Εμφανίζει 1111 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή

Τσουδερός, Εμμανουήλ

  • Άτομο
  • 1882 - 1956

Σπούδασε νομικά και οικονομικές επιστήμες. Εξελέγη Βουλευτής στη Βουλή των Κρητών (1906-1912), Αντιπρόεδρος της Συνέλευσης Κρητών και εκπρόσωπός της στην Αθήνα. Το 1924 χρημάτισε Υπουργός Συγκοινωνιών και Οικονομικών. Παράλληλα, αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στην Ε΄ Γενική Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ). Το 1925, ως Υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας, συνέβαλε στην εκκαθάριση των ανταλλάξιμων τουρκικών περιουσιών και την αποζημίωση των Ελλήνων προσφύγων. Το 1928 διορίστηκε Υποδιοικητής της νεοσύστατης Τράπεζας της Ελλάδος και, στη συνέχεια, το διάστημα 1931-1939 Διοικητής της. Υπήρξε Πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης κατά τα έτη 1941-1944. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διετέλεσε, μεταξύ άλλων, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Υπουργός Συντονισμού και μέλος του Κυβερνητικού Συντονιστικού Συμβουλίου.

Τσουδερός, Εμμανουήλ

  • Άτομο

Σπούδασε νομικά στο παν/μιο Αθηνών. Το 1906 εκλέχθηκε βουλευτής για πρώτη φορά στην Κρητική Βουλή και το ’11 έγινε αντιπρόεδρος της συνέλευσης των Κρητών. Διετέλεσε πρωθυπουργός της εξόριστης κυβερνήσεως κατά τα έτη 1941-1944. Μέλη της οικογένειας Τσουδερού διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις της Κρήτης κατά τη διάρκεια 19ου – 20ου. Ήταν παντρεμένος με την Μαρία Θεοφανάκη και είχε αποκτήσει τρία παιδιά, την Αθηνά, τον Γιάννη και τη Βιργινία

Τσολάκογλου, Γεώργιος

  • Άτομο
  • 1886 - 1948

Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός από τη Ρεντίνα Αγράφων. Ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην εκστρατεία της Ουκρανίας και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο ήταν διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, ενώ τον Απρίλιο του 1941, μετά την επίθεση των Γερμανών, υπέγραψε το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης του Ελληνικού Στρατού. Στις 30 Απριλίου 1941 διορίστηκε από τις κατοχικές δυνάμεις πρωθυπουργός της ελληνικής κατοχικής κυβέρνησης, ενώ παραιτήθηκε το φθινόπωρο του 1942. Το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη το 1945 για συνεργασία με τον κατακτητή και παράνομη συνθηκολόγηση. Πέθανε από λευχαιμία το 1948.

Τσιμπογιάννης, Χαράλαμπος

  • Άτομο

Διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Αρρένων και Θηλέων Γκιουλ Μπαξέ, κατά το σχολικό έτος 1921-22 και Διευθυντής των Εκπαιδευτηρίων της Κοινότητος επί τετραετία (1907-1911).

Τσιμπιδάρος, Γιώργος

  • Άτομο
  • 1891 ή 1894-1967

Ο Γιώργος Φτέρης (ψευδώνυμο του Γιώργου Τσιμπιδάρου), γιος του Ηλία και της Ευγενίας, γεννήθηκε στην Καρέα Μάνης το 1891 [1894, σύμφωνα με το βιβλίο της συζύγου του]. Είχε έξι αδέλφια:τον Στράτη, τον Γιάννη, τον Βασίλη, τον Πότη, την Τασία και την Όλγα. Ο Βασίλειος (Βάσος) Τσιμπιδάρος ήταν επιλοχίας του πεζικού, πολέμησε στη Μακεδονία ως καπετάν Τσιμπίδας και σκοτώθηκε το 1907. Ο Πότης Τσιμπιδάρος υπήρξε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ε. Βενιζέλου και βουλευτής.
Ο Γιώργος Φτέρης παρακολούθησε το δημοτικό στην Καρέα, το Ελληνικό στο Γύθειο και το Γυμνάσιο στην Καλαμάτα.Σπούδασε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά. Ξεκίνησε στο Θάρρος Καλαμών, και στη συνέχεια συνεργάστηκε στα: Καιροί, Ακρόπολις, Νέα Ημέρα, Πατρίς, Βαλκανικός Ταχυδρόμος, Ελεύθερος Τύπος, Ελεύθερος Λόγος, Αμάλθεια Σμύρνης και στα περιοδικά Νουμάς, Καλλιτέχνης, Χαραυγή Μυτιλήνης, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Νέα Εστία, Νέον πνεύμα, Νεοελληνική λογοτεχνία, Παναθήναια, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Διάπλασις των παίδων, Ανθολογία. Χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα: Ανατολίτης, Λανσελότος, Γκρέκο, Φτέρης. Έζησε στη Ρώμη και στο Παρίσι όπου ήταν ανταποκριτής του Ελεύθερου Βήματος. Επιστρέφοντας στην Αθήνα εργάστηκε ως διευθυντής στα Αθηναϊκά νέα (1933-1941) και συνεργάστηκε στο Βήμα, στα Νέα και στον Ταχυδρόμο.
Έργα του: Η θρυλική ζωή του στρατηγού Βούρβαχη (1937), Πρόσωπα και σχήματα (1954), Μάνη πατρίδα μου (1976), Ελληνικές μορφές (1979).
Μετέφρασε τα Τραγούδια της Βιλιτώς του Pierre Louis (1921), τη Rabouilleuse του Émile Fabre, το Docteur Knock του Jules Romains και άλλα. Έγραψε μελέτες και ποιήματα, μεταξύ αυτών το ποίημα «Η Χωριάτα», γνωστό τραγούδι της Κατοχής.
Υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1950-1952, 1956-1964), μέλος της Επιτροπής σχολικών βιβλίων, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1930-1967).
Τιμήθηκε με τις «Ακαδημαϊκές δάφνες» της Σορβόννης (1930), τον ταξιάρχη του Φοίνικος (1965), το «χρυσούν εύσημον της δημοσιογραφίας» (1966).
Παντρεύτηκε την Ρέα Βραχηνού το 1934 και απέκτησαν μία κόρη, την Ελυάνα. Πέθανε στην Αθήνα στις14 Σεπτεμβρίου 1967 (ημερομηνία των γενεθλίων του).

[Πηγή σύνταξης βιογραφικού: υλικό του αρχείου και Ρέα Γιώργου Φτέρη, Δίπλα στον άντρα μου, Αθήνα, Δίφρος, 1977]

Τσαλδάρης, Παναγής

  • Άτομο
  • 1868 - 1936

Επιφανής πολιτικός, ηγέτης του Λαϊκού κόμματος και πρωθυπουργός. Γεννήθηκε στην Κορινθία. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία και στη Γαλλία. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1910. Κατά τον Εθνικό Διχασμό υποστήριξε την αντιβενιζελική μερίδα, μετείχε ως υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Δ. Γούναρη το 1915, εκτοπίστηκε μετά την επικράτηση του Ε. Βενιζέλου (1917-20), και το 1920-22 ανέλαβε τα υπουργεία Εσωτερικών και Συγκοινωνιών.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εξελέγη αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος. Αρνήθηκε να αναγνωρίσει το καθεστώς της αβασίλευτης Δημοκρατίας (το οποίο δεν αναγνώρισε παρά το 1932). Αντιτάχθηκε στο καθεστώς του Πάγκαλου (1925-26) και συμμετείχε στην πρώτη («Οικουμενική») κυβέρνηση Αλ. Ζαΐμη το 1926, αναλαμβάνοντας διαδοχικά τα υπουργεία Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Παιδείας. Με μικρή κοινοβουλευτική δύναμη μετά την επικράτηση του Ε. Βενιζέλου το 1928, άσκησε δριμεία κριτική στους χειρισμούς της κυβέρνησης και ιδιαίτερα στη σύναψη των ελληνοτουρκικών συμφωνιών του 1930.

Στις εκλογές του Μαρτίου 1933, ο Π. Τσαλδάρης επικράτησε και σχημάτισε κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε στην εξουσία ως το 1935. Στην περίοδο αυτή, υπέγραψε το Σύμφωνο Εγγυήσεως του κοινού συνόρου με την Τουρκία (1933) και το τετραμερές Βαλκανικό Σύμφωνο (1934). Υπό τις δυσμενείς συνθήκες που προκάλεσε η αναβίωση του διχασμού, παραιτήθηκε, επανήλθε στην πρωθυπουργία μετά τις εκλογές του 1935, για να ανατραπεί τον Οκτώβριο του ίδιου έτους από τους ακραιφνείς φιλομοναρχικούς στρατιωτικούς που επανέφεραν στον θρόνο τον Γεώργιο Β’.

Ο Π. Τσαλδάρης κέρδισε, χωρίς αυτοδύναμη πλειοψηφία, τις εκλογές του 1936 και καταψήφισε στη Βουλή την πρώτη κυβέρνηση του Ι. Μεταξά, ο οποίος λίγο αργότερα εγκαθίδρυσε δικτατορικό καθεστώς στη χώρα.

Τσαλδάρης, Κωνσταντίνος

  • Άτομο
  • 1884 - 1970

Ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1884. Σπούδασε νομικά στην Ελλάδα, τη Γερμανία, τη Βρετανία και την Ιταλία. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1926 με το Κόμμα Ελευθεροφρόνων , ενώ μετά την αποτυχία του στις εκλογές του 1928 προσχώρησε στο Λαϊκό Κόμμα. Το 1933-35 υπηρέτησε ως υφυπουργός Συγκοινωνιών και παρά τω πρωθυπουργώ στις κυβερνήσεις του θείου του, Παναγή Τσαλδάρη, και μετά τον θάνατό του αναδείχθηκε σε ηγετικό στέλεχος του κόμματος. Μετά την απελευθέρωση ηγήθηκε του επανενωμένου Λαϊκού Κόμματος και επικράτησε στις εκλογές του 1946 ως αρχηγός του συνασπισμού «Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων». Διετέλεσε πρωθυπουργός από τον Απρίλιο του 1946 έως τον Ιανουάριο του 1947. Η κυβέρνησή του διενήργησε το δημοψήφισμα που επανέφερε τη μοναρχία τον Αύγουστο του 1946, ενώ ο ίδιος υποστήριξε τις εθνικές διεκδικήσεις στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι, Μέχρι το 1949 υπηρέτησε ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, ενώ σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση τον Αύγουστο του 1947. Ηγήθηκε της ελληνικής αντιπροσωπείας στις Γενικές Συνελεύσεις του ΟΗΕ και ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για την παροχή της Αμερικανικής Βοήθειας στην Ελλάδα (Δόγμα Τρούμαν). Στις εκλογές του 1950 το Λαϊκό Κόμμα ήλθε πρώτο, αλλά έκτοτε άρχισε η παρακμή του. Δεν εξελέγη καν βουλευτής στις εκλογές του 1952. Παρέμεινε, ωστόσο, στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος, και το 1956 συμμετείχε στη «Δημοκρατική Ένωση», αντιπάλου εκλογικού σχήματος της ΕΡΕ. Ο ίδιος επανεξελέγη βουλευτής, αλλά απέτυχε στις εκλογές του 1958 ως επικεφαλής της «Ενώσεως Λαϊκού Κόμματος». Απεβίωσε το 1970.

Τσάκαλης, Απόστολος

  • Άτομο

Ο Απόστολος Τσάκαλης γεννήθηκε γύρω στα 1950. Ήταν εργοδηγός-τοπογράφος και εργαζόταν ως υπάλληλος του δήμου Καλαμάτας, στο Τμήμα Σχεδίου Πόλης.

Τζανίδη, Κωνσταντίνου, οικογένεια

  • Οικογένεια

Η οικογένεια του Κωνσταντίνου Τζανίδη προέρχεται από την περιοχή Μισθί του Ικονίου της Μικράς Ασίας. Το Μισθί (ή Μιστί) ήταν πρώην ελληνική κωμόπολη στην επαρχία Νίγδης της Καππαδοκίας, στη σημερινή Τουρκία, όπου στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσαν 400 περίπου χριστιανικές οικογένειες. Το Ικόνιο υπήρξε σημαντικό κέντρο του μικρασιατικού ελληνισμού και αποτελούσε πόλη με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Μέχρι το 1922 η ελληνική δραστηριότητα κυριαρχούσε στην οικονομία του Ικονίου και της ευρύτερης περιοχής, με κυριότερες επαγγελματικές ασχολίες αυτές της ταπητουργίας και της επεξεργασίας δερμάτων. Στους Έλληνες της περιοχής είχε απαγορευτεί από τις οθωμανικές αρχές η χρήση της ελληνικής γλώσσας και με τον καιρό έφτασαν να χρησιμοποιούν μια διάλεκτο – μίξη τουρκικής και ελληνικής γλώσσας, τα καραμανλίδικα.

Τερέντσιο, Γιολάντα

  • Άτομο
  • 1922 - 2006

Η Γιολάντα Τερέντσιο γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. Ήταν κόρη του Τόνι Τερέντσιο και της Τζούλιας Αμπελά και είχε μία αδελφή κατά δύο χρόνια νεότερη, την Άλμπα. Τελείωσε το Γυμνάσιο της Γερμανικής Σχολής (1934-1940) και ενεγράφη στη Νομική Σχολή, από την οποία δεν αποφοίτησε. Το 1944 συνελήφθη από τα Ες-Ες λόγω της αντιστασιακής της δράσης και εστάλη για καταναγκαστική εργασία στην Αυστρία. Εκεί δραπέτευσε από το στρατόπεδο επιλογής, συνελήφθη όμως και κρατήθηκε στη φυλακή Λάντεσγκεριχτ της Βιέννης. Μετά την απελευθέρωση της πόλης από τον Ερυθρό Στρατό, επέστρεψε στην Αθήνα με πολλές κακουχίες, τον Αύγουστο του 1945, οπότε αποτύπωσε την εμπειρία της αιχμαλωσίας της στο έργο 413 Μέρες. Έλαβε το δίπλωμα του Γαλλικού Ινστιτούτου (1946-1948) και του Βρετανικού Συμβουλίου (1946-1949) στην Αθήνα, ενώ παράλληλα δημοσίευε στον Ταχυδρόμο της Αλεξάνδρειας συνεντεύξεις με τους σημαντικούς λογοτέχνες της εποχής. Στη συνέχεια πήρε το δίπλωμα προπαιδευτικής του τμήματος Συγχρόνων γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της Νίκαιας (1949-1950), όπου παρακολούθησε και μαθήματα του Κέντρου Μεσογειακών Σπουδών. Την ίδια περίοδο δημοσίευε στη Νέα Εστία, τον Ταχυδρόμο (Αθηνών) και το Βήμα συνεντεύξεις με διαπρεπείς γάλλους στοχαστές και νομπελίστες. Τις σπουδές της συνέχισε στη Σορβόννη, ολοκληρώνοντας την Ανωτέρα Σχολή Δημοσιογραφίας στο Παρίσι (1950-1952). Την ίδια περίοδο άρχισε να μεταφράζει στα γαλλικά το έργο της 413 Μέρες που δεν είχε εκδοθεί ακόμη τότε στα ελληνικά. Επιστρέφοντας στην Αθήνα συνεργάστηκε με τον Ταχυδρόμο (από το 1955), το Βήμα (από το1957) και τα Νέα. Από τον Νοέμβριο του 1967 ως τον Ιούνιο του 1975 εργάσθηκε ως δημοσιογράφος του ελληνικού τμήματος του BBC στο Λονδίνο. Η προσφορά της στην ενημέρωση των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αναγνωρίσθηκε κυρίως στο ντοκιμαντέρ της Πέπης Ρηγοπούλου: «Γιολάντα Τερέντσιο, η φωνή του BBC στα χρόνια της δικτατορίας», που προβλήθηκε στην εκδήλωση διαμαρτυρίας για τη διακοπή λειτουργίας της ελληνικής εκπομπής του BBC (22.11.2005) της ΠΟΕΣΥ, των «Ενώσεων Συντακτών» και των «Τμημάτων Επικοινωνίας & ΜΜΕ» του Παντείου και του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Από το 1974 συνεργάσθηκε ως ανταποκρίτρια από το Λονδίνο με την Καθημερινή και σύντομα, μετά την επιστροφή της στην Αθήνα, ως συντάκτρια. Από το 1978 ως το 1981 ανέλαβε την μηνιαία ενημερωτική εκπομπή στην κρατική τηλεόραση «Η Πορεία της Ευρώπης» (58 εκπομπές) και τη σειρά εκπομπών στο ραδιόφωνο με τίτλο «Τι θα πει Ευρώπη» (Νοέμβριος 1976-1978, 26 εκπομπές). Το 1981 συνέχισε με τις ραδιοφωνικές εκπομπές «Αναζήτηση της Αγγλίας», «Η Ευρώπη των Εννέα» και «Η Ευρώπη των Δέκα», «Ο κόσμος χθες, σήμερα, αύριο» (1987-1998) στην ΕΡΤ, και «Αναδρομή στις ρίζες» (1996-1998) στο 5ο Πρόγραμμα.

Εξέδωσε τρία αυτοτελή έργα: 413 μέρες (Εστία, 1982, 1η έκδοση στα γαλλικά [1958] και μετά στα ισπανικά [1961]), Ο κόσμος χθες, σήμερα, αύριο – Πνευματικοί άνθρωποι (συνεντεύξεις με Έλληνες λογοτέχνες, που είχε πάρει από το 1949, Μίνωας, 1992) και Κορυφαίοι Έλληνες στη σφαίρα της τέχνης (Ε.Λ.Ι.Α., 2000). Ετοίμαζε και ένα τέταρτο βιβλίο το οποίο θα περιελάμβανε συζητήσεις με ευρωπαίους λογοτέχνες, που έχουν τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ. Συμμετείχε επίσης σε συλλογικά έργα. Εξέδωσε τις μεταφράσεις: Η χώρα που δε φτάνεις ποτέ του Andre Dhotel και Υπολοχαγός Κάτια της Κατρίν Ντεβιλιέ.

Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2006, μετά από μακρά ασθένεια.

Πηγή: Αρχείο Γ. Τερέντσιο (φάκ. 71.1), και τα έργα της: Ο κόσμος χθες σήμερα αύριο. Πνευματικοί άνθρωποι, Μίνωας, 1993, Κορυφαίοι Έλληνες στη σφαίρα της τέχνης. Συνεντεύξεις – Δοκίμια, Ε.Λ.Ι.Α., 2000.

Ταϊπλιάδης, Γιάννης

  • Άτομο

Ο Γιάννης Ταϊπλιάδης γεννήθηκε στη Βέροια όπου και απεβίωσε το 2012. Σπούδασε φωτογραφία. Τακτικό μέλος της Εταιρείας των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου της ΟΥΝΕΣΚΟ. Έγραψε έργα για μικρούς και μεγάλους και τα περισσότερα από αυτά παρουσιάστηκαν από ΔΗΠΕΘΕ, από θιάσους του ελεύθερου θεάτρου και πολλούς ερασιτεχνικούς πολιτιστικών συλλόγων. Το έργο του “Και όμως, κάπως έτσι…” τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου του Υπουργείου Πολιτισμού στο διαγωνισμό του 1990. Τελευταίο του έργο: “Ο βάλτος είναι πάντα εκεί”. Παρουσιάσθηκε από το ΚΘΒΕ σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Τα έτη 1981-82-83 σε τρεις αποστολές στον Πόντο τις οποίες οργάνωσε η Εύξεινος Λέσχη Βεροίας, κατέγραψε κινηματογραφικά και φωτογραφικά σχεδόν όλη την περιοχή του Πόντου. Το 1983 συνελήφθη από την Τουρκική ασφάλεια για κατασκοπεία στην Ορντού (αρχαία Κοτύωρα).

Τασούδης, Γεώργιος

Ο δικηγόρος Γεώργιος Τασούδης ήταν γιος της αδελφής του Χρύσανθου. Χρησιμοποίησε το αρχειακό υλικό για την έκδοση τριών βιβλίων με θέμα τη ζωή και τη δράση του Χρύσανθου.

Ταμείο Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών

  • Συλλογικό Όργανο

Το Ταμείον Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών περιουσιών ιδρύθηκε με το Νόμο 3471/1928 ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπό την εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας. Σκοπός του Ταμείου ήταν η συγκέντρωση και διάθεση των περιουσιών των πάσης φύσης νομικών προσώπων των Ελλήνων στην Τουρκία (κοινοτήτων, κοινοτικών οργανισμών, μονών, εκκλησιών, σχολών, νοσοκομείων, ιδρυμάτων κοινής ωφέλειας) που έπαυσαν να λειτουργούν λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών (άρθρο 1). Με το άρθρο 2 όλοι οι κάτοχοι (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) κινητών περιουσιών ή χρηματικών τίτλων (ομολογίες εκκλησιαστικά κημείλια, τιμαλφή) που ανήκαν σε νομικά πρόσωπα Ελλήνων της Τουρκίας υποχρεώνονταν να τα παραδώσουν στο Ταμείο. Εξαιρούνταν από τη ρύθμιση όσα είχαν παραδοθεί στα μουσεία του Κράτους.
Οι πόροι του Ταμείου προβλεπόταν ότι θα ήταν τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρθηκαν, οι κληρονομιές κληροδοσίες έρανοι εισφορές υπέρ του Ταμείου, η Κρατική ενίσχυση καθώς και 50 εκ. δραχμές που διατίθεντο αμέσως από το Υπουργείο Γεωργίας. Στο άρθρο 6 καθοριζόταν ότι η ταμειακή υπηρεσία θα ενεργούνταν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην οποία κατατίθεντο όλα τα χρηματικά ποσά εντόκως και όλοι οι τίτλοι και, κατά το δυνατόν, τα τιμαλφή και κειμήλια. Στην Εθνική Τράπεζα θα κατατίθεντο και τα πάσης φύσεως έσοδα του Ταμείου που δεν διατίθεντο για τους σκοπούς του Νόμου.
Τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου προβλεπόταν ότι θα διατεθούν υπέρ παρεμφερών σκοπών δηλ. θρησκευτικών, εκπαιδευτικών, φιλανθρωπικών, και άλλων εκπολιτιστικών των προσφυγικών συνοικισμών αναγκών στο βαθμό που αυτά δεν μπορούσαν να ασκηθούν στην Τουρκία μετά τη σύμβαση ανταλλαγής των πληθυσμών (άρθρο 7).
Για το σκοπό αυτό οριζόταν ότι τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία θα εκποιούνταν με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου μέσω της Εθνικής Τραπέζης (που είχε και αυτή λόγο στις αποφάσεις) και καθορίζονταν οι όροι των εκποιήσεων (άρθρο 8).
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου αποτελούνταν από έναν Πρόεδρο και οκτώ άμισθα μέλη: τέσσερις καταγώμενους από τη Μικρά Ασία, δύο από τη Θράκη και δύο από τον Πόντο (άρθρο 11).
Το 1934 με το Νόμο 6340/1934 το Ταμείο υπήχθη στην εποπτεία του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, στο οποίο υπήχθη και η Υπηρεσία Συμβάσεως Ανταλλαγής και Αποζημιώσεως Ανταλλαξίμων, που υπαγόταν έως τότε στο Υπουργείο Γεωργίας.
Το Ταμείο καταργήθηκε το 1962 με το Νόμο 4223/1962 με το οποίο μεταβιβάζονταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του Ταμείου στην Δ5 Διεύθυνση του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας και στον Λογαριασμό Αποκαταστάσεως Αστών Προσφύγων του Νόμου 2044/52, που λειτουργούσε στην Τράπεζα της Ελλάδος. ΒΔ 151/1963

Σύνδεσμος Εποικιστικών Υπαλλήλων

  • Συλλογικό Όργανο

Σύμφωνα με καταγραφή (1928) της Γενικής Δ/νσης Εποικισμού Μακεδονίας, στο Νομό Σερρών έχουν εγκατασταθεί οι παρακάτω πρόσφυγες:

  1. Στη δικαιοδοσία του Γραφείου Εποικισμού Σερρών: 29.590 άτομα
  2. Στη δικαιοδοσία του Γραφείου Εποικισμού Σιντικής: 27.638 άτομα
    ΣΥΝΟΛΟ 57.228 άτομα
    [http://old.serres.gr/synedrio100/images/2006/efstathios%20pelagidis.pdf]

Σωτηρίου, Διδώ

  • Άτομο
  • 1909 - 2004

Η Διδώ Σωτηρίου, κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παππαδοπούλου, γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας. Ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά της οικογέ­νειας (Ηρώ, Δέσποινα, Γιώργος, Έλλη). Το 1917 η οικογένειά της, για λόγους οικονομικούς, μετακόμισε στη Σμύρνη και μετά την καταστροφή του 1922 στον Πειραιά. Η Δ. Σωτηρίου μεγάλωσε με τους εύπορους θείους της Γιώργο και Μαρία Νικολοπούλου, που ωστόσο δεν ευνοούσαν τη μόρφωση και την επίδοσή της στο γράψιμο. Φοίτησε στη Σχολή Αηδονοπούλου με καθηγητή τον Κώστα Παρορίτη που ενθάρρυνε τη συγγραφική της έφεση και την γνώρισε στον Ψυχάρη. Συνέχισε με μαθήματα κατ’ οίκον με καθηγήτρια τη λογοτέχνη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Τα πρώτα λογοτεχνικά κείμενά της, από την περίοδο της φοίτησής της στο σχολείο, δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά της εποχής με τη μεσολάβηση του λογοτέχνη και οικογενειακού φίλου της Ντόλη Νίκβα. Πήρε δίπλωμα καθηγήτριας γαλλικής έχοντας τελειώσει το Γαλλικό Ινστιτούτο. Το 1928 ταξίδεψε στη Βιέννη και στην Ιταλία. Το 1933 παντρεύτηκε τον καθηγητή μαθηματικών Πλάτωνα Σωτηρίου. Από το 1933 συνεργάστηκε στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι και ήρθε σε επαφή με το αντιφασιστικό κίνημα και με εκπροσώπους της αριστερής διανόησης όπως τον Δ. Γληνό, τον Ν. Καρβούνη, τον Κ. Βάρναλη, τη Γ. Καζαντζάκη, τη Μ. Αξιώτη κ.ά. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Νέος Κόσμος και στην αρχισυνταξία του περιοδικού Γυναίκα του Α. Νικολόπουλου από το 1936. Το 1935 συμμετείχε μαζί με την Ηλέκτρα Αποστόλου στο Πρώτο παγκόσμιο συνέδριο γυναικών στο Παρίσι, ως εκλεγμένη εκπρόσωπος γυναικείων οργανώσεων και την ίδια χρονιά μίλησε στη Γενεύη, στην Κοινωνία των εθνών, για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Το 1937 παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στη Σορβόννη καθώς και το Παγκόσμιο συνέδριο λογοτεχνών. Στην Κατοχή δούλεψε στον παράνομο τύπο της Αντίστασης και λίγο πριν την απελευθέρωση στην αρχισυνταξία του Ριζοσπάστη. Το 1945 συμμετείχε και πάλι στο Παγκόσμιο συνέδριο γυναικών στο Παρίσι, μαζί με την Χρύσα Χατζηβασιλείου. Ως το 1947 αρθρογραφούσε στον Ριζοσπάστη και στον Ρίζο της Δευτέρας με ειδίκευση σε διεθνή θέματα και με ψευδώνυμο Σ. Δέλτα. Η δημοσιογραφική αποκάλυψη της παραχώρησης της κυριαρχίας στην Ελλάδα από την Αγγλία στις ΗΠΑ είχε ως αποτέλεσμα της διαγραφή της από το ΚΚΕ (1947). Στη μετεμφυλιακή περίοδο συνεργάστηκε με την εφ. Αυγή. Το 1963 συμμετείχε στο Παγκόσμιο συνέδριο γυναικών στη Μόσχα όπου ταξίδεψε άλλες δύο φορές για τη διεθνή συνάντηση βετεράνων πολέμου και καλεσμένη σοβιετικών συγγραφέων. Επισκέφθηκε επίσης τη Ρουμανία, τη Δυτική Γερμανία και την Τουρκία. Αδελφή της Έλλης Παππά, η Διδώ Σωτηρίου φρόντισε την ανατροφή του ανιψιού της Νίκου Μπελογιάννη κατά την μακροχρόνια φυλάκιση της μητέρας του (1950-1964, 1967-1968). Ο Πλάτων Σωτηρίου πέθανε το 1985 και η Διδώ το 2004. Έργα της: Οι νεκροί περιμένουν (1959), Ηλέκτρα (1961), Ματωμένα Χώματα (1962), Εντολή (1976), Μέσα στις φλόγες (1978), Επισκέπτες (1979), Κατεδαφιζόμεθα (1982), Η μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975). Διηγήματά της δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά κυκλοφόρησαν σε τόμο το 2004 με τίτλο Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες. Τα έργα της γνώρισαν αλλεπάλληλες επανεκδόσεις και μεταφράσεις σε πολλές ξένες γλώσσες. Βραβεύτηκε και τιμήθηκε από πολλούς φορείς, συλλόγους και δήμους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έλαβε επίσης το Α΄ κρατικό βραβείο για το σύνολο του λογοτεχνικού έργου της το 1989 και το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1990.
[Πηγή: φάκελος 22 του αρχείου]

Συκουτρή - Ανδρειωμένου, Ντίνα

  • Άτομο

Η Ντίνα Συκουτρή – Ανδρειωμένου είναι λουκουμοποιός και προέρχεται από οικογένεια προσφύγων. Έπειτα από ενέργειές της, εγκρίθηκε η εγγραφή του «Συριανού λουκουμιού» στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας.

Στρέϊτ, Στέφανος

  • Άτομο
  • 1837-1920

Ο Στέφανος Ιωαν. Στρέιτ γεννήθηκε στην Πάτρα το 1837. Σπούδασε νομικά στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Όταν επέστρεψε διορίστηκε πρωτοδίκης, εφέτης και δικηγόρος στην Πάτρα και στη συνέχεια διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Λαμία. Στις 28 Φεβρουαρίου 1889 διορίστηκε υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας και στις 25 Οκτωβρίου 1896 διοικητής της. Το 1897 διετέλεσε υπουργός Οικονομικών και διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις του διακανονισμού των χρεών της Ελλάδας με το Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Με δική του πρωτοβουλία ίδρυσε την Τράπεζα Κρήτης και την Τράπεζα Ανατολής, συγχώνευσε την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας και πέτυχε να αποκτήσει η Εθνική Τράπεζα, αντί της Ιονικής, το ενιαίο εκδοτικό δικαίωμα στην Ελλάδα. Στις επιδέξιες διαπραγματεύσεις του οφείλεται η έκδοση του δανείου της Αμύνης και σε δική του πρωτοβουλία το δάνειο της παλινοστήσεως των Θεσσαλών και η ύδρευση των Αθηνών μέσω της Στυμφαλίας. Εκτός από τη μέριμνα για τα δημόσια οικονομικά δεν παρέλειψε να ασχοληθεί και με τη νομική επιστήμη. Ως καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου δίδαξε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο από το 1887 έως το 1897, οπότε και παραιτήθηκε διατελώντας σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών. Από τη θέση του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας παραιτήθηκε για λόγους υγείας το 1911. Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Απριλίου 1920.
[Οι πληροφορίες προέρχονται από νεκρολογία στην εφημερίδα Εμπρός, 14/4/1920].

Στρέϊτ, Γεώργιος

  • Άτομο
  • 1868-1948

Ο Γεώργιος Στρέιτ, γιος του Στέφανου Ιωαν. Στρέιτ και της Βικτωρίας Λόντου, κόρης του αγωνιστή της Επανάστασης Ανδρέα Χριστόδουλου Λόντου, γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13/25 Σεπτεμβρίου 1868. Παρακολούθησε τα μαθήματα στοιχειώδους και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Παιδαγωγείο του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, στο Ελληνικό Λύκειο του Σιμόπουλου και στο Βασιλικό Γυμνάσιο της Λειψίας, από το Πανεπιστήμιο της οποίας ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1892. Υφηγητής του Δημοσίου και Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή το 1894, τακτικός καθηγητής το 1897 και επίτιμος το 1938, αναδείχθηκε σε μια από τις διαπρεπέστερες προσωπικότητες της ελληνικής νομικής επιστήμης, προσφέροντας παράλληλα πολύπλευρες δημόσιες υπηρεσίες. Μεταξύ άλλων, μετέσχε επανειλημμένα σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για την εκπόνηση και αναθεώρηση του Αστικού Κώδικα, διετέλεσε νομικός σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών και αντιπροσώπευσε επανειλημμένα τη χώρα σε διεθνείς συναντήσεις. Ήταν μέλος της Ακαδημίας του Διεθνούς Δικαίου και μέλος του Διαρκούς Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου στη Χάγη.
Τον Ιούλιο του 1910 εστάλη ως έκτακτος απεσταλμένος και πληρεξούσιος υπουργός στη Βιέννη και συνέβαλε στη βελτίωση των ελληνοαυστριακών σχέσεων. Τον Δεκέμβριο του 1912 διορίστηκε έκτακτος απεσταλμένος πληρεξούσιος υπουργός της Ελλάδος στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Λονδίνο, οι εργασίες της οποίας κράτησαν μέχρι τον Ιούνιο του 1913. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον Αύγουστο του 1914, υποστηρίζοντας την πολιτική ουδετερότητας του βασιλιά Κωνσταντίνου. Κατά την περίοδο του Διχασμού ήταν σύμβουλος του βασιλιά, τον οποίο και ακολούθησε στην εξορία μετά το 1917, αναπτύσσοντας δραστηριότητα για την προβολή των θέσεων της βασιλικής παράταξης στο εξωτερικό. Το 1922, ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών, ανέλαβε πρωτοβουλίες για τη σωτηρία των προσφύγων. Έκτοτε απέφυγε την ανάμιξη με την πολιτική και τη σύνδεσή του με τον βασιλιά, αναπτύσσοντας διάφορες ακαδημαϊκές δραστηριότητες στο εξωτερικό που κατέστησαν το όνομά του σεβαστό στους ευρωπαϊκούς πανεπιστημιακούς κύκλους.
Εκτός από τις δημόσιες θέσεις που κατείχε σε διάφορες επιτροπές και συμβούλια υπουργείων, ο Στρέιτ υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ναυτικής Ενώσεως, νομικός σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της Ανώνυμης Εταιρείας Υδάτων Αθηνών-Πειραιώς-Περιχώρων και της εταιρείας Lake Copais Cο.
Το 1929 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1931 πρόεδρός της, χωρίς να ασκήσει ποτέ τα καθήκοντά του, ενώ το 1933 εξελέγη αριστίνδην γερουσιαστής. Διετέλεσε μέλος των επιτροπών των Ολυμπιακών Αγώνων από το 1896 έως το 1906, μέλος πολλών άλλων συλλόγων και εταιρειών και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις. Η συγγραφική του παραγωγή -γνωμοδοτήσεις και αρθρογραφία- υπήρξε μεγάλη και οι σχέσεις του με τον Τύπο πολύ στενές. Σημαντικότερα νομικά έργα του θεωρούνται το Σύστημα Διεθνούς Ιδιωτικού Δικαίου τ. 1, βιβλίο Α΄ Αθήνα, εκδ. Σακελλαρίου 1906 και Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο σε συνεργασία με τον Π. Γ. Βάλληνδα, 2 τόμοι. Αθήνα, Πυρσός, 1937.
Ο Γ. Στρέιτ παντρεύτηκε το 1898 την Ιουλία (Λιλή) Καραθεοδωρή (Βρυξέλλες 1878-Αθήνα 1945), κόρη του Στέφανου Καραθεοδωρή, πρεσβευτή της Τουρκίας στο Βέλγιο, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, την Δέσποινα (1903-;), σύζυγο Ιωάννη Γερουλάνου, και τον Στέφανο (1910-1974;), σύζυγο Λουκίας Μαυρομμάτη. Πέθανε στην Αθήνα το 1948.
[Η σύνταξη του παραπάνω βιογραφικού σημειώματος οφείλεται στον Γ.Χαρωνίτη].

Στεργιάδης, Αριστείδης

  • Άτομο
  • 1861-1950

Γενικός Διοικητής Ηπείρου και Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη. Στενός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1905 συμμετείχε στο κίνημα του Θερίσου γεγονός για το οποίο και φυλακίστηκε. Μετά την αποφυλάκισή του αναμείχθηκε στη δημόσια ζωή αναλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα όπως του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου. Το 1917 γίνεται γενικός διοικητής Ηπείρου και αργότερα Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης.

Στεργίου, Στέργιος

  • Άτομο
  • 1897 - 1974

Ο Στέργιος Στεργίου γεννήθηκε στη Σύρο το 1897. Ο πατέρας του, Παναγιώτης, καταγόταν από την Ήπειρο και η μητέρα του, Ελευθερία Σιμψώμου, από τη Χίο. Ο πατέρας του διατηρούσε εμπορικό κατάστημα στην Ερμούπολη. Ο Στέργιος Στεργίου διαδέχτηκε τον πατέρα του στην επιχείρηση και την διατήρησε μέχρι τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία. Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας ο Στεργίου υπηρέτησε ως επίστρατος πεζοναύτης σε ναυτικό άγημα το οποίο τέθηκε υπό τη Στρατιωτική Διοίκηση Προύσης. Το άγημα, που αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά, διαμοιράστηκε στα Μουδανιά, την Κίο και την Προύσα και ανέλαβε την τήρηση της τάξης στην περιοχή. Ο Στεργίου παρέμεινε στην Κίο για ένα χρόνο, από το καλοκαίρι του 1921 μέχρι το καλοκαίρι του 1922. Στο διάστημα αυτό αποτύπωσε φωτογραφικά την εκκένωση της Νικομήδειας αλλά και την παρουσία του αγήματος σε πόλεις της Προποντίδας.

Σταύρου, Τατιάνα

  • Άτομο

Η Τατιάνα Σταύρου γεννήθηκε στο Βαφεοχώριο της Κωνσταντινούπολης το 1899. Είχε πέντε αδέλφια, μεταξύ των οποίων και η λογοτέχνιδα Υπατία Δελή. Ο πατέρας της, Ιωάννης Αδαμαντιάδης, φιλόλογος και γυμνασιάρχης στην Πόλη, πέθανε νέος. Aναθρεμμένη σε περιβάλλον που αγαπούσε τα γράμματα, η Τατιάνα εντάχθηκε στον λογοτεχνικό κύκλο των περιοδικών Λόγος και Ζωή. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και το 1929 παντρεύτηκε τον μεταφραστή Δημήτρη Σταύρου (1889-1973). Κατά την Κατοχή δραστηριοποιήθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και στην «Υπηρεσία Πρόνοιας των Στρατευομένων». Το πρώτο της διήγημα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Α. Μελαχρινού Κύκλος, το 1932. Δημοσιεύσεις της φιλοξένησαν τα περιοδικά Ρυθμός, Νέα Επιθεώρηση και Νεοελληνικά Γράμματα. Το 1933 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων Εκείνοι που έμειναν (έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών) και το 1936 το μυθιστόρημα Οι πρώτες ρίζες. Ακολούθησαν οι συλλογές διηγημάτων Μυστικές πηγές, Ερωτική μυθιστορία (1940, κρατικό βραβείο), Το καλοκαίρι πέρασε (1943 και 1979 β΄ έκδοση με αλλαγές), και Το άλλο πρόσωπο του ανθρώπου (1958). Στη Νέα Εστία δημοσίευσε αποσπάσματα από δύο ανολοκλήρωτα μυθιστορήματα, Μονομαχία (1962-1963) και Ανατολή (Νέα Εστία, 1970, 1977, 1980). Από την δεκαετία του 1960 το ενδιαφέρον της Σταύρου στράφηκε σε θέματα γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Αντιπροσωπευτικά έργα της είναι Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος (1967, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και της «Εστίας Νέας Σμύρνης»), Εάλω η Πόλις, Χρονικόν (1973, Β΄ κρατικό βραβείο πεζογραφίας) και Το ζωντανό Βυζάντιο, Χρόνος-Πνεύμα-Άνθρωποι (1976). Δημοσίευσε επίσης ποιήματα και μεταφράσεις αγγλικών και γαλλικών λογοτεχνικών έργων. Στο περιοδικό Εληά δημοσίευσε την μελέτη «Η εληά στη λογοτεχνία μας και στα τραγούδια του ελληνικού λαού» (1956-1957). Δημοσίευσε επίσης σειρά άρθρων για το δημοτικό τραγούδι και συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ελευθερία και τα περιοδικά Νέα Εστία, Ελληνίς, Οικογενειακή Ζωή, Το χαρούμενο σπίτι, Καινούρια εποχή, Αιολικά Γράμματα, Ανακύκληση κ.ά. Είχε την επιμέλεια της εκπομπής «Λογοτενικό τέταρτο» του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1955-1956). Έδωσε άφθονες διαλέξεις και ομιλίες στην Αθήνα και την επαρχία. Διετέλεσε μέλος του «Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών», της «Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών» και ιδρυτικό στέλεχος και πρόεδρος της «Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς», που επικέντρωσε τις προσπάθειές της στην βελτίωση του παιδικού βιβλίου. Το 1982 τιμήθηκε με βραβείο από τον Σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών για την συνολική λογοτεχνική της προσφορά. Πέθανε στις 24 Σεπτεμβρίου 1990, στην Αθήνα.
[Πηγές: Αρχείο Τ. Σταύρου, Ε.Λ.Ι.Α., φάκ. 4.3, 6.4, Έρη Σταυροπούλου, «Τατιάνα Σταύρου. Παρουσίαση - ανθολόγηση», Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Η΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1993, σ. 98-143.]

Σπαθάρης, Αυρήλιος

Νομικός σύμβουλος του Πατριαρχείου και γιος του καθηγητή της Μεγάλης του Γένους Σχολής Ανδρέα Σπαθάρη.

Σοφούλης, Εμμανουήλ

  • Άτομο
  • 1892-1948

Ο Εμμανούηλ Κ. Σοφούλης γεννήθηκε το 1892 στο Άνω Βαθύ Σάμου από γονείς αγρότες. Σπούδασε νομικά και εξάσκησε τη δικηγορία στη γενέτειρά του. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα εκτέλεσε χρέη δημοδιδασκάλου στην Ικαρία. Στενά συνδεδεμένος από παιδί με τον θείο του Θεμιστοκλή Π. Σοφούλη και εμπνεόμενος από το παράδειγμά του, αφοσιώθηκε στην ιδέα της ένωσης της Σάμου με την Ελλάδα από τα 16 χρόνια του. Μετά τη συνθήκη των Σεβρών και τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατέβηκε στον ελληνικό πολιτικό στίβο για πρώτη φορά στις εκλογές του 1928 με το κόμμα των Φιλελευθέρων και εκλέχτηκε βουλευτής Σάμου. Το 1943 διορίστηκε υπουργός Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης στο Κάιρο και το διάστημα Οκτωβρίου-Νοεμβρίου του ίδιου έτους βρέθηκε στη Σάμο ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης μετά την παράδοση του νησιού από τους Ιταλούς στις ελληνικές αρχές. Έφυγε από τη Σάμο στο τέλος Νοεμβρίου όταν οι Γερμανοί επιτέθηκαν και κατέλαβαν το νησί ως την οριστική απελευθέρωσή του το 1944. Με το τέλος του Πολέμου ανέλαβε υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου, υπεύθυνος για τον επαναπατρισμό των προσφύγων, θέση την οποία διατήρησε μέχρι την εγκατάσταση της κυβέρνησης στην Αθήνα. Εκλέχτηκε βουλευτής στις εκλογές του 1946.
Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το πολεμικό ημερολόγιό του, το οποίο είχε παραδώσει στα παιδιά του, με τίτλο: Ημερολόγιο Πολέμου, 1906-1941: Σάμος, Βαλκανικοί πόλεμοι, μακεδονικό μέτωπο, μικρασιατική εκστρατεία, Αθήνα, εκδόσεις Γρηγόρη, 2007.

[Πηγές σύνταξης βιογραφικού: http://www.biblionet.gr, http://www.psarasbooks.gr/eshop/bio.php.]

Σουλιώτης-Νικολαΐδης, Αθανάσιος

  • Άτομο
  • 1878 - 1945

Το όνομα του Αθανασίου Σουλιώτη - Νικολαΐδη είναι στενά συνυφασμένο με μια άλλη πνευματική και πολιτική προσωπικότητα της νεοελληνικής ιστορίας, πολύ πιο γνωστή αυτή, τον Ίωνα Δραγούμη. Αν και δεν γνώρισε την υστεροφημία του στενού του φίλου, ο Α. Σουλιώτης στάθηκε στον καιρό του μια “αφανής” αλλά έντονη μορφή.
Αν και αξιωματικός του στρατού (απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων) ο Α. Σουλιώτης μετείχε στο Μακεδονικό Αγώνα ως μυστικός πράκτορας, ιδιότητα που διατήρησε και αργότερα, μέχρι το 1916. Από τη δράση του αυτή τρεις εμπειρίες είναι σήμερα ευρύτερα γνωστές, καθώς έχουν δημοσιευτεί από τα κατάλοιπα του οι σχετικές του αναμνήσεις (Ο Μακεδονικός Αγών. Η “Οργάνωσις Θεσσαλονίκης”. Θεσσαλονίκη, 1959, Ημερολόγιον του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Θεσσαλονίκη, 1962 και ”Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως”. Αθήνα, 1984. Βλ. Φάκελο 28, Εκδόσεις έργων του Α. Σουλιώτη). Καθοριστικές για τη ζωή και τη μετέπειτα πορεία του στάθηκαν οι δύο πρώτες: η συγκρότηση και διεύθυνση μυστικής πατριωτικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη, από το 1906 έως το 1908, με κύριο σκοπό την αντιμετώπιση της βουλγαρικής προπαγάνδας και δράσης και η ίδρυση, σε συνεργασία με τον Ίωνα Δραγούμη, ανάλογης μυστικής οργάνωσης στην Πόλη, με ευρύτερους όμως στόχους και εθνικό πρόγραμμα. Η Οργάνωση Κωνσταντινούπολης βρισκόταν αρχικά υπό την καθοδήγηση ειδικής μυστικής υπηρεσίας του Υπουργείου των Εξωτερικών, της Πανελλήνιας Οργάνωσης. Από το 1909 όμως, όταν ατόνησε η υπηρεσία αυτή, η Οργάνωση Κωνσταντινούπολης διευθύνεται ουσιαστικά από τον ίδιο τον Α. Σουλιώτη, μέχρι την έκρηξη του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Τότε ο Α. Σουλιώτης φεύγει για την ελληνική πρεσβεία της Σόφιας και στη συνέχεια για το μέτωπο, με εντολή να παρακολουθεί τις κινήσεις της βουλγαρικής μεραρχίας Θεοδωρώφ, συντελώντας έτσι και εκείνος στη ματαίωση των σχεδίων της να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη πριν από τα ελληνικά στρατεύματα. Ας σημειώσουμε εδώ ότι η μυστική πατριωτική του εργασία στη Θεσσαλονίκη και στην Πόλη επέβαλε την προς τα έξω εμφάνιση του με άλλη ιδιότητα βέβαια από εκείνη του αξιωματικού του στρατού. Έτσι το περισσότερο διάστημα εμφανιζόταν ως έμπορος με το όνομα Νικολαΐδης, το οποίο από τότε παρέμεινε ως δεύτερο του επίθετο.
“Αφανής”, λοιπόν, και ως προς την ιδιότητα του αυτή του μυστικού πράκτορα και ως προς την ίδια τη φύση της εργασίας στην οποία αφιέρωσε τα πρώτα δημιουργικά χρόνια της ζωής του. Η πλευρά αυτή ωστόσο δεν είναι μόνο πρόσκαιρη, αλλά ηχεί και κάπως παραπλανητική: οπωσδήποτε δεν πρόκειται για έναν κοινό κρατικό υπάλληλο ή, έστω, για ένα τυπικό παράδειγμα στρατιωτικού που απλώς ευσυνείδητα εκτελούσε εντολές εκ των άνω. Κάτι τέτοιο άλλωστε δύσκολα θα εναρμονιζόταν με το κλίμα του Μακεδονικού Αγώνα και ο Α. Σουλιώτης ανήκει τυπικά και ουσιαστικά στη γενιά - και στον κύκλο των νέων τότε αξιωματικών - που έχοντας βιώσει ιδιαίτερα τραυματικά την ήττα του ‘97 οραματίζεται και ζητά να αναλάβει την “αποστολή” μιας νέας εθνικής αφύπνισης, και να την κάνει πράξη. Αν άλλοι επέλεξαν τον ένοπλο αγώνα, ο Α. Σουλιώτης και ο Ίων Δραγούμης είναι από εκείνους που επιχειρούν να συλλάβουν και να εφαρμόσουν μια δυναμική εθνική πολιτική, απαλλαγμένη - σύμφωνα εξάλλου με αντιλήψεις της εποχής - από τις αδυναμίες, τις αδράνειες ή τη “στείρα μεγαλοστομία” που είχε κληροδοτήσει το παρελθόν, μια πολιτική που να εμπνέεται από ένα καινούργιο “εθνικό ιδανικό”, από έναν εθνικισμό με ανανεωμένο ιστορικό και ιδεολογικό υπόβαθρο.
Κάτω από αυτό ακριβώς το πρίσμα θα πρέπει να προσεγγίσει κανείς τη δραστηριότητα του Α. Σουλιώτη στη Θεσσαλονίκη αλλά κυρίως στην Πόλη, όπου οι απροσδιόριστες μέχρι τότε αναζητήσεις του παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή. Στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Πόλης, εκεί όπου η συνάντηση των φυλών της Ανατολής είναι έντονη και τα ιστορικά σημάδια της μακρόχρονης συμβίωσης τους ορατά, όπου μουσουλμανισμός και βυζαντινή παράδοση μαζί δημιουργούν μια ξεχωριστή αισθητική, ο Α. Σουλιώτης θα ανασύρει από το παρελθόν και θα οραματιστεί με τον δικό του τρόπο το “ανατολικό ιδανικό”: το ιδανικό ενός πολιτισμού στον οποίο έχουν συνεισφέρει με τα ιδιαίτερα τους χαρακτηριστικά όλες οι εθνότητες των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, “της καθ’ημάς Ανατολής”, ενός πολιτισμού ιδιαίτερου που ο Α. Σουλιώτης βλέπει να απειλείται με εξαφάνιση από την εισβολή του δυτικού πολιτισμού. Εκεί, ζώντας από κοντά την πανηγυρική ατμόσφαιρα συναδέλφωσης που αυθόρμητα προκάλεσε η είδηση της ανακήρυξης του Συντάγματος, θα συνειδητοποιήσει τη “δύναμη” ενός τέτοιου ιδανικού και θα φανταστεί ένα μεγάλο κράτος ανατολίτικο όπου μουσουλμάνοι και χριστιανοί θα είναι ισότιμοι Οθωμανοί πολίτες. Τόσο η πολιτική συγκυρία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία - οι αρχικές διακηρύξεις των Νεότουρκων ήταν προς την κατεύθυνση της ισοπολιτείας - όσο και η παράδοση της οικουμενικής ιδέας, συνέθεταν ευνοϊκά στοιχεία προς έναν επαναπροσδιορισμό της πολιτικής των Ελλήνων, τους οποίους ο Α. Σουλιώτης έβλεπε να ηγούνται δυναμικά της κίνησης αυτής. Τον ηγετικό αυτό ρόλο επεδίωξε άμεσα, όταν η απροθυμία του κυρίαρχου τμήματος των Νεότουρκων να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους επέβαλε τη συντονισμένη δράση των χριστιανικών εθνοτήτων για τη διεκδίκηση της αρχής της ισοπολιτείας και των δικαιωμάτων τους. Μέσα από αυτήν την προσπάθεια, που τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων φάνηκε να αποδίδει καρπούς, συντελώντας στη συμμαχία και των βαλκανικών κρατών, ο Α. Σουλιώτης θα πιστέψει έντονα στην ιδέα της συνεννόησης των εθνών της Βαλκανικής. Τάσεις προς την πολιτική συνεννόησης των βαλκανικών κρατών ή της ελληνοτουρκικής συνεννόησης είχαν εκφραστεί και παλιότερα, όπως είναι γνωστό. Ενα ιδιαίτερο όμως και αξιοσημείωτο στοιχείο των τάσεων αυτών μπορεί να ανιχνευθεί στην ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση του Α. Σουλιώτη: η έμφαση που δίνει συνολικότερα στην δυναμική της συμφιλίωσης των βαλκανικών εθνών, σε αντίθεση με τη στενή εθνικιστική - επεκτατική πολιτική των “κρατιδίων”, όπως τα αποκαλούσε. Τη δυναμική αυτή επιχειρεί να τεκμηριώσει και επιστημονικά, μέσα από τις κοινές ιστορικογεωγραφικές ρίζες των λαών “της καθ’ ημάς Ανατολής”.
Τα ίχνη ακριβώς της πολιτικής και ιδεολογικής συγκρότησης του Α. Σουλιώτη είναι το κυρίαρχο σώμα πληροφοριών που προσφέρει το αρχείο του, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί βασικά ως αρχείο συγγραφέα. Αυτή είναι και η άλλη διάσταση της προσωπικότητας του Α. Σουλιώτη, λιγότερο ίσως γνωστή στο ευρύτερο κοινό όσο ζούσε, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών του - όσα είχε προλάβει να επεξεργαστεί περισσότερο - άρχισε να δημοσιεύεται αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του. Η πολιτική εξάλλου αρθρογραφία του, αρκετά συστηματική επί σειρά ετών (στο περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις καθώς και στον ημερήσιο τύπο), σε συνδυασμό και με την ενεργητική ένταξη του στο ευρύτερο στρατόπεδο των αντιβενιζελικών, παραπέμπει περισσότερο στην εικόνα του Α. Σουλιώτη ως ανθρώπου της δράσης και της στράτευσης για τις πολιτικές του ιδέες, όσο έντονα προσωπική και να ήταν η στράτευση αυτή.
Γύρω στα τέλη αυτής της περιόδου, λίγο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Ι. Μεταξά, ο Α. Σουλιώτης - μέσω του αρχείου του πάντοτε - “σιωπά” για λίγα χρόνια. Εχει μόλις θητεύσει Νομάρχης Φλώρινας (1934-1935) και Γενικός Διοικητής Θράκης (1936), υπεύθυνες κρατικές θέσεις σε τομείς πολύ ευαίσθητους, όπως εκείνος της “αφομοιώσεως των σλαβόφωνων” και της παρακολούθησης της δράσης των κομμουνιστών ή των “βουλγαριζόντων”. Στα καθήκοντα που του επιβάλλουν οι θέσεις αυτές θα ανταποκριθεί με την ευσυνειδησία του κρατικού (όχι του κομματικού) οργάνου, αφήνοντας μας όμως ένα αίσθημα αμηχανίας στην ανάμνηση του “ανατολικού” του ιδανικού ή της ιδέας της βαλκανικής συνεννόησης. Το ίδιο περίπου αίσθημα αμηχανίας που, με πρώτη ίσως ματιά, αφήνουν οι ιδεολογικές “αντιφάσεις” στην προσωπικότητα του Α. Σουλιώτη, που δεν είναι βέβαια δυνατόν να αναπτυχθούν εδώ. Η ανάλυση τους όμως θα μπορούσε να συμβάλει επίσης στην μελέτη της ιδεολογίας διανοουμένων της εποχής του, σε σχέση και με την πολιτική ή κομματική τους συμπεριφορά και ένταξη.
Μετά τη σύντομη αυτή “σιωπή” που εντοπίζουμε από το 1937 μέχρι το 1942, τον ξαναβρίσκουμε άρρωστο με φυματίωση να περνά τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε σανατόριο στα Μελίσσια, πλάι στη σύζυγο του Σοφία Προβελεγγίου. Πέθανε το 1945. Στη “Διαθήκη” του - όπως ο ίδιος επιγράφει δύο σύντομα σημειώματα, ελαφρώς διαφορετικά, χρονολογημένα το 1943 - μιλά κυρίως για το αρχείο του, το οποίο αφήνει στη σύζυγο του Σοφία, εκφράζοντας πια με σαφήνεια την επιθυμία να δημοσιευτεί μέρος από τα χαρτιά του σε ενιαίο τόμο ή τμηματικά, ιδιαίτερα όσα αναφέρονται στις Οργανώσεις Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης.

Από την Εισαγωγή του Καταλόγου της Ελένης Φουρναράκη [επιμ.], Αρχείο Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη (1878-1945), Αθήνα 1992.

Σκουλούδης, Στέφανος

  • Άτομο

Ο Στέφανος Σκουλούδης γεννήθηκε στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης στις 23 Νοεμβρίου του 1838. Οι γονείς του, ο Ιωάννης και η Zénou Σκουλούδη, κατάγονταν απο την Κρήτη. Ο πατέρας του ήταν έμπορος. Πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Το 1852 οι γονείς του τον έστειλαν στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές. Το 1856 πέρασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά πολύ σύντομα αποφάσισε ν’ ασχοληθεί επαγγελματικά με το εμπόριο στην οικογενειακή επιχείρηση και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1859 προσελήφθη στον περίφημο εμπορικό οίκο Ράλλη. Το 1863 διορίστηκε διευθυντής όλων των καταστημάτων της επιχείρησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη συνέχεια επέκτεινε τη δραστηριότητά του στον τραπεζιτικό χώρο. Το 1871 υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως μαζί με τον Ανδρέα Συγγρό, τον Γεώργιο Κορωνιό και τον Αντώνιο Βλαστό. Απέκτησε μεγάλη περιουσία και αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα το 1876. Πριν ακόμη από την εγκατάστασή του στην Ελλάδα διατηρούσε στενές επαφές με την ελληνική κυβέρνηση και θεωρούνταν ‘ειδικός’ στις διπλωματικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Σταδιακά ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική και το δημόσιο βίο. Το 1877, με το ξέσπασμα της Ανατολικής Κρίσης και το σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό το ναύαρχο Κανάρη και υπουργό εξωτερικών τον Χαρίλαο Τρικούπη, ο Σκουλούδης διορίστηκε εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις με τους Αλβανούς. Το διάστημα από 7 έως 14 Δεκεμβρίου 1877 είχε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Αβδούλ Μπέη και τον Μεχμέτ-Αλήβεη στην Κωνσταντινούπολη με στόχο την προετοιμασία για μια ενδεχόμενη συμμαχία των δύο πλευρών σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης. Οι επίσημες διμερείς διαπραγματεύσεις έγιναν στην Κέρκυρα, τον Ιανουάριο του 1878. Μετά το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου, τον Αύγουστο του 1879, ο Σκουλούδης ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρει μέρος, ως εκπρόσωπος της πόλης των Ιωαννίνων, στις διαπραγματεύσεις του Πρωτοκόλλου της Συνθήκης του Βερολίνου, η οποία παραχωρούσε τη Θεσσαλία και μέρος της Ηπείρου στην Ελλάδα.

Παράλληλα με την ‘διπλωματική’ του δραστηριότητα ο Σκουλούδης ανέπτυξε και έντονη επιχειρηματική δράση. Ίδρυσε στην Αθήνα το 1882 την εταιρία που ανέλαβε την αποξήρανση της Λίμνης Κωπαίδας. Το 1880 εξελέγη σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας και παρέμεινε μέχρι το 1883. Σταδιακά εγκατέλειψε κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα και αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στην πολιτική. Το 1881 εκλέχθηκε πρώτη φορά βουλευτής Σύρου και στη συνέχεια βουλευτής Θηβών με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη. Απο το Νοέμβριο του 1882 έως το Δεκέμβριο του 1884 ο Σκουλούδης υπηρέτησε ως επιτετραμμένος της Ελλάδας στην πρεσβεία της Μαδρίτης. Το 1886, μετά την Βουλγαρική κατάληψη της Ανατολικής Ρωμυλίας, η κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη διόρισε τον Σκουλούδη εκπρόσωπό της στις διαπραγματεύσεις της Κων/πολης. Το 1892 εκλέχθηκε βουλευτής Θηβών και στη συνέχεια, με την κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη, ανέλαβε για πρώτη φορά υπουργικά καθήκοντα για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο Υπουργείο Εκπαιδεύσεως και Εκκλησιαστικών και εν συνεχεία στο Υπουργείο Ναυτικών.

Την περίοδο 1893-1896 ο Σκουλούδης είχε αναλάβει διάφορες αποστολές στο εξωτερικό για τη σύναψη δανείων, συμμετέχοντας στις προσπάθειες της κυβέρνησης Τρικούπη και Δηλιγιάννη, για τη διευθέτηση του οικονομικού προβλήματος. Η επόμενη κυβερνητική θέση που ανέλαβε ο Σκουλούδης το 1897 ήταν το υπουργείο Εξωτερικών, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Δημητρίου Ράλλη. Από τη θέση του αυτή βίωσε τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο και τις διαπραγματεύσεις για την προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Το 1905 εξελέγη πάλι βουλευτής Θηβών. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο Στέφανος Σκουλούδης απομακρύνθηκε απο την πολιτική. Μετά την στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί το 1909 το όνομά του ακούστηκε παράλληλα με αυτό του Στέφανου Δραγούμη για την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης. Επικράτησε η λύση Δραγούμη, με την ‘παρέμβαση’ Βενιζέλου, ο οποίος και σχημάτισε τελικά κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1910. Εντούτοις, ο Σκουλούδης κλήθηκε απο την κυβέρνηση Βενιζέλου το Νοέμβριο του 1912 να παραστεί στη Διάσκεψη της Συνθήκης Ειρήνης των Βαλκανικών κρατών με την Τουρκία στο Λονδίνο ως πληρεξούσιος της Ελλάδας.

Τον Οκτώβριο του 1915, μεσούσης της κρίσης στην ελληνική πολιτική σκηνή για την στάση της Ελλάδας στον πόλεμο και μετά την αναχώρηση του Βενιζέλου για τη Θεσσαλονίκη, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ανέθεσε στον Σκουλούδη την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Το έργο της κυβέρνησης Σκουλούδη αναλώθηκε σε ζητήματα σχετικά με τον πόλεμο και τη διατήρηση της ελληνικής ουδετερότητας, προτάσεις για δάνεια και τα πάγια εξωτερικά ζητήματα. Το 1918, με την επιστροφή του Βενιζέλου, ο Σκουλούδης βρίσκεται κατηγορούμενος επί εσχάτη προδοσία για την ΄σύμπραξή’ του με τον βασιλιά. Προφυλακίστηκε και παραπέμθηκε σε δίκη μαζί με το υπουργικό του συμβούλιο σε Ειδικό Δικαστήριο. Η δίκη διήρκησε μέχρι τον Νοέμβριο του 1920. Οι κατηγορίες ατόνησαν και τελικά εγκαταλείφθηκαν μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και την εκλογική ήττα του Βενιζέλου. Το 1921 η Εθνική Συνέλευση κήρυξε επίσημα άκυρη την κατηγορία και όλη τη διαδικασία. Η διάρκεια της πρωθυπουργίας του Σκουλούδη ήταν η τελευταία παρουσία του στην ελληνική πολιτική σκηνή. Πέθανε στις 19 Αυγούστου του 1928. Κληροδότησε πολλά περιουσιακά στοιχεία του σε διάφορα ιδρύματα, μεταξύ αυτών έργα τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη.

Σιμόπουλος, Χαράλαμπος

  • Άτομο

Ο Χ. Σιμόπουλος ήταν διπλωμάτης καριέρας. Υπηρέτησε ως γραμματέας και τμηματάρχης στα προξενεία Αλεξανδρείας, Μερσίνας, Κωνσταντινουπόλεως (1901-1907) και στις πρεσβείες Παρισίων (1911) και Ρώμης (1914-1919). Το 1919 προήχθη σε σύμβουλο της πρεσβείας στη Ρώμη ενώ το 1929 ήταν πρεσβευτής στην Ουάσινγκτον. Το προσωπικό του αρχείο βρίσκεται στο St.Anthony’s College στην Οξφόρδη.

Σιάτρας, Δημήτρης

  • Άτομο

Ο Δημήτρης Θ. Σιάτρας έχει σπουδάσει νομικά και πολιτικές επιστήμες και έχει ερευνήσει για αρκετά χρόνια θεσμούς του δικαίου, την οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης και την τοπική αυτοδιοίκηση της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Διετέλεσε για πολλά χρόνια Διευθυντής του Δήμου Βόλου. Είναι πρόεδρος της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών και συγγραφέας.

Σημηριώτης, Γεώργιος

  • Άτομο
  • 1879-1964

Ο Γεώργιος Σημηριώτης (1879-1964) έζησε επίσης στη Μυτιλήνη, στη Σμύρνη, στην Πόλη, στην Αθήνα, ταξίδεψε στη Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, ΗΠΑ, Από το 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Έγραψε ποίηση και έκανε πολλές μεταφράσεις γαλλικής λογοτεχνίας (ποίηση, πεζογραφία, θέατρο). Ποιητικές συλλογές: Τραγούδια (1902), Μοιραία (1905), Γκρεμισμένοι βωμοί (1910), Νυχτόπνοα (1912), Τραγούδια στη φίλη μου (1923), Άβε Μαρία (1937), Κιθάρα μποέμικη (1938), Έτσι τραγούδησα (1950), Εμείς κι αυτοί (1956), Τελευταίο ταξίδι (1957).
Πηγή: Χ.Σ. Σολομωνίδης, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Χάρη Πάτση, τομ. 12.

Σημηριώτης, Άγγελος

  • Άτομο
  • 1870-1944

Ο Άγγελος Σημηριώτης, ήταν γιος του Θεμιστοκλή και της Αναστασίας Κωνσταντινίδη. Αδέλφια του ήταν ο Σπύρος, ο Γιώργος, ο Κωνσταντίνος και η Θηρεσία. Γεννήθηκε στις 8.3.1870 και ως το 1922 που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, η ζωή του χαρακτηρίζεται από διαρκείς μετακινήσεις: Αδραμμύτι (1871-1881), Μυτιλήνη (1881), Εμπορική Σχολή Χάλκης (1882-1883), Μυτιλήνη (1883-1888), Εμπορική Σχολή Χάλκης (1888-1892), Αθήνα (1892-1893), Λωζάνη (1893), Παρίσι (1894-1896), Κωνσταντινούπολη (1896-1900), Αθήνα (1900), Σμύρνη (1901-1904), Αθήνα (1904), Κωνσταντινούπολη (1905-1910), Σμύρνη (1910-1912), Λέσβος (1912-1919), Σμύρνη (1919-1922), Νέα Ιωνία (1922-1944). Στις 24.6.1911 παντρεύτηκε την Σοφία Αργυροπούλου αδελφή του ποιητή Μιχαήλ Αργυρόπουλου. Απέκτησαν μία κόρη, την Χρυσηΐδα. Ο Σημηριώτης παρακολούθησε μαθήματα νομικής στην Αθήνα και στη Λωζάνη, φιλολογίας, φιλοσοφίας και ιατρικής στο Παρίσι, ιατρικής στη Μασσαλία, αλλά δεν ολοκλήρωσε καμία σχολή. Εργάστηκε ως καθηγητής γαλλικών στην Εμπορική Σχολή Χάλκης, στην Ευαγγελική Σχολή και στο Κεντρικόν Παρθεναγωγείον Σμύρνης. Εξέδωσε το περιοδικό Άτλας (Αθήνα, 1904), διετέλεσε αρχισυντάκτης της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις (1906-1907;), εξέδωσε το Πανελλήνιον ημερολόγιον 1909, το περιοδικό Ανατολή (Σμύρνη 1910-1912). Δίδαξε γαλλικά στο γυμνάσιο Μυτιλήνης, υπήρξε αρχισυντάκτης και χρονογράφος της εφημερίδας Λέσβος (1913-1915), συνεργάτης της εφημερίδας Τηλέγραφος Σμύρνης (1922), της εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος της Αθήνας (1923-1928). Εξέδωσε με τον αδελφό του Γιώργο το περιοδικό Εξπρές (1924) που μετονομάστηκε Το σαλόνι (1924-1925), υπηρέτησε ως καθηγητής γαλλικών στο Δ΄ Γυμνάσιο Αθηνών (1932), συνεργάστηκε με το νεανικό περιοδικό Ερυθρός σταυρός νεότητος (1928-1935). Πέθανε στις 21.10.1944.
Εκδόσεις έργων του. Ποίηση: Τα θανάσιμα (1896), Τα μαύρα κρίνα (1905), Τραγούδια του λυτρωμού (1920), Επί των ποταμών της Βαβυλώνος (1926), Ονείρων ίσκιοι (1935), Όσο φέγγει… (1939), Αγάπη (1931, ανέκδοτη συλλογή).
Θέατρο: Στάσα Σιδέρη (1909), Φρόσω Νοταρά (1923), Αστραία (1929), Το παιχνίδι του βασιλιά Κανδαύλη (1929), Οι γάμοι του Ρωμανού Γ΄ (1930), Ο αντιφωνητής μίλησε (1930), Μίστερ Σιμ Ρέβυθς ή ο εικονικός σύζυγος (1932), Ο άνθρωπος κι ο ίσκιος του (1934).
Πηγή: Έλσα Λιαροπούλου-Γ. Πατίλης, «Η ζωή, το έργο και η εποχή του Άγγελου Σημηριώτη», στο Α. Σημηριώτης, Τα ποιήματα, τομ. Α΄, επιμ. Έλσα Λιαροπούλου-Γ. Πατίλης, Νέα Ιωνία, 1995, σσ. 11-107.

Σγουρδαίος, Τομάζος

  • Άτομο
  • ; - 1935

Ο Τομάζος Σγουρδαίος καταγόταν από τη Σίφνο και ήταν γιατρός χειρούργος. Ξεκίνησε εργαζόμενος σε νοσοκομεία της Lyon και στη συνέχεια στο ελληνικό νοσοκομείο στην Κωνσταντινούπολη, όπου και έζησε. Πέθανε νέος το 1935. Είχε παντρευτεί την Παυλίνα Ηλιάσκου με την οποία απέκτησαν:την Ευθαλία, τον Αλέξανδρο, τη Δώρα και την Αικατερίνη.
Ο σύζυγος της κουνιάδας του Αικατερίνης Ηλιάσκου, Γρηγόριος Τριανταφυλλίδης, ήταν δικηγόρος και ζούσε στο Παρίσι. Υπήρξε πρόεδρος του Συνεδρίου των Ελληνικών Παροικιών που έλαβε χώρα στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1916 με αντιπροσώπους από τριάντα τρεις ελληνικές παροικίες (Γαλλία, Αγγλία, Ελβετία, Ρωσία, Αμερική, Αίγυπτος, Ρουμανία κλπ.)

Αποτελέσματα 101 έως 200 από 1111