Εμφανίζει 326 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή
Συλλογικό Όργανο

Υπουργικό Συμβούλιο

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1833 -

Υπουργικό Συμβούλιο είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο του κράτους που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό, τους Αντιπροέδρους της Κυβέρνησης, τους Υπουργούς και τους αναπληρωτές Υπουργούς. Οι Υφυπουργοί δεν αποτελούν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά μπορεί να προσκληθούν από τον Πρωθυπουργό, χωρίς δικαίωμα ψήφου. (άρθρ. 81 Συντάγματος )
Ο Θεσμός του Υπουργικού Συμβουλίου είναι αγγλικής καταγωγής και ως "Ιδιαίτερον Συμβούλιον" (Privy Council) συγκροτήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα, από ευγενείς ή διακεκριμένα πρόσωπα, έμπιστα του Στέμματος και ήταν διαφορετικό από το Συμβούλιο Στέμματος.
Στην Ελλάδα ο θεσμός καθιερώθηκε μετά την έλευση του Βασιλιά Όθωνα, με το Β.Δ 13/10 Απριλίου 1833 "Περί σχηματισμού των Γραμματειών" (σημερινών υπουργείων). Στο άρθρο 5 οριζόταν: "η ολομέλεια των Γραμματέων της Επικρατείας σχηματίζει το Υπουργικόν Συμβούλιον, του οποίου ο Πρόεδρος ονομάζεται ιδιαιτέρως από τον Βασιλέα”. Πρώτος Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου και Γραμματεύς της Επικρατείας επί του Βασιλικού Οίκου και επί των Εξωτερικών” ορίστηκε ο Σπυρίδων Τρικούπης.
Συνταγματικά το Υπουργικό Συμβούλιο θεσπίστηκε στο άρθρο 87 του Συντάγματος του 1927. Ομοίως αναφέρεται στο άρθρο 76 του Συντάγματος του 1952. Οι αρμοδιότητές του ορίζονται και στο εν ισχύι σήμερα Σύνταγμα του 1975 (με τις αναθεωρήσεις πού ακολούθησαν 1986, 2001, 2008 καί 2019).

Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ), Τεχνικές Υπηρεσίες

  • Συλλογικό Όργανο

1908: ΒΔ 16.8.1908 : Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Γραφείον Γ΄ Αρχιτεκτονικόν
1910: Ν. ,ΓΨΚΑ΄ 3731/1910:Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Τμήμα Ε΄, Γραφείον Γ΄ Αρχιτεκτονικόν
1911: Ν. ,ΓΩΚΖ΄ 3827/1911 (ΦΕΚ Α΄ 191): Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Τμήμα Ζ΄ Γραφείον τεχνικής υπηρεσίας Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως [η φράση "Γραφείον... " αποτελεί τον τίτλο του Τμήματος Ζ΄, δεν αποτελεί υποδιαίρεση]
1932: Ν. 5608 (ΦΕΚ Α΄ 288): Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, Δ΄ Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών.
1937: ΑΝ 782/1937 (ΦΕΚ Α΄ 267): Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ΣΤ΄ Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών.
1969: ΥΑ 101491 (ΦΕΚ Β΄ 490): Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών
1976 ΠΔ 147/1976: Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενική Διεύθυνση Προγραμματισμού, Μηχανοργανώσεως και Εποπτικών Μέσων, Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών
1977: ΠΔ 150/1977 (ΦΕΚ Α΄ 48): Κατάργηση Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών και μεταφορά αρμοδιοτήτων στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων.
Το Αρχιτεκτονικόν Γραφείον / Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών ήταν η αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΔΕ/ ΥΠΕΠΘ για τον σχεδιασμό τύπων διδακτηρίων. Στην αρμοδιότητά της ήταν η μελέτη κατασκευή, συντήρηση επίπλωση των διδακτηρίων. Στην προ του 1940 περίοδο ανέλαβε το σχεδιασμό, με ριζοσπαστικό τρόπο (καθώς πολλοί νέοι και σπουδαίοι αρχιτέκτονες συνιστούσαν το ανθρώπινο δυναμικό της), σχολικών μονάδων.
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την δραστηριότητά της αν και το ποιοτικό κριτήριο υποχώρησε σε σχέση με τις άμεσες ανάγκες ποσοτικής αναπλήρωσης των κατεστραμμένων από τον πόλεμο σχολείων.
Σημείο καμπής στην ιστορία της ΔΤΥ ήταν η ίδρυση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (Α.Ν 627/1968), στον οποίο ανατέθηκε η μελέτη, κατασκευή και εξοπλισμός όλων των δημόσιων κτιρίων όλων των βαθμίδων της δημόσιας εκπαίδευσης πλην της Ανωτάτης. Ο προγραμματισμός ανατέθηκε στην Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ερευνών (που συστάθηκε με το άρθρο 19 του ίδιου ΑΝ 627/1968)
Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών παρέμεναν τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, οι ανώτατες σχολές και τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και Δημοσίου Δικαίου αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ. Η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε, την επόμενη χρονιά στην ΥΑ 101491/1969 (ΦΕΚ Β΄ 490).
Σύμφωνα με αυτό η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών διαρθρωνόταν στα παρακάτω Τμήματα
Τμήμα Α΄ Μελετών

Η σύνταξη μελετών για τις εξής κατηγορίες έργων: α) Έργα που χρηματοδοτούνταν από κληροδοτήματα και δωρεές, β) έργα Νομικών Προσώπων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ.
Ο έλεγχος και έγκριση μελετών για έργα που αφορούσαν α) Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και Επιστημονικά Ιδρύματα, β) ιδιωτικά διδακτήρια και γ) ιδιωτικές τεχνικές σχολές.
Επί τόπου έλεγχος και χορήγηση άδειας καταλληλότητας για τα ιδιωτικά σχολεία.
Τμήμα Β΄ Κατασκευών
Έλεγχος και έγκριση οικονομικών στοιχείων έργων (πρακτικά δημοπρασιών, πρωτόκολλα νέων τιμών μονάδος, συγκριτικοί πίνακες)
Η επίβλεψη των έργων στις μαθητικές κατασκηνώσεις
Παραλαβή έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ
Έλεγχος προϋπολογισμών επισκευής και συντηρήσεως διδακτηρίων Δημοσίου και καταρτισμός πινάκων για την χορήγηση πιστώσεων.
Τμήμα Γ΄ Διοικητικού
Εποπτεία διοικητικών θεμάτων ΟΣΚ και Ταμείων Ανεγέρσεως Διδακτηρίων
Προϋπολογισμός και προγραμματισμός, διαδικασία διάθεσης πιστώσεων όσον αφορά τα διδακτήρια σε α) Νομαρχιακά Ταμεία, β) Σχολικά Ταμεία
Η προμήθεια υλικών για τις ανάγκες της Διεύθυνσης
Τήρηση του ειδικού αρχείου της Υπηρεσίας.
Παρόμοιες είναι και οι οργανικές μονάδες και αρμοδιότητες που περιγράφονται στο ΠΔ 147/1976
1976
Τμήμα Α΄ Εγκρίσεως Αρχιτεκτονικών σχεδίων
Έλεγχος και έγκριση ανέγερσης ιδιωτικών σχολείων, οικοτροφείων, ιδιωτικών μέσων και κατωτέρων επαγγελματικών σχολών σε όλη την Ελλάδα.
Έλεγχος καταλληλότητας των διδακτηρίων προς χορήγηση αδείας λειτουργίας και εποπτεία επί των κτιριακών εγκαταστάσεων των ιδιωτικών σχολείων γενικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως περιοχής λεκανοπεδίου Αττικής.
Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση αρχιτεκτονικών σχεδίων και μελετών των υπό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εποπτευομένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας, (πλην Ο.Σ.Κ. και Ο.Δ.Δ.Ε.Π.) όπως: α) Ακαδημίας Αθηνών, β) Πανεπιστημίου Αθηνών για έργα εξ ιδίων ή άλλων πόρων, πλην επενδύσεων, γ) Αστεροσκοπείων της Χώρας, δ) Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, ε) Σχολής Εκπαιδευτικών Λειτουργών Επαγγελματικής και Τεχνικής Εκπαιδεύσεως (ΣΕΛΕΤΕ), στ) Σιβιτανιδείου Δημοσίας Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων, ζ) Βαρβακείου Σχολής. Αρχιτεκτονικές μελέτες Εκκλησιαστικών Σχολών.
Σύνταξη, έλεγχος, θεώρηση και έγκριση των αρχιτεκτονικών μελετών των βάσει του Α.Ν. 2039/39 Κληροδοτημάτων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ.
Μελέτη, σύνταξη, αναπροσαρμογή και δημοσίευση των οικοδομικών κανονισμών που αφορούν στα διδακτήρια που προορίζονται για Εκπαιδευτήρια ή Φροντιστήρια, σύμφωνα με τας εκάστοτε απαιτήσεις και εξελίξεις της επιστήμης και της Τεχνικής. Σύνταξη πάσης φύσεως αρχιτεκτονικής μελέτης αρμοδιότητος του Υπουργείου.
Τμήμα Β΄ Έγκρισης μελετών και κατασκευής κτιρίων
Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση στατικών υπολογισμών και σχεδίων στατικών μελετών, ηλεκτρομηχανολογικών μελετών, υδραυλικών μελετών και μελετών κεντρικής θέρμανσης των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου των εποπτευομένων υπό του Υπουργείου βάσει της κειμένης νομοθεσίας, πλην Ο.Σ.Κ. και Ο.Δ.Δ.Ε.Π., όπως περιγράφονται στο Τμήμα Α΄.
Στατικές μελέτες: α) Έλεγχος των στατικών μελετών Εκκλησιαστικών Σχολών. β) Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση στατικών μελετών Κληροδοτημάτων. γ) Σύνταξη στατικών μελετών πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ. δ) Γνωμοδόταησις επί της αντοχής υφισταμένων κτιρίων και σύνταξη εκθέσεων. ε) Επίβλεψις και παραλαβή παντός έργου αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ, επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων των Νομαρχών και του Ο.Σ.Κ.
Τμήμα Γ΄ Οικονομοτεχνικών Μελετών
Έλεγχος, έγκριση και θεώρηση των οικονομικών τευχών δημοπράτησης των μελετών των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ως εις τα Τμήματα Α΄ και Β΄.
Έλεγχος, έγκριση και θεώρηση συγκριτικών πινάκων, πρωτοκόλλων νέων τιμών μονάδος, πινάκων αμοιβής μηχανικών, λογαριασμών έργων ων την ευθύνη της εκτέλεσης έχει το ΥΠΕΠΘ.
Έλεγχος και έγκριση πρωτοκόλλων παραλαβής έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ (επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων των Νομαρχών και του Ο.Σ.Κ.).
Έλεγχος και θεώρηση οικονομικών τευχών δημοπρατήσεως έργων αρμοδιότητας Β΄ Τμήματος.)
Την επόμενη χρονιά, 1977 με το ΠΔ 150/1977, η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών καταργήθηκε και οι αρμοδιότητές της μεταβιβάστηκαν σε υπηρεσίες του Υπουργείου Δημοσίων Έργων
Δομή
1937
Σύμφωνα με το ΑΝ του 1937 η Διεύθυνση χωρίζεται στα παρακάτω τμήματα:
Τμήμα Μελετών
Τμήμα Εκτελέσεως Έργων
Τμήμα Ελέγχου
1969
Τμήμα Γ΄ Διοικητικού
Τμήμα Β΄ Κατασκευών
Τμήμα Α΄ Μελετών
1976
Τμήμα Α΄ Εγκρίσεως Αρχιτεκτονικών σχεδίων
Τμήμα Β΄ Έγκρισης μελετών και κατασκευής κτιρίων
Τμήμα Γ΄ Οικονομοτεχνικών Μελετών

Υπουργείο Γεωργίας, Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1924-1930

Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ανταλλαγής της Λωζάννης, την εκτίμηση και εκκαθάριση της αξίας των εκατέρωθεν εγκαταλειφθεισών περιουσιών ανέλαβε η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής. Προκειμένου να υποστηριχθεί το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών, συστάθηκε τον Μάιο του 1924, στο πλαίσιο του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνσις Ανταλλαγής Πληθυσμών. Στο πλαίσιο της Γενικής Διευθύνσεως Ανταλλαγής συστάθηκε το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, προκειμένου να γνωμοδοτεί για κάθε ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή της Σύμβασης της Λωζάνης, το οποίο αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 1926 από τη Γνωμοδοτική Επιτροπή Ανταλλαγής. Συστάθηκε επίσης και η εξωτερική υπηρεσία της Γενικής Διευθύνσεως Ανταλλαγής, η οποία αποτελείτο από τα κατά τόπους γραφεία ανταλλαγής, τα οποία ιδρύθηκαν στις έδρες των οικονομικών εφοριών των Νέων Χωρών. Για την εκτίμηση των ελληνικών περιουσιών οι οποίες εγκαταλείφθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στήθηκε ένας τεράστιος μηχανισμός: 1.114 πρωτοβάθμιες επιτροπές εκτιμήσεως, μία ή περισσότερες για καθεμία από τις 934 χριστιανικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και 52 δευτεροβάθμιες επιτροπές (31 στην Αθήνα και 21 στην επαρχία). Τον Μάιο του 1927 συστάθηκαν 20 τριμελείς δευτεροβάθμιες επιτροπές, οι αποκαλούμενες «εφετεία της ανταλλαγής» (8 στην Αθήνα και 12 στην επαρχία), προκειμένου να ελεγχθούν «άταξίες, άνωμαλίες και άδικίες» των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων επιτροπών. Μετά την εκτίμηση των περιουσιών των ανταλλαξίμων, αναλάμβανε η Υπηρεσία του Γενικού Μητρώου Ανταλλαξίμων, η οποία περιλάμβανε επτά συνεργεία, διάφορες άλλες υπηρεσίες και τέσσερις επιτροπές κληρονομικών διαφορών. Παράλληλα, το 1924 συστάσθηκαν μικτά επαρχιακά συμβούλια με βάση τις εκκλησιαστικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχοντας ως αντικείμενο την απογραφή της περιουσίας των νομικών προσώπων των ελληνικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη γνωμοδότηση για την περιουσιακή κατάσταση των δικαιούχων ανταλλαξίμων.
Με το ψήφισμα της Βουλής της 7ης Απριλίου 1925 αποφασίστηκε να δοθεί, ύστερα από προσωρινή εκτίμηση, μια προκαταβολή μέχρι την τελική αποπληρωμή της αξίας που είχαν εγκαταλείψει οι ανταλλάξιμοι στην Τουρκία. Με το ίδιο ψήφισμα καθοριζόταν ο τρόπος με τον οποίο θα γινόταν η εκτίμηση των περιουσιών των ανταλλαγέντων και θεσπίστηκε η σύσταση εκτιμητικών επιτροπών, οι οποίες διακρίνονταν σε τριμελείς ή πενταμελείς κοινοτικές και πενταμελείς επαρχιακές.
Πηγή: Ν. Ανδριώτης, Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940. Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση, Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής 2020.

Υπηρεσία Περιθάλψεως Προσφύγων Ναυπλίου

  • Συλλογικό Όργανο

Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) ανέλαβε αρχικά το έργο της προσωρινής στέγασης των προσφύγων. Ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1922 αλλά επειδή αποδείχτηκε ότι το κολοσσιαίο αυτό έργο ξεπερνούσε τις δυνατότητες των μηχανισμών του ελληνικού κράτους αποφασίστηκε η συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς, όπως η Κοινωνία των Εθνών κ.ά.. Αποτέλεσμα ήταν η ίδρυση ανεξάρτητων φορέων διαχείρισης των δανείων, όπως η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), που λειτούργησε υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), με την αναγκαία συμμετοχή του ελληνικού κράτους.

Ταμείο Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών

  • Συλλογικό Όργανο

Το Ταμείον Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών περιουσιών ιδρύθηκε με το Νόμο 3471/1928 ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπό την εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας. Σκοπός του Ταμείου ήταν η συγκέντρωση και διάθεση των περιουσιών των πάσης φύσης νομικών προσώπων των Ελλήνων στην Τουρκία (κοινοτήτων, κοινοτικών οργανισμών, μονών, εκκλησιών, σχολών, νοσοκομείων, ιδρυμάτων κοινής ωφέλειας) που έπαυσαν να λειτουργούν λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών (άρθρο 1). Με το άρθρο 2 όλοι οι κάτοχοι (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) κινητών περιουσιών ή χρηματικών τίτλων (ομολογίες εκκλησιαστικά κημείλια, τιμαλφή) που ανήκαν σε νομικά πρόσωπα Ελλήνων της Τουρκίας υποχρεώνονταν να τα παραδώσουν στο Ταμείο. Εξαιρούνταν από τη ρύθμιση όσα είχαν παραδοθεί στα μουσεία του Κράτους.
Οι πόροι του Ταμείου προβλεπόταν ότι θα ήταν τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρθηκαν, οι κληρονομιές κληροδοσίες έρανοι εισφορές υπέρ του Ταμείου, η Κρατική ενίσχυση καθώς και 50 εκ. δραχμές που διατίθεντο αμέσως από το Υπουργείο Γεωργίας. Στο άρθρο 6 καθοριζόταν ότι η ταμειακή υπηρεσία θα ενεργούνταν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην οποία κατατίθεντο όλα τα χρηματικά ποσά εντόκως και όλοι οι τίτλοι και, κατά το δυνατόν, τα τιμαλφή και κειμήλια. Στην Εθνική Τράπεζα θα κατατίθεντο και τα πάσης φύσεως έσοδα του Ταμείου που δεν διατίθεντο για τους σκοπούς του Νόμου.
Τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου προβλεπόταν ότι θα διατεθούν υπέρ παρεμφερών σκοπών δηλ. θρησκευτικών, εκπαιδευτικών, φιλανθρωπικών, και άλλων εκπολιτιστικών των προσφυγικών συνοικισμών αναγκών στο βαθμό που αυτά δεν μπορούσαν να ασκηθούν στην Τουρκία μετά τη σύμβαση ανταλλαγής των πληθυσμών (άρθρο 7).
Για το σκοπό αυτό οριζόταν ότι τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία θα εκποιούνταν με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου μέσω της Εθνικής Τραπέζης (που είχε και αυτή λόγο στις αποφάσεις) και καθορίζονταν οι όροι των εκποιήσεων (άρθρο 8).
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου αποτελούνταν από έναν Πρόεδρο και οκτώ άμισθα μέλη: τέσσερις καταγώμενους από τη Μικρά Ασία, δύο από τη Θράκη και δύο από τον Πόντο (άρθρο 11).
Το 1934 με το Νόμο 6340/1934 το Ταμείο υπήχθη στην εποπτεία του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, στο οποίο υπήχθη και η Υπηρεσία Συμβάσεως Ανταλλαγής και Αποζημιώσεως Ανταλλαξίμων, που υπαγόταν έως τότε στο Υπουργείο Γεωργίας.
Το Ταμείο καταργήθηκε το 1962 με το Νόμο 4223/1962 με το οποίο μεταβιβάζονταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του Ταμείου στην Δ5 Διεύθυνση του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας και στον Λογαριασμό Αποκαταστάσεως Αστών Προσφύγων του Νόμου 2044/52, που λειτουργούσε στην Τράπεζα της Ελλάδος. ΒΔ 151/1963

Σύνδεσμος Εποικιστικών Υπαλλήλων

  • Συλλογικό Όργανο

Σύμφωνα με καταγραφή (1928) της Γενικής Δ/νσης Εποικισμού Μακεδονίας, στο Νομό Σερρών έχουν εγκατασταθεί οι παρακάτω πρόσφυγες:

  1. Στη δικαιοδοσία του Γραφείου Εποικισμού Σερρών: 29.590 άτομα
  2. Στη δικαιοδοσία του Γραφείου Εποικισμού Σιντικής: 27.638 άτομα
    ΣΥΝΟΛΟ 57.228 άτομα
    [http://old.serres.gr/synedrio100/images/2006/efstathios%20pelagidis.pdf]

Πρωτοδικείο Ροδόπης

  • Συλλογικό Όργανο

Σύμφωνα με το Λεύκωμα Μακεδονίας-Θράκης που δημοσιεύτηκε το 1932 στην Κομοτηνή από τη Θρακική Στοά, στην πόλη έδρευε και λειτουργούσε ήδη από το 1922 το Εφετείο Θράκης. Η λειτουργία του Πρωτοδικείου Ροδόπης από την άλλη πλευρά μαρτυρείται από το Σεπτέμβριο του 1923 οπότε και χρονολογούνται οι παλαιότερες πολιτικές αποφάσεις -αριθμημένες λυτές αποφάσεις σταχωμένες σε τόμους- που απόκεινται στα Γ.Α.Κ. Ροδόπης. Ως πρώτος πρόεδρος του Πρωτοδικείου Ροδόπης φέρεται ο Νικόλαος Πλατύκας με υπογραμματέα τον Ι. Σιλβέστρο. Οι υποθέσεις του Πρωτοδικείου Ροδόπης αφορούσαν μέχρι τη δεκαετία του 1930 και το σημερινό νομό Ξάνθης, που αποτελούσε επαρχία του Νομού Ροδόπης. Η λειτουργία του Πρωτοδικείου Ροδόπης φαίνεται ότι διακόπτεται με την έναρξη του Παγκοσμίου Πολέμου και τη συνακόλουθη βουλγαρική κατοχή της Κομοτηνής και επανέρχεται από το 1945 έως σήμερα.

Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης

  • Συλλογικό Όργανο

ΒΔ 7-11.04.1914 (ΦΕΚ 88/τ. Α΄/1914)Περί σύστασης δικαστηρίων στη Μακεδονία
Σύμφωνα με τα άρθρα 6, 11, 12, 13 του Νόμου 147 /5 Ιανουαρίου 1914: " περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως" με υπουργό Δικαιοσύνης τον Κ.Δ. Ρακτιβάν αποφασίστηκε η σύσταση δικαστηρίων στις επαρχίες της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας και συγκεκριμένα:

  1. Ένα Εφετείο στη Θεσσαλλονίκη
  2. Δέκα Πρωτοδικεία (και της Θεσσαλονίκης)
  3. Δέκα Ειρηνοδικεία πρώτης τάξεως (και της Θεσσαλονίκης)
  4. Σαράντα ένα Ειρηνοδικεία δευτέρας τάξεως
  5. Οκτώ ειδικά Πταισματοδικεία( και της Θεσσαλονίκης) (άρθρο 1)
    για την απονομή πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης
    Η δικαιοδοσία του Εφετείου Θεσσαλονίκης επεκτείνεται σε περιφέρειες των Πρωτοδικείων Θεσσαλονίκης, Σερρών, Δράμας, , Καβάλας, Βεροίας, Εδέσσης, Καστοριάς και Φλώρινας (άρθρο 3)
    Το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει στη δικαιοδοσία του τις περιφέρειες των Ειρηνοδικείων :
  6. Θεσσαλονίκης, 2. Βασιλικών, 3. Μπάλτσας , 4. Γουμενίθτσας, 5. Λαγκαδά, 6. Σωχού, 7.Κιλκίς, 8. Κιλινδίρ, 9. Πολυγύρου, 11. Άρνης, 12. Ιερισσού, 13. Βάλτης, 14. Συκιάς (άρθρο 4)
    Το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης ασκεί τη δικαιοδοσία του στην περιφέρεια της πόλεως Θεσσαλονίκης και των εξής χωριών (άρθρο 5):
  7. Ασβεστοχώρι, 2. Χορτιάτης, 3. Καπουτσήδες, 4. Άη Σακλή (Μπουγιούκ Μαχαλάς), 5. Σέδες, 6. Κραν, 7. Ματσάρηδες, 8. Λουτρά Σέδες, 9. Μεγάλο Καραμπουρνού, 10. Μικρό Καράμπουρνού, 11. Μπαχτσέ, 12. Τσαίρ, 13. Καρατσοβαγή, 14, Ζουμπάτες, 15. Χατζή -Μπαλή, 16. Ουζούν Αλή, 17. Επανωμή, 18. Κριτσανά, 19. Τούμπα, 20. Αλυκαί, (Κουρσούκ Τούζλα), 21. Γιαννιτσίδες, 22. Κουλακιά, 23. Καιλή, 24. Κιρτσιλάρ, 25. Μουστάφτσα, 26. Τσοχαλάρ, 27. Ζορμπάς, 28. Σαρίτσα, 29. Γιαϊλαντίκ, 30. Δαούτσα, 31. Κάτω Κουρφάλι, 32. Άνω Κουρφάλι, 33. Μεσαίο Κουρφάλι, 34. Μεντεσελή, 35. Χάνι Βαρδάρ, 36. Τοπσίν, 37. Σιδηροδρομικός Σταθμός Τοπσίν, 38. Καβακλή, 39. Δουρμουσλή, 40. Χατζηλίκι, 41. Γιαχαλή, 42. Βερλάντζα, 43. Καραογλού, 44. Δογαντζή, 45. Βαθύλακκος, (Καδή-Κιόϊ), 46. Μπουγαρίαβον, 47. Σαρηομέρι, 48. Ίγλιτς., 49. Σιαμλή, 50. Βαλμάδα, 51. Τεκελή, 52. Κάτω Καβακλή, 53. Κολοπάντζα, 54. Γκιόρδινον, 55. Νάρες, 56. Τρία Χάνια, 57. Πλατανάκια, 58. Λεμπέτ, 59. Δουδουλάρ, 60. Ουρετζούκ, 61. Λάμπρα, 62. Μαχμούτ, 63. Τσαλή, 64. Ζάτσοβον, 65. Λουτρά Σέδες, 66. Χαρμάν- Κιόϊ, 67. Αραπλή, και 68. Ζορμπά και όλων των συνοικισμών εντός της παραπάνω περιφέρειας.
    Τέλος, τα Πταισματοδικεία Θεσσαλονίκης ασκούν δικαιοδοσία στις περιφέρειες των ομώνυμων Ειρηνοιδικείων (άρθρο 16).

ΠΗΓΗ: http://www.et.gr/api/DownloadFeksApi/?fek_pdf=19140100088

Πρωτοδικείο Ηρακλείου

  • Συλλογικό Όργανο

Περίοδος Κρητικής Πολιτείας
Mε τον Νόμο 437/30-8-1901 της Κρητικής Πολιτείας "Περί Οργανισμού των Δικαστηρίων", (Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας αριθμ. 71/Α/13-9-1901), συνιστώνται τα εξής Δικαστήρια: Ειρηνοδικεία, Πρωτοδικεία, Εφετείο, Κακουργιοδικεία και Αναθεωρητικό. Ιδρύονται πέντε Πρωτοδικεία: Χανίων, Ηρακλείου, Ρεθύμνης, Σφακίων, και Λασιθίου. Ο ανωτέρω Νόμος τροποποιήθηκε με τον Ν. 582/21-7-1903 "Περί τροποποιήσεως του υπ' αριθμ. 437 νόμου περί Οργανισμού των Δικαστηρίων" (Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας αριθμ. 49/Α/19-8-1903).
Περίοδος μετά την ένωση με την Ελλάδα
Με τον Ν. 147/1914 «Περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως» (ΦΕΚ 25/Α/25-2-1914), προβλέπονταν η, με Βασιλικά Διατάγματα, σύσταση των Δικαστηρίων των Νέων Χωρών, η λειτουργία των οποίων θα γινόταν όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, βάσει του ισχύοντος τότε Οργανισμού των Δικαστηρίων (άρθρο 11).
Με το Βασιλικό Διάταγμα της 7ης Απριλίου του 1914 (ΦΕΚ 88/Α/11-4-1914) "Περί συστάσεως Δικαστηρίων εν Κρήτη" συνιστώνται τα εξής Δικαστήρια: Εφετείο, τέσσερα Ειρηνοδικεία πρώτης τάξεως, δεκαεννέα Ειρηνοδικεία δευτέρας τάξεως και τέσσερα Πρωτοδικεία: Χανίων, Ηρακλείου, Ρεθύμνης και Λασιθίου. Τα Πρωτοδικεία και Ειρηνοδικεία χαρακτηρίζονται από το όνομα της πόλης της έδρας αυτών. Το Πρωτοδικείο Ηρακλείου περιλαμβάνει στη δικαιοδοσία του (άρθρο 3) τις Περιφέρειες των Ειρηνοδικείων Ηρακλείου, Αγίου Μύρωνος, Καστελλίου-Πεδιάδος, Πύργου, Χερσονήσου και Μοιρών.

Πρωτοδικείο Βόλου

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1881 -

Το Πρωτοδικείο Βόλου ιδρύθηκε με Βασιλικό Διάταγμα του Γεωργίου Α΄ στις 3 Νοεμβρίου 1881.
Το σύνολο του σωζόμενου αρχείου του μέχρι το 1972 φυλάσσεται στα ΓΑΚ Μαγνησίας.

Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης. Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1916 - 1917

Προσωρινή Κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα δοκίμασε μια σοβαρή πολιτειακή και εθνική κρίση. Το δίλημμα για ουδετερότητα ή έξοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Δυνάμεων της Entente γρήγορα εξελίχθηκε σε σύγκρουση μεταξύ του πολιτικά «ανεύθυνου» ανωτάτου άρχοντος και της υπεύθυνης πολιτικής ηγεσίας για τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής. Η κρίση του πολιτεύματος, που προκλήθηκε από τις παραβιάσεις του συντάγματος και της παραδεδεγμένης κοινοβουλευτικής πρακτικής εκ μέρους του θρόνου, ενίσχυσε την αντίδραση των συντηρητικών δυνάμεων εναντίον της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων, αρχικά, και του βενιζελικού κόσμου, στη συνέχεια. Έτσι, μετά και τη δεύτερη αποπομπή του πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Σεπτέμβριο του 1915, ο διχασμός του πολιτικού κόσμου είχε μεταφερθεί πλέον στον λαό.
Σοβαρή πλευρά της κρίσης αποτέλεσε και η παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με την απόβαση δυνάμεων της Entente στη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, και τις αυθαιρεσίες των συμμαχικών αρχών στην Ελλάδα. Τον Μάιο του 1916, γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος, πήραν στην κατοχή τους το οχυρό Ρούπελ και κατέλαβαν αργότερα την Ανατολική Μακεδονία με την άδεια της βασιλικής κυβέρνησης της Αθήνας και την ανοχή ή υποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων. Άμεση απάντηση στον κίνδυνο απώλειας της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας υπήρξε στις 17/30 Αυγούστου το στρατιωτικό κίνημα που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη από την υφιστάμενη - ήδη από τον Δεκέμβριο του 1915 - οργάνωση Εθνικής Αμύνης. Κύριος στόχος του κινήματος ήταν η ένταξη των εθνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο πλαίσιο του συμμαχικού στρατού της Entente για την απώθηση των βουλγαρικών δυνάμεων από το ελληνικό έδαφος.
Ταυτοχρόνως, το κόμμα των Φιλελευθέρων υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου αποφάσισε να παράσχει πολιτική κάλυψη στο κίνημα με τη δημιουργία – αναγκαστκά – κυβέρνησης εκτός νομιμότητας. Έτσι, στις 14/27-9-1916 σχηματίσθηκε στην Κρήτη de facto επαναστατική Προσωρινή Κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, στην οποία προσχώρησε αργότερα και ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής. Η κυβέρνηση εξασφάλισε την προσχώρηση στο κίνημα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και στις 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου αποβιβάσθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Το σχήμα της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν συγκεντρωτικό: Η Τριανδρία Βενιζέλου-Δαγκλή-Κουντουριώτη ασκούσε την βασιλική εξουσία (εκτελεστική και νομοθετική ), ενώ ένα σώμα εννέα συμβούλων (όχι υπουργών), οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής εννέα αντίστοιχων Διευθύνσεων, είχε την ανωτάτην διοίκησιν και την εποπτείαν των δημοσίων υποθέσεων . Εξαίρεση αποτέλεσαν οι υπεύθυνοι επί των στρατιωτικών και εξωτερικών υποθέσεων, οι οποίοι είχαν αρμοδιότητες υπουργού. Παράλληλα, λειτουργούσε η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης, ως εκτελεστική επιτροπή των αποφάσεων του κινήματος.
Την επικράτεια της Προσωρινής Κυβέρνησης αποτελούσαν οι περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, η Κρήτη, τα Νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, οι Κυκλάδες (πλην της Μήλου), τα Ιόνια Νησιά (πλην της Κερκύρας), οι Βόρειες Σποράδες και η Ύδρα. Τον Νοέμβριο, πάντως, του 1916 καθορίσθηκε από τις Δυνάμεις της Entente μία ουδέτερη ζώνη στα βόρεια σύνορα της Θεσσαλίας, με στόχο να εξασφαλισθεί ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, το βασιλικό κράτος των Αθηνών και την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Η ζώνη, βάθους 3-10 χιλ., ακολουθούσε την γραμμή Λιτοχώρου-Σερβίων-Γρεβενών μέχρι τα υψώματα του Λεσκοβίκι και, αφού εκκενώθηκε από τις δυνάμεις του βασιλικού στρατού και των τμημάτων της Εθνικής άμυνας, από τις 27 του ίδιου μήνα βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο μόνο των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων .
Η ιεραρχία των δημοσίων υπηρεσιών στις περιοχές ελέγχου της κυβέρνησης (οργανωμένες διοικητικά σε νομαρχίες και υποδιοικήσεις) διατηρήθηκε, ενώ έγιναν αλλαγές προσώπων σε καίριες πολιτικές θέσεις, όπως αυτές των νομαρχών. Σύνδεσμοι της κυβέρνησης με τις κατά τόπους Αρχές ήταν οι διορισμένοι αντιπρόσωποι .
Η διακυβέρνηση της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έληξε τον Ιούνιο του 1917 με την πλήρη επικράτηση του Ελ.Βενιζέλου - με στρατιωτική παρέμβαση των Συμμάχων - την εκθρόνιση και εξορία του Βασιλιά Κωνσταντίνου.

Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως
Η Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήταν η τρίτη από τις εννέα Διευθύνσεις της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης. Τα χρέη του συμβούλου της Διευθύνσεως ασκούσε ο Γεώργιος Αβέρωφ . Την οργάνωση των υπηρεσιών της ορίζει το διάταγμα 294/24-10-1916, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται η ίδρυση επτά Γραφείων:
Γραφείον Συμβούλου
Γραφείον Γενικού Γραμματέως
Γραφείον Θρησκευμάτων
Γραφείον Μέσης Εκπαιδεύσεως
Γραφείον Δημοτικής Εκπαιδεύσεως
Γραφείον Αρχαιοτήτων και Καλών Τεχνών
Γραφείον Πρωτοκόλλου και Διεκπεραιώσεως (ή Αρχείων και Πρωτοκόλλου).
Η πρόβλεψη ίδρυσης δύο επιπλέον Γραφείων (Αρχιτεκτονικόν και Κληροδοτημάτων) φαίνεται ότι δεν πραγμα¬τοποιήθηκε. Ως προϊστάμενοι των έξι πρώτων Γραφείων ορίζονται τμηματάρχες πρώτης ή δευτέρας τάξεως, ενώ για το έβδομο Γραφείο προβλέπεται προϊστάμενος με βαθμό γραμματέως πρώτης ή δευτέρας τάξεως. Η διεκπεραίωση των υποθέσεων κάθε Γραφείου ανατίθεται σε γραμματείς ή γραφείς πρώτης ή δευτέρας τάξεως, επίσης. Στο προσωπικό της Διευθύνσεως περιλαμβάνονται, ακόμη, τρεις κλητήρες, ένας αρχικλητήρας, ένας καθαριστής και ένας οδηγός του υπηρεσιακού αυτοκινήτου.
Τη διεύθυνση των υπηρεσιών των Γραφείων ανέλαβαν, κατά την πρόβλεψη του διατάγματος, δημόσιοι υπάλληλοι με ειδική σχέση με την αντίστοιχη υπηρεσία. Τέτοιοι ήταν ο επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Δημοσθένης Ανδρεάδης, ο γενικός επιθεωρητής της 10ης εκπαιδευτικής περιφερείας, Ιωάννης Χαντέλης, και ο βοηθός γενικού επιθεωρητή Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ Λαζάρου, οι οποίοι ανέλαβαν τη διεύθυνση των Γραφείων Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Μέσης Εκπαιδεύσεως και Αρχείων και Πρωτοκόλλου, αντιστοίχως . Τη διεύθυνση των άλλων Γραφείων ανέλαβαν ο Πέτρος Μανουσάκης (Θρησκευμάτων) και ο έφορος Αρχαιοτήτων Μακεδονίας, Γεώργιος Οικονόμου (Αρχαιοτήτων και Καλών Τεχνών). Χρέη ιδιαιτέρου γραμματέως του συμβούλου (με βαθμό υπουργικού γραμματέως πρώτης τάξεως) ανέλαβε αρχικά ο λογοτέχνης Πλάτων Ροδοκανάκης και από τον Δεκέμβριο του 1916 ο Γεώργιος Δερλής. Η λογιστική υπηρεσία της Διευθύνσεως ανατέθηκε στον Χρίστο Βαλιάντζα.

Διοίκηση της Εκπαίδευσης στην επικράτεια της Προσωρινής Κυβέρνησης
Η Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως είχε να διαχειρισθεί την εκπαίδευση περιοχών, η πλειονότητα των οποίων ανήκε στις λεγόμενες “Νέες Χώρες”, όσες δηλαδή ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά το 1912. Η αφομοίωση του εκπαιδευτικού συστήματος αυτών των χωρών - η διαχείριση και ο έλεγχος του οποίου αποτελούσαν πριν από την προσάρτηση αρμοδιότητες της κοινοτικής αυτοδιοίκησης - από το συγκεντρωτικό σύστημα του Ελληνικού Βασιλείου υπήρξε μια σχετικά μακρόχρονη διαδικασία, η οποία φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Η σταδιακή ενσωμάτωση της κοινοτικής εκπαίδευσης στην κρατική διοίκηση είχε ως προφανή στόχο την ήπια προσαρμογή σε νέα δεδομένα ενός εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο ως προς τη δομή και λειτουργία του παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από το αντίστοιχο σύστημα που ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα. Έτσι, κατά την διετία 1912-1914 διατηρήθηκαν αμετάβλητες οι δομές της προηγούμενης περιόδου, χωρίς διαφοροποίηση στη λειτουργία των σχολείων. Η εκπαιδευτική αφομοίωση άρχισε ουσιαστικά με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του 1914, με τις οποίες σηματοδοτήθηκε η παρεμβατική πολιτική του κράτους στα εκπαιδευτικά πράγματα των Νέων Χωρών, καθώς και η προσπάθεια σύζευξης κοινοτικών και κρατικών αρμοδιοτήτων στη διαχείριση της εκπαίδευσης.
Η διοίκηση που άσκησε η Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στην εκπαίδευση των υπό τη δικαιοδοσία της Προσωρινής Κυβέρνησης χωρών στηρίχθηκε στην εφαρμογή νόμων και διαταγμάτων τα οποία ίσχυαν από το 1914 και στόχευαν στην καθιέρωση ομοιόμορφου διοικητικού συστήματος στην εκπαίδευση του κράτους. Τα σχετικά νομοθετήματα είναι τα εξής:
(1) Ο Νόμος 240 «Περί διοικήσεως της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως» της 16ης-4-1914, ΦΕΚ 97/16-4-1916, και το Βασιλικό Διάταγμα της 28ης-5-1914, ΦΕΚ 148/5-6-1914, με το οποίο τέθηκαν σε ισχύ στις εκπαιδευτικές περιφέρειες των Νέων Χωρών τα Διατάγματα της 30ης-4-1914 και 19ης-5-1914 «Περί ισχύος διατάξεων του Νόμου 240 περί διοικήσεως της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως»
(2) Το Βασιλικό Διάταγμα «Περί επεκτάσεως των ισχυόντων νόμων και Β. Διαταγμάτων περί διδακτικών βιβλίων εις τας γενικάς διοικήσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης, των νήσων του Αιγαίου και την διοίκησιν Σάμου» της 23ης -7-1914, ΦΕΚ 208/26-7-1914
(3) Το Βασιλικό Διάταγμα «Περί του προσωπικού των σχολείων της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως των Νέων Χωρών κλπ» της 19ης-8-1914, ΦΕΚ 234/21-8-1914, και το Βασιλικό Διάταγμα “Περί επεκτάσεως της σχολικής νομοθεσίας και εις τας νέας χώρας” της 31ης-10-1914, ΦΕΚ 320/8-11-1914.
(4) Τα Βασιλικά Διατάγματα «Περί κατανομής των Δημοτικών Σχολείων της Νέας Ελλάδος εις εκπαιδευτικάς περιφερείας» και «Περί υπαγωγής των εκπαιδευτικών περιφερειών των Δημοτικών Σχολείων εις την δικαιοδοσίαν των γενικών επιθεωρητών» της 16ης-8-1914, ΦΕΚ 234/21-8-1914, καθώς και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κατανομής εις εκπαιδευτικάς περιφερείας των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως» της 11ης-6-1914, ΦΕΚ159/13-6-1914.
(5) Ο Νόμος 402 «Περί κυρώσεως του από 19 Αυγούστου ε.έ. Β. Δ. «περί του προσωπικού των σχολείων της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως των Νέων Χωρών» της 17ης-11-1914, ΦΕΚ 348/25-11-1914, και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κωδικοποιήσεως εις εν ενιαίον κείμενον νόμου των διατάξεων του Νόμου 402 και του διά τούτου κυρωθέντος Β. Δ. Της 19ης Αυγούστου 1914» της 17ης-2-1915, ΦΕΚ 79/23-2-1915.
(6) Ο Νόμος 577 «Περί προσαυξήσεων του μισθού και συντάξεως των εν ταις Νέαις Χώραις λειτουργών της Εκπαιδεύσεως κλπ» της 31ης-12-1914, ΦΕΚ 19/15-1-1915.
(7) Ο Νόμος 568 «Περί διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσης εν Οθωμανικοίς και Ισραηλιτικοίς σχολείοις των Νέων Χωρών» της 31ης-12-1914, ΦΕΚ 15/12-1-1915.
Η εποπτεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης ασκήθηκε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Νόμο 240, ο οποίος άλλαξε οριστικά το καθεστώς λειτουργίας των σχολείων στις Νέες Χώρες: Όργανα εποπτείας ήταν ο Σύμβουλος (υπουργός), το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, τα Εποπτικά Συμβούλια, οι Γενικοί Επιθεωρητές, οι Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης και οι Διευθυντές των σχολείων. Με το Διάταγμα 158/10-10-1916 της Προσωρινής Κυβέρνησης συγκροτήθηκε το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο. Πρόεδρος του συμβουλίου ορίσθηκε ο Δημήτρης Γληνός, ενώ προσωρινά καθήκοντα συμβούλου ανέλαβαν οι γενικοί επιθεωρητές Κ. Χελιουδάκης, Εμ. Δαυίδ και Κ. Γ. Παπαδάκης (Διάταγμα 1046/31-12-1916). Το Διάταγμα 301/28-10-1916 όριζε, εξάλλου, τη σύνθεση των εποπτικών συμβουλίων, τα οποία λειτούργησαν στις έδρες των αντίστοιχων περιφερειών δημοτικών σχολείων με πρόεδρο των συνεδριάσεων τον αρμόδιο επιθεωρητή. Λόγω των έκτακτων περιστάσεων, δεν τηρήθηκε πάντα η προβλεπόμενη διαδικασία στη λήψη των αποφάσεων, αφού επείγουσες ανάγκες επέβαλαν την ταχύτερη κάλυψή τους από τοπικά διοικητικά στελέχη (αντιπροσώπους της κυβέρνησης, νομάρχες), οι αποφάσεις των οποίων συχνά δεν επικυρώνονταν ούτε δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ως προς τους τύπους και τη λειτουργία των σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης τηρήθηκε η πρόβλεψη του Διατάγματος της 19ης -8-1914, το οποίο διατήρησε την υπάρχουσα μορφή των σχολείων των Νέων Χωρών παρέχοντας, όμως, δυνατότητα μεταρρύθμισής τους κατά τους ισχύοντες νόμους του ελληνικού κράτους. Οι παρεμβάσεις της Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στη δημοτική εκπαίδευση υπήρξαν προς αυτή την κατεύθυνση (αναγνώριση, ίδρυση, κατάργηση, προαγωγή και υποβιβασμός σχολείων) με στόχο την επικράτηση δύο τύπων δημοτικών σχολείων, κοινών/τετραταξίων και πλήρων/εξαταξίων, καθώς και την ορθολογική χωροταξική κατανομή τους. Ανάλογες παρεμβάσεις έγιναν και στη μέση εκπαίδευση, στην οποία δύο ήταν τα επικρατούντα σχήματα σπουδών: 3/τάξιο ελληνικό σχολείο και 4/τάξιο γυμνάσιο ή 6/τάξιο γυμνάσιο και ημιγυμνάσιο (μη ολοκληρωμένος τύπος 6/ταξίου γυμνασίου). Η επαγγελματική εκπαίδευση μέσης βαθμίδας περιλάμβανε εμπορικές ή άλλου είδους σχολές, αστικές σχολές (6/τάξιο δημοτικό με επιπλέον τάξεις ελληνικού σχολείου ή εμπορικής σχολής), διδασκαλεία αρρένων και θηλέων και ανώτερα παρθεναγωγεία, σε κάποιες περιπτώσεις γυμνασιακά. Διαφαινόμενη τάση μεταρ-ρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν να επικρατήσει ο τύπος του 6/ταξίου γυμνασίου και να αντικατασταθούν τα υπάρχοντα παρθεναγωγεία με αστικά σχολεία θηλέων. Η τάση αυτή καταγράφεται, για παράδειγμα, στην προσπάθεια της Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως να εναρμονίσει γνωστά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της Θεσσαλονίκης με το νέο εκπαιδευτικό σχήμα. Έτσι, το Πρότυπο Παρθεναγωγείο Στεφάνου Νούκα-Αγλαϊας Σχινά, με τη νέα άδεια λειτουργίας που εξασφάλισε τον Νοέμβριο του 1916, απέκτησε στο εξής διακριτές εκπαιδευτικές βαθμίδες: νηπιαγωγείο, πλήρες (6/τάξιο) δημοτικό σχολείο και 3/τάξιο αστικό σχολείο θηλέων.
Η διαχείριση της εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες αφορούσε και την εποπτεία των ετερόθρησκων σχολείων (μουσουλμανικών και ισραηλιτικών). Ο έλεγχος που ασκήθηκε σε τέτοια σχολεία στόχευε στην προσαρμογή της λειτουργίας τους στους ισχύοντες κανόνες (κτηριακή επάρκεια, συνθήκες υγιεινής, ωράρια). Ως εκ τούτου, αρκετά ισραηλιτικά σχολεία της Θεσσαλονίκης δεν αναγνωρίσθηκαν, αφού δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους λειτουργίας. Πολλά από τα αναγνωρισμένα σχολεία συντηρούνταν από εύπορους Ισραηλίτες ή ισχυρές οργανώσεις και, ως εκ τούτου, είχαν καλύτερη οργάνωση και ευρύτερο πρόγραμμα σπουδών. Μεγαλύτερη ακτινοβολία, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είχαν τα σχολεία που είχε ιδρύσει ή απλώς συντηρούσε η Alliance Israelite Universelle: Νηπιαγωγείο, δημοτικές σχολές αρρένων και θηλέων, ανώτερο παρθεναγωγείο, κατώτερες επαγγελματικές σχολές αρρένων και θηλέων και εμπορικές σχολές. Άλλα σχολεία, όπως η ισραηλιτική σχολή της Χίου, έπαυσαν τη λειτουργία τους, ίσως και για ανεπάρκεια μαθητικού δυναμικού. Ιδιαίτερη μέριμνα λήφθηκε για διδασκάλους/διδασκάλισσες της ελληνικής γλώσσας σε ετερόθρησκα σχολεία (ωράρια, αργίες), η διδασκαλία της οποίας σε αυτά ήταν υποχρεωτική, στο πλαίσιο της ενεργούμενης εκπαιδευτικής και γλωσσικής αφομοίωσης των Νέων Χωρών (Νόμος 568/1914). Η ίδια ρύθμιση εφαρμόσθηκε και για την εκπαίδευση των βλαχοφώνων με την απόσπαση διδασκάλων από την Παλαιά Ελλάδα σε όσα σχολεία λειτουργούσαν κατά τους θερινούς μήνες σε τόπους θερινής διαμονής βλαχοποιμένων (Βέρμιο, Γρεβενά). Η Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίας Εκπαιδεύσεως αντιμετώπισε το πρόβλημα καταβολής καθυστερούμενων μισθών εκπαιδευτικών αυτής της κατηγορίας ή νέων αποσπάσεων.
Σοβαρότερο ήταν το πρόβλημα εκπαίδευσης των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, η οποία αποτέλεσε άλλωστε τον κύριο στόχο της αφομοίωσης των Νέων Χωρών. Η κυριότερη δυσχέρεια της αφομοίωσης φαίνεται ότι ήταν η μη προσέλευση σλαβόφωνων μαθητών στα ελληνικά σχολεία που αντικατέστησαν όσα σχολεία της Εξαρχίας λειτουργούσαν πριν από την ενσωμάτωση. Το πρόβλημα είναι προφανές ότι εντάθηκε στις συνθήκες πολέμου που επικρατούσαν στη Μακεδονία κατά την περίοδο της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, εν όψει μάλιστα της σερβικής ή βουλγαρικής προπαγάνδας που είχε την ευκαιρία να αναπτυχθεί σε επίμαχες περιοχές τότε. Παρά τα προτεινόμενα από στελέχη της εκπαίδευσης μέτρα, στην πράξη φαίνεται ότι εφαρμόσθηκε ο έλεγχος γονέων για την τακτική φοίτηση των παιδιών τους στο ελληνικό σχολείο, όσο μπορούσε, βέβαια, αυτός να επιτευχθεί στο χάος που δημιούργησε ο πόλεμος και ο διχασμός.
Σε τέτοιες συνθήκες η δυσλειτουργία των σχολείων αποτέλεσε τον κανόνα στα εκπαιδευτικά πράγματα και όχι το αντίθετο. Η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης είχε να αντιμετωπίσει, καταρχήν, την καταστροφή, την επίταξη των διδακτηρίων για στρατιωτικούς σκοπούς ή την κατάληψή τους από πρόσφυγες. Η κυριότερη, όμως, δυσχέρεια στην εκπαιδευτική λειτουργία ήταν η έλλειψη προσωπικού. Πολλοί εκπαιδευτικοί, κυρίως από την Παλαιά Ελλάδα, από φόβο, αδυναμία μετακίνησης ή άρνηση να υπηρετήσουν το νέο καθεστώς δεν επέστρεψαν στις θέσεις τους. Άλλοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους για παρόμοιους λόγους. Σε κάποιες περιπτώσεις η «αντίδραση» στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης είχε ως συνέπεια ανακρίσεις, προφυλακίσεις ή εκτοπισμούς και αστυνομική επιτήρηση των αντιφρονούντων. Κενές θέσεις προκάλεσε, επίσης, η επιστράτευση ήδη υπηρετούντων εκπαιδευτικών. Στα σχολεία της Φλώρινας και της Καστοριάς, που αποτελούσαν πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων το Φθινόπωρο του 1916, η διάλυση δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί. Σοβαρότερη ήταν η δυσλειτουργία των σχολείων στοιχειώδους βαθμίδας, στα οποία, εκτός άλλων λόγων, η έλλειψη διδασκάλων με προσόντα και οι συνεχιζόμενες παραιτήσεις πολλών από αυτούς για λόγους οικονομικής δυσπραγίας δημιούργησαν δυσαναπλήρωτα κενά. Σε περιφέρειες με σλαυόφωνους, κατά κανόνα, οικισμούς (Γιαννιτσά, Κιλκίς, Λαγκαδάς, Έδεσσα, Φλώρινα και Καστοριά) το πρόβλημα δυσχέραινε σοβαρά την επιδιωκόμενη γλωσσική και εθνική αφομοίωση.
Όλα αυτά τα προβλήματα επιχείρησε να λύσει το Διάταγμα 250/28-10-1916 (Φ.22 Εφημερίδας Κυβερνήσεως, τεύχος Α΄, 1917) «περί των λειτουργών της δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως». Προκρίθηκαν τα εξής μέτρα που στόχευαν στην άμεση αντιμετώπιση των δυσχερειών: (1) απόλυση όσων εκπαιδευτικών δεν επέστρεφαν στις θέσεις τους εντός εικοσαημέρου (2) τοποθέτηση εκπαιδευτικών από βουλγαρο-κρατούμενες περιοχές (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) σε κενές θέσεις άλλων εκπαιδευτικών περιφερειών (3) προσωρινή τοποθέτηση υποδιδασκάλων σε κενές θέσεις πλήρων δημοτικών σχολείων˙ διορισμός νηπιαγωγών σε κενές θέσεις κοινών δημοτικών σχολείων, κυρίως στους ξενόφωνους οικισμούς˙ παροχή του δικαιώματος του διδασκάλου εν ανάγκη και σε όσους δεν πληρούσαν τα προβλεπόμενα από τον νόμο προσόντα. Το ίδιο μέτρο προκρίθηκε και για την κάλυψη θέσεων επιθεωρητών δημοτικών σχολείων στις ίδιες περιοχές (σλαυόφωνες) που για πολιτικούς λόγους είχαν ανάγκη διαρκούς εποπτείας. Συνήθης πρακτική για την κάλυψη αναγκών του σχολικού προγράμματος ήταν, επίσης, η ανάθεση πρόσθετης διδασκαλίας μαθημάτων σε εκπαιδευτικούς ανήκοντες στο ενεργό δυναμικό των σχολείων, η μείωση των κανονικών ωρών διδασκαλίας και οι προσωρινοί διορισμοί σε θέσεις στρατευμένων εκπαιδευτικών.
Η Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίσει και άλλα προβλήματα, τρέχοντα ή έκτακτα, τα οποία δυσχέραιναν την ήδη προβληματική λειτουργία των σχολείων. Διακοπή λειτουργίας λόγω επιδημιών, μεταφορά μαθητών από σχολεία με προσωρινή ή οριστική παύση λειτουργίας σε άλλα, υποδοχή προσφύγων μαθητών ή παιδιών διωκόμενων οικογενειών από το βασιλικό καθεστώς του κράτους των Αθηνών σε σχολεία της επικράτειας της Προσωρινής Κυβέρνησης, απαλλαγή μαθητών γυμνασίων ειδικών κατηγοριών από την καταβολή των εκπαι¬δευτικών τελών, συμφωνία με βιβλιοπώλες από την Αθήνα για κυκλοφορία βιβλίων δημοτικής εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες ήταν αποφάσεις που λήφθηκαν για τη θεραπεία αντίστοιχων προβλημάτων.
Οξύ ήταν και το πρόβλημα αντιμετώπισης των σχολικών δαπανών όχι μόνο τρεχουσών, αλλά και κεκλεισμένων χρήσεων˙ τις τελευταίες ήταν αδύνατο να συμπεριλάβει η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 1917. Οι υφιστάμενες εφορείες ή επιτροπές φαίνεται ότι έδειξαν ολιγωρία στην επιβαλλόμενη από τον Νόμο 402/1914 υποχρέωση είσπραξης των συνήθων σχολικών πόρων και καταβολής τους στο Δημόσιο Ταμείο. Αυτό τουλάχιστον καταγράφηκε σε εκθέσεις των προέδρων εφορειών σχολείων της Δυτικής Μακεδονίας και των νησιών του Αιγαίου προς τον σύμβουλο, Γεώργιο Αβέρωφ, στις αρχές του 1917. Έτσι, οι σχολικές δαπάνες από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι και το 1917 βάρυναν σχεδόν αποκλειστικά το κράτος. Οι μισθοί των εκπαιδευτικών, που αποτελούν την κυριότερη εκπαιδευτική δαπάνη, καταβάλλονταν για το σχολικό έτος 1916-17 από τα οικεία ταμεία με εντάλματα πληρωμών. Προβλήματα δημιουργήθηκαν στην καταβολή των μισθών εκπαιδευτικών με οργανική θέση σε σχολεία των βουλγαροκρατούμενων περιοχών ή της ουδετέρας ζώνης λόγω δυσκαμψίας των λογιστικών υπηρεσιών, δυστροπίας των ταμιών ή και άρνησής τους να υπηρετήσουν το καθεστώς. Παρόμοια προβλήματα δημιουργήθηκαν και στη μισθοδοσία των καθηγητών των Ιερών, λόγω άρνησης του Εκκλησιαστικού Ταμείου να μισθοδοτήσει υπαλλήλους του κράτους της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η κυβέρνηση έλαβε μέριμνα για τη μισθοδοσία των προσχωρούντων από την Παλαιά Ελλάδα υπαλλήλων (Διατάγματα 628/25-11-1916 και 2/3-1-1917) και τήρησε απαρεγκλίτως τις σχετικές με τις διαβαθμίσεις και τη μισθολογική εξομοίωση των εκπαιδευτικών των Νέων Χωρών διατάξεις (αυξήσεις λόγω πενταετιών, συνταξιοδοτικά δικαιώματα και αντίστοιχες κρατήσεις). Παράλληλα, συγκέντρωνε και σωρεία αιτήσεων για δίκαιες αυξήσεις των γλίσχρων, κατά γενική ομολογία, μισθών, οι οποίοι είχαν υποβαθμισθεί λόγω της γενικής ανόδου των τιμών που προκάλεσε ο πόλεμος. Οι εκπαιδευτικοί της Θεσσαλονίκης ήταν περισσότερο ευνοημένοι, αφού λάμβαναν το χορηγούμενο στους πολιτικούς υπαλλήλους της πόλης επίδομα.
Η πρωτοπορία της Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έχει καταγραφεί στην καθιέρωση, για πρώτη φορά, της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στα βιβλία της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, το Διάταγμα 2585 της 14ης-5-1917, άρθρο 5 (Φ. 96/30-5-1917, τεύχος Α΄) προέβλεπε ότι «Τα διά τας τέσσερας πρώτας τάξεις των Δημοτικών Σχολείων προοριζόμενα αναγνωστικά, ως και τα βιβλία των αριθμητικών ασκήσεων διά την γ΄, δ΄, ε΄και στ΄τάξιν των αυτών Σχολείων, οφείλουσι να είναι γεγραμμένα εις την κοινήν ομιλουμένην (δημοτικήν) γλώσσαν, απηλλαγμένην παντός αρχαϊσμού ή ιδιωτισμού». Το μέτρο, βέβαια, αφορούσε το προσεχές σχολικό έτος και επρόκειτο λίγα χρόνια αργότερα να αρθεί, όταν η αντίπαλη των βενιζελικών παράταξη απέσυρε τα ήδη εγκεκριμένα και χρησιμοποιούμενα νέα βιβλία ακολουθώντας τη σύσταση της αρμόδιας επιτροπής «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι »!

Πολιτικό Μικρασιατικό Κέντρο

  • Συλλογικό Όργανο

Το Πολιτικό Μικρασιατικό Κέντρο ιδρύθηκε το 1924. Ιδρυτές ήταν ο Απ. Ορφανίδης, Εμμ. Εμμανουηλίδης, Στ. Χατζήμπεης, Δημ. Μαρσέλλος, κ.ά Πρώτος πρόεδρος ήταν ο Απ. Ορφανίδης και γενικός γραμματέας ο Εμμ. Εμμανουηλίδης. Στις πρώτες συνεδριάσεις συμμετείχε και ο Κονδύλης ως αρχηγός του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος, με το οποίο κατέβηκαν οι πρόσφυγες στις εκλογές του 1923 και το οποίο υποστήριξαν μέχρι το 1925, όταν διασπάστηκε. Το ΠΜΚ ίδρυσε από την αρχή πολλά παραρτήματα σε διάφορες περιοχές της χώρες και κάλεσε όλους τους προσφυγικούς συλλόγους να συμμετάσχουν σε αυτό. Στόχος ήταν η πολιτική δραστηριοποίηση των προσφύγων για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους απέναντι στις διάφορες κυβερνήσεις. Αρκετά από τα ιδρυτικά του μέλη διετέλεσαν βουλευτές.
Πηγές σύνταξης βιογραφικού: Υλικό του αρχείου

Παρθεναγωγείον Χρυσοπηγής

  • Συλλογικό Όργανο

Για τη διοικητική ιστορία του σχολείου βλ. 11ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης

Ομοσπονδία Ναξιακών Συλλόγων (Ο.ΝΑ.Σ.)

  • Συλλογικό Όργανο

Η Ομοσπονδία Ναξιακών Συλλόγων αποτελεί δευτεροβάθμιο όργανο με μέλη τους Συλλόγους των Χωριών της Νάξου που έχουν έδρα το νομό Αττικής.
Μετά τη μεταπολίτευση παρατηρείται έντονη δράση και ανάπτυξη των Ναξιώτικων Συλλόγων της Αθήνας. Το 1976 κυρίως οι Σύλλογοι της ορεινής Νάξου πήραν την πρωτοβουλία ίδρυσης δευτεροβάθμιου συντονιστικού οργάνου των Ναξιώτικων Συλλόγων της Αθήνας. Στις 26.3.1976 συναντώνται στη Λέσχη του Συλλόγου Κορωνίδας αντιπροσωπείες των Συλλόγων: Κεραμιωτών, Κορωνιδιατών, Κωμιακιτών και Σκαδιωτών-Μεσωτών Αθήνας και ανταλλάσσουν απόψεις για τη δημιουργία Β/θμιου Συντονιστικού Πανναξιακού οργάνου, με κύριο στόχο την από κοινού αντιμετώπιση των μεγάλων και άλυτων προβλημάτων της Νάξου. Στη συνάντηση εκείνη αποφασίστηκε να γίνουν επαφές και με τους άλλους Ναξιώτικους Συλλόγους της Αθήνας, οι οποίοι την περίοδο αυτή ανέρχονται στους 17.
Στις 11 Απριλίου 1976 γίνεται νέα συνάντηση αντιπροσώπων δώδεκα Συλλόγων και ξεκίνησαν ουσιαστικές συζητήσεις για τη σύνταξη του καταστατικού του Πανναξιακού Οργάνου. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν στις 9, 18 και 25 Μαΐου 1976. Συγκροτήθηκε 5μελής επιτροπή για τη σύνταξη σχεδίου καταστατικού και στις 8, 22 και 29 Ιουνίου σε νέες συναντήσεις εκπροσώπων των Συλλόγων κατατίθενται οι προτάσεις της Επιτροπής του καταστατικού.
Στις 22.12.1976 εγκρίνεται το καταστατικό από τους εκπροσώπους έντεκα Ναξιώτικων Συλλόγων και στις 3.1.1977 υπογράφεται και κατατίθεται στο Πρωτοδικείο για έγκριση. Οι Σύλλογοι που υπέγραψαν το καταστατικό είναι έντεκα: Κορωνίδας, Κορώνου, Ποταμιάς, Σκαδού-Μέσης, Κεραμωτής, Σαγκρίου, Αγερσανίου, Τριπόδων, Απειράνθου, Δανακού και Εγγαρών.
Στις 17.1.1977 εκλέχτηκε πενταμελής Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή για να προωθήσει τις διαδικασίες έγκρισης του καταστατικού και την εκλογή της πρώτης διοίκησης της ΟΝΑΣ. Μέλη της επιτροπής ορίστηκαν οι: Μ. Μανωλάς (Κόρωνος), Φλ. Φάρκωνας (Σκαδό), Στ. Μανιός (Δανακός), Ν. Βερνίκος (Σαγκρί), Β. Φραγκουλόπουλος (Κωμιακή).
Η πενταμελής Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή στις 7.2.1977 με ανακοίνωσή που εξέδωσε απευθυνόταν σε όλους τους Ναξιώτες, τους ενημέρωνε για την ίδρυση της Ομοσπονδίας Ναξιακών Συλλόγων-ΟΝΑΣ και καλούσε όλους τους Ναξιώτικους Συλλόγους να ενταχθούν στην Ομοσπονδία.

Νυχτερινό Δημοτικό Σχολείο Νέου Γαλατά

  • Συλλογικό Όργανο

Τον οικισμό Νέου Γαλατά συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες στα όρια της κοινότητας Γαλατά Μεσολογγίου. Ο οικισμός αναγνωρίστηκε και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Γαλατά το 1928. Το 1961 ο οικισμός Νέου Γαλατά καταργείται και προσαρτάται στην κοινότητα Γαλατά. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) η κοινότητα προσαρτάται στο Δήμο Χάλκειας και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Ναυπακτίας.

Νυχτερινό Δημοτικό Σχολείο Μπαμπαλιού

  • Συλλογικό Όργανο

Τον οικισμό Μπαμπαλιό συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες. Αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη κοινότητα το 1929 (ΦΕΚ Α 97/12.03.1929). Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτάται στο Δήμο Ινάχου και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Αμφιλοχίας.

Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αργολίδας/Διεύθυνση Υγείας - Πρόνοιας /Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας/Λαϊκή κατοικία

  • Συλλογικό Όργανο

Υπηρεσία του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας με αρμοδιότητα την αστική αποκατάσταση (στέγαση) των προσφύγων του νομού Αργολίδας σε συνεργασία με την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) και την Αγροτική Τράπεζα (Α.Τ.Ε.). Το Τοπικό Συμβούλιο Πρόνοιας και Στεγάσεως Αργολίδας συζητούσε τα αιτήματα ή τις ενστάσεις των προσφύγων και ενέκρινε τα οριστικά παραχωρητήρια κατοικιών στους δικαιούχους. Μετά το 1950 το Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας αναλαμβάνει την αποκατάσταση των προσφύγων και των αστέγων, που δημιουργήθηκαν λόγω του πολέμου και άλλων συνθηκών: πολεμοπαθών, συμμοριοπλήκτων, θεομηνιοπλήκτων, παραπηγματούχων και απόρων. Ειδικά, για τους πρόσφυγες ο Ο.Η.Ε. κατάρτισε προγράμματα για τη στεγαστική και επαγγελματική τους αποκατάσταση.

Νομαρχία Μαγνησίας, Διεύθυνση Βιομηχανίας

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1979 -

H Διεύθυνση Βιομηχανίας ιδρύθηκε με το νόμο 238/1979 «Περί Οργανισμού του Υπουργείου Βιομηχανίας και Ενέργειας». Στις αρμοδιότητές της είναι ο έλεγχος των βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, η έγκριση και χορήγηση αδειών εγκατάστασης, διαρρύθμισης, λειτουργίας και επαναλειτουργίας τους.
Πριν από την ίδρυσή της τα θέματα αυτά ανήκαν στην αρμοδιότητα του Μηχανολογικού Γραφείου Βόλου, που είχε ιδρυθεί το 1951, και παλαιότερα του Γραφείου Ελέγχου Σιδηροδρόμων, Μηχανολογικών και Ηλεκτρολογικών Εγκαταστάσεων Βόλου του Υπουργείου Συγκοινωνιών.

Νομαρχία Λακωνίας, Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας (1977-1994)

  • Συλλογικό Όργανο

Το 1977 το Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας θα αναβαθμιστεί σε «Διεύθυνση Κοινωνικών Υπηρεσιών», για μικρό όμως χρονικό διάστημα, αφού από το επόμενο έτος, θα αποτελέσει, εκ νέου, Τμήμα με την ονομασία «Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Λακωνίας».

Νομαρχία Λακωνίας, Διεύθυνση Κοινωνικών Υπηρεσιών (1977)

  • Συλλογικό Όργανο

Το 1977 το Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας θα αναβαθμιστεί σε «Διεύθυνση Κοινωνικών Υπηρεσιών», για μικρό όμως χρονικό διάστημα, αφού από το επόμενο έτος, θα αποτελέσει, εκ νέου, Τμήμα με την ονομασία «Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Λακωνίας».

Νομαρχία Κοζάνης

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1923 -

Η Νομαρχία Κοζάνης συστάθηκε με το ιδρυτικό βασιλικό νομοθετικό διάταγμα περί διοικήσεως των Νομών της 10ης Μαΐου 1923 (ΦΕΚ Α’ 111). Το ΒΝΔ προβλέπει την ίδρυση νομαρχιών ως νομικά πρόσωπα για τη ρύθμιση των υποθέσεων του νομού, στοχεύοντας στη δημιουργία μιας ανεπτυγμένης νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και, παράλληλα, προνοεί για τη διοικητική διάρθρωση των Νέων Χωρών. Ο νομός Κοζάνης αποτελούνταν από τις επαρχίες Κοζάνης, Εορδαίας, Βοΐου και Γρεβενών. Το ΒΝΔ αντικαθιστά το ιδρυτικό της 6ης Απριλίου 1833 «Διάταγμα περί τῆς διαιρέσεως τοῦ Βασιλείου καὶ τῆς διοικήσεώς του» (ΦΕΚ Α΄12), με το οποίο συστήθηκαν 10 νομοί, 47 επαρχίες και τριών τάξεων δήμοι βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων. Μέχρι το 1964 στη Νομαρχία Κοζάνης ανήκε και η επαρχία Γρεβενών, η οποία μετατράπηκε σε νομό στις 30 Οκτωβρίου 1964 με το Νομοθετικό Διάταγμα 4398 (ΦΕΚ Α΄ 188): «περί ιδρύσεως Νομών Πειραιώς και Γρεβενών και άλλων τινών διατάξεων».
Πηγή: 1. www.et.gr

  1. Κρανιώτη, Ε. (2011). Από την Ν.Α. στην Περιφέρεια ως Β’ βαθμός Τ.Α. (Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία). Αθήνα: Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ναυπλιακή Εταιρεία κονσερβών "Ο Πελαργός"

  • Συλλογικό Όργανο

Ο πρόεδρος της Ε.Α.Π. Βασίλης Κριμπάς ανέθεσε στον Γεράσιμο Καραμέλη την ίδρυση ενός Κονσερβοποιείου στη Ν. Κίο, στο παλιό Ιπποφορβείο του Καποδίστρια. Στο μετοχικό κεφάλαιο συμμετείχαν, επίσης, ο Ευάγγελλος Παπαδημητρίου, ο Δημήτρης Ηλίας και ο Τηλέμαχος Συμεωνίδης. Για την ενίσχυσή του συνέβαλε και η Ε.Α.Π. με τη δημιουργία ενός Γεωργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού με κρατικά κεφάλαια. Στις 26-6-1930 ιδρύεται η Ανώνυμη Ναυπλιακή Εταιρεία Κονσερβών, "ΠΕΛΑΡΓΟΣ". Η Ε.Α.Π. νοίκιασε το κτίριο του Ιπποφορβείου για 15 έτη. Αρχικά, ήταν μια μεγάλη βιοτεχνία η οποία γρήγορα αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε σύγχρονο εργοστάσιο υψηλών προδιαγραφών με αυτοματοποιημένη παραγωγή και καινοτόμες πρακτικές. Εκτός από τοματοπολτό κονσερβοποιούσε μπάμιες, φασολάκια, αρακά, αμπελόφυλλα, κολοκυθάκια, γιαλαντζί ντολμάδες, κομπόστες, μαρμελάδες που διοχετεύονταν στην εγχώρια αγορά αλλά και στο εξωτερικό. Οι πρώτες ύλες προέρχονταν, κυρίως, από την ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας. Μέχρι το 1956 απασχολούσε αποκλειστικά Κιώτες και Κιώτισες. Τα έργα υποδομής του εργοστασίου διαμόρφωσαν καλλίτερες συνθήκες και για την κοινότητα όπως η κατασκευή του πρώτου αμαξιτού δρόμου Ναυπλίου - Νέας Κίου, το 1958. Το 1968 άρχισε να λειτουργεί και δεύτερο εργοστάσιο "ΠΕΛΑΡΓΟΣ" στη Γαστούνη Ηλείας. Επειδή στην Αργολίδα η παραγωγή λαχανικών και ντομάτας είχαν σχεδόν μηδενιστεί και οι βερικοκιές παρουσίαζαν ασθένειες αποφασίστηκε, το 1986, να πουληθεί. Σήμερα δε λειτουργεί όπως και όλα τα παραδοσιακά εργοστάσια κονσερβοποιίας και τοματοπολτού της περιοχής.

Μορφωτικός Σύλλογος «Προμηθέας»

  • Συλλογικό Όργανο

Ο Μορφωτικός Σύλλογος «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ» ιδρύθηκε το 1975 από κατοίκους του συνοικισμού. Διαθέτει τμήματα ζωγραφικής, χορού και θεάτρου με έντονη παρουσία και συμμετοχή στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης της Βέροιας.

Μικτή Επιτροπή Ελληνοβουλγαρικής Μεταναστεύσεως

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1920 - π. 1930

Η Συνθήκη του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) είχε ως σκοπό την επίλυση των προβλημάτων που δημιουργούνταν από τη μετανάστευση των πληθυσμών. Μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας υπογράφτηκε ειδική συνθήκη η οποία προέβλεπε την εθελούσια ανταλλαγή των πληθυσμών. Στις 18 Δεκεμβρίου 1920 συστήνεται Μικτή Επιτροπή Ελληνοβουλγαρικής Μετανάστευσης, η διάρκεια της οποίας ήταν περίπου 10 χρόνια. Η Μικτή Επιτροπή εκπόνησε Κανόνες και Σχέδιο Πληρωμής. Οι Κανόνες αφορούσαν στις συνθήκες μετανάστευσης των πληθυσμών και προσδιόριζαν την περιουσία που είτε θα έπαιρναν μαζί τους, είτε θα εκκαθαριζόταν. Το Σχέδιο Πληρωμής καθόριζε τους όρους πληρωμής των μεταναστών και τον διακανονισμό μεταφοράς πόρων από τη μία χώρα στην άλλη (ορίσθηκε οι μετανάστες να παίρνουν σε μετρητά το 10% της αξίας της ακίνητης περιουσίας από τη χώρα προέλευσης και το υπόλοιπο 90% σε ομολογίες (γραμμάτια) από τη χώρα υποδοχής).
Με τη Συνθήκη της Λοζάνης (30 Ιανουαρίου 1923) ορίσθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή των Ελλήνων ορθοδόξων της Τουρκίας και των Τούρκων μουσουλμάνων της Ελλάδας. Συστήνεται Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, η οποία αναλαμβάνει τις εκκαθαρίσεις των περιουσιών των ανταλλαξίμων. Η λειτουργία της Επιτροπής χωρίζεται σε πέντε περιόδους, άρχισε στις 8 Οκτωβρίου 1923 και τελείωσε περίπου το 1930. Τέλος, βάσει του Νόμου 5151/15 Ιουλίου 1931, η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος αναλαμβάνει την είσπραξη των χρεών που έως τότε αποτελούσε κύρια δραστηριότητα της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ).

Αποτελέσματα 1 έως 100 από 326