Εμφανίζει 326 αποτελέσματα

Καθιερωμένη εγγραφή
Συλλογικό Όργανο

1ο Γυμνάσιο Σύρου

  • Συλλογικό Όργανο

Το πρώτο γυμνάσιο του Ελληνικού Κράτους, λειτούργησε για πρώτη φορά το 1833 στο χώρο του δημοτικού σχολείου Χίλδνερ και από τις 13 Νοεμβρίου 1834 στεγάστηκε σε κτίριο σχεδιασμένο από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Ερλάχερ. Χρηματοδοτήθηκε από εισφορές των εποίκων. Ο Νεόφυτος Βάμβας, πρώτος Γυμνασιάρχης, οργάνωσε το Γυμνάσιο κατά τα πρότυπα του Γυμνασίου της Χίου. Επόμενος Γυμνασιάρχης διετέλεσε ο Γεώργιος Σερούιος και ακολούθησαν οι Σπυρίδων Φιντικλής, Γ. Σουρίας, κ.α. Μεταξύ των διακεκριμένων μαθητών του υπήρξαν οι: Ελευθέριος Βενιζέλος, Ανδρέας Συγγρός, Γιαννούλης Χαλεπάς, Αριστομένης Προβελέγγιος, Κλων και Κυπάρισσος Στέφανος, Κωνσταντίνος Βολανάκης , Μάνος Ελευθερίου.

Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης. Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1916 - 1917

Προσωρινή Κυβέρνησις του Βασιλείου της Ελλάδος
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα δοκίμασε μια σοβαρή πολιτειακή και εθνική κρίση. Το δίλημμα για ουδετερότητα ή έξοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Δυνάμεων της Entente γρήγορα εξελίχθηκε σε σύγκρουση μεταξύ του πολιτικά «ανεύθυνου» ανωτάτου άρχοντος και της υπεύθυνης πολιτικής ηγεσίας για τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής. Η κρίση του πολιτεύματος, που προκλήθηκε από τις παραβιάσεις του συντάγματος και της παραδεδεγμένης κοινοβουλευτικής πρακτικής εκ μέρους του θρόνου, ενίσχυσε την αντίδραση των συντηρητικών δυνάμεων εναντίον της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων, αρχικά, και του βενιζελικού κόσμου, στη συνέχεια. Έτσι, μετά και τη δεύτερη αποπομπή του πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Σεπτέμβριο του 1915, ο διχασμός του πολιτικού κόσμου είχε μεταφερθεί πλέον στον λαό.
Σοβαρή πλευρά της κρίσης αποτέλεσε και η παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με την απόβαση δυνάμεων της Entente στη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, και τις αυθαιρεσίες των συμμαχικών αρχών στην Ελλάδα. Τον Μάιο του 1916, γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος, πήραν στην κατοχή τους το οχυρό Ρούπελ και κατέλαβαν αργότερα την Ανατολική Μακεδονία με την άδεια της βασιλικής κυβέρνησης της Αθήνας και την ανοχή ή υποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων. Άμεση απάντηση στον κίνδυνο απώλειας της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας υπήρξε στις 17/30 Αυγούστου το στρατιωτικό κίνημα που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη από την υφιστάμενη - ήδη από τον Δεκέμβριο του 1915 - οργάνωση Εθνικής Αμύνης. Κύριος στόχος του κινήματος ήταν η ένταξη των εθνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο πλαίσιο του συμμαχικού στρατού της Entente για την απώθηση των βουλγαρικών δυνάμεων από το ελληνικό έδαφος.
Ταυτοχρόνως, το κόμμα των Φιλελευθέρων υπό την ηγεσία του Ελευθερίου Βενιζέλου αποφάσισε να παράσχει πολιτική κάλυψη στο κίνημα με τη δημιουργία – αναγκαστκά – κυβέρνησης εκτός νομιμότητας. Έτσι, στις 14/27-9-1916 σχηματίσθηκε στην Κρήτη de facto επαναστατική Προσωρινή Κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, στην οποία προσχώρησε αργότερα και ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής. Η κυβέρνηση εξασφάλισε την προσχώρηση στο κίνημα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και στις 26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου αποβιβάσθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Το σχήμα της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν συγκεντρωτικό: Η Τριανδρία Βενιζέλου-Δαγκλή-Κουντουριώτη ασκούσε την βασιλική εξουσία (εκτελεστική και νομοθετική ), ενώ ένα σώμα εννέα συμβούλων (όχι υπουργών), οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής εννέα αντίστοιχων Διευθύνσεων, είχε την ανωτάτην διοίκησιν και την εποπτείαν των δημοσίων υποθέσεων . Εξαίρεση αποτέλεσαν οι υπεύθυνοι επί των στρατιωτικών και εξωτερικών υποθέσεων, οι οποίοι είχαν αρμοδιότητες υπουργού. Παράλληλα, λειτουργούσε η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης, ως εκτελεστική επιτροπή των αποφάσεων του κινήματος.
Την επικράτεια της Προσωρινής Κυβέρνησης αποτελούσαν οι περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, η Κρήτη, τα Νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, οι Κυκλάδες (πλην της Μήλου), τα Ιόνια Νησιά (πλην της Κερκύρας), οι Βόρειες Σποράδες και η Ύδρα. Τον Νοέμβριο, πάντως, του 1916 καθορίσθηκε από τις Δυνάμεις της Entente μία ουδέτερη ζώνη στα βόρεια σύνορα της Θεσσαλίας, με στόχο να εξασφαλισθεί ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, το βασιλικό κράτος των Αθηνών και την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Η ζώνη, βάθους 3-10 χιλ., ακολουθούσε την γραμμή Λιτοχώρου-Σερβίων-Γρεβενών μέχρι τα υψώματα του Λεσκοβίκι και, αφού εκκενώθηκε από τις δυνάμεις του βασιλικού στρατού και των τμημάτων της Εθνικής άμυνας, από τις 27 του ίδιου μήνα βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο μόνο των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων .
Η ιεραρχία των δημοσίων υπηρεσιών στις περιοχές ελέγχου της κυβέρνησης (οργανωμένες διοικητικά σε νομαρχίες και υποδιοικήσεις) διατηρήθηκε, ενώ έγιναν αλλαγές προσώπων σε καίριες πολιτικές θέσεις, όπως αυτές των νομαρχών. Σύνδεσμοι της κυβέρνησης με τις κατά τόπους Αρχές ήταν οι διορισμένοι αντιπρόσωποι .
Η διακυβέρνηση της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έληξε τον Ιούνιο του 1917 με την πλήρη επικράτηση του Ελ.Βενιζέλου - με στρατιωτική παρέμβαση των Συμμάχων - την εκθρόνιση και εξορία του Βασιλιά Κωνσταντίνου.

Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως
Η Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήταν η τρίτη από τις εννέα Διευθύνσεις της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης. Τα χρέη του συμβούλου της Διευθύνσεως ασκούσε ο Γεώργιος Αβέρωφ . Την οργάνωση των υπηρεσιών της ορίζει το διάταγμα 294/24-10-1916, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται η ίδρυση επτά Γραφείων:
Γραφείον Συμβούλου
Γραφείον Γενικού Γραμματέως
Γραφείον Θρησκευμάτων
Γραφείον Μέσης Εκπαιδεύσεως
Γραφείον Δημοτικής Εκπαιδεύσεως
Γραφείον Αρχαιοτήτων και Καλών Τεχνών
Γραφείον Πρωτοκόλλου και Διεκπεραιώσεως (ή Αρχείων και Πρωτοκόλλου).
Η πρόβλεψη ίδρυσης δύο επιπλέον Γραφείων (Αρχιτεκτονικόν και Κληροδοτημάτων) φαίνεται ότι δεν πραγμα¬τοποιήθηκε. Ως προϊστάμενοι των έξι πρώτων Γραφείων ορίζονται τμηματάρχες πρώτης ή δευτέρας τάξεως, ενώ για το έβδομο Γραφείο προβλέπεται προϊστάμενος με βαθμό γραμματέως πρώτης ή δευτέρας τάξεως. Η διεκπεραίωση των υποθέσεων κάθε Γραφείου ανατίθεται σε γραμματείς ή γραφείς πρώτης ή δευτέρας τάξεως, επίσης. Στο προσωπικό της Διευθύνσεως περιλαμβάνονται, ακόμη, τρεις κλητήρες, ένας αρχικλητήρας, ένας καθαριστής και ένας οδηγός του υπηρεσιακού αυτοκινήτου.
Τη διεύθυνση των υπηρεσιών των Γραφείων ανέλαβαν, κατά την πρόβλεψη του διατάγματος, δημόσιοι υπάλληλοι με ειδική σχέση με την αντίστοιχη υπηρεσία. Τέτοιοι ήταν ο επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Δημοσθένης Ανδρεάδης, ο γενικός επιθεωρητής της 10ης εκπαιδευτικής περιφερείας, Ιωάννης Χαντέλης, και ο βοηθός γενικού επιθεωρητή Θεσσαλονίκης, Ιωσήφ Λαζάρου, οι οποίοι ανέλαβαν τη διεύθυνση των Γραφείων Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, Μέσης Εκπαιδεύσεως και Αρχείων και Πρωτοκόλλου, αντιστοίχως . Τη διεύθυνση των άλλων Γραφείων ανέλαβαν ο Πέτρος Μανουσάκης (Θρησκευμάτων) και ο έφορος Αρχαιοτήτων Μακεδονίας, Γεώργιος Οικονόμου (Αρχαιοτήτων και Καλών Τεχνών). Χρέη ιδιαιτέρου γραμματέως του συμβούλου (με βαθμό υπουργικού γραμματέως πρώτης τάξεως) ανέλαβε αρχικά ο λογοτέχνης Πλάτων Ροδοκανάκης και από τον Δεκέμβριο του 1916 ο Γεώργιος Δερλής. Η λογιστική υπηρεσία της Διευθύνσεως ανατέθηκε στον Χρίστο Βαλιάντζα.

Διοίκηση της Εκπαίδευσης στην επικράτεια της Προσωρινής Κυβέρνησης
Η Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως είχε να διαχειρισθεί την εκπαίδευση περιοχών, η πλειονότητα των οποίων ανήκε στις λεγόμενες “Νέες Χώρες”, όσες δηλαδή ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά το 1912. Η αφομοίωση του εκπαιδευτικού συστήματος αυτών των χωρών - η διαχείριση και ο έλεγχος του οποίου αποτελούσαν πριν από την προσάρτηση αρμοδιότητες της κοινοτικής αυτοδιοίκησης - από το συγκεντρωτικό σύστημα του Ελληνικού Βασιλείου υπήρξε μια σχετικά μακρόχρονη διαδικασία, η οποία φαίνεται ότι ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Η σταδιακή ενσωμάτωση της κοινοτικής εκπαίδευσης στην κρατική διοίκηση είχε ως προφανή στόχο την ήπια προσαρμογή σε νέα δεδομένα ενός εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο ως προς τη δομή και λειτουργία του παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από το αντίστοιχο σύστημα που ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα. Έτσι, κατά την διετία 1912-1914 διατηρήθηκαν αμετάβλητες οι δομές της προηγούμενης περιόδου, χωρίς διαφοροποίηση στη λειτουργία των σχολείων. Η εκπαιδευτική αφομοίωση άρχισε ουσιαστικά με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του 1914, με τις οποίες σηματοδοτήθηκε η παρεμβατική πολιτική του κράτους στα εκπαιδευτικά πράγματα των Νέων Χωρών, καθώς και η προσπάθεια σύζευξης κοινοτικών και κρατικών αρμοδιοτήτων στη διαχείριση της εκπαίδευσης.
Η διοίκηση που άσκησε η Ανωτάτη Διεύθυνσις Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στην εκπαίδευση των υπό τη δικαιοδοσία της Προσωρινής Κυβέρνησης χωρών στηρίχθηκε στην εφαρμογή νόμων και διαταγμάτων τα οποία ίσχυαν από το 1914 και στόχευαν στην καθιέρωση ομοιόμορφου διοικητικού συστήματος στην εκπαίδευση του κράτους. Τα σχετικά νομοθετήματα είναι τα εξής:
(1) Ο Νόμος 240 «Περί διοικήσεως της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως» της 16ης-4-1914, ΦΕΚ 97/16-4-1916, και το Βασιλικό Διάταγμα της 28ης-5-1914, ΦΕΚ 148/5-6-1914, με το οποίο τέθηκαν σε ισχύ στις εκπαιδευτικές περιφέρειες των Νέων Χωρών τα Διατάγματα της 30ης-4-1914 και 19ης-5-1914 «Περί ισχύος διατάξεων του Νόμου 240 περί διοικήσεως της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως»
(2) Το Βασιλικό Διάταγμα «Περί επεκτάσεως των ισχυόντων νόμων και Β. Διαταγμάτων περί διδακτικών βιβλίων εις τας γενικάς διοικήσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης, των νήσων του Αιγαίου και την διοίκησιν Σάμου» της 23ης -7-1914, ΦΕΚ 208/26-7-1914
(3) Το Βασιλικό Διάταγμα «Περί του προσωπικού των σχολείων της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως των Νέων Χωρών κλπ» της 19ης-8-1914, ΦΕΚ 234/21-8-1914, και το Βασιλικό Διάταγμα “Περί επεκτάσεως της σχολικής νομοθεσίας και εις τας νέας χώρας” της 31ης-10-1914, ΦΕΚ 320/8-11-1914.
(4) Τα Βασιλικά Διατάγματα «Περί κατανομής των Δημοτικών Σχολείων της Νέας Ελλάδος εις εκπαιδευτικάς περιφερείας» και «Περί υπαγωγής των εκπαιδευτικών περιφερειών των Δημοτικών Σχολείων εις την δικαιοδοσίαν των γενικών επιθεωρητών» της 16ης-8-1914, ΦΕΚ 234/21-8-1914, καθώς και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κατανομής εις εκπαιδευτικάς περιφερείας των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως» της 11ης-6-1914, ΦΕΚ159/13-6-1914.
(5) Ο Νόμος 402 «Περί κυρώσεως του από 19 Αυγούστου ε.έ. Β. Δ. «περί του προσωπικού των σχολείων της Δημοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως των Νέων Χωρών» της 17ης-11-1914, ΦΕΚ 348/25-11-1914, και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κωδικοποιήσεως εις εν ενιαίον κείμενον νόμου των διατάξεων του Νόμου 402 και του διά τούτου κυρωθέντος Β. Δ. Της 19ης Αυγούστου 1914» της 17ης-2-1915, ΦΕΚ 79/23-2-1915.
(6) Ο Νόμος 577 «Περί προσαυξήσεων του μισθού και συντάξεως των εν ταις Νέαις Χώραις λειτουργών της Εκπαιδεύσεως κλπ» της 31ης-12-1914, ΦΕΚ 19/15-1-1915.
(7) Ο Νόμος 568 «Περί διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσης εν Οθωμανικοίς και Ισραηλιτικοίς σχολείοις των Νέων Χωρών» της 31ης-12-1914, ΦΕΚ 15/12-1-1915.
Η εποπτεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης ασκήθηκε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τον Νόμο 240, ο οποίος άλλαξε οριστικά το καθεστώς λειτουργίας των σχολείων στις Νέες Χώρες: Όργανα εποπτείας ήταν ο Σύμβουλος (υπουργός), το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, τα Εποπτικά Συμβούλια, οι Γενικοί Επιθεωρητές, οι Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαίδευσης και οι Διευθυντές των σχολείων. Με το Διάταγμα 158/10-10-1916 της Προσωρινής Κυβέρνησης συγκροτήθηκε το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο. Πρόεδρος του συμβουλίου ορίσθηκε ο Δημήτρης Γληνός, ενώ προσωρινά καθήκοντα συμβούλου ανέλαβαν οι γενικοί επιθεωρητές Κ. Χελιουδάκης, Εμ. Δαυίδ και Κ. Γ. Παπαδάκης (Διάταγμα 1046/31-12-1916). Το Διάταγμα 301/28-10-1916 όριζε, εξάλλου, τη σύνθεση των εποπτικών συμβουλίων, τα οποία λειτούργησαν στις έδρες των αντίστοιχων περιφερειών δημοτικών σχολείων με πρόεδρο των συνεδριάσεων τον αρμόδιο επιθεωρητή. Λόγω των έκτακτων περιστάσεων, δεν τηρήθηκε πάντα η προβλεπόμενη διαδικασία στη λήψη των αποφάσεων, αφού επείγουσες ανάγκες επέβαλαν την ταχύτερη κάλυψή τους από τοπικά διοικητικά στελέχη (αντιπροσώπους της κυβέρνησης, νομάρχες), οι αποφάσεις των οποίων συχνά δεν επικυρώνονταν ούτε δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ως προς τους τύπους και τη λειτουργία των σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης τηρήθηκε η πρόβλεψη του Διατάγματος της 19ης -8-1914, το οποίο διατήρησε την υπάρχουσα μορφή των σχολείων των Νέων Χωρών παρέχοντας, όμως, δυνατότητα μεταρρύθμισής τους κατά τους ισχύοντες νόμους του ελληνικού κράτους. Οι παρεμβάσεις της Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως στη δημοτική εκπαίδευση υπήρξαν προς αυτή την κατεύθυνση (αναγνώριση, ίδρυση, κατάργηση, προαγωγή και υποβιβασμός σχολείων) με στόχο την επικράτηση δύο τύπων δημοτικών σχολείων, κοινών/τετραταξίων και πλήρων/εξαταξίων, καθώς και την ορθολογική χωροταξική κατανομή τους. Ανάλογες παρεμβάσεις έγιναν και στη μέση εκπαίδευση, στην οποία δύο ήταν τα επικρατούντα σχήματα σπουδών: 3/τάξιο ελληνικό σχολείο και 4/τάξιο γυμνάσιο ή 6/τάξιο γυμνάσιο και ημιγυμνάσιο (μη ολοκληρωμένος τύπος 6/ταξίου γυμνασίου). Η επαγγελματική εκπαίδευση μέσης βαθμίδας περιλάμβανε εμπορικές ή άλλου είδους σχολές, αστικές σχολές (6/τάξιο δημοτικό με επιπλέον τάξεις ελληνικού σχολείου ή εμπορικής σχολής), διδασκαλεία αρρένων και θηλέων και ανώτερα παρθεναγωγεία, σε κάποιες περιπτώσεις γυμνασιακά. Διαφαινόμενη τάση μεταρ-ρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν να επικρατήσει ο τύπος του 6/ταξίου γυμνασίου και να αντικατασταθούν τα υπάρχοντα παρθεναγωγεία με αστικά σχολεία θηλέων. Η τάση αυτή καταγράφεται, για παράδειγμα, στην προσπάθεια της Ανωτάτης Διευθύνσεως Δημοσίας Εκπαιδεύσεως να εναρμονίσει γνωστά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της Θεσσαλονίκης με το νέο εκπαιδευτικό σχήμα. Έτσι, το Πρότυπο Παρθεναγωγείο Στεφάνου Νούκα-Αγλαϊας Σχινά, με τη νέα άδεια λειτουργίας που εξασφάλισε τον Νοέμβριο του 1916, απέκτησε στο εξής διακριτές εκπαιδευτικές βαθμίδες: νηπιαγωγείο, πλήρες (6/τάξιο) δημοτικό σχολείο και 3/τάξιο αστικό σχολείο θηλέων.
Η διαχείριση της εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες αφορούσε και την εποπτεία των ετερόθρησκων σχολείων (μουσουλμανικών και ισραηλιτικών). Ο έλεγχος που ασκήθηκε σε τέτοια σχολεία στόχευε στην προσαρμογή της λειτουργίας τους στους ισχύοντες κανόνες (κτηριακή επάρκεια, συνθήκες υγιεινής, ωράρια). Ως εκ τούτου, αρκετά ισραηλιτικά σχολεία της Θεσσαλονίκης δεν αναγνωρίσθηκαν, αφού δεν πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους λειτουργίας. Πολλά από τα αναγνωρισμένα σχολεία συντηρούνταν από εύπορους Ισραηλίτες ή ισχυρές οργανώσεις και, ως εκ τούτου, είχαν καλύτερη οργάνωση και ευρύτερο πρόγραμμα σπουδών. Μεγαλύτερη ακτινοβολία, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είχαν τα σχολεία που είχε ιδρύσει ή απλώς συντηρούσε η Alliance Israelite Universelle: Νηπιαγωγείο, δημοτικές σχολές αρρένων και θηλέων, ανώτερο παρθεναγωγείο, κατώτερες επαγγελματικές σχολές αρρένων και θηλέων και εμπορικές σχολές. Άλλα σχολεία, όπως η ισραηλιτική σχολή της Χίου, έπαυσαν τη λειτουργία τους, ίσως και για ανεπάρκεια μαθητικού δυναμικού. Ιδιαίτερη μέριμνα λήφθηκε για διδασκάλους/διδασκάλισσες της ελληνικής γλώσσας σε ετερόθρησκα σχολεία (ωράρια, αργίες), η διδασκαλία της οποίας σε αυτά ήταν υποχρεωτική, στο πλαίσιο της ενεργούμενης εκπαιδευτικής και γλωσσικής αφομοίωσης των Νέων Χωρών (Νόμος 568/1914). Η ίδια ρύθμιση εφαρμόσθηκε και για την εκπαίδευση των βλαχοφώνων με την απόσπαση διδασκάλων από την Παλαιά Ελλάδα σε όσα σχολεία λειτουργούσαν κατά τους θερινούς μήνες σε τόπους θερινής διαμονής βλαχοποιμένων (Βέρμιο, Γρεβενά). Η Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίας Εκπαιδεύσεως αντιμετώπισε το πρόβλημα καταβολής καθυστερούμενων μισθών εκπαιδευτικών αυτής της κατηγορίας ή νέων αποσπάσεων.
Σοβαρότερο ήταν το πρόβλημα εκπαίδευσης των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, η οποία αποτέλεσε άλλωστε τον κύριο στόχο της αφομοίωσης των Νέων Χωρών. Η κυριότερη δυσχέρεια της αφομοίωσης φαίνεται ότι ήταν η μη προσέλευση σλαβόφωνων μαθητών στα ελληνικά σχολεία που αντικατέστησαν όσα σχολεία της Εξαρχίας λειτουργούσαν πριν από την ενσωμάτωση. Το πρόβλημα είναι προφανές ότι εντάθηκε στις συνθήκες πολέμου που επικρατούσαν στη Μακεδονία κατά την περίοδο της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, εν όψει μάλιστα της σερβικής ή βουλγαρικής προπαγάνδας που είχε την ευκαιρία να αναπτυχθεί σε επίμαχες περιοχές τότε. Παρά τα προτεινόμενα από στελέχη της εκπαίδευσης μέτρα, στην πράξη φαίνεται ότι εφαρμόσθηκε ο έλεγχος γονέων για την τακτική φοίτηση των παιδιών τους στο ελληνικό σχολείο, όσο μπορούσε, βέβαια, αυτός να επιτευχθεί στο χάος που δημιούργησε ο πόλεμος και ο διχασμός.
Σε τέτοιες συνθήκες η δυσλειτουργία των σχολείων αποτέλεσε τον κανόνα στα εκπαιδευτικά πράγματα και όχι το αντίθετο. Η Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης είχε να αντιμετωπίσει, καταρχήν, την καταστροφή, την επίταξη των διδακτηρίων για στρατιωτικούς σκοπούς ή την κατάληψή τους από πρόσφυγες. Η κυριότερη, όμως, δυσχέρεια στην εκπαιδευτική λειτουργία ήταν η έλλειψη προσωπικού. Πολλοί εκπαιδευτικοί, κυρίως από την Παλαιά Ελλάδα, από φόβο, αδυναμία μετακίνησης ή άρνηση να υπηρετήσουν το νέο καθεστώς δεν επέστρεψαν στις θέσεις τους. Άλλοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους για παρόμοιους λόγους. Σε κάποιες περιπτώσεις η «αντίδραση» στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης είχε ως συνέπεια ανακρίσεις, προφυλακίσεις ή εκτοπισμούς και αστυνομική επιτήρηση των αντιφρονούντων. Κενές θέσεις προκάλεσε, επίσης, η επιστράτευση ήδη υπηρετούντων εκπαιδευτικών. Στα σχολεία της Φλώρινας και της Καστοριάς, που αποτελούσαν πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων το Φθινόπωρο του 1916, η διάλυση δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί. Σοβαρότερη ήταν η δυσλειτουργία των σχολείων στοιχειώδους βαθμίδας, στα οποία, εκτός άλλων λόγων, η έλλειψη διδασκάλων με προσόντα και οι συνεχιζόμενες παραιτήσεις πολλών από αυτούς για λόγους οικονομικής δυσπραγίας δημιούργησαν δυσαναπλήρωτα κενά. Σε περιφέρειες με σλαυόφωνους, κατά κανόνα, οικισμούς (Γιαννιτσά, Κιλκίς, Λαγκαδάς, Έδεσσα, Φλώρινα και Καστοριά) το πρόβλημα δυσχέραινε σοβαρά την επιδιωκόμενη γλωσσική και εθνική αφομοίωση.
Όλα αυτά τα προβλήματα επιχείρησε να λύσει το Διάταγμα 250/28-10-1916 (Φ.22 Εφημερίδας Κυβερνήσεως, τεύχος Α΄, 1917) «περί των λειτουργών της δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως». Προκρίθηκαν τα εξής μέτρα που στόχευαν στην άμεση αντιμετώπιση των δυσχερειών: (1) απόλυση όσων εκπαιδευτικών δεν επέστρεφαν στις θέσεις τους εντός εικοσαημέρου (2) τοποθέτηση εκπαιδευτικών από βουλγαρο-κρατούμενες περιοχές (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) σε κενές θέσεις άλλων εκπαιδευτικών περιφερειών (3) προσωρινή τοποθέτηση υποδιδασκάλων σε κενές θέσεις πλήρων δημοτικών σχολείων˙ διορισμός νηπιαγωγών σε κενές θέσεις κοινών δημοτικών σχολείων, κυρίως στους ξενόφωνους οικισμούς˙ παροχή του δικαιώματος του διδασκάλου εν ανάγκη και σε όσους δεν πληρούσαν τα προβλεπόμενα από τον νόμο προσόντα. Το ίδιο μέτρο προκρίθηκε και για την κάλυψη θέσεων επιθεωρητών δημοτικών σχολείων στις ίδιες περιοχές (σλαυόφωνες) που για πολιτικούς λόγους είχαν ανάγκη διαρκούς εποπτείας. Συνήθης πρακτική για την κάλυψη αναγκών του σχολικού προγράμματος ήταν, επίσης, η ανάθεση πρόσθετης διδασκαλίας μαθημάτων σε εκπαιδευτικούς ανήκοντες στο ενεργό δυναμικό των σχολείων, η μείωση των κανονικών ωρών διδασκαλίας και οι προσωρινοί διορισμοί σε θέσεις στρατευμένων εκπαιδευτικών.
Η Ανωτάτη Διεύθυνση Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίσει και άλλα προβλήματα, τρέχοντα ή έκτακτα, τα οποία δυσχέραιναν την ήδη προβληματική λειτουργία των σχολείων. Διακοπή λειτουργίας λόγω επιδημιών, μεταφορά μαθητών από σχολεία με προσωρινή ή οριστική παύση λειτουργίας σε άλλα, υποδοχή προσφύγων μαθητών ή παιδιών διωκόμενων οικογενειών από το βασιλικό καθεστώς του κράτους των Αθηνών σε σχολεία της επικράτειας της Προσωρινής Κυβέρνησης, απαλλαγή μαθητών γυμνασίων ειδικών κατηγοριών από την καταβολή των εκπαι¬δευτικών τελών, συμφωνία με βιβλιοπώλες από την Αθήνα για κυκλοφορία βιβλίων δημοτικής εκπαίδευσης στις Νέες Χώρες ήταν αποφάσεις που λήφθηκαν για τη θεραπεία αντίστοιχων προβλημάτων.
Οξύ ήταν και το πρόβλημα αντιμετώπισης των σχολικών δαπανών όχι μόνο τρεχουσών, αλλά και κεκλεισμένων χρήσεων˙ τις τελευταίες ήταν αδύνατο να συμπεριλάβει η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 1917. Οι υφιστάμενες εφορείες ή επιτροπές φαίνεται ότι έδειξαν ολιγωρία στην επιβαλλόμενη από τον Νόμο 402/1914 υποχρέωση είσπραξης των συνήθων σχολικών πόρων και καταβολής τους στο Δημόσιο Ταμείο. Αυτό τουλάχιστον καταγράφηκε σε εκθέσεις των προέδρων εφορειών σχολείων της Δυτικής Μακεδονίας και των νησιών του Αιγαίου προς τον σύμβουλο, Γεώργιο Αβέρωφ, στις αρχές του 1917. Έτσι, οι σχολικές δαπάνες από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι και το 1917 βάρυναν σχεδόν αποκλειστικά το κράτος. Οι μισθοί των εκπαιδευτικών, που αποτελούν την κυριότερη εκπαιδευτική δαπάνη, καταβάλλονταν για το σχολικό έτος 1916-17 από τα οικεία ταμεία με εντάλματα πληρωμών. Προβλήματα δημιουργήθηκαν στην καταβολή των μισθών εκπαιδευτικών με οργανική θέση σε σχολεία των βουλγαροκρατούμενων περιοχών ή της ουδετέρας ζώνης λόγω δυσκαμψίας των λογιστικών υπηρεσιών, δυστροπίας των ταμιών ή και άρνησής τους να υπηρετήσουν το καθεστώς. Παρόμοια προβλήματα δημιουργήθηκαν και στη μισθοδοσία των καθηγητών των Ιερών, λόγω άρνησης του Εκκλησιαστικού Ταμείου να μισθοδοτήσει υπαλλήλους του κράτους της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η κυβέρνηση έλαβε μέριμνα για τη μισθοδοσία των προσχωρούντων από την Παλαιά Ελλάδα υπαλλήλων (Διατάγματα 628/25-11-1916 και 2/3-1-1917) και τήρησε απαρεγκλίτως τις σχετικές με τις διαβαθμίσεις και τη μισθολογική εξομοίωση των εκπαιδευτικών των Νέων Χωρών διατάξεις (αυξήσεις λόγω πενταετιών, συνταξιοδοτικά δικαιώματα και αντίστοιχες κρατήσεις). Παράλληλα, συγκέντρωνε και σωρεία αιτήσεων για δίκαιες αυξήσεις των γλίσχρων, κατά γενική ομολογία, μισθών, οι οποίοι είχαν υποβαθμισθεί λόγω της γενικής ανόδου των τιμών που προκάλεσε ο πόλεμος. Οι εκπαιδευτικοί της Θεσσαλονίκης ήταν περισσότερο ευνοημένοι, αφού λάμβαναν το χορηγούμενο στους πολιτικούς υπαλλήλους της πόλης επίδομα.
Η πρωτοπορία της Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης έχει καταγραφεί στην καθιέρωση, για πρώτη φορά, της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στα βιβλία της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, το Διάταγμα 2585 της 14ης-5-1917, άρθρο 5 (Φ. 96/30-5-1917, τεύχος Α΄) προέβλεπε ότι «Τα διά τας τέσσερας πρώτας τάξεις των Δημοτικών Σχολείων προοριζόμενα αναγνωστικά, ως και τα βιβλία των αριθμητικών ασκήσεων διά την γ΄, δ΄, ε΄και στ΄τάξιν των αυτών Σχολείων, οφείλουσι να είναι γεγραμμένα εις την κοινήν ομιλουμένην (δημοτικήν) γλώσσαν, απηλλαγμένην παντός αρχαϊσμού ή ιδιωτισμού». Το μέτρο, βέβαια, αφορούσε το προσεχές σχολικό έτος και επρόκειτο λίγα χρόνια αργότερα να αρθεί, όταν η αντίπαλη των βενιζελικών παράταξη απέσυρε τα ήδη εγκεκριμένα και χρησιμοποιούμενα νέα βιβλία ακολουθώντας τη σύσταση της αρμόδιας επιτροπής «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι »!

Νομαρχία Κοζάνης

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1923 -

Η Νομαρχία Κοζάνης συστάθηκε με το ιδρυτικό βασιλικό νομοθετικό διάταγμα περί διοικήσεως των Νομών της 10ης Μαΐου 1923 (ΦΕΚ Α’ 111). Το ΒΝΔ προβλέπει την ίδρυση νομαρχιών ως νομικά πρόσωπα για τη ρύθμιση των υποθέσεων του νομού, στοχεύοντας στη δημιουργία μιας ανεπτυγμένης νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και, παράλληλα, προνοεί για τη διοικητική διάρθρωση των Νέων Χωρών. Ο νομός Κοζάνης αποτελούνταν από τις επαρχίες Κοζάνης, Εορδαίας, Βοΐου και Γρεβενών. Το ΒΝΔ αντικαθιστά το ιδρυτικό της 6ης Απριλίου 1833 «Διάταγμα περί τῆς διαιρέσεως τοῦ Βασιλείου καὶ τῆς διοικήσεώς του» (ΦΕΚ Α΄12), με το οποίο συστήθηκαν 10 νομοί, 47 επαρχίες και τριών τάξεων δήμοι βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων. Μέχρι το 1964 στη Νομαρχία Κοζάνης ανήκε και η επαρχία Γρεβενών, η οποία μετατράπηκε σε νομό στις 30 Οκτωβρίου 1964 με το Νομοθετικό Διάταγμα 4398 (ΦΕΚ Α΄ 188): «περί ιδρύσεως Νομών Πειραιώς και Γρεβενών και άλλων τινών διατάξεων».
Πηγή: 1. www.et.gr

  1. Κρανιώτη, Ε. (2011). Από την Ν.Α. στην Περιφέρεια ως Β’ βαθμός Τ.Α. (Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία). Αθήνα: Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ανώνυμος Υφαντουργική Εταιρεία Μουταλάσκη

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1927 - 1978

Η Ανώνυμος Υφαντουργική Εταιρεία Μουταλάσκη ιδρύθηκε στις 22.9.1927 (ΦΕΚ, Δελτίο Α.Ε.: 88/30.11.1927) στη Νέα Ιωνία από τους Αλέξανδρο (πατέρα), Γεώργιο και Συμεών (υιοί) Σινιόσογλου και Ιακώβ Τσαλίκογλου (και οι δύο οικογένειες είχαν ήδη δραστηριοποιηθεί στην υφαντουργία: η οικογένεια Ι. Τσαλίκογλου από το 1923 με αργαλειούς που είχε φέρει μαζί της από τη Μικρά Ασία, οι Αφοί Σινιόσογλου από το 1926). Την περίοδο 1930-1950, καθιερώθηκε στην αγορά με το υψηλής ποιότητας κάμποτ που παρήγαγε και σύντομα αναδείχθηκε ως μία από τις σημαντικότερες κλωστοϋφαντουργικές μονάδες της Ελλάδας. Στις 28.12.1978, η εταιρεία απορροφήθηκε και συγχωνεύτηκε με την Πειραϊκή Πατραϊκή Βιομηχανία Βάμβακος Α.Ε. (ΦΕΚ, τχ. Α.Ε. και ΕΠΕ: 3276/30.12.1978). Το 1986 αποσχίστηκε από την Π.Π. και επανασυστάθηκε με την επωνυμία Πειραϊκή Πατραϊκή Κλωστοϋφαντήριο Νέας Ιωνίας (πρώην Μουταλάσκη) Α.Ε. Το 1992 η εταιρεία έπαυσε τις εργασίες της και τέθηκε σε εκκαθάριση (ΦΕΚ, τχ. Α.Ε. και ΕΠΕ: 4726/13.10.1992). Ένα χρόνο αργότερα η εταιρεία αγοράστηκε από την «Σακαλίδης ΕΠΕ».

Γυμναστικός Σύλλογος Ποντίων Ναούσης «Ακρίτας»

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1928 - 1956

Ο Γυμναστικός Σύλλογος Ποντίων Ναούσης «Ακρίτας» ιδρύθηκε το 1928 και υπήρξε ο πρώτος αθλητικός σύλλογος της πόλης. Εξελίχθηκε σε ευρύτερα πολιτιστικό σύλλογο όχι μόνον των Ποντίων αλλά και των υπολοίπων προσφύγων της Νάουσας, οργανώνοντας πολιτιστικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, ενώ συμμετείχε σε πρωταθλήματα της περιοχής.

Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας – Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου

  • Συλλογικό Όργανο

Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας νομού Αιτωλοακαρνανίας του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας αναλαμβάνει τα θέματα της στεγαστικής αποκατάστασης αστών προσφύγων (ενώ την γεωργική αποκατάσταση έχει στην ευθύνη του το Υπουργείο Γεωργίας- Διεύθυνση Εποικισμού) συνεχίζοντας το έργο της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας. Τα Τμήματα Κοινωνικής Πρόνοιας Αγρινίου και Ναυπάκτου διαχειρίζονται την αποκατάσταση Αστών Προσφύγων στον Άγιο Κωνσταντίνο Αγρινίου και στη Ναύπακτο αντίστοιχα και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας με έδρα το Μεσολόγγι έχει την ευθύνη της αποκατάστασης των προσφύγων στο συνοικισμό Βίγλα του Μεσολογγίου.

6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1937-1978

Το σχολείο λειτουργεί από το 1937 ως 6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου στην ευρύτερη περιοχή των προσφυγικών συνοικισμών Αγίου Κωνσταντίνου Καπέλλας και Ερυθραίας του Αγρινίου. Το 6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου καταργήθηκε και συνέχειά του αποτελεί το 2ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κωνσταντίνου γεγονός το οποίο καταγράφεται και στα βιβλία του σχολείου, τα οποία από τα τέλη του 1978 συνεχίζουν ως βιβλία του 2ου Δημοτικού Σχολείου Αγίου Κωνσταντίνου.
(Το 1ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κωνσταντίνου είχε ιδρυθεί το 1924 (ΦΕΚ 192Α /13.08.1924) ως διτάξιον μικτόν προσφυγικού συνοικισμού Αγίου Κωνσταντίνου. Λειτούργησε για κάποιο διάστημα ως 7ο Αγρινίου.)

2ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κωνσταντίνου

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1979-

Το σχολείο λειτουργεί από το 1937 ως 6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου στην ευρύτερη περιοχή των προσφυγικών συνοικισμών Αγίου Κωνσταντίνου Καπέλλας και Ερυθραίας του Αγρινίου. Το 6ο Δημοτικό Σχολείο Αγρινίου καταργήθηκε και συνέχειά του αποτελεί το 2ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κωνσταντίνου γεγονός το οποίο καταγράφεται και στα βιβλία του σχολείου, τα οποία από τα τέλη του 1978 συνεχίζουν ως βιβλία του 2ου Δημοτικού Σχολείου Αγίου Κωνσταντίνου.
(Το 1ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Κωνσταντίνου είχε ιδρυθεί το 1924 (ΦΕΚ 192Α /13.08.1924) ως διτάξιον μικτόν προσφυγικού συνοικισμού Αγίου Κωνσταντίνου. Λειτούργησε για κάποιο διάστημα ως 7ο Αγρινίου.)

Δημοτικό Σχολείο Σφήνας

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1931-1986

Το σχολείο ιδρύθηκε το 1923 στον προσφυγικό οικισμό που είχε ήδη συγκροτηθεί στη θέση Τραγάνα της κοινότητας Λεπενούς. Επικράτησε η ονομασία Σφήνα και μετονομάστηκε το σχολείο το 1931 αλλά και ο οικισμός. Το 1940 αναγνωρίστηκε ως οικισμός Σφήνας της κοινότητας Λεπενούς. Το 1966 αποσπάσθηκε από την κοινότητα Λεπενούς και ορίστηκε ως έδρα της κοινότητας Σφήνας αλλά επανήλθε το 1967 στην κοινότητα Λεπενούς, Το 1975 αναγνωρίζεται εκ νέου ως κοινότητα Σφήνας και μετονομάζεται σε κοινότητα Κυψέλης το 1986. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτάται στο Δήμο Στράτου και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Αγρινίου.
Το σχολείο καταργήθηκε το 2008.

Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης νομού Αιτωλοακαρνανίας

  • Συλλογικό Όργανο

Πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή και συνέχισαν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία στα ελληνικά σχολεία αφού προσκόμισαν τίτλους σπουδών και βεβαιώσεις προϋπηρεσίας από τα σχολεία του οθωμανικού κράτους.

Δημοτικό Σχολείο Νέου Γαλατά

  • Συλλογικό Όργανο

Το σχολείο ιδρύθηκε το 1934 (ΦΕΚ 202Α /26.06.1934) Τον οικισμό Νέου Γαλατά συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες στα όρια της κοινότητας Γαλατά Μεσολογγίου. Ο οικισμός αναγνωρίστηκε και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Γαλατά το 1928. Το 1961 ο οικισμός Νέου Γαλατά καταργείται και προσαρτάται στην κοινότητα Γαλατά. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) η κοινότητα προσαρτάται στο Δήμο Χάλκειας και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Ναυπακτίας.
Το Δημοτικό Σχολείο Νέου Γαλατά καταργήθηκε το έτος 1968 και ενσωματώθηκε στο Δημοτικό Σχολείο ΓΑΛΑΤΑ. Ωστόσο τα περισσότερα βιβλία του εξακολούθησαν να ενημερώνονται έως και το 1972 κάποια δε μέχρι και το 1991.

Δημοτικό Σχολείο Αγίου Νικολάου Κατούνας

  • Συλλογικό Όργανο

Το σχολείο ιδρύθηκε το 1934 (ΦΕΚ Α 377/1.11.1934) στον προσφυγικό οικισμό Αγίου Νικολάου. Τον οικισμό συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες. Ο οικισμός αναγνωρίστηκε και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Αετού το 1928. Το 1934 (ΦΕΚ 34Α/27.1.1934) αποσπάται από την κοινότητα Αετού και προσαρτάται στην κοινότητα Κατούνας. Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτάται στο Δήμο Μεδεώνος και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Ακτίου-Βόνιτσας.
Το σχολείο καταργήθηκε το 2001.

Δημοτικό Σχολείο Ματσουκίου

  • Συλλογικό Όργανο

Το σχολείο ιδρύθηκε το 1924 (ΦΕΚ 192Α /13.08.1924) στον προσφυγικό οικισμό Ματσούκι.
Τον οικισμό συγκρότησαν γεωργικώς αποκατασταθέντες πρόσφυγες. Ο οικισμός Ματσουκίου αναγνωρίστηκε και προσαρτήθηκε στην Κοινότητα Λεπενούς το 1928, από την οποία αποσπάσθηκε και αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη κοινότητα το 1929 (ΦΕΚ Α 395Α /06.11.1929). Το 1997 (ΦΕΚ 244Α /4/1/1997) προσαρτήθηκε στο Δήμο Στράτου Μεδεώνος και το 2010 (ΦΕΚ 87Α /7.6.2010) στο Δήμο Αγρινίου.
Το σχολείο καταργήθηκε το 1999.

Δήμος Σπαρτιατών

  • Συλλογικό Όργανο

Ο Δήμος Σπαρτιατών σχηματίστηκε με το Β.Δ. που υπεγράφη την 9/21 Μαρτίου 1835.

14ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών

  • Συλλογικό Όργανο

Σύμφωνα με το αρχειακό υλικό που φυλάσσεται στο Τμήμα Γ.Α.Κ. Αχαΐας και αφορά στις σχολικές μονάδες της περιοχής, η πρώτη, προσωρινού χαρακτήρα, εγκατάσταση προσφύγων στον Συνοικισμό Πτωχοκομείου το 1923 συμπίπτει χρονικά με την ίδρυση δύο δημοτικών σχολείων: α) του Θ’ Δημοτικού Σχολείου Αρρένων Πατρών και β) του Ζ’ Δημοτικού Σχολείου Θηλέων Πατρών. Η αρχική τους στέγαση έγινε σε ξύλινο παράπηγμα -αντίστοιχο των προοριζόμενων για κατοικία των προσφύγων της περιοχής- πίσω από τον Ι. Ν. Αγίων Αποστόλων. Τα δύο αυτά σχολεία λειτούργησαν ημιανεξάρτητα μέχρι και την συγχώνευσή τους το σχ. έτος 1929-1930, οπότε και μετονομάστηκαν σε 14ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών (μικτό). Σύμφωνα με τα μαθητολόγια των σχολείων το ποσοστό των μαθητών προσφυγικής καταγωγής, τουλάχιστον κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας, ανερχόταν σχεδόν στο 50% του συνόλου των μαθητών.

Δημοτικό Σχολείο Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα

  • Συλλογικό Όργανο

Το Δημοτικό Σχολείο Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα συστήθηκε το σχολικό έτος 1926-1927 και λειτουργεί εως σήμερα.
Τα πρώτα χρόνια λειτούργησε ως μεικτό μονοτάξιο εως το σχολικό έτος 1934-1935 ενώ μετέπειτα ως μεικτό διτάξιο. Σήμερα στεγάζεται στον ίδιο χώρο.
Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του 1926-1927 είχαν εγγραφεί 40 μαθητές από Σμύρνη – Μικρά Ασία. Το σχολικό έτος 1927-1928 εγγράφηκαν 55 μαθητές, το σχολικό έτος 1929-1930 εγράφησαν 57 μαθητές, το σχολικό έτος 1930-1931 εγράφησαν 67 μαθητές , το σχολικό έτος 1931-1932 εγγράφηκαν 83 μαθητές.
Η 1η διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου Προσφυγικού Συνοικισμού Φοίνικα ήταν η κα. Ελένη Λαζαράτου.

Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Γενική Διεύθυνσις Εποικισμού Μακεδονίας, Γραφείον Εποικισμού Κατερίνης

  • Συλλογικό Όργανο

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1923 υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Γενεύης ανάμεσα στην Ελληνική Κυβέρνηση και την Κοινωνία των Εθνών. Βάσει του Πρωτοκόλλου η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να ιδρύσει την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π) η οποία επωμίσθηκε το έργο της εγκατάστασης των προσφύγων. Η Ε.Α.Π. ήταν νομικό πρόσωπο, δεν εξαρτιόταν από οποιαδήποτε ελληνική εκτελεστική ή διοικητική αρχή αλλά ήταν αυτόνομος οργανισμός. Τη διοίκησή της ανέλαβαν δύο Έλληνες, διορισμένοι από την Ελληνική Κυβέρνηση, και δύο ξένοι, διορισμένοι από την Κοινωνία των Εθνών. Ο πρόεδρος της επιτροπής ήταν Αμερικανός πολίτης, αντιπρόσωπος οργανώσεων περιθάλψεως. Πρώτος πρόεδρος ορίστηκε ο Henry Morgenthau και μέλη ο εκπρόσωπος της Τράπεζας της Αγγλίας John Campbell, ο Στέφανος Δέλτας και ο Περικλής Αργυρόπουλος. Ο αριθμός των υπαλλήλων της ΕΑΠ ανερχόταν σε 784 το 1924, ενώ ξεπερνούσαν τους 2.000 το 1928 και το 1929. Περί τα τέλη του 1930 η Ε.Α.Π. ανέστειλε τις εργασίες της, μεταβιβάζοντας με ειδική σύμβαση στο Ελληνικό Δημόσιο την περιουσία της και τις υποχρεώσεις της έναντι των προσφύγων.
Για τον καταμερισμό των εργασιών της διαίρεσε τις υπηρεσίες της σε 3 διευθύνσεις: α) Διεύθυνση Οικονομικών, β) Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης Προσφύγων και γ) Διεύθυνση Αστικής Εγκατάστασης Προσφύγων.
Η Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης, στελεχωμένη από υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας, είχε τη φροντίδα της οργάνωσης και παρακολούθησης ζητημάτων εγκατάστασης των αγροτών προσφύγων σ’ όλη την Ελλάδα. Για την αρτιότερη οργάνωσή της συστάθηκαν τρεις Γενικές Διευθύνσεις Εποικισμού: α) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη και 17 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού, β) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Θράκης με έδρα την Κομοτηνή και 5 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού και γ) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Κρήτης με έδρα τα Χανιά και 4 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Αγίου Νικολάου). Άλλα 14 Εποικιστικά Γραφεία εκτελούσαν την εγκατάσταση των προσφύγων στη Στερεά, στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τα νησιά. Όλων των Εποικιστικών Γραφείων προϊστάμενος ήταν γεωπόνος.
Η Ελληνική Κυβέρνηση εκχώρησε στην Ε.Α.Π. γαίες εκτάσεως 5.000.000 στρεμμάτων, προερχόμενες α) από δημόσιες γαίες, β) από κτήματα ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων που περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει της σύμβασης «Περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών», της 30ής Ιανουαρίου 1923, γ) από κτήματα που εξαγοράστηκαν από Οθωμανούς υπηκόους, δ) από ιδιωτικές γαίες που είχαν απαλλοτριωθεί ή επιταχθεί δυνάμει της αγροτικής μεταρρύθμισης και δ) από κτήματα Βουλγάρων που είχαν αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος δυνάμει της συμβάσεως Νεϊγύ που είχε υπογραφεί από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Της διατέθηκαν, επίσης, δύο εξωτερικά δάνεια, το δάνειο του 1924 και του 1928. Το δάνειο του 1924 ήταν ονομαστικού κεφαλαίου 12.300.000 λιρών Αγγλίας, με επιτόκιο 7% και έκδοση 88%. Η υπηρεσία του δανείου θα εξασφαλιζόταν από τις προσόδους των μονοπωλίων των Νέων Χωρών, δηλ. αλατιού, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, τσιγαρόχαρτου και τις εισπράξεις των τελωνείων των Χανίων, του Ηρακλείου, της Σάμου, της Χίου, της Μυτιλήνης και της Σύρου, τον φόρο καπνού και χαρτοσήμων των Νέων Χωρών και τον φόρο οινοπνεύματος ολόκληρης της Ελλάδας.
Το προσφυγικό δάνειο του 1928 ήταν μέρος του λεγόμενου «σταθεροποιητικού» δανείου που συνάφθηκε για τη σταθεροποίηση του ελληνικού νομίσματος, την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και τη συνέχιση της εγκατάστασης των προσφύγων. Το ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ανερχόταν σε 4.070.960 λίρες Αγγλίας και σε 17.000.000 δολάρια με επιτόκιο 6% και έκδοση 91%. Το 1/3 του δανείου διατέθηκε για την εγκατάσταση των προσφύγων και εισπράχθηκε από την Ε.Α.Π.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης οι αγροτικές προσφυγικές οικογένειες δικαιούνταν :
α) Παραχώρηση βιώσιμου γεωργικού κλήρου από τις εκτάσεις που είχε εκχωρήσει το Ελληνικό Δημόσιο στην Ε.Α.Π για τον σκοπό αυτό. Η έκταση του γεωργικού κλήρου ποίκιλε ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας και την ποιότητα του εδάφους. Οι εγκατεστημένοι αγρότες εφοδιάζονταν με προσωρινά παραχωρητήρια (τίτλος κατοχής). Ο τίτλος κυριότητος παραχωρήθηκε αργότερα, αφού έγινε ο κτηματικός χάρτης των κλήρων που παραχωρήθηκαν, η υλοποίηση της διαδικασίας χρέωσης προσφύγων για την τιμή της γης, η αποπληρωμή του χρέους και ο συμψηφισμός των αγροτικών αποζημιώσεων.
β) Εξασφάλιση στέγασης με ανέγερση κατοικιών αγροτικού τύπου. Οι κατοικίες αυτές ανεγείρονταν είτε με εργολαβίες είτε με το σύστημα της αυτεπιστασίας, οπότε οι κατά τόπους υπηρεσίες της Ε.Α.Π. παρείχαν τις αναγκαίες οικοδομικές ύλες και χρηματικό δάνειο στους ενδιαφερόμενους πρόσφυγες. Όπου υπήρχαν μουσουλμανικά ανταλλάξιμα ή βουλγαρικά εγκαταλειμμένα, αυτά, αφού επισκευάζονταν με δαπάνες της Ε.Α.Π, παραχωρούνταν στους αγροτικά εγκατεστημένους πρόσφυγες.
γ) Εφοδιασμό με τους απαιτούμενους σπόρους, ζώα (φόρτου, άροσης, αναπαραγωγής), γεωργικά εργαλεία, λιπάσματα, νομή για τα ζώα και τα απαραίτητα για συντήρηση αυτών των ίδιων μέχρι των αποτελεσμάτων της πρώτης καλλιέργειας.
Τα οικήματα που παραχωρήθηκαν, τα εφόδια και τα δάνεια χρεώνονταν στο νομικό πρόσωπο της ομάδας (συνολική αξία των δανείων σε χρήμα και είδος για τα μέλη της ομάδας) και σε κάθε μέλος της ομάδας (αξία των ειδών και αντίτιμο χρηματικών δανείων που έπαιρνε ο αρχηγός της οικογένειας). Έπρεπε να εξοφληθούν σταδιακά με μικρές τοκοχρεολυτικές δόσεις προς 13%, (8%τόκος και 5% για έξοδα διαχείρισης). Η χρέωση των κλήρων που παραχωρήθηκαν έγινε αργότερα δεδομένου ότι η ακριβής έκταση τους ήταν άγνωστη λόγω έλλειψης κτηματικού χάρτη της χώρας.
Η χρέωση των προσφυγικών οικογενειών με τα έξοδα εγκατάστασης αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για τη βιωσιμότητά τους. Οξύνθηκε επικίνδυνα το 1930 και το κράτος υποχρεώθηκε να προβεί το 1937 σε νομοθετική ρύθμιση για τη μείωση των προσφυγικών χρεών γιατί μετά τη διάλυση της Ε.Α.Π., 1930, τα χρέη αυτά δεν παραγράφτηκαν. Την είσπραξή τους ανέλαβε η Αγροτική Τράπεζα που είχε ιδρυθεί το 1929.
Η Ε.Α.Π. άρχισε τις εργασίες της τέλος του 1923 ( το συμβούλιό της συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση στη Θεσσαλονίκη στις 11/11/1923) & μέχρι την 1/1/1929 είχαν αποκατασταθεί 551.468 άτομα σε 1954 συνοικισμούς.
Η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας, που φρόντιζε για την αποκατάσταση των προσφύγων, είχε θέσει ένα γενικό κριτήριο για τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει η νέα μετακίνηση και η επιλογή του οριστικού πλέον τόπου εγκατάστασής τους, ώστε να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες συνθήκες της ζωής τους. Η εγκύκλιος που είχε σταλεί στις νομαρχίες ήταν σαφής: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατά το δυνατόν ανασύστασις των κοινοτήτων είναι βασικός όρος δια την επιτυχίαν της μονίμου εγκαταστάσεως των προσφύγων. Διότι οι εκ της αυτής κοινότητος κάτοικοι συνδέονται μετ' αλλήλων δια δεσμών αλληλεγγύης, ηθικών και οικονομικών, οίτινες τα μέγιστα διευκολύνουσι την επιτυχίαν της νέας εγκαταστάσεως, μάλιστα όταν λαμβάνεται πρόνοια ώστε αι φυσικαί συνθήκαι του νέου συνοικισμού να είναι παρόμοιοι προς τας συνθήκας του συνοικισμού εν ω ήσαν εγκατεστημένοι ο πρόσφυγες».
Η δημιουργία συνοικισμού απαιτούσε την ύπαρξη τουλάχιστον δέκα οικογενειών προσφύγων, των οποίων οι αρχηγοί είχαν την υποχρέωση να εκλέξουν μια επιτροπή που θα τους αντιπροσώπευε στις υποθέσεις τους με την ΕΑΠ και τις υπηρεσίες του κράτους. Για την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας η ΕΑΠ ερχόταν σε συνεννόηση με τους αντιπροσώπους των προσφυγικών ομάδων και στη συνέχεια αναλάμβανε τη μεταφορά των προσφύγων στην τοποθεσία που είχε επιλεγεί. Κριτήριο για την επιλογή της κατάλληλης θέσης ήταν, στο βαθμό που μπορούσε να εφαρμοστεί, η ειδίκευση των προσφύγων σε συγκεκριμένους τύπους καλλιέργειας. Έτσι, καπνοκαλλιεργητές από τις περιφέρειες της Σμύρνης και της Νικομήδειας εγκαταστάθηκαν κυρίως στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, σηροτρόφοι σε κτήματα του Σουφλίου και της Έδεσσας, ενώ πρόσφυγες ειδικευμένοι στην καλλιέργεια της σουλτανίνας εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη.

Γενική Διοίκησις Ανατολικής Μακεδονίας

  • Συλλογικό Όργανο

Με την υπ’ αριθ. 20525/ΙΙ εγκυκλίου διαταγής της Γεν. Διοικήσεως απαγορευόταν η εγκατάσταση Καυκασίων και Ποντίων προσφύγων σε συνοικισμούς της Ανατολικής Μακεδονίας, πριν από την παλιννόστηση των εντόπιων Μουσουλμάνων. Με την απόφαση αρ. 25609/01-12-1920 πλέον επιτρέπονταν η εγκατάσταση σε χωριά της περιφέρειας κατόπιν γνωματεύσεως του οικείου Γεωργικού Γραφείου και επιτόπιας εξέτασης από τον Γεωργικό επόπτη ή επιστάτη.

Pallas Literary and Printing Co.

  • Συλλογικό Όργανο

H Pallas Nagy Lexikona είναι η πρώτη εγκυκλοπαίδεια που γράφτηκε στα ουγγρικά και δεν αποτελεί μετάφραση από άλλη γλώσσα. Για τους συνολικά 16 τόμους, με 150.000 λήμματα, που εκδόθηκαν στο διάστημα 1893 έως και 1897, εργάστηκαν περίπου 300 συγγραφείς. Η πλειοψηφία των συγγραφέων ανήκε στη Hungarian Academy of Sciences. Επιμελητής της έκδοσης ήταν ο József Bokor.

ΠΗΓΗ: http://www.mek.iif.hu/porta/szint/egyeb/lexikon/pallas/html/

Δημοτικό Σχολείο Βίβλου Νάξου

  • Συλλογικό Όργανο

Δεν είναι απόλυτα σαφής η ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του σχολείου. Το παλαιότερο έγγραφο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι του 1837, έγγραφο του διοικητή της Επαρχίας Νάξου που απευθυνόμενος προς τη Βασιλική Γραμματεία μεταξύ άλλων ζητά το διορισμό της μοναχού Σακελαρίου Αικατερίνης (δημοδιδασκάλου) στο σχολείο της Βίβλου. Και με έγγραφο του 1839 ορίζεται η μετάθεση της Σακελαρίου από το σχολείο της Τραγαίας στο σχολείο της Βίβλου.
Το σχολείο και μετά την απελευθέρωση και τη σύσταση του πρώτου ελληνικού ανεξάρτητου κράτους, και για πολλά χρόνια ακόμα λειτουργεί στο χώρο της ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου και οι δάσκαλοι ήταν ιερείς. Περισσότερα στοιχεία για το σχολείο έχουμε από το 1898, έτος από το οποίο ξεκινάμε να έχουμε εγγεγραμμένους τους μαθητές που φοιτούσαν στο σχολείο.
Το σχολείο λειτουργεί ως διθέσιο σε αίθουσες του ενοριακού ναού του χωριού μέχρι το 1951. Έκτοτε λειτουργεί και πάλι ως διθέσιο σε νέο χώρο και νέο κτίριο στη βορειοδυτική πλευρά του χωριού, την περιοχή Μποριάδο. Το συγκεκριμένο οικόπεδο δωρίστηκε από την εκκλησία για την ανέγερση του διδακτηρίου το 1938. Έτσι με τη συμβολή των ίδιων των κατοίκων του χωριού κατασκευάζεται η βόρεια πτέρυγα του σχολείου, που περιλαμβάνει 2 αίθουσες διδασκαλίας και το γραφείο διδασκόντων.

Γραφείο Εποικισμού Καβάλας

  • Συλλογικό Όργανο

Το Γραφείο Εποικισμού Καβάλας ήταν υπεύθυνο για την αποκατάσταση των προσφύγων στο νομό.
Σύμφωνα με στοιχεία του Δ. Β. Πεχλιβάνογλου, προϊσταμένου του Γραφείου Εποικισμού Καβάλας, το Γ.Ε.Κ. παρέλαβε μετά την άφιξή τους 10.760 οικογένειες προσφύγων, συνολικού πληθυσμού περίπου 40.000 ατόμων, και τις εγκατέστησε σε 122 παλιούς και νέους οικισμούς του Ν. Καβάλας.
Κατά προέλευση οι πρόσφυγες ήταν
• Μικρασιάτες: οικογένειες 4.180 - άτομα 16.063
• Θράκες: οικογένειες 3.359 - άτομα 12.953
• Πόντιοι: οικογένειες 2.977 - άτομα 10.550
• Καυκάσιοι: οικογένειες 66 - άτομα 225
• Διάφοροι: οικογένειες 29 - άτομα 211
Από τους 122 Οικισμούς του Νομού Καβάλας:
• Οι 84 ήταν παλιά τουρκοχώρια, με 6.405 οικήματα, στα οποία στεγάστηκε ανάλογος αριθμός προσφύγων.
• Οι 13 ήσαν τσιφλίκια τουρκικά, στα οποία κτίστηκαν από τους ίδιους τους πρόσφυγες (κυρίως Θράκες) 524 πρόχειρα οικήματα.
• Οι 25 ήταν νέοι Οικισμοί που δημιουργήθηκαν από το Γραφείο Εποικισμού, με 1.651 οικήματα.

Πρωτοδικείο Ηρακλείου

  • Συλλογικό Όργανο

Περίοδος Κρητικής Πολιτείας
Mε τον Νόμο 437/30-8-1901 της Κρητικής Πολιτείας "Περί Οργανισμού των Δικαστηρίων", (Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας αριθμ. 71/Α/13-9-1901), συνιστώνται τα εξής Δικαστήρια: Ειρηνοδικεία, Πρωτοδικεία, Εφετείο, Κακουργιοδικεία και Αναθεωρητικό. Ιδρύονται πέντε Πρωτοδικεία: Χανίων, Ηρακλείου, Ρεθύμνης, Σφακίων, και Λασιθίου. Ο ανωτέρω Νόμος τροποποιήθηκε με τον Ν. 582/21-7-1903 "Περί τροποποιήσεως του υπ' αριθμ. 437 νόμου περί Οργανισμού των Δικαστηρίων" (Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας αριθμ. 49/Α/19-8-1903).
Περίοδος μετά την ένωση με την Ελλάδα
Με τον Ν. 147/1914 «Περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως» (ΦΕΚ 25/Α/25-2-1914), προβλέπονταν η, με Βασιλικά Διατάγματα, σύσταση των Δικαστηρίων των Νέων Χωρών, η λειτουργία των οποίων θα γινόταν όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, βάσει του ισχύοντος τότε Οργανισμού των Δικαστηρίων (άρθρο 11).
Με το Βασιλικό Διάταγμα της 7ης Απριλίου του 1914 (ΦΕΚ 88/Α/11-4-1914) "Περί συστάσεως Δικαστηρίων εν Κρήτη" συνιστώνται τα εξής Δικαστήρια: Εφετείο, τέσσερα Ειρηνοδικεία πρώτης τάξεως, δεκαεννέα Ειρηνοδικεία δευτέρας τάξεως και τέσσερα Πρωτοδικεία: Χανίων, Ηρακλείου, Ρεθύμνης και Λασιθίου. Τα Πρωτοδικεία και Ειρηνοδικεία χαρακτηρίζονται από το όνομα της πόλης της έδρας αυτών. Το Πρωτοδικείο Ηρακλείου περιλαμβάνει στη δικαιοδοσία του (άρθρο 3) τις Περιφέρειες των Ειρηνοδικείων Ηρακλείου, Αγίου Μύρωνος, Καστελλίου-Πεδιάδος, Πύργου, Χερσονήσου και Μοιρών.

21ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης

  • Συλλογικό Όργανο

Το 1899 στην περιοχή Φορτέτσα του Ηρακλείου λειτουργούσαν δύο σχολεία. Το Μουσουλμανικόν Δημοτικόν, το οποίο ήταν αρρένων και καταργήθηκε το σχολ. έτος 1923-24 με την ανταλλαγή των πληθυσμών και το Χριστιανικόν Δημοτικόν (Ίδρυση ως μονοτάξιο με το Διάταγμα 11, Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας αριθμ. 87/7-10-1899), το οποίο ήταν μικτό. Με την κατάργηση του Μουσουλμανικού Σχολείου, το Χριστιανικό Δημοτικό εξαλείφει από τον τίτλο του τον προσδιορισμό "Χριστιανικόν", ενώ από το σχολικό έτος 1957-58 φέρει τη σημερινή του ονομασία: 21ο Δημοτικό Σχολείο Ηρακλείου.

Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΠΘ), Τεχνικές Υπηρεσίες

  • Συλλογικό Όργανο

1908: ΒΔ 16.8.1908 : Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Γραφείον Γ΄ Αρχιτεκτονικόν
1910: Ν. ,ΓΨΚΑ΄ 3731/1910:Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Τμήμα Ε΄, Γραφείον Γ΄ Αρχιτεκτονικόν
1911: Ν. ,ΓΩΚΖ΄ 3827/1911 (ΦΕΚ Α΄ 191): Υπουργείον Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Τμήμα Ζ΄ Γραφείον τεχνικής υπηρεσίας Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως [η φράση "Γραφείον... " αποτελεί τον τίτλο του Τμήματος Ζ΄, δεν αποτελεί υποδιαίρεση]
1932: Ν. 5608 (ΦΕΚ Α΄ 288): Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, Δ΄ Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών.
1937: ΑΝ 782/1937 (ΦΕΚ Α΄ 267): Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ΣΤ΄ Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών.
1969: ΥΑ 101491 (ΦΕΚ Β΄ 490): Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Διεύθυνσις Τεχνικών Υπηρεσιών
1976 ΠΔ 147/1976: Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γενική Διεύθυνση Προγραμματισμού, Μηχανοργανώσεως και Εποπτικών Μέσων, Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών
1977: ΠΔ 150/1977 (ΦΕΚ Α΄ 48): Κατάργηση Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών και μεταφορά αρμοδιοτήτων στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων.
Το Αρχιτεκτονικόν Γραφείον / Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών ήταν η αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΔΕ/ ΥΠΕΠΘ για τον σχεδιασμό τύπων διδακτηρίων. Στην αρμοδιότητά της ήταν η μελέτη κατασκευή, συντήρηση επίπλωση των διδακτηρίων. Στην προ του 1940 περίοδο ανέλαβε το σχεδιασμό, με ριζοσπαστικό τρόπο (καθώς πολλοί νέοι και σπουδαίοι αρχιτέκτονες συνιστούσαν το ανθρώπινο δυναμικό της), σχολικών μονάδων.
Μετά τον πόλεμο συνέχισε την δραστηριότητά της αν και το ποιοτικό κριτήριο υποχώρησε σε σχέση με τις άμεσες ανάγκες ποσοτικής αναπλήρωσης των κατεστραμμένων από τον πόλεμο σχολείων.
Σημείο καμπής στην ιστορία της ΔΤΥ ήταν η ίδρυση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (Α.Ν 627/1968), στον οποίο ανατέθηκε η μελέτη, κατασκευή και εξοπλισμός όλων των δημόσιων κτιρίων όλων των βαθμίδων της δημόσιας εκπαίδευσης πλην της Ανωτάτης. Ο προγραμματισμός ανατέθηκε στην Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ερευνών (που συστάθηκε με το άρθρο 19 του ίδιου ΑΝ 627/1968)
Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι στην αρμοδιότητα της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών παρέμεναν τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, οι ανώτατες σχολές και τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και Δημοσίου Δικαίου αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ. Η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε, την επόμενη χρονιά στην ΥΑ 101491/1969 (ΦΕΚ Β΄ 490).
Σύμφωνα με αυτό η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών διαρθρωνόταν στα παρακάτω Τμήματα
Τμήμα Α΄ Μελετών

Η σύνταξη μελετών για τις εξής κατηγορίες έργων: α) Έργα που χρηματοδοτούνταν από κληροδοτήματα και δωρεές, β) έργα Νομικών Προσώπων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ.
Ο έλεγχος και έγκριση μελετών για έργα που αφορούσαν α) Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και Επιστημονικά Ιδρύματα, β) ιδιωτικά διδακτήρια και γ) ιδιωτικές τεχνικές σχολές.
Επί τόπου έλεγχος και χορήγηση άδειας καταλληλότητας για τα ιδιωτικά σχολεία.
Τμήμα Β΄ Κατασκευών
Έλεγχος και έγκριση οικονομικών στοιχείων έργων (πρακτικά δημοπρασιών, πρωτόκολλα νέων τιμών μονάδος, συγκριτικοί πίνακες)
Η επίβλεψη των έργων στις μαθητικές κατασκηνώσεις
Παραλαβή έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ
Έλεγχος προϋπολογισμών επισκευής και συντηρήσεως διδακτηρίων Δημοσίου και καταρτισμός πινάκων για την χορήγηση πιστώσεων.
Τμήμα Γ΄ Διοικητικού
Εποπτεία διοικητικών θεμάτων ΟΣΚ και Ταμείων Ανεγέρσεως Διδακτηρίων
Προϋπολογισμός και προγραμματισμός, διαδικασία διάθεσης πιστώσεων όσον αφορά τα διδακτήρια σε α) Νομαρχιακά Ταμεία, β) Σχολικά Ταμεία
Η προμήθεια υλικών για τις ανάγκες της Διεύθυνσης
Τήρηση του ειδικού αρχείου της Υπηρεσίας.
Παρόμοιες είναι και οι οργανικές μονάδες και αρμοδιότητες που περιγράφονται στο ΠΔ 147/1976
1976
Τμήμα Α΄ Εγκρίσεως Αρχιτεκτονικών σχεδίων
Έλεγχος και έγκριση ανέγερσης ιδιωτικών σχολείων, οικοτροφείων, ιδιωτικών μέσων και κατωτέρων επαγγελματικών σχολών σε όλη την Ελλάδα.
Έλεγχος καταλληλότητας των διδακτηρίων προς χορήγηση αδείας λειτουργίας και εποπτεία επί των κτιριακών εγκαταστάσεων των ιδιωτικών σχολείων γενικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως περιοχής λεκανοπεδίου Αττικής.
Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση αρχιτεκτονικών σχεδίων και μελετών των υπό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εποπτευομένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας, (πλην Ο.Σ.Κ. και Ο.Δ.Δ.Ε.Π.) όπως: α) Ακαδημίας Αθηνών, β) Πανεπιστημίου Αθηνών για έργα εξ ιδίων ή άλλων πόρων, πλην επενδύσεων, γ) Αστεροσκοπείων της Χώρας, δ) Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, ε) Σχολής Εκπαιδευτικών Λειτουργών Επαγγελματικής και Τεχνικής Εκπαιδεύσεως (ΣΕΛΕΤΕ), στ) Σιβιτανιδείου Δημοσίας Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων, ζ) Βαρβακείου Σχολής. Αρχιτεκτονικές μελέτες Εκκλησιαστικών Σχολών.
Σύνταξη, έλεγχος, θεώρηση και έγκριση των αρχιτεκτονικών μελετών των βάσει του Α.Ν. 2039/39 Κληροδοτημάτων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ.
Μελέτη, σύνταξη, αναπροσαρμογή και δημοσίευση των οικοδομικών κανονισμών που αφορούν στα διδακτήρια που προορίζονται για Εκπαιδευτήρια ή Φροντιστήρια, σύμφωνα με τας εκάστοτε απαιτήσεις και εξελίξεις της επιστήμης και της Τεχνικής. Σύνταξη πάσης φύσεως αρχιτεκτονικής μελέτης αρμοδιότητος του Υπουργείου.
Τμήμα Β΄ Έγκρισης μελετών και κατασκευής κτιρίων
Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση στατικών υπολογισμών και σχεδίων στατικών μελετών, ηλεκτρομηχανολογικών μελετών, υδραυλικών μελετών και μελετών κεντρικής θέρμανσης των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου των εποπτευομένων υπό του Υπουργείου βάσει της κειμένης νομοθεσίας, πλην Ο.Σ.Κ. και Ο.Δ.Δ.Ε.Π., όπως περιγράφονται στο Τμήμα Α΄.
Στατικές μελέτες: α) Έλεγχος των στατικών μελετών Εκκλησιαστικών Σχολών. β) Έλεγχος, θεώρηση και έγκριση στατικών μελετών Κληροδοτημάτων. γ) Σύνταξη στατικών μελετών πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ. δ) Γνωμοδόταησις επί της αντοχής υφισταμένων κτιρίων και σύνταξη εκθέσεων. ε) Επίβλεψις και παραλαβή παντός έργου αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ, επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων των Νομαρχών και του Ο.Σ.Κ.
Τμήμα Γ΄ Οικονομοτεχνικών Μελετών
Έλεγχος, έγκριση και θεώρηση των οικονομικών τευχών δημοπράτησης των μελετών των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ως εις τα Τμήματα Α΄ και Β΄.
Έλεγχος, έγκριση και θεώρηση συγκριτικών πινάκων, πρωτοκόλλων νέων τιμών μονάδος, πινάκων αμοιβής μηχανικών, λογαριασμών έργων ων την ευθύνη της εκτέλεσης έχει το ΥΠΕΠΘ.
Έλεγχος και έγκριση πρωτοκόλλων παραλαβής έργων αρμοδιότητας ΥΠΕΠΘ (επιφυλασσομένων των αρμοδιοτήτων των Νομαρχών και του Ο.Σ.Κ.).
Έλεγχος και θεώρηση οικονομικών τευχών δημοπρατήσεως έργων αρμοδιότητας Β΄ Τμήματος.)
Την επόμενη χρονιά, 1977 με το ΠΔ 150/1977, η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών καταργήθηκε και οι αρμοδιότητές της μεταβιβάστηκαν σε υπηρεσίες του Υπουργείου Δημοσίων Έργων
Δομή
1937
Σύμφωνα με το ΑΝ του 1937 η Διεύθυνση χωρίζεται στα παρακάτω τμήματα:
Τμήμα Μελετών
Τμήμα Εκτελέσεως Έργων
Τμήμα Ελέγχου
1969
Τμήμα Γ΄ Διοικητικού
Τμήμα Β΄ Κατασκευών
Τμήμα Α΄ Μελετών
1976
Τμήμα Α΄ Εγκρίσεως Αρχιτεκτονικών σχεδίων
Τμήμα Β΄ Έγκρισης μελετών και κατασκευής κτιρίων
Τμήμα Γ΄ Οικονομοτεχνικών Μελετών

Δήμος Ναυπλιέων

  • Συλλογικό Όργανο

Ο δήμος Ναυπλιέων σχηματίστηκε με Β.Δ. την 28-4(10-5)-1834 (Φ.Ε.Κ.19) ως δήμος της Επαρχίας Ναυπλίας και παρέμεινε ως πρωτεύουσα του Κράτους μέχρι την 18(30)-9-1834. Παρακολούθησε όλες τις αυτοδιοικητικές μεταβολές μέχρι σήμερα, που επηρέασαν τη σύσταση και την έκτασή του. Μεταξύ των ετών 1920 και 1940 ο πληθυσμός του κυμάνθηκε από 6.000 έως 8.000 κατοίκους. Την περίοδο αυτή περιλαμβάνει την πόλη του Ναυπλίου και την Πρόνοια, τον πρώτο προσφυγικό οικισμό που δημιούργησε ο Καποδίστριας. Μετά την έλευση και την εγκατάσταση 900~ προσφύγων της Μ. Ασίας προστέθηκε και ο συνοικισμός "Νέο Βυζάντιον" στα όρια του Δήμου, που θεμελιώθηκε το 1929.

Γενική Διοίκηση Ηπείρου

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1913 - 1955

Οι απελευθερωμένες με τους Βαλκανικούς Πολέμους Νέες Χώρες (Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη και Νησιά Βορειοανατολικού Αιγαίου) δεν ενσωματώθηκαν άμεσα στη διοικητική διάρθρωση του Ελληνικού Βασιλείου. Στις Νέες Χώρες ο τρόπος διοίκησης καθορίστηκε με τον νόμο 4134 του Φεβρουαρίου του 1913 «περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών» που εισήγαγε ένα αποκεντρωμένο διοικητικό σύστημα με επικεφαλής τον Γενικό Διοικητή με ευρύτατες εξουσίες και με δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών πράξεων. Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο συγκροτήθηκαν οι Γενικές Διοικήσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης και Νήσων Αιγαίου. Η Γενική Διοίκηση Ηπείρου περιλάμβανε, αρχικά, τους νομούς Ιωαννίων και Πρέβεζας που τα διοικητικά τους όρια αντιστοιχούσαν στους μετέπειτα νομούς Άρτας, Πρέβεζας, Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας και είχε έδρα τα Ιωάννινα. Η Γενική Διοίκηση Ηπείρου σύμφωνα με σχετική απόφαση τον Μάρτιο του 1913 διαθρώνονταν στα εξής Τμήματα: Δικαστικό, Λογιστικό και Ταμειακό, Πολιτικό και Διοικητικό, Ταχυδρομικό - Τηλεγραφικό και Τηλεφωνικό, Δημοσίων Έργων και Ναυτιλίας, Οικονομικό, Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Κοινωνικής Πρόνοιας, Υγειονομικό ή Δημόσιας Υγείας, Γεωμετρικό Γραφείο, Γραφείο Κτηματολογίου, Υπηρεσία Κτηματολογίου και Δασική Υπηρεσία. Το 1915 οι Γενικές Διοικήσεις καταργήθηκαν για να ανασυσταθούν το 1918. Το 1925 με Νομοθετικό Διάταγμα του δικτάτορα Πάγκαλου η Γενική Διοίκηση Ηπείρου καταργήθηκε εκ νέου για ανασυσταθεί πάλι το 1926. Το 1955 με τον Νόμο 3200 οι Γενικές Διοικήσεις καταργήθηκαν οριστικά ως θεσμός διοικητικής διάρθωσης του ελληνικού κράτους.
Πηγή: ΓΑΚ-Αρχεία Νομού Ιωαννίων - Μάρθα Παπαδοπούλου-Κώτση, Το Αρχείο της Γενικής Διοίκησης Ηπείρου 1913-1923, Ιωάννινα 1993.

Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1881 -

Η Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (ΑΣΚΣΑ) ιδρύθηκε το 1881. Πρόκειται για ιδιωτικό, μη κερδοσκοπικό ίδρυμα. Ως κέντρο επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας είναι αφιερωμένο στη μελέτη κάθε όψης του ελληνικού πολιτισμού, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Οι δύο βιβλιοθήκες, η Βιβλιοθήκη Blegen και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, όπως και το Τμήμα Αρχείων της ΑΣΚΣΑ αποτελούν σημαντική πηγή διεπιστημονικής έρευνας στα πεδία της αρχαιολογίας και ανθρωπολογίας, των αρχαιολογικών επιστημών, της τοπογραφίας, αρχιτεκτονικής, επιγραφικής, νομισματικής, ιστορίας, ιστορίας της τέχνης, φιλολογίας, φιλοσοφίας, θρησκείας και των πολιτισμικών σπουδών.

Ιταλική Διοίκηση Νήσων Αιγαίου

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1912 - 1945

Η Ιταλία κατέλαβε τα Δωδεκάνησα τον Μάιο του 1912, κατά τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο. Η απόσπαση των νησιών από την οθωμανική κυριαρχία, σε συνδυασμό με τις ιταλικές διακηρύξεις περί προσωρινότητας αυτής της κατοχής, ενίσχυσαν τις ελπίδες των Δωδεκανησίων για την επίτευξη της πολυπόθητης ένωσης με την Ελλάδα, όπως αυτές άλλωστε είχαν διακηρυχθεί στις 17 Ιουνίου 1912 στην Πάτμο, με την ανακήρυξη της «Αυτόνομης Πολιτείας του Αιγαίου». Οι περιπέτειες των Βαλκανικών, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των Συνθηκών Ειρήνης που ακολούθησαν, με τις εδαφικές ανακατατάξεις και τη ρευστότητα των πολιτικών εξελίξεων, θα διατηρούσαν τις ελληνικές επιδιώξεις ζωντανές, μέχρι την απότομη προσγείωση της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Συνθήκης της Λωζάννης. Η ελληνική ήττα του 1922 και η άνοδος των Ιταλών φασιστών στην εξουσία, κατέστησαν πλέον απροκάλυπτες τις προθέσεις των νέων κυρίων των Δωδεκανήσων. Τα «Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου» κηρύσσονταν ιταλική κτήση με νομοθετική και τελωνειακή αυτονομία υπό τις διαταγές ενός Ιταλού Κυβερνήτη. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, τα Δωδεκάνησα καταλαμβάνονται από τους Γερμανούς με την ιταλική πολιτική διοίκηση τυπικά να διατηρείται μέχρι το 1945.

Γκλαβάνη - Τεχνική Α.Ε. Βιομηχανία παραγωγής γεωργικών μηχανημάτων

  • Συλλογικό Όργανο

Το 1895 ιδρύθηκε στον Βόλο το Μηχανουργείο «Η Σφύρα» από τον Κωστή Γκλαβάνη (Ζαγορά Πηλίου, 1854 - Βόλος, 1932) και τον μηχανικό Μιχαλάκη (Μιχαήλ) Καζάζη. Ο Γκλαβάνης είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες στη Σμύρνη και την Οδησσό. Παράλληλα είχε ενεργό ανάμιξη με τα κοινά και είναι ο μακροβιότερος δήμαρχος Βόλου (τότε Παγασών) την περίοδο 1908-1925. Στην επιχείρηση ο Γκλαβάνης έβαλε το χρηματικό κεφάλαιο, ενώ ο Καζάζης, έχοντας εργαστεί σε σιδηροβιομηχανίες της Αμερικής και της Αγγλίας, αλλά και στο Λαύριο, είχε τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις. Έτσι, το εργοστάσιό τους δημιουργήθηκε σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα και προδιαγραφές.
Στο εργοστάσιο κατασκευάζονταν κυρίως άροτρα, σβάρνες, εκκοκκιστικές μηχανές, χειραντλίες ύδατος («τουλούμπες»), ενώ η εταιρεία ασχολούνταν και με το εμπόριο γεωργικών μηχανών που εισάγονταν από το εξωτερικό.
Το 1924 η εταιρεία Γκλαβάνη – Καζάζη μετατράπηκε σε Ανώνυμη με ιδρυτές τους Κωνσταντίνο, Ευάγγελο (Βάγγο), Αθανάσιο Γκλαβάνη και Μιχαήλ Καζάζη, και τίτλο «Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρία Γκλαβάνης Α.Ε.», η οποία πέρασε αργότερα στους δύο γιους του Κωστή, αρχικά στον Βάγγο και μετά τη δολοφονία του, το 1944, στον Τζων (Ιωάννη) (1892-1984). Τα δύο αδέλφια επίσης αναμίχθηκαν στα κοινά. Ο μεν Βάγγος εκλέχθηκε βουλευτής με την Ένωση Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1926 και με το Προοδευτικό Κόμμα το 1933. Ο δε Τζων, που είχε σπουδάσει γεωργικές επιστήμες στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, ασχολήθηκε αναγκαστικά με την επιχείρηση μετά το θάνατο του αδελφού του. Επίσης, εκλέχθηκε βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων στις δεκαετίες 1940-1950 και με την Ένωση Κέντρου στη δεκαετία 1960, ενώ διετέλεσε και υπουργός σε διάφορες κυβερνήσεις (Ν. Πλαστήρα, Δ. Μάξιμου, Σ. Βενιζέλου, Γ. Παπανδρέου, Σ. Στεφανόπουλου) και σε πολλά υπουργεία (Γεωργίας και Εθνικής Οικονομίας, Ανοικοδόμησης, Υγιεινής-Κοινωνικής Πρόνοιας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Δημοσίων Έργων, Βορείου Ελλάδος και Βιομηχανίας).
Το 1933-34 εγκαινιάστηκε το βιδοποιείο, ενώ το 1935 οι εγκαταστάσεις χυτηρίου χυτοχάλυβα, για την κατασκευή βλητοφόρων και γεφυροσκευών για τον ελληνικό στρατό. Στη μεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 η επιχείρηση, όπως και η βιομηχανία Μποδοσάκη, ασχολήθηκε με την κατασκευή πολεμικού υλικού για τον ελληνικό στρατό.
Στη διάρκεια της Κατοχής δύο από τα τρία εργοστάσια λεηλατήθηκαν από τους Ιταλούς και μετά το 1943 πέρασαν στις γερμανικές δυνάμεις Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση το εργοστάσιο συνέχισε τη λειτουργία του με προσωπικό 300 ατόμων. Με την ακύρωση μεγάλης παραγγελίας γεωργικών μηχανημάτων από την Τουρκία το 1952, η βιομηχανία υπέστη μεγάλο πλήγμα, απέλυσε τα 9/10 του προσωπικού της και περιήλθε σε πλήρη σχεδόν αργία για 5 χρόνια, μέχρι το 1958, όταν ξανάρχισε την κανονική λειτουργία. Το 1965 απασχολούσε 230 άτομα. Η υπουργοποίηση του Τζων Γκλαβάνη συνέβαλε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της επιχείρησης, η οποία διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τα τελευταία χρόνια την επιχείρηση είχε αναλάβει ο γιος του Τζων, Κώστας.

2ο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Βόλου

  • Συλλογικό Όργανο

Το σχολείο ιδρύθηκε ως 2ο Τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Βόλου και από το σχολικό έτος 1929/30 (με τη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929) μετονομάστηκε σε 6ο (Μικτό) Δημοτικό Σχολείο Βόλου.
Κατά το σχ. έτ. 1929/30 συγχωνεύτηκε σε αυτό ένα προσφυγικό διτάξιο σχολείο, που είχε ιδρυθεί με το ΦΕΚ 142/9.6.1925, τ. Α΄, όπου φοιτούσαν κυρίως μαθητές πρόσφυγες από τη Νικομήδεια και την Καππαδοκία.

Κοινότητα Κυπρίνου (Έβρος)

  • Συλλογικό Όργανο

Η Κοινότητα Κυπρίνου συστάθηκε το 1924 και προσαρτήθηκαν σε αυτήν οι οικισμοί Τσιγγέλη, Φερύγγιον, Μηλιά, Αμμόβουνο και Θεραπειό. Το 1997 ο Κυπρίνος ορίζεται ως έδρα του ομώνυμου Δήμου Κυπρίνου και το 2011 προσαρτάται στον Δήμο Ορεστιάδας και ορίζεται έδρα της δημοτικής ενότητας Κυπρίνου.

Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Έβρου, 3ο Γραφείο

  • Συλλογικό Όργανο

Με το Ν. 4653/30 "περί διοικήσεως της εκπαιδεύσεως" δημιουργείται το Εποπτικό Συμβούλιο Στοιχειώδους Εκπαίδευσης. Με τον Α.Ν. 767/37 και τον Α.Ν. 2180/40 έχουμε το Ανώτατο Συμβούλιο Εκπαιδεύσεως με τους Γενικούς Επιθεωρητές Στοιχειώδους Εκπαίδευσης. Δημιουργούνται τα Ανώτερα Εποπτικά Συμβούλια που έχουν στην ευθύνη τους τα Εποπτικά Συμβούλια Σ.Ε. και τους Επιθεωρητές Σ.Ε. ανά περιφέρεια. Με το Β.Δ. 95/25.06.1958 δημιουργούνται τα Περιφερειακά Υπηρεσιακά Συμβούλια Στοιχειώδους Εκπαίδευσης (ΠΥΣΣΕ) και το Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο (ΑΥΣΣΕ). Με το Ν.Δ 651/1970 το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο διοικεί 10 Ανώτερες Εκπαιδευτικές Περιφέρειες (στην περιοχή μας έδρα ήταν η Καβάλα), με τους Γενικούς Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και τα ΠΥΣΣΕ μετατρέπονται σε Νομαρχιακά Υπηρεσιακά Συμβούλια Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΝΥΣΔΕ). Σε κάθε εκπαιδευτική περιφέρεια δημοτικής εκπαίδευσης ιεραρχικά υπήρχε: σε κατώτερη κλίμακα ο Επιθεωρητής, αμέσως μετά οι Νομαρχιακές Επιθεωρήσεις δημοτικής εκπαίδευσης (σε σύνολο 56, 1 σε κάθε νομό), οι Αναπληρωτές Γενικοί Επιθεωρητές και οι Γενικοί Επιθεωρητές. Με το Ν.1304/82, όπως τον συμπλήρωσε ο Ν.1566/85, όπου Δημοτική Εκπαίδευση αλλάζει σε Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και δημιουργούνται τα Γραφεία.
Η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Έβρου χωριζόταν σε τέσσερα γραφεία. Το 1ο γραφείο στην Αλεξανδρούπολη, το 2ο στο Σουφλί, το 3ο στο Διδυμότειχο και το 4ο γραφείο στην Ορεστιάδα.
Το 2011 με το Ν. 4027/2011 ( ΦΕΚ 233 τ.Α') έγινε η κατάργηση των γραφείων και η συγκέντρωση των λειτουργιών στη Διεύθυνση στην Αλεξανδρούπολη.

2ο Δημοτικό Σχολείο Ερμουπόλεως

  • Συλλογικό Όργανο

Ιδρύθηκε το 1838 και στεγάστηκε σε κτίριο που σχεδιάστηκε από τον Λοχαγό W. von Weiler. Το κτίριο αρχικά ήταν χωρισμένο σε δύο ίδια περίπου, αλλά ανεξάρτητα τμήματα και περιλάμβανε δύο σχολεία: ένα για τα αγόρια και ένα για τα κορίτσια. Το κτίριο καταστράφηκε με τους βομβαρδισμούς του 1944. Στη συνέχεια επισκευάστηκε και συνεχίζει να λειτουργεί έως και σήμερα.

Υπουργείο Γεωργίας, Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1924-1930

Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ανταλλαγής της Λωζάννης, την εκτίμηση και εκκαθάριση της αξίας των εκατέρωθεν εγκαταλειφθεισών περιουσιών ανέλαβε η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής. Προκειμένου να υποστηριχθεί το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών, συστάθηκε τον Μάιο του 1924, στο πλαίσιο του Υπουργείου Γεωργίας, η Γενική Διεύθυνσις Ανταλλαγής Πληθυσμών. Στο πλαίσιο της Γενικής Διευθύνσεως Ανταλλαγής συστάθηκε το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, προκειμένου να γνωμοδοτεί για κάθε ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή της Σύμβασης της Λωζάνης, το οποίο αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 1926 από τη Γνωμοδοτική Επιτροπή Ανταλλαγής. Συστάθηκε επίσης και η εξωτερική υπηρεσία της Γενικής Διευθύνσεως Ανταλλαγής, η οποία αποτελείτο από τα κατά τόπους γραφεία ανταλλαγής, τα οποία ιδρύθηκαν στις έδρες των οικονομικών εφοριών των Νέων Χωρών. Για την εκτίμηση των ελληνικών περιουσιών οι οποίες εγκαταλείφθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στήθηκε ένας τεράστιος μηχανισμός: 1.114 πρωτοβάθμιες επιτροπές εκτιμήσεως, μία ή περισσότερες για καθεμία από τις 934 χριστιανικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και 52 δευτεροβάθμιες επιτροπές (31 στην Αθήνα και 21 στην επαρχία). Τον Μάιο του 1927 συστάθηκαν 20 τριμελείς δευτεροβάθμιες επιτροπές, οι αποκαλούμενες «εφετεία της ανταλλαγής» (8 στην Αθήνα και 12 στην επαρχία), προκειμένου να ελεγχθούν «άταξίες, άνωμαλίες και άδικίες» των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων επιτροπών. Μετά την εκτίμηση των περιουσιών των ανταλλαξίμων, αναλάμβανε η Υπηρεσία του Γενικού Μητρώου Ανταλλαξίμων, η οποία περιλάμβανε επτά συνεργεία, διάφορες άλλες υπηρεσίες και τέσσερις επιτροπές κληρονομικών διαφορών. Παράλληλα, το 1924 συστάσθηκαν μικτά επαρχιακά συμβούλια με βάση τις εκκλησιαστικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχοντας ως αντικείμενο την απογραφή της περιουσίας των νομικών προσώπων των ελληνικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη γνωμοδότηση για την περιουσιακή κατάσταση των δικαιούχων ανταλλαξίμων.
Με το ψήφισμα της Βουλής της 7ης Απριλίου 1925 αποφασίστηκε να δοθεί, ύστερα από προσωρινή εκτίμηση, μια προκαταβολή μέχρι την τελική αποπληρωμή της αξίας που είχαν εγκαταλείψει οι ανταλλάξιμοι στην Τουρκία. Με το ίδιο ψήφισμα καθοριζόταν ο τρόπος με τον οποίο θα γινόταν η εκτίμηση των περιουσιών των ανταλλαγέντων και θεσπίστηκε η σύσταση εκτιμητικών επιτροπών, οι οποίες διακρίνονταν σε τριμελείς ή πενταμελείς κοινοτικές και πενταμελείς επαρχιακές.
Πηγή: Ν. Ανδριώτης, Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821-1940. Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση, Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής 2020.

Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος

  • Συλλογικό Όργανο
  • 1929 - 2012

Η Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος ιδρύθηκε το 1929 (Ν. 4332 16.8.1929, ΦΕΚ 283/ τεύχος Α) ως αυτόνομος τραπεζιτικός οργανισμός κοινωφελούς χαρακτήρα με σκοπό την άσκηση της Αγροτικής πίστης σε όλες τις μορφές, την ενίσχυση των συνεταιριστικών οργανώσεων και τη βελτίωση των όρων της διεξαγωγής των γεωργικών εργασιών και συναφών συναλλαγών.
Για την ίδρυση της ΑΤΕ χρησιμοποιήθηκαν κεφάλαια της Εθνικής Τράπεζας και 5 Τραπεζών που λειτουργούσαν μέχρι τότε και συγχωνεύτηκαν με την ΑΤΕ το 1929. Πρόκειται για τις Τράπεζες Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου, νήσων Αιγαίου, Κοινωφελούς Ταμείου Κρήτης που προϋπήρχαν από τουρκοκρατίας και συνέχιζαν να λειτουργούν και μετά την απελευθέρωση των περιοχών εγκατάστασής τους.
Βάσει καταστατικού ειδικότεροι σκοποί της ΑΤΕ ήταν οι παρακάτω:

  1. Χορήγηση δανείων σε γεωργούς, κτηνοτρόφους, αλιείς, γεωργικούς συνεταιρισμούς και σε νομικά και φυσικά πρόσωπα γεωργικών επιχειρήσεων, καθώς και για την εκτέλεση έργων κοινής ωφελείας
  2. Η προμήθεια και διάθεση στους παραπάνω εργαλείων, μηχανημάτων, λιπασμάτων, γεωργικών φαρμάκων κλπ.
  3. Η διευκόλυνση των παραπάνω σε θέματα συγκέντρωσης, αποθήκευσης, επεξεργασίας και πώλησης των προϊόντων στην αγορά (εσωτερικού- εξωτερικού)
  4. Η διάδοση των τελειότερων μεθόδων καλλιέργειας, κτηνοτροφίας και αλιείας, με παράλληλη τόνωση της αποταμίευσης καθώς και η οργάνωση διοίκησης υπηρεσιών ή οργανισμών αγροτικής ασφάλειας ή αντασφάλειας προϊόντων, καλλιεργειών, ζώων, μέσων, οικημάτων και εγκαταστάσεων.
  5. Η συστηματοποίηση της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων.
  6. Η τόνωση του συνεργατικού πνεύματος με προπαγάνδα και διαπαιδαγώγηση των αγροτικών κοινωνιών καθώς και η εποπτεία των γεωργικών συνεταιρισμών
    Η ενίσχυση οικοτεχνιών στις καθαρά γεωργικές οικογένειες για επικερδή απασχόληση στις νεκρές γεωργικές περιόδους.
    Η προστασία της αλιείας, και των δασικών επιχειρήσεων με παροχές δανείων ή πιστώσεων
    Το 1991 η ΑΤΕ μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρεία και λειτούργησε ως τράπεζα πολλαπλών δραστηριοτήτων μέχρι το 2012 που απορροφήθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς.

Νομαρχία Λακωνίας, Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας (1977-1994)

  • Συλλογικό Όργανο

Το 1977 το Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας θα αναβαθμιστεί σε «Διεύθυνση Κοινωνικών Υπηρεσιών», για μικρό όμως χρονικό διάστημα, αφού από το επόμενο έτος, θα αποτελέσει, εκ νέου, Τμήμα με την ονομασία «Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Λακωνίας».

Κέντρο Κοινωνικής Πολιτικής Λακωνίας (1968-1974)

  • Συλλογικό Όργανο

Το 1968, το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Λακωνίας θα μετονομαστεί σε «Κέντρο Κοινωνικής Πολιτικής Λακωνίας», το οποίο, υπό αυτόν τον τίτλο, θα λειτουργήσει μέχρι το 1974. Παράλληλα, την χρονική περίοδο 1951-1971, ζητήματα προσφύγων θα εξετάζει και η Νομαρχία Λακωνίας, συγκροτώντας, εκτάκτως, το Νομαρχιακό Συμβούλιο Προνοίας και Στεγάσεως (1951-1962) και το Νομαρχιακό Συμβούλιο Στεγάσεως (1963-1971).

Μορφωτικός Σύλλογος «Προμηθέας»

  • Συλλογικό Όργανο

Ο Μορφωτικός Σύλλογος «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ» ιδρύθηκε το 1975 από κατοίκους του συνοικισμού. Διαθέτει τμήματα ζωγραφικής, χορού και θεάτρου με έντονη παρουσία και συμμετοχή στα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης της Βέροιας.

Η εν Κωνσταντινουπόλει Εφορεία των Σχολών Νεβσεχίρ

  • Συλλογικό Όργανο

Η εν Κωνσταντινουπόλει Εφορεία των Σχολών Νεβσεχίρ, δηλαδή η περιοχή Νεάπολης Καππαδοκίας, ιδρύθηκε το 1820 με σκοπό την «…ἀνασύστασιν και ἀπρόσκοπτον λειτουργίαν τῶν κοινοτικῶν ἐκπαιδευτηρίων». Περί τα τέλη του 19ου αιώνα η Εφορεία αριθμούσε την Ελληνική Κοινοτική Σχολή, δύο δημοτικά, Παρθεναγωγείο και δύο νηπιαγωγεία με περισσότερους από 1.000 μαθητές και μαθήτριες.
ΠΗΓΗ: Εκατονταετηρίς της εν Κωνσταντινουπόλει Εφορείας των Ελληνικών Σχολών Νεαπόλεως Καππαδοκίας (Νεβ-Σεχίρ): 1820-1920. (1920). Εν Κωνσταντινούπολει: Τύποις Α. Α. Κορομηλά.

Αποτελέσματα 1 έως 100 από 326