνειο του 1924 ήταν ονομαστικού κεφαλαίου 12.300.000 λιρών Αγγλίας, με επιτόκιο 7% και έκδοση 88%. Η υπηρεσία του δανείου θα εξασφαλιζόταν από τις προσόδους των μονοπωλίων των Νέων Χωρών, δηλ. αλατιού, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, τσιγαρόχαρτου και τις εισπράξεις των τελωνείων των Χανίων, του Ηρακλείου, της Σάμου, της Χίου, της Μυτιλήνης και της Σύρου, τον φόρο καπνού και χαρτοσήμων των Νέων Χωρών και τον φόρο οινοπνεύματος ολόκληρης της Ελλάδας.
Το προσφυγικό δάνειο του 1928 ήταν μέρος του λεγόμενου «σταθεροποιητικού» δανείου που συνάφθηκε για τη σταθεροποίηση του ελληνικού νομίσματος, την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και τη συνέχιση της εγκατάστασης των προσφύγων. Το ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ανερχόταν σε 4.070.960 λίρες Αγγλίας και σε 17.000.000 δολάρια με επιτόκιο 6% και έκδοση 91%. Το 1/3 του δανείου διατέθηκε για την εγκατάσταση των προσφύγων και εισπράχθηκε από την Ε.Α.Π.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης οι αγροτικές προσφυγικές οικογένειες δικαιούνταν :
α) Παραχώρηση βιώσιμου γεωργικού κλήρου από τις εκτάσεις που είχε εκχωρήσει το Ελληνικό Δημόσιο στην Ε.Α.Π για τον σκοπό αυτό. Η έκταση του γεωργικού κλήρου ποίκιλε ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας και την ποιότητα του εδάφους. Οι εγκατεστημένοι αγρότες εφοδιάζονταν με προσωρινά παραχωρητήρια (τίτλος κατοχής). Ο τίτλος κυριότητος παραχωρήθηκε αργότερα, αφού έγινε ο κτηματικός χάρτης των κλήρων που παραχωρήθηκαν, η υλοποίηση της διαδικασίας χρέωσης προσφύγων για την τιμή της γης, η αποπληρωμή του χρέους και ο συμψηφισμός των αγροτικών αποζημιώσεων.
β) Εξασφάλιση στέγασης με ανέγερση κατοικιών αγροτικού τύπου. Οι κατοικίες αυτές ανεγείρονταν είτε με εργολαβίες είτε με το σύστημα της αυτεπιστασίας, οπότε οι κατά τόπους υπηρεσίες της Ε.Α.Π. παρείχαν τις αναγκαίες οικοδομικές ύλες και χρηματικό δάνειο στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες. Όπου υπήρχαν μουσουλμανικά ανταλλάξιμα ή βουλγαρικά εγκαταλειμμένα, αυτά, αφού επισκευάζονταν με δαπάνες της Ε.Α.Π, παραχωρούνταν στους αγροτικά εγκατεστημένους πρόσφυγες.
γ) Εφοδιασμό με τους απαιτούμενους σπόρους, ζώα (φόρτου, άροσης, αναπαραγωγής), γεωργικά εργαλεία, λιπάσματα, νομή για τα ζώα και τα απαραίτητα για συντήρηση αυτών των ίδιων μέχρι των αποτελεσμάτων της πρώτης καλλιέργειας.
Τα οικήματα που παραχωρήθηκαν, τα εφόδια και τα δάνεια χρεώνονταν στο νομικό πρόσωπο της ομάδας (συνολική αξία των δανείων σε χρήμα και είδος για τα μέλη της ομάδας) και σε κάθε μέλος της ομάδας (αξία των ειδών και αντίτιμο χρηματικών δανείων που έπαιρνε ο αρχηγός της οικογένειας). Έπρεπε να εξοφληθούν σταδιακά με μικρές τοκοχρεολυτικές δόσεις προς 13%, (8%τόκος και 5% για έξοδα διαχείρισης). Η χρέωση των κλήρων που παραχωρήθηκαν έγινε αργότερα δεδομένου ότι η ακριβής έκταση τους ήταν άγνωστη λόγω έλλειψης κτηματικού χάρτη της χώρας.
Η χρέωση των προσφυγικών οικογενειών με τα έξοδα εγκατάστασης αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για τη βιωσιμότητά τους. Οξύνθηκε επικίνδυνα το 1930 και το κράτος υποχρεώθηκε να προβεί το 1937 σε νομοθετική ρύθμιση για τη μείωση των προσφυγικών χρεών γιατί μετά τη διάλυση της Ε.Α.Π., 1930, τα χρέη αυτά δεν παραγράφτηκαν. Την είσπραξή τους ανέλαβε η Αγροτική Τράπεζα που είχε ιδρυθεί το 1929.
Η Ε.Α.Π. άρχισε τις εργασίες της τέλος του 1923 ( το συμβούλιό της συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση στη Θεσσαλονίκη στις 11/11/1923) & μέχρι την 1/1/1929 είχαν αποκατασταθεί 551.468 άτομα σε 1954 συνοικισμούς. Η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας, που φρόντιζε για την αποκατάσταση των προσφύγων, είχε θέσει ένα γενικό κριτήριο για τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει η νέα μετακίνηση και η επιλογή του οριστικού πλέον τόπου εγκατάστασής τους, ώστε να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες συνθήκες της ζωής τους. Η εγκύκλιος που είχε σταλεί στις νομαρχίες ήταν σαφής: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατά το δυνατόν ανασύστασις των κοινοτήτων είναι βασικός όρος δια την επιτυχίαν της μονίμου εγκαταστάσεως των προσφύγων. Διότι οι εκ της αυτής κοινότητος κάτοικοι συνδέονται μετ' αλλήλων δια δεσμών αλληλεγγύης, ηθικών και οικονομικών, οίτινες τα μέγιστα διευκολύνουσι την επιτυχίαν της νέας εγκαταστάσεως, μάλιστα όταν λαμβάνεται πρόνοια ώστε αι φυσικαί συνθήκαι του νέου συνοικισμού να είναι παρόμοιοι προς τας συνθήκας του συνοικισμού εν ω ήσαν εγκατεστημένοι ο πρόσφυγες».
Η δημιουργία συνοικισμού απαιτούσε την ύπαρξη τουλάχιστον δέκα οικογενειών προσφύγων, των οποίων οι αρχηγοί είχαν την υποχρέωση να εκλέξουν μια επιτροπή που θα τους αντιπροσώπευε στις υποθέσεις τους με την ΕΑΠ και τις υπηρεσίες του κράτους. Για την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας η ΕΑΠ ερχόταν σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των προσφυγικών ομάδων και στη συνέχεια αναλάμβανε τη μεταφορά των προσφύγων στην τοποθεσία που είχε επιλεγεί. Κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης θέσης ήταν, στο βαθμό που μπορούσε να εφαρμοστεί, η ειδίκευση των προσφύγων σε συγκεκριμένους τύπους καλλιέργειας. Έτσι, καπνοκαλλιεργητές από τις περιφέρειες της Σμύρνης και της Νικομήδειας εγκαταστάθηκαν κυρίως στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, σηροτρόφοι σε κτήματα του Σουφλίου και της Έδεσσας, ενώ πρόσφυγες ειδικευμένοι στην καλλιέργεια της σουλτανίνας εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη.

Ποικιλίδη, Ιωάννη οικογένεια

  • Οικογένεια

Η οικογένεια του Ιωάννη Ποικιλίδη από τη γενιά της μητέρας του έμενε στο χωριό Σεμέν της περιοχής Κοτυώρων (Ορντού). Η αδερφή της γιαγιάς του, Σημέλα Ελευθεριάδου μαζί με το σύζυγό της Ιωάννη Σιδηρόπουλο, εγκαταστάθηκαν πρώτα στο Σοχούμ της Ρωσίας και κατόπιν μετανάστευσαν στην Κατερίνη το 1928. Εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό των Ευαγγελικών μαζί με συγγενείς Ευαγγελικούς, από τις περιοχές Σεμέν και Φάτσα. Αργότερα, με τη μεσολάβηση της Σημέλας ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Κατερίνη η γιαγιά του Σαμαλού και ο σύζυγος της Ιορδάνης Τσακμαλής με τα παιδιά τους Νίκο και Ολυμπία. Στην Κατερίνη γεννήθηκαν ακόμη τρία παιδιά η Νίκη, ο Γιώργος και η Δέσποινα (μητέρα του Ιωάννη). Λόγω προβλημάτων υγείας της μητέρας της η Δέσποινα δόθηκε στη θεία της Σημέλα και στο θείο της Ιωάννη Σιδηρόπουλο, οι οποίοι τη μεγάλωσαν σαν πραγματικοί γονείς. Η Δέσποινα Σιδηροπούλου παντρεύτηκε τον δικηγόρο Χαράλαμπο Ποικιλίδη και απέκτησαν τρία παιδιά τον Ιωάννη, τον Νίκο και τον Πάρη. Ο Ιωάννης Ποικιλίδης είναι διοικητικός υπάλληλος στο Γενικό Νοσοκομείο Κατερίνης- Ψυχιατρικός Τομέας και ασχολείται ερευνητικά με την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού και την Τοπική Ιστορία συλλέγοντας σχετικές προφορικές μαρτυρίες και αρχειακό υλικό.

Γενική Διοίκησις Ανατολικής Μακεδονίας

  • Συλλογικό Όργανο

Με την υπ’ αριθ. 20525/ΙΙ εγκυκλίου διαταγής της Γεν. Διοικήσεως απαγορευόταν η εγκατάσταση Καυκασίων και Ποντίων προσφύγων σε συνοικισμούς της Ανατολικής Μακεδονίας, πριν από την παλιννόστηση των εντόπιων Μουσουλμάνων. Με την απόφαση αρ. 25609/01-12-1920 πλέον επιτρέπονταν η εγκατάσταση σε χωριά της περιφέρειας κατόπιν γνωματεύσεως του οικείου Γεωργικού Γραφείου και επιτόπιας εξέτασης από τον Γεωργικό επόπτη ή επιστάτη.

Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Διεύθυνση Πολιτικής Γης

  • 2004 -

Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.

Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Πολιτικής Γης

  • 1988 - 2004

Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.

Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Εγγείου Ιδιοκτησίας

  • 1977 - 1988

Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.

Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Εποικισμού

  • 1920 - 1977

Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.

Υπουργείο Γεωργίας, Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, Τμήμα Εποικισμού

  • 1917 - 1920

Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.

Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων, Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού

  • 1917

Τον Ιούνιο του 1917 θα συσταθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων στο οποίο θα ενταχθούν τα Τμήματα Γεωργίας, Γεωργικής Οικονομίας, Δασών, Αλιείας, Ζωοτεχνικής και Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας καθώς και η Διεύθυνση Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ιδρύεται και ιδιαίτερη Διεύθυνση Εσωτερικού Αποικισμού, με βασική αρμοδιότητα «την μέριμναν περί της εγκαταστάσεως ακτημόνων γεωργών και προσφύγων». Με το Νόμο 853 του 1917 το Υπουργείο Γεωργίας και Δημοσίων Κτημάτων μετονομάζεται σε Υπουργείο Γεωργίας, ενώ στο οργανόγραμμα του προβλέπεται Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων με Τμήμα Εποικισμού με βασική αρμοδιότητα την απαλλοτρίωση και διανομή γαιών στους αγρότες. Το 1920 τροποποιείται ο οργανισμός του Υπουργείου Γεωργίας και δημιουργείται Διεύθυνση Εποικισμού στην οποία υπάγονται τα Τμήματα Απαλλοτριώσεων, Αποκαταστάσεως Καλλιεργητών, Εποικισμού και Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου. Την ίδια χρονιά με το Νόμο 2026 οργανώνεται και η εξωτερική υπηρεσία του εποικισμού με τη σύσταση των κατά τόπους Γραφείων και Διευθύνσεων Εποικισμού με αρμοδιότητα τη μελέτη αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αγροκτημάτων, την παραχώρηση και διανομή τους σε ακτήμονες, τον έλεγχο των συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων και τη μελέτη της μετακίνησης αγροτικών πληθυσμών και της εγκατάστασης τους, κυρίως, στη Μακεδονία. Είναι προφανές, από τα παραπάνω, ότι η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει να υλοποιήσει την πολιτική αγροτικής μεταρρύθμισης της βενιζελικής κυβέρνησης του 1917-1920. Με τα νομοθετικά διατάγματα της Προσωρινής Κυβέρνησης τον Μάιο του 1917, τον νόμο 1072 της ίδιας χρονιάς και, κυρίως, με τον νόμο 2052 του 1920, προβλεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών και η διανομή τους σε ακτήμονες και πρόσφυγες για τη δημιουργία αυτοκαλλιεργούμενων μικροϊδιοκτησιών. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο ελληνικό έδαφος, η Διεύθυνση Εποικισμού αναλαμβάνει τα πρώτα μέτρα αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων. Με τη σύσταση όμως της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) στα τέλη του 1923, μεταβιβάζονταν στην ΕΑΠ, μαζί με το προσωπικό τους, το Τμήμα Εποικισμού της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας, η Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης και τα κατά τόπους Γραφεία Εποικισμού καθώς και οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Εποικισμού για την προσφυγική αποκατάσταση.
Αν και έχασε υπηρεσίες και αρμοδιότητες, η Διεύθυνση Εποικισμού ανέλαβε την υλοποίηση ενός νέου προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης που συνέχιζε την προηγούμενη βενιζελική προσπάθεια υπό το βάρος αυτή τη φορά της επιτακτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1923 επιτρεπόταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για γεωργική αποκατάσταση ακτημόνων και προσφύγων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη. Οι απαλλοτριώσεις γαιοκτησιών τερματίστηκαν το 1932, αλλά οι διαδικασίες διανομής, εκκαθάρισης των αποζημιώσεων και εξόφλησης των χρεών διήρκεσαν πολλά χρόνια ακόμη. Έως το 1932 είχαν απαλλοτριωθεί 1.729 αγροκτήματα και είχαν αποκατασταθεί 140.000 οικογένειες ακτημόνων, ενώ ένα ποσοστό από τις απαλλοτριώσεις είχε χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση προσφύγων.
Με τον οργανισμό του 1929 η Διεύθυνση Εποικισμού υποβιβάστηκε σε Τμήμα και οι αρμοδιότητες της αγροτικής αποκατάστασης ακτημόνων και προσφύγων ασκούνταν από τη Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών. Πολύ γρήγορα, όμως, η Διεύθυνση Εποικισμού θα επανασυσταθεί αναλαμβάνοντας τα εκκρεμή ζητήματα των απαλλοτριώσεων, ενώ, μετά τη διάλυση της ΕΑΠ το 1930, αναλαμβάνει και τα εκκρεμή ζητήματα της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων: αναδιανομές αγροκτημάτων, κύρωση οριστικών διανομών, συμπλήρωση προσφυγικών κλήρων, δικαστική εκκαθάριση αμφισβητήσεων ανταλλάξιμου χαρακτήρα κλήρων κ.λπ. Με τη νέα δομή του Υπουργείου το 1937 η κεντρική και οι περιφερειακές εποικιστικές υπηρεσίες έχουν ως βασικές αρμοδιότητες την εφαρμογή των διατάξεων του αγροτικού νόμου για την αποκατάσταση γηγενών ακτημόνων και προσφύγων, τη συνέχιση του έργου της ΕΑΠ και την εκκαθάριση υποθέσεων της, τη διάθεση των αποστραγγιζόμενων γαιών σε ακτήμονες, τη ρύθμιση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των συμβάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας, την εφαρμογή των νόμων περί ενοικιοστασίου βοσκών, την εποπτεία των Συνεταιρισμών Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών, κ.ά.

Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Το 1917 η κυβέρνηση Βενιζέλου συγκροτεί το Υπουργείο Περιθάλψεως που αποτελεί μετεξέλιξη της Ανώτατης Διεύθυνσης Περιθάλψεως της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης. Στο Υπουργείο εντάχθηκαν οι αρμοδιότητες της μέριμνας για την περίθαλψη των θυμάτων του πολέμου, των ορφανών και των προσφύγων, καθώς και των οικογενειών των επιστράτων. Στις 27 Αυγούστου 1922, η κυβέρνηση Π. Πρωτοπαπαδάκη ψήφισε το νόμο 2882/1922 «περί μεταρρυθμίσεως και συμπληρώσεως του Υπουργείου της Περιθάλψεως, μετονομαζομένου εις Υπουργείον Υγιεινής και Προνοίας». Σύμφωνα με το νόμο, το Υπουργείο διαρθρώθηκε από τις Διευθύνσεις Διοικητικού, Κοινωνικής Πρόνοιας, Δημοσίας Αντιλήψεως, Θυμάτων Πολέμου, Δημοσίας Υγείας και Κοινωνικής Υγιεινής. Διαρθρώθηκε, επίσης, από μια Γενική Υγειονομική Επιθεώρηση, έξι ειδικές Υγειονομικές Επιθεωρήσεις, Περιφερειακές Υγειονομικές Επιθεωρήσεις και το «Ιατροσυνέδριον», το οποίο μετονομάστηκε σε «Ανώτατον Υγειονομικόν Συμβούλιον».
Το σημαντικό αυτό νομοθέτημα, το οποίο αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού κράτους και αφορά στην ίδρυση του πρώτου Υπουργείου Υγείας στη χώρα, δεν τέθηκε σε εφαρμογή λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής, που συνέπεσε λίγο μετά την ψήφισή του και των σοβαρών γεγονότων που τη συνόδευσαν.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1922 η κυβέρνηση Σ. Γονατά εξέδωσε νομοθετικό διάταγμα «περί ιδρύσεως Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως», στο οποίο ενσωματώθηκε το ιδρυθέν το 1917 «Υπουργείον Περιθάλψεως». Στο Υπουργείο συγκροτήθηκε Γενική Διεύθυνση Υγιεινής με προϊστάμενο ιατρό υγιεινολόγο, ενώ ακολούθησε η έκδοση σειράς νομοθετημάτων, τα οποία ρύθμιζαν τη λειτουργία του Υπουργείου. Η δικτατορία Θ. Πάγκαλου προχώρησε στην κατάργηση του «Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως» και στην ίδρυση «Ανωτάτης Διευθύνσεως Προσφύγων». Παράλληλα, η Διεύθυνση Υγιεινής και το Τμήμα Προστασίας Απόρων του καταργηθέντος Υπουργείου μεταφέρθηκαν στο Υπουργείο Εσωτερικών, το Τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων στο Υπουργείο Παιδείας και το Τμήμα Προστασίας Θυμάτων Πολέμου στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Στις 28 Αυγούστου 1926, η κυβέρνηση Γ. Κονδύλη επανίδρυσε το «Υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως» και σύστησε «Υφυπουργείον Υγιεινής». Το 1928 η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου διαχώρισε το Υπουργείο, ιδρύοντας «Υφυπουργείον» και στη συνέχεια «Υπουργείον Υγιεινής» με το νόμο 4172/1929 «περί συστάσεως αυτοτελούς Υπουργείου Υγιεινής». Στα τέλη του 1932, όταν ανέλαβε εκ νέου ως πρωθυπουργός ο Ε. Βενιζέλος, αποφασίστηκε η ενοποίηση του «Υπουργείου Υγιεινής» με το «Υπουργείο Κρατικής Αντιλήψεως», με την ονομασία «Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως». Το 1935 το «Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως» μετονομάστηκε σε «Υπουργείον Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως» και τον επόμενο χρόνο σε «Υπουργείον Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως». Στις 28 Σεπτεμβρίου 1940 εκδόθηκε ο νόμος 2588 «περί μετονομασίας του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως και οργανώσεως των Υπηρεσιών αυτού», με βάση τον οποίο το Υπουργείο μετονομάστηκε σε «Υπουργείον Εθνικής Προνοίας». Το συγκεκριμένο Υπουργείο λειτούργησε για λίγους μήνες παράλληλα με το «Υπουργείον Υγιεινής» και στη συνέχεια έπαυσε να υφίσταται1. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής επανιδρύθηκε το
«Υπουργείον Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως», το οποίο στη συνέχεια ονομάστηκε «Υπουργείον Προνοίας και Κρατικής Αντιλήψεως» και ακολούθως «Υπουργείον Εθνικής Προνοίας»2. Μετά την απελευθέρωση της χώρας, η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ψήφισε το νόμο 8/6-11-1944 «περί συστάσεως Υπουργείου Υγιεινής» και διαχωρίστηκαν οι υπηρεσίες του «Υπουργείου Εθνικής Προνοίας» στα Υπουργεία «Κοινωνικής Προνοίας» αφενός και «Υγιεινής» αφετέρου. Στις 7 Μαρτίου 1945, με νεότερο νομοθέτημα, τα δύο Υπουργεία συγχωνεύτηκαν στο «Υπουργείον Κοινωνικής Προνοίας», αλλά μετά πάροδο λίγων μηνών διαχωρίστηκαν εκ νέου, για να επανενωθούν και πάλι με το νομοσχέδιο 1671/1951 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων» ως «Υπουργείον Κοινωνικής Πρόνοιας». Το συγκεκριμένο Υπουργείο διατηρήθηκε με την ίδια διοικητική διάρθρωση μέχρι το 1964. Το 1964 η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου δημιούργησε εκ νέου ανεξάρτητο «Υπουργείον Υγιεινής», το οποίο με τον αναγκαστικό νόμο 7/1967 συγχωνεύτηκε και πάλι ως Γενική Διεύθυνση Υγιεινής στο «Υπουργείον Κοινωνικής Πρόνοιας». Το Υπουργείο αυτό μετονομάστηκε το 1968 σε «Υπουργείον Κοινωνικών Υπηρεσιών», στο οποίο εκτός των αρμοδιοτήτων των τομέων Υγείας και Πρόνοιας προστέθηκαν για πρώτη φορά οι αρμοδιότητες των κοινωνικών ασφαλίσεων, οι οποίες μέχρι τότε ανήκαν στα Υπουργεία Εργασίας και Γεωργίας. Το «Υπουργείον Κοινωνικών Υπηρεσιών» διατήρησε τη συγκεκριμένη ονομασία, τις αρμοδιότητες και τη διοικητική δομή επί 14 συναπτά έτη, μέχρι τον Ιούλιο του 1982, οπότε διαχωρίστηκε και πάλι σε «Υπουργείον Υγείας – Πρόνοιας» αφενός και σε «Υπουργείον Κοινωνικών Ασφαλίσεων» αφετέρου.
Πηγή: Θεόδωρος Δαρδαβέσης, Η Ιστορική πορεία του Υπουργεία Υγείας στην Ελλάδα (1833 - 1981)

Κέτσης, Μάνθος

  • Άτομο
  • 1915-1982

Ο Μάνθος Κέτσης, πρώτος σύζυγος της Αυγής Κασιγόνη, γεννήθηκε στην Άνδρο το 1915, σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και μελέτησε σκηνογραφία. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και συνέχισε τη δράση του στις ελληνικές στρατιωτικές μονάδες της Μέσης Ανατολής. Το 1943 έγραψε το θεατρικό έργο «Οι Αντάρτες», η απήχηση του οποίου είχε ως αποτέλεσμα τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε σαν σκηνοθέτης, συνέγραψε θεατρικά έργα και εξορίστηκε στην Ικαρία και τη Μακρόνησο. Συνέχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία ως το θάνατό του, το 1982.
[Πηγή: Βιογραφικό σημείωμα στο αρχείο]

Κασιγόνης, Άγγελος

  • Άτομο
  • 1892 - 1975

Ο Άγγελος Κασιγόνης (Αδριανούπολη 1892–Αθήνα 1975) σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη Σμύρνη, όπου υπηρετούσε στη μικρασιατική εκστρατεία, γνώρισε την Χρύσα Κωλέττη την οποία παντρεύτηκε και το 1920 εγκαταστάθηκαν στην Αλεξάνδρεια. Ο Κασιγόνης είχε ήδη γίνει γνωστός ως ποιητής και δημοσιογράφος και έργα του είχαν εμφανιστεί σε περιοδικά της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Το 1922 δημιούργησε το γραφείο αποκομμάτων «Αιγυπτιακός και διεθνής Άργος του Τύπου». Το 1924 ίδρυσε τον Εκδοτικό Οίκο Α. Κασιγόνη. Ίδρυτής και διευθυντής του περιοδικού Έρευνα (1927–1940), της μηνιαίας ελληνο–αραβικής εφημερίδας Αιγυπτιώτης Έλλην (1932–1939) και του περιοδικού Έλλην (1942–1944), οργάνου του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου. Μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της προοδευτικής ελληνικής οργάνωση ΕΑΣ (Εθνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος), ο Κασιγόνης φυλακίστηκε δύο φορές για πολιτικές δραστηριότητες (στη μία περίπτωση σε στρατόπεδο στην Άσμαρα της Αβυσηνίας) έως ότου έφυγε για την Ελλάδα στο τέλος του 1944 (όπου φυλακίστηκε ξανά). Εξέδωσε δοκίμια και ποιητικές συλλογές.

[Πηγές: βιογραφικό σημείωμα στο αρχείο και Anthony Gorman, «Αιγυπτιώτης Έλλην», Τα νέα του Ε.Λ.Ι.Α., αρ. 58, θερινό αρχειοστάσιο, 2001.]

Γενική Διοίκηση Μακεδονίας

  • Συλλογικό Όργανο

Με το Β.Δ. 1/1912 (τεύχος Α΄ ΦΕΚ 337/31-10-1912) ανατίθεται στον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Κων. Ρακτιβάν η Γενική Διοίκηση των απελευθερωμένων χωρών. Με το Β.Δ. 524/1914 (τεύχος Α΄ ΦΕΚ 404/31-12-1914) αρχίζει να επεκτείνεται η εφαρμογή του Νομαρχιακού συστήματος. Με το Β.Δ. 16/19-3-1915 (τεύχος Α΄ ΦΕΚ 106/19-03-1915) καταργούνται οι Γενικές Διοικήσεις Μακεδονίας και Κρήτης και ενισχύεται ο θεσμός των Νομαρχιών. Με το Β.Δ. 1915 (τεύχος Α΄ΦΕΚ 120/01-04-1915) «Περί Διοικητικής Διαιρέσεως των νέων χωρών», η Μακεδονία διαιρείται σε πέντε νομούς (Θεσσαλονίκης, Κοζάνης, Φλωρίνης, Σερρών και Δράμας). Η ανώτατη διοικητική διεύθυνση του κάθε νομού ανατίθεται στον Νομάρχη. Με τον Ν. 1149/1918 (τεύχος Α΄ ΦΕΚ 34/12-02-1918) η Κυβέρνηση Βενιζέλου επαναφέρει το θεσμό των Γενικών Διοικήσεων με υπεραυξημένες αρμοδιότητες. Με το ψήφισμα 3265/1925 (τεύχος Α΄ ΦΕΚ 7/12-01-1925 συστήνεται στο Υπουργείο Εσωτερικών το Ανώτερο Συμβούλιο Αποκέντρωσης (άρθρο 5),το οποίο αποτελούσε μια ενδιαφέρουσα καινοτομία για την εποχή. Με το Π.Δ. 1928 (τεύχος Α΄ ΦΕΚ 256/05-12-1928) «Περί μετονομασίας Γενικών Διοικήσεων και επαρχιών», η Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης μετονομάζεται σε Γενική Διοίκηση Μακεδονίας.
ΠΗΓΗ: 1. http://www.mathra.gr/ypourgeio-esoterikon-tomeas-makedonias-thrakis/istorika-stoicheia/

  1. http://www.et.gr/api/DownloadFeksApi/?fek_pdf=19120100337

Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης. Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1916 - 1917

Προσωρινή Κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα δοκίμασε μια σοβαρή πολιτειακή και εθνική κρίση. Το δίλημμα για ουδετερότητα ή έξοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Δυνάμεων της Entente γρήγορα εξελίχθηκε σε σύγκρουση μεταξύ του πολιτικά «ανεύθυνου» ανωτάτου άρχοντος και της υπεύθυνης πολιτικής ηγεσίας για τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής. Η κρίση του πολιτεύματος, που προκλήθηκε από τις παραβιάσεις του συντάγματος και της παραδεδεγμένης κοινοβουλευτικής πρακτικής εκ μέρους του θρόνου, ενίσχυσε την αντίδραση των συντηρητικών δυνάμεων εναντίον της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων, αρχικά, και του βενιζελικού κόσμου, στη συνέχεια. Έτσι, μετά και τη δεύτερη αποπομπή του πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Σεπτέμβριο του 1915, ο διχασμός του πολιτικού κόσμου είχε μεταφερθεί πλέον στον λαό.
Σοβαρή πλευρά της κρίσης αποτέλεσε και η παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με την απόβαση δυνάμεων της Entente στη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, και τις αυθαιρεσίες των συμμαχικών αρχών στην Ελλάδα. Τον Μάιο του 1916, γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος, πήραν στην κατοχή τους το οχυρό Ρούπελ και κατέλαβαν αργότερα την Ανατολική Μακεδονία με την άδεια της βασιλικής κυβέρνησης της Αθήνας και την ανοχή ή υποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων. Άμεση απάντηση στον κίνδυνο απώλειας της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας υπήρξε στις 17/30 Αυγούστου το στρατιωτικό κίνημα που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη από την υφιστάμενη - ήδη από τον Δεκέμβριο του 1915 - οργάνωση Εθνικής Αμύνης. Κύριος στόχος του κινήματος ήταν η ένταξη των εθνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο πλαίσιο του συμμαχικού στρατού της Entente για την απώθηση των βουλγαρικών δυνάμεων από το ελληνικό έδαφος.
Ταυτοχρόνως, το κόμμα των Φιλελευθέρων υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου αποφάσισε να παράσχει πολιτική κάλυψη στο κίνημα με τη δημιουργία – αναγκαστκά – κυβέρνησης εκτός νομιμότητας. Έτσι, στις 14/27-9-1916 σχηματίσθηκε στην Κρήτη de facto επαναστατική Προσωρινή Κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, στην οποία προσχώρησε αργότερα και ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής. Η κυβέρνηση εξασφάλισε την προσχώρηση στο κίνημα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και στις 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου αποβιβάσθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Το σχήμα της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν συγκεντρωτικό: Η Τριανδρία Βενιζέλου-Δαγκλή-Κουντουριώτη ασκούσε την βασιλική εξουσία (εκτελεστική και νομοθετική ), ενώ ένα σώμα εννέα συμβούλων (όχι υπουργών), οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής εννέα αντίστοιχων Διευθύνσεων, είχε την ανωτάτην διοίκησιν και την εποπτείαν των δημοσίων υποθέσεων . Εξαίρεση αποτέλεσαν οι υπεύθυνοι επί των στρατιωτικών και εξωτερικών υποθέσεων, οι οποίοι είχαν αρμοδιότητες υπουργού. Παράλληλα, λειτουργούσε η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης, ως εκτελεστική επιτροπή των αποφάσεων του κινήματος.
Την επικράτεια της Προσωρινής Κυβέρνησης αποτελούσαν οι περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, η Κρήτη, τα Νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, οι Κυκλάδες (πλην της Μήλου), τα Ιόνια Νησιά (πλην της Κερκύρας), οι Βόρειες Σποράδες και η Ύδρα. Τον Νοέμβριο, πάντως, του 1916 καθορίσθηκε από τις Δυνάμεις της Entente μία ουδέτερη ζώνη στα βόρεια σύνορα της Θεσσαλίας, με στόχο να εξασφαλισθεί ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, το βασιλικό κράτος των Αθηνών και την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Η ζώνη, βάθους 3-10 χιλ., ακολουθούσε την γραμμή Λιτοχώρου-Σερβίων-Γρεβενών μέχρι τα υψώματα του Λεσκοβίκι και, αφού εκκενώθηκε από τις δυνάμεις του βασιλικού στρατού και των τμημάτων της Εθνικής άμυνας, από τις 27 του ίδιου μήνα βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο μόνο των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων .
Η ιεραρχία των δημοσίων υπηρεσιών στις περιοχές ελέγχου της κυβέρνησης (οργανωμένες διοικητικά σε νομαρχίες και υποδιοικήσεις) διατηρήθηκε, ενώ έγιναν αλλαγές προσώπων σε καίριες πολιτικές θέσεις, όπως αυτές των νομαρχών. Σύνδεσμοι της κυβέρνησης με τις κατά τόπους Αρχές ήταν οι διορισμένοι αντιπρόσωποι .
Η διακυβέρνηση της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έληξε τον Ιούνιο του 1917 με την πλήρη επικράτηση του Ελ.Βενιζέλου - με στρατιωτική παρέμβαση των Συμμάχων - την εκθρόνιση και εξορία του Βασιλιά Κωνσταντίνου.

Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως
Η Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήταν η τρίτη από τις εννέα Διευθύνσεις της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης. Τα χρέη του συμβούλου της Διευθύνσεως ασκούσε ο Γεώργιος Αβέρωφ . Την οργάνωση των υπηρεσιών της ορίζει το διάταγμα 294/24-10-1916, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται η ίδρυση επτά Γραφείων:
Γραφείον Συμβούλου
Γραφείον Γενικού Γραμματέως
Γραφείον Θρησκευμάτων
Γραφείον Μέσης Εκπαιδεύσεως
Γραφείον Δημοτικής Εκπαιδεύσεως
Γραφείον Αρχαιοτήτων και Καλών Τεχνών
Γραφείον Πρωτοκόλλου και Διεκπεραιώσεως (ή Αρχείων και Πρωτοκόλλου).
Η πρόβλεψη ίδρυσης δύο επιπλέον Γραφείων (Αρχιτεκτονικόν και Κληροδοτημάτων) φαίνεται ότι δεν πραγμα¬τοποιήθηκε. Ως προϊστάμενοι των έξι πρώτων Γραφείων ορίζονται τμηματάρχες πρώτης ή δευτέρας τάξεως, ενώ για το έβδομο Γραφείο προβλέπεται προϊστάμενος με βαθμό γραμματέως πρώτης ή δευτέρας τάξεως. Η διεκπεραίωση των υποθέσεων κάθε Γραφείου ανατίθεται σε γραμματείς ή γραφείς πρώτης ή δευτέρας τάξεως, επίσης. Στο προσωπικό της Διευθύνσεως περιλαμβάνονται, ακόμη, τρεις κλητήρες, ένας αρχικλητήρας, ένας καθαριστής και ένας οδηγός του υπηρεσιακού αυτοκινήτου.
Τη διεύθυνση των υπηρεσιών των Γραφείων ανέλαβαν, κατά την πρόβλεψη του διατάγματος, δημόσιοι υπάλληλοι με ειδική σχέση με την αντίστοιχη υπηρεσία. Τέτοιοι ήταν ο επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Δημοσθένης Ανδρεάδης, ο γενικός επιθεωρητής της 10ης εκπαιδευτικής περιφερείας, Ιωάννης Χαντέλης, και ο βοηθός γενικού επιθεωρητή Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ Λαζάρου, οι οποίοι ανέλαβαν τη διεύθυνση των Γραφείων Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Μέσης Εκπαιδεύσεως και Αρχείων και Πρωτοκόλλου, αντιστοίχως . Τη διεύθυνση των άλλων Γραφείων ανέλαβαν ο Πέτρος Μανουσάκης (Θρησκευμάτων) και ο έφορος Αρχαιοτήτων Μακεδονίας, Γεώργιος Οικονόμου (Αρχαιοτήτων και Καλών Τεχνών). Χρέη ιδιαιτέρου γραμματέως του συμβούλου (με βαθμό υπουργικού γραμματέως πρώτης τάξεως) ανέλαβε αρχικά ο λογοτέχνης Πλάτων Ροδοκανάκης και από τον Δεκέμβριο του 1916 ο Γεώργιος Δερλής. Η λογιστική υπηρεσία της Διευθύνσεως ανατέθηκε στον Χρίστο Βαλιάντζα.

Διοίκηση της Εκπαίδευσης στην επικράτεια της Προσωρινής Κυβέρνησης
Η Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως είχε να διαχειρισθεί την εκπαίδευση περιοχών, η πλειονότητα των οποίων ανήκε στις λεγόμενες “Νέες Χώρες”, όσες δηλαδή ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά το 1912. Η αφομοίωση του εκπαιδευτικού συστήματος αυτών των χωρών - η διαχείριση και ο έλεγχος του οποίου αποτελούσαν πριν από την προσάρτηση αρμοδιότητες της κοινοτικής αυτοδιοίκησης - από το συγκεντρωτικό σύστημα του Ελληνικού Βασιλείου υπήρξε μια σχετικά μακρόχρονη διαδικασία, η οποία φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Η σταδιακή ενσωμάτωση της κοινοτικής εκπαίδευσης στην κρατική διοίκηση είχε ως προφανή στόχο την ήπια προσαρμογή σε νέα δεδομένα ενός εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο ως προς τη δομή και λειτουργία του παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από το αντίστοιχο σύστημα που ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα. Έτσι, κατά την διετία 1912-1914 διατηρήθηκαν αμετάβλητες οι δομές της προηγούμενης περιόδου, χωρίς διαφοροποίηση στη λειτουργία των σχολείων. Η εκπαιδευτική αφομοίωση άρχισε ουσιαστικά με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του 1914, με τις οποίες σηματοδοτήθηκε η παρεμβατική πολιτική του κράτους στα εκπαιδευτικά πράγματα των Νέων Χωρών, καθώς και η προσπάθεια σύζευξης κοινοτικών και κρατικών αρμοδιοτήτων στη διαχείριση της εκπαίδευσης.
Η διοίκηση που άσκησε η Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στην εκπαίδευση των υπό τη δικαιοδοσία της Προσωρινής Κυβέρνησης χωρών στηρίχθηκε στην εφαρμογή νόμων και διαταγμάτων τα οποία ίσχυαν από το 1914 και στόχευαν στην καθιέρωση ομοιόμορφου διοικητικού συστήματος στην εκπαίδευση του κράτους. Τα σχετικά νομοθετήματα είναι τα εξής:
(1) Ο Νόμος 240 «Περί διοικήσεως της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως» της 16ης-4-1914, ΦΕΚ 97/16-4-1916, και το Βασιλικό Διάταγμα της 28ης-5-1914, ΦΕΚ 148/5-6-1914, με το οποίο τέθηκαν σε ισχύ στις εκπαιδευτικές περιφέρειες των Νέων Χωρών τα Διατάγματα της 30ης-4-1914 και 19ης-5-1914 «Περί ισχύος διατάξεων του Νόμου 240 περί διοικήσεως της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως»
(2) Το Βασιλικό Διάταγμα «Περί επεκτάσεως των ισχυόντων νόμων και Β. Διαταγμάτων περί διδακτικών βιβλίων εις τας γενικάς διοικήσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης, των νήσων του Αιγαίου και την διοίκησιν Σάμου» της 23ης -7-1914, ΦΕΚ 208/26-7-1914
(3) Το Βασιλικό Διάταγμα «Περί του προσωπικού των σχολείων της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως των Νέων Χωρών κλπ» της 19ης-8-1914, ΦΕΚ 234/21-8-1914, και το Βασιλικό Διάταγμα “Περί επεκτάσεως της σχολικής νομοθεσίας και εις τας νέας χώρας” της 31ης-10-1914, ΦΕΚ 320/8-11-1914.
(4) Τα Βασιλικά Διατάγματα «Περί κατανομής των Δημοτικών Σχολείων της Νέας Ελλάδος εις εκπαιδευτικάς περιφερείας» και «Περί υπαγωγής των εκπαιδευτικών περιφερειών των Δημοτικών Σχολείων εις την δικαιοδοσίαν των γενικών επιθεωρητών» της 16ης-8-1914, ΦΕΚ 234/21-8-1914, καθώς και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κατανομής εις εκπαιδευτικάς περιφερείας των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως» της 11ης-6-1914, ΦΕΚ159/13-6-1914.
(5) Ο Νόμος 402 «Περί κυρώσεως του από 19 Αυγούστου ε.έ. Β. Δ. «περί του προσωπικού των σχολείων της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως των Νέων Χωρών» της 17ης-11-1914, ΦΕΚ 348/25-11-1914, και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κωδικοποιήσεως εις εν ενιαίον κείμενον νόμου των διατάξεων του Νόμου 402 και του διά τούτου κυρωθέντος Β. Δ. Της 19ης Αυγούστου 1914» της 17ης-2-1915, ΦΕΚ 79/23-2-1915.
(6) Ο Νόμος 577 «Περί προσαυξήσεων του μισθού και συντάξεως των εν ταις Νέαις Χώραις λειτουργών της Εκπαιδεύσεως κλπ» της 31ης-12-1914, ΦΕΚ 19/15-1-1915.
(7) Ο Νόμος 568 «Περί διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσης εν Οθωμανικοίς και Ισραηλιτικοίς σχολείοις των Νέων Χωρών» της 31ης-12-1914, ΦΕΚ 15/12-1-1915.
Η εποπτεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης ασκήθηκε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Νόμο 240, ο οποίος άλλαξε οριστικά το καθεστώς λειτουργίας των σχολείων στις Νέες Χώρες: Όργανα εποπτείας ήταν ο Σύμβουλος (υπουργός), το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, τα Εποπτικά Συμβούλια, οι Γενικοί Επιθεωρητές, οι Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης και οι Διευθυντές των σχολείων. Με το Διάταγμα 158/10-10-1916 της Προσωρινής Κυβέρνησης συγκροτήθηκε το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο. Πρόεδρος του συμβουλίου ορίσθηκε ο Δημήτρης Γληνός, ενώ προσωρινά καθήκοντα συμβούλου ανέλαβαν οι γενικοί επιθεωρητές Κ. Χελιουδάκης, Εμ. Δαυίδ και Κ. Γ. Παπαδάκης (Διάταγμα 1046/31-12-1916). Το Διάταγμα 301/28-10-1916 όριζε, εξάλλου, τη σύνθεση των εποπτικών συμβουλίων, τα οποία λειτούργησαν στις έδρες των αντίστοιχων περιφερειών δημοτικών σχολείων με πρόεδρο των συνεδριάσεων τον αρμόδιο επιθεωρητή. Λόγω των έκτακτων περιστάσεων, δεν τηρήθηκε πάντα η προβλεπόμενη διαδικασία στη λήψη των αποφάσεων, αφού επείγουσες ανάγκες επέβαλαν την ταχύτερη κάλυψή τους από τοπικά διοικητικά στελέχη (αντιπροσώπους της κυβέρνησης, νομάρχες), οι αποφάσεις των οποίων συχνά δεν επικυρώνονταν ούτε δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ως προς τους τύπους και τη λειτουργία των σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης τηρήθηκε η πρόβλεψη του Διατάγματος της 19ης -8-1914, το οποίο διατήρησε την υπάρχουσα μορφή των σχολείων των Νέων Χωρών παρέχοντας, όμως, δυνατότητα μεταρρύθμισής τους κατά τους ισχύοντες νόμους του ελληνικού κράτους. Οι παρεμβάσεις της Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στη δημοτική εκπαίδευση υπήρξαν προς αυτή την κατεύθυνση (αναγνώριση, ίδρυση, κατάργηση, προαγωγή και υποβιβασμός σχολείων) με στόχο την επικράτηση δύο τύπων δημοτικών σχολείων, κοινών/τετραταξίων και πλήρων/εξαταξίων, καθώς και την ορθολογική χωροταξική κατανομή τους. Ανάλογες παρεμβάσεις έγιναν και στη μέση εκπαίδευση, στην οποία δύο ήταν τα επικρατούντα σχήματα σπουδών: 3/τάξιο ελληνικό σχολείο και 4/τάξιο γυμνάσιο ή 6/τάξιο γυμνάσιο και ημιγυμνάσιο (μη ολοκληρωμένος τύπος 6/ταξίου γυμνασίου). Η επαγγελματική εκπαίδευση μέσης βαθμίδας περιλάμβανε εμπορικές ή άλλου είδους σχολές, αστικές σχολές (6/τάξιο δημοτικό με επιπλέον τάξεις ελληνικού σχολείου ή εμπορικής σχολής), διδασκαλεία αρρένων και θηλέων και ανώτερα παρθεναγωγεία, σε κάποιες περιπτώσεις γυμνασιακά. Διαφαινόμενη τάση μεταρ-ρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν να επικρατήσει ο τύπος του 6/ταξίου γυμνασίου και να αντικατασταθούν τα υπάρχοντα παρθεναγωγεία με αστικά σχολεία θηλέων. Η τάση αυτή καταγράφεται, για παράδειγμα, στην προσπάθεια της Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως να εναρμονίσει γνωστά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της Θεσσαλονίκης με το νέο εκπαιδευτικό σχήμα. Έτσι, το Πρότυπο Παρθεναγωγείο Στεφάνου Νούκα-Αγλαϊας Σχινά, με τη νέα άδεια λειτουργίας που εξασφάλισε τον Νοέμβριο του 1916, απέκτησε στο εξής διακριτές εκπαιδευτικές βαθμίδες: νηπιαγωγείο, πλήρες (6/τάξιο) δημοτικό σχολείο και 3/τάξιο αστικό σχολείο θηλέων.
Η διαχείριση της εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες αφορούσε και την εποπτεία των ετερόθρησκων σχολείων (μουσουλμανικών και ισραηλιτικών). Ο έλεγχος που ασκήθηκε σε τέτοια σχολεία στόχευε στην προσαρμογή της λειτουργίας τους στους ισχύοντες κανόνες (κτηριακή επάρκεια, συνθήκες υγιεινής, ωράρια). Ως εκ τούτου, αρκετά ισραηλιτικά σχολεία της Θεσσαλονίκης δεν αναγνωρίσθηκαν, αφού δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους λειτουργίας. Πολλά από τα αναγνωρισμένα σχολεία συντηρούνταν από εύπορους Ισραηλίτες ή ισχυρές οργανώσεις και, ως εκ τούτου, είχαν καλύτερη οργάνωση και ευρύτερο πρόγραμμα σπουδών. Μεγαλύτερη ακτινοβολία, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είχαν τα σχολεία που είχε ιδρύσει ή απλώς συντηρούσε η Alliance Israelite Universelle: Νηπιαγωγείο, δημοτικές σχολές αρρένων και θηλέων, ανώτερο παρθεναγωγείο, κατώτερες επαγγελματικές σχολές αρρένων και θηλέων και εμπορικές σχολές. Άλλα σχολεία, όπως η ισραηλιτική σχολή της Χίου, έπαυσαν τη λειτουργία τους, ίσως και για ανεπάρκεια μαθητικού δυναμικού. Ιδιαίτερη μέριμνα λήφθηκε για διδασκάλους/διδασκάλισσες της ελληνικής γλώσσας σε ετερόθρησκα σχολεία (ωράρια, αργίες), η διδασκαλία της οποίας σε αυτά ήταν υποχρεωτική, στο πλαίσιο της ενεργούμενης εκπαιδευτικής και γλωσσικής αφομοίωσης των Νέων Χωρών (Νόμος 568/1914). Η ίδια ρύθμιση εφαρμόσθηκε και για την εκπαίδευση των βλαχοφώνων με την απόσπαση διδασκάλων από την Παλαιά Ελλάδα σε όσα σχολεία λειτουργούσαν κατά τους θερινούς μήνες σε τόπους θερινής διαμονής βλαχοποιμένων (Βέρμιο, Γρεβενά). Η Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίας Εκπαιδεύσεως αντιμετώπισε το πρόβλημα καταβολής καθυστερούμενων μισθών εκπαιδευτικών αυτής της κατηγορίας ή νέων αποσπάσεων.
Σοβαρότερο ήταν το πρόβλημα εκπαίδευσης των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, η οποία αποτέλεσε άλλωστε τον κύριο στόχο της αφομοίωσης των Νέων Χωρών. Η κυριότερη δυσχέρεια της αφομοίωσης φαίνεται ότι ήταν η μη προσέλευση σλαβόφωνων μαθητών στα ελληνικά σχολεία που αντικατέστησαν όσα σχολεία της Εξαρχίας λειτουργούσαν πριν από την ενσωμάτωση. Το πρόβλημα είναι προφανές ότι εντάθηκε στις συνθήκες πολέμου που επικρατούσαν στη Μακεδονία κατά την περίοδο της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, εν όψει μάλιστα της σερβικής ή βουλγαρικής προπαγάνδας που είχε την ευκαιρία να αναπτυχθεί σε επίμαχες περιοχές τότε. Παρά τα προτεινόμενα από στελέχη της εκπαίδευσης μέτρα, στην πράξη φαίνεται ότι εφαρμόσθηκε ο έλεγχος γονέων για την τακτική φοίτηση των παιδιών τους στο ελληνικό σχολείο, όσο μπορούσε, βέβαια, αυτός να επιτευχθεί στο χάος που δημιούργησε ο πόλεμος και ο διχασμός.
Σε τέτοιες συνθήκες η δυσλειτουργία των σχολείων αποτέλεσε τον κανόνα στα εκπαιδευτικά πράγματα και όχι το αντίθετο. Η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης είχε να αντιμετωπίσει, καταρχήν, την καταστροφή, την επίταξη των διδακτηρίων για στρατιωτικούς σκοπούς ή την κατάληψή τους από πρόσφυγες. Η κυριότερη, όμως, δυσχέρεια στην εκπαιδευτική λειτουργία ήταν η έλλειψη προσωπικού. Πολλοί εκπαιδευτικοί, κυρίως από την Παλαιά Ελλάδα, από φόβο, αδυναμία μετακίνησης ή άρνηση να υπηρετήσουν το νέο καθεστώς δεν επέστρεψαν στις θέσεις τους. Άλλοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους για παρόμοιους λόγους. Σε κάποιες περιπτώσεις η «αντίδραση» στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης είχε ως συνέπεια ανακρίσεις, προφυλακίσεις ή εκτοπισμούς και αστυνομική επιτήρηση των αντιφρονούντων. Κενές θέσεις προκάλεσε, επίσης, η επιστράτευση ήδη υπηρετούντων εκπαιδευτικών. Στα σχολεία της Φλώρινας και της Καστοριάς, που αποτελούσαν πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων το Φθινόπωρο του 1916, η διάλυση δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί. Σοβαρότερη ήταν η δυσλειτουργία των σχολείων στοιχειώδους βαθμίδας, στα οποία, εκτός άλλων λόγων, η έλλειψη διδασκάλων με προσόντα και οι συνεχιζόμενες παραιτήσεις πολλών από αυτούς για λόγους οικονομικής δυσπραγίας δημιούργησαν δυσαναπλήρωτα κενά. Σε περιφέρειες με σλαυόφωνους, κατά κανόνα, οικισμούς (Γιαννιτσά, Κιλκίς, Λαγκαδάς, Έδεσσα, Φλώρινα και Καστοριά) το πρόβλημα δυσχέραινε σοβαρά την επιδιωκόμενη γλωσσική και εθνική αφομοίωση.
Όλα αυτά τα προβλήματα επιχείρησε να λύσει το Διάταγμα 250/28-10-1916 (Φ.22 Εφημερίδας Κυβερνήσεως, τεύχος Α΄, 1917) «περί των λειτουργών της δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως». Προκρίθηκαν τα εξής μέτρα που στόχευαν στην άμεση αντιμετώπιση των δυσχερειών: (1) απόλυση όσων εκπαιδευτικών δεν επέστρεφαν στις θέσεις τους εντός εικοσαημέρου (2) τοποθέτηση εκπαιδευτικών από βουλγαρο-κρατούμενες περιοχές (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) σε κενές θέσεις άλλων εκπαιδευτικών περιφερειών (3) προσωρινή τοποθέτηση υποδιδασκάλων σε κενές θέσεις πλήρων δημοτικών σχολείων˙ διορισμός νηπιαγωγών σε κενές θέσεις κοινών δημοτικών σχολείων, κυρίως στους ξενόφωνους οικισμούς˙ παροχή του δικαιώματος του διδασκάλου εν ανάγκη και σε όσους δεν πληρούσαν τα προβλεπόμενα από τον νόμο προσόντα. Το ίδιο μέτρο προκρίθηκε και για την κάλυψη θέσεων επιθεωρητών δημοτικών σχολείων στις ίδιες περιοχές (σλαυόφωνες) που για πολιτικούς λόγους είχαν ανάγκη διαρκούς εποπτείας. Συνήθης πρακτική για την κάλυψη αναγκών του σχολικού προγράμματος ήταν, επίσης, η ανάθεση πρόσθετης διδασκαλίας μαθημάτων σε εκπαιδευτικούς ανήκοντες στο ενεργό δυναμικό των σχολείων, η μείωση των κανονικών ωρών διδασκαλίας και οι προσωρινοί διορισμοί σε θέσεις στρατευμένων εκπαιδευτικών.
Η Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίσει και άλλα προβλήματα, τρέχοντα ή έκτακτα, τα οποία δυσχέραιναν την ήδη προβληματική λειτουργία των σχολείων. Διακοπή λειτουργίας λόγω επιδημιών, μεταφορά μαθητών από σχολεία με προσωρινή ή οριστική παύση λειτουργίας σε άλλα, υποδοχή προσφύγων μαθητών ή παιδιών διωκόμενων οικογενειών από το βασιλικό καθεστώς του κράτους των Αθηνών σε σχολεία της επικράτειας της Προσωρινής Κυβέρνησης, απαλλαγή μαθητών γυμνασίων ειδικών κατηγοριών από την καταβολή των εκπαι¬δευτικών τελών, συμφωνία με βιβλιοπώλες από την Αθήνα για κυκλοφορία βιβλίων δημοτικής εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες ήταν αποφάσεις που λήφθηκαν για τη θεραπεία αντίστοιχων προβλημάτων.
Οξύ ήταν και το πρόβλημα αντιμετώπισης των σχολικών δαπανών όχι μόνο τρεχουσών, αλλά και κεκλεισμένων χρήσεων˙ τις τελευταίες ήταν αδύνατο να συμπεριλάβει η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 1917. Οι υφιστάμενες εφορείες ή επιτροπές φαίνεται ότι έδειξαν ολιγωρία στην επιβαλλόμενη από τον Νόμο 402/1914 υποχρέωση είσπραξης των συνήθων σχολικών πόρων και καταβολής τους στο Δημόσιο Ταμείο. Αυτό τουλάχιστον καταγράφηκε σε εκθέσεις των προέδρων εφορειών σχολείων της Δυτικής Μακεδονίας και των νησιών του Αιγαίου προς τον σύμβουλο, Γεώργιο Αβέρωφ, στις αρχές του 1917. Έτσι, οι σχολικές δαπάνες από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι και το 1917 βάρυναν σχεδόν αποκλειστικά το κράτος. Οι μισθοί των εκπαιδευτικών, που αποτελούν την κυριότερη εκπαιδευτική δαπάνη, καταβάλλονταν για το σχολικό έτος 1916-17 από τα οικεία ταμεία με εντάλματα πληρωμών. Προβλήματα δημιουργήθηκαν στην καταβολή των μισθών εκπαιδευτικών με οργανική θέση σε σχολεία των βουλγαροκρατούμενων περιοχών ή της ουδετέρας ζώνης λόγω δυσκαμψίας των λογιστικών υπηρεσιών, δυστροπίας των ταμιών ή και άρνησής τους να υπηρετήσουν το καθεστώς. Παρόμοια προβλήματα δημιουργήθηκαν και στη μισθοδοσία των καθηγητών των Ιερών, λόγω άρνησης του Εκκλησιαστικού Ταμείου να μισθοδοτήσει υπαλλήλους του κράτους της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η κυβέρνηση έλαβε μέριμνα για τη μισθοδοσία των προσχωρούντων από την Παλαιά Ελλάδα υπαλλήλων (Διατάγματα 628/25-11-1916 και 2/3-1-1917) και τήρησε απαρεγκλίτως τις σχετικές με τις διαβαθμίσεις και τη μισθολογική εξομοίωση των εκπαιδευτικών των Νέων Χωρών διατάξεις (αυξήσεις λόγω πενταετιών, συνταξιοδοτικά δικαιώματα και αντίστοιχες κρατήσεις). Παράλληλα, συγκέντρωνε και σωρεία αιτήσεων για δίκαιες αυξήσεις των γλίσχρων, κατά γενική ομολογία, μισθών, οι οποίοι είχαν υποβαθμισθεί λόγω της γενικής ανόδου των τιμών που προκάλεσε ο πόλεμος. Οι εκπαιδευτικοί της Θεσσαλονίκης ήταν περισσότερο ευνοημένοι, αφού λάμβαναν το χορηγούμενο στους πολιτικούς υπαλλήλους της πόλης επίδομα.
Η πρωτοπορία της Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έχει καταγραφεί στην καθιέρωση, για πρώτη φορά, της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στα βιβλία της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, το Διάταγμα 2585 της 14ης-5-1917, άρθρο 5 (Φ. 96/30-5-1917, τεύχος Α΄) προέβλεπε ότι «Τα διά τας τέσσερας πρώτας τάξεις των Δημοτικών Σχολείων προοριζόμενα αναγνωστικά, ως και τα βιβλία των αριθμητικών ασκήσεων διά την γ΄, δ΄, ε΄και στ΄τάξιν των αυτών Σχολείων, οφείλουσι να είναι γεγραμμένα εις την κοινήν ομιλουμένην (δημοτικήν) γλώσσαν, απηλλαγμένην παντός αρχαϊσμού ή ιδιωτισμού». Το μέτρο, βέβαια, αφορούσε το προσεχές σχολικό έτος και επρόκειτο λίγα χρόνια αργότερα να αρθεί, όταν η αντίπαλη των βενιζελικών παράταξη απέσυρε τα ήδη εγκεκριμένα και χρησιμοποιούμενα νέα βιβλία ακολουθώντας τη σύσταση της αρμόδιας επιτροπής «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι »!

Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης

  • Συλλογικό Όργανο

ΒΔ 7-11.04.1914 (ΦΕΚ 88/τ. Α΄/1914)Περί σύστασης δικαστηρίων στη Μακεδονία
Σύμφωνα με τα άρθρα 6, 11, 12, 13 του Νόμου 147 /5 Ιανουαρίου 1914: " περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως" με υπουργό Δικαιοσύνης τον Κ.Δ. Ρακτιβάν αποφασίστηκε η σύσταση δικαστηρίων στις επαρχίες της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και συγκεκριμένα:

  1. Ένα Εφετείο στη Θεσσαλλονίκη
  2. Δέκα Πρωτοδικεία (και της Θεσσαλονίκης)
  3. Δέκα Ειρηνοδικεία πρώτης τάξεως (και της Θεσσαλονίκης)
  4. Σαράντα ένα Ειρηνοδικεία δευτέρας τάξεως
  5. Οκτώ ειδικά Πταισματοδικεία( και της Θεσσαλονίκης) (άρθρο 1)
    για την απονομή πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης
    Η δικαιοδοσία του Εφετείου Θεσσαλονίκης επεκτείνεται σε περιφέρειες των Πρωτοδικείων Θεσσαλονίκης, Σερρών, Δράμας, , Καβάλας, Βεροίας, Εδέσσης, Καστοριάς και Φλώρινας (άρθρο 3)
    Το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει στη δικαιοδοσία του τις περιφέρειες των Ειρηνοδικείων :
  6. Θεσσαλονίκης, 2. Βασιλικών, 3. Μπάλτσας , 4. Γουμενίθτσας, 5. Λαγκαδά, 6. Σωχού, 7.Κιλκίς, 8. Κιλινδίρ, 9. Πολυγύρου, 11. Άρνης, 12. Ιερισσού, 13. Βάλτης, 14. Συκιάς (άρθρο 4)
    Το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης ασκεί τη δικαιοδοσία του στην περιφέρεια της πόλεως Θεσσαλονίκης και των εξής χωριών (άρθρο 5):
  7. Ασβεστοχώρι, 2. Χορτιάτης, 3. Καπουτσήδες, 4. Άη Σακλή (Μπουγιούκ Μαχαλάς), 5. Σέδες, 6. Κραν, 7. Ματσάρηδες, 8. Λουτρά Σέδες, 9. Μεγάλο Καραμπουρνού, 10. Μικρό Καράμπουρνού, 11. Μπαχτσέ, 12. Τσαίρ, 13. Καρατσοβαγή, 14, Ζουμπάτες, 15. Χατζή -Μπαλή, 16. Ουζούν Αλή, 17. Επανωμή, 18. Κριτσανά, 19. Τούμπα, 20. Αλυκαί, (Κουρσούκ Τούζλα), 21. Γιαννιτσίδες, 22. Κουλακιά, 23. Καιλή, 24. Κιρτσιλάρ, 25. Μουστάφτσα, 26. Τσοχαλάρ, 27. Ζορμπάς, 28. Σαρίτσα, 29. Γιαϊλαντίκ, 30. Δαούτσα, 31. Κάτω Κουρφάλι, 32. Άνω Κουρφάλι, 33. Μεσαίο Κουρφάλι, 34. Μεντεσελή, 35. Χάνι Βαρδάρ, 36. Τοπσίν, 37. Σιδηροδρομικός Σταθμός Τοπσίν, 38. Καβακλή, 39. Δουρμουσλή, 40. Χατζηλίκι, 41. Γιαχαλή, 42. Βερλάντζα, 43. Καραογλού, 44. Δογαντζή, 45. Βαθύλακκος, (Καδή-Κιόϊ), 46. Μπουγαρίαβον, 47. Σαρηομέρι, 48. Ίγλιτς., 49. Σιαμλή, 50. Βαλμάδα, 51. Τεκελή, 52. Κάτω Καβακλή, 53. Κολοπάντζα, 54. Γκιόρδινον, 55. Νάρες, 56. Τρία Χάνια, 57. Πλατανάκια, 58. Λεμπέτ, 59. Δουδουλάρ, 60. Ουρετζούκ, 61. Λάμπρα, 62. Μαχμούτ, 63. Τσαλή, 64. Ζάτσοβον, 65. Λουτρά Σέδες, 66. Χαρμάν- Κιόϊ, 67. Αραπλή, και 68. Ζορμπά και όλων των συνοικισμών εντός της παραπάνω περιφέρειας.
    Τέλος, τα Πταισματοδικεία Θεσσαλονίκης ασκούν δικαιοδοσία στις περιφέρειες των ομώνυμων Ειρηνοδικείων (άρθρο 16).

ΠΗΓΗ: http://www.et.gr/api/DownloadFeksApi/?fek_pdf=19140100088

Αλή Σαμή Μπέης

  • Άτομο

Ο Αλή Σαμή Μπέης ήταν πρώην συνταγματάρχης και υπασπιστής του Σουλτάνου Αμπντούλ-Χαμίντ Β’ με έντονη αντι-κεμαλική δράση. Γεννήθηκε στην Τουρκία περί του 1870 και το 1892 αποφοίτησε από την Αυτοκρατορική Ακαδημία Ναυτικού με το βαθμό του ανθυποπλοιάρχου του μηχανικού. Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε να ασχολείται συστηματικά με τη φωτογραφία, κερδίζοντας τον τίτλο του «Αρχιφωτογράφου και Ακολούθου της Αυτού Μεγαλειότητος του Σουλτάνου», καθώς ο Αμπτνουλ-Χαμίντ Β’ ήταν λάτρης της φωτογραφίας. Το 1909 την εξορία του Σουλτάνου στη Θεσσαλονίκη ακολουθεί και ο Αλή Σαμή. Εκεί εργάζεται ως φωτογράφος και εκδότης διαφόρων εφημερίδων έως το 1918. Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία συνεργάζεται με τον ελληνικό στρατό και για το λόγο αυτό επικηρύσσεται, μαζί με άλλα 150 άτομα, ως εχθρός του Κεμάλ και της Τουρκίας και καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει φωτογραφείο στην οδό Ρακτιβάν 4. Στο διάστημα 1925-1927 εργάζεται στο Άγιο Όρος, ενώ από το 1928 περιδιαβαίνει την Ελλάδα, φωτογραφίζοντας τοπία, μνημεία και αξιοθέατα. Τα ίχνη του χάνονται μετά το 1933.
ΠΗΓΗ: http://agioritikesmnimes.blogspot.com/2011/10/17.html

Η εν Κωνσταντινουπόλει Εφορεία των Σχολών Νεβσεχίρ

  • Συλλογικό Όργανο

Η εν Κωνσταντινουπόλει Εφορεία των Σχολών Νεβσεχίρ, δηλαδή η περιοχή Νεάπολης Καππαδοκίας, ιδρύθηκε το 1820 με σκοπό την «…ἀνασύστασιν και ἀπρόσκοπτον λειτουργίαν τῶν κοινοτικῶν ἐκπαιδευτηρίων». Περί τα τέλη του 19ου αιώνα η Εφορεία αριθμούσε την Ελληνική Κοινοτική Σχολή, δύο δημοτικά, Παρθεναγωγείο και δύο νηπιαγωγεία με περισσότερους από 1.000 μαθητές και μαθήτριες.
ΠΗΓΗ: Εκατονταετηρίς της εν Κωνσταντινουπόλει Εφορείας των Ελληνικών Σχολών Νεαπόλεως Καππαδοκίας (Νεβ-Σεχίρ): 1820-1920. (1920). Εν Κωνσταντινούπολει: Τύποις Α. Α. Κορομηλά.

Αποτελέσματα 401 έως 500 από 1119